Η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας: μία επισκόπηση
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα Οικονομικών
Ουτοπία Νο.28, 1998
Ι. Εισαγωγή
Η Αξιακή θεωρία αποτέλεσε την βάση συγκρότησης της πρώτης εκδοχής μίας αυτοτελούς επιστήμης των οικονομικών σχέσεων στα τέλη του 18ου αιώνα με την μορφή του θεωρητικού παραδείγματος της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, έτσι όπως αυτό διατυπώθηκε κυρίως μέσα από τα έργα των Adam Smith και David Ricardo. Ο ρόλος της αυτός εκπήγαζε από την βαθιά εδραιωμένη πεποίθηση των κλασικών ότι πίσω από την διαδικασία ανταλλαγής εμπορευμάτων – που διεξάγεται με βάση ανταλλακτικές ισοδυναμίες μεταξύ τους και τιμές – υποκρύπτεται μία διαδικασία παραγωγής όπου τον πρώτο και καθοριστικό ρόλο έχει η ανθρώπινη εργασία. Τα υπόλοιπα στοιχεία που υπεισέρχονται στην παραγωγική διαδικασία – συνήθως η γη, οι μηχανές και οι πρώτες ύλες – δεν έχουν έναν ισότιμο και, πολύ περισσότερο, αυτοτελή ρόλο στην παραγωγή αλλά κινητοποιούνται υπό τον έλεγχο της ανθρώπινης εργασίας. Άλλωστε όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν δημιουργήματα ανθρώπινης εργασίας προηγούμενων περιόδων. Κατά συνέπεια τα προϊόντα κάθε παραγωγικής διαδικασίας, πριν αποτιμηθούν σε όρους εγχρήματων τιμών πρέπει να αποτιμηθούν σε όρους εργασίας. Ο χρόνος εργασίας αποτελεί το μέτρο της τελευταίας. Επομένως, κατά την κλασική Πολιτική Οικονομία, πριν και πίσω από τις τιμές (που εκφράζουν ανταλλακτικές ισοδυναμίες μεταξύ εμπορευμάτων που τελικά λαμβάνουν την μορφή των χρηματικών τιμών) βρίσκονται εργασιακά μεγέθη, δηλαδή ποσότητες χρόνου (ανθρώπινης) εργασίας. Τα μεγέθη αυτά αποτελούν τις αξίες των εμπορευμάτων. Η οικονομική ανάλυση δεν πρέπει, επομένως, να περιορισθεί στην μορφή εμφάνισης των πραγμάτων αλλά πρέπει να ανακαλύψει τις υποκρυπτόμενες ουσιακές σχέσεις, γιατί με βάση τις τελευταίες επιτυγχάνεται ο συντονισμός και η ρύθμιση των οικονομικών σχέσεων.
Αυτή η εν πολλοίς κοινή προβληματική των κλασικών οδήγησε στην εγκαθίδρυση της Εργασιακής Θεωρίας της Αξίας ως του πλαισίου οικονομικής ανάλυσης της Πολιτικής Οικονομίας και αποτέλεσε κατά τον Marx ένα από τα πιο λαμπρά αλλά και αντιφατικά επιτεύγματα της αστικής σκέψης. Στην συνέχεια, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η Πολιτική Οικονομία και ιδιαίτερα η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας εκτοπίζονται από το κέντρο της οικονομικής ανάλυσης και ως νέα ορθοδοξία συγκροτήθηκαν πλέον τα Οικονομικά. Τα τελευταία εγκαταλείπουν τόσο την Αξιακή θεωρία όσο και την συνυφασμένη με αυτήν πρωτοκαθεδρία στης σφαίρας της παραγωγής και στρέφονται στην μελέτη της σφαίρας της ανταλλαγής και των τιμών. Στην πρώτη φάση η απόρριψη του πλαισίου ανάλυσης της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας βασίσθηκε στην προβολή μίας υποκειμενικής Αξιακής Θεωρίας, σε αντιπαράθεση με την αντικειμενική Εργασιακή Θεωρία της Αξίας. Το ρεύμα εκείνο που ο Marx χαρακτήρισε “χυδαία Πολιτική Οικονομία” υποστήριξε ότι εάν υπάρχουν κάποιες υπολανθάνουσες αξίες πίσω από τις τιμές, αυτές δεν εκφράζουν εργασιακά παραγωγικά μεγέθη αλλά υποκειμενικές καταναλωτικές προτιμήσεις. Με τον τρόπο αυτό συγκροτήθηκε το πρώτο θεμελιακό στοιχείο της Οριακής θεωρίας, δηλαδή η έννοια της οριακής χρησιμότητας. Στην συνέχεια, με την συγκρότηση και της δεύτερης βασικής έννοιας της Οριακής ανάλυσης, της οριακής παραγωγικότητας, και την θεωρία των παραγωγικών συντελεστών – δηλαδή με την αυτονόμηση των υπόλοιπων παραγωγικών στοιχείων από την ανθρώπινη εργασία και την εξομοίωση τους όσον αφορά την συνεισφορά τους στην παραγωγή – καταργήθηκε η ανάγκη οποιασδήποτε μορφής Αξιακής Θεωρίας και κατασκευάσθηκαν τα Οικονομικά, ως το νέο κυρίαρχο θεωρητικό παράδειγμα[1].
Η προβληματική της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας συνεχίσθηκε, ως ετεροδοξία πλέον μέσα στην οικονομική σκέψη, μέσα από την Μαρξιστική παράδοση της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (επί μίας ριζικά διαφοροποιημένης βάσης) αλλά και την επανανακάλυψη της κλασικής προβληματικής από μία σειρά άλλα ρεύματα, όπως την μετα-Κεϋνσιανή και την νεο-Ρικαρδιανή παράδοση. Η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας αποτέλεσε το βασικό θεμέλιο όλων αυτών των αναλύσεων και συνεχίζει να αποτελεί την ένα εξαιρετικά γόνιμο και παραγωγικό πλαίσιο οικονομικής ανάλυσης.
Το δεύτερο μέρος της μελέτης αυτής αναλύει τον ρόλο της Εργασιακής Θεωρίας της Αξίας στην συγκρότηση της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας και ιδιαίτερα την πιο συνεκτική διατύπωση της στην Αξιακή Θεωρία της Ενσωματωμένης Εργασίας του D.Ricardo. Το τρίτο μέρος μελετά την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του K.Marx, την συνδεόμενη με αυτή Αξιακή Θεωρία της Αφηρημένης Εργασίας καθώς και τις πρώτες κριτικές της (ιδιαίτερα από τον Bohm-Bawerk) αλλά και την διατύπωση του λεγόμενου προβλήματος του μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές (από τους Bortkiewicz και Dmitriev). Το τέταρτο τμήμα επισκοπεί την κατάσταση πραγμάτων στο πεδίο της Εργασιακής Θεωρίας της Αξίας στην “ενδιάμεση περίοδο”, που σηματοδοτήθηκε από το έργο των Sweezy, Dobb και Meek αλλά και την σημαίνουσα συνεισφορά του Sraffa, που οδήγησε στην συγκρότηση του νεο-Ρικαρδιανού ρεύματος. Το πέμπτο τμήμα παρουσιάζει την Συζήτηση για την Αξία (Value Debate) της δεκαετίας του 1970 ανάμεσα στους νεο-ρικαρδιανούς και τις μαρξιστικές θεωρήσεις, που σημάδεψαν όλη την σύγχρονη προβληματική. Το έκτο μέρος μελετά τα σύγχρονα ρεύματα καθώς και τα νέα πεδία έρευνας που έχουν εμφανισθεί τις τελευταίες δεκαετίες στο έδαφος της Αξιακής Θεωρίας.
ΙΙ. Η εργασιακή αξία, θεμελιακή κατηγορία της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας
Η άνοδος του καπιταλιστικού συστήματος βασίσθηκε αφενός στην αποξένωση των άμεσων παραγωγών από τα μέσα παραγωγής και την συνακόλουθη μετατροπή της ικανότητας τους προς εργασία (εργασιακής δύναμης) σε εμπόρευμα και αφετέρου στην απελευθέρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων από τις φεουδαλικές ρυθμίσεις και περιορισμούς. Η εμπορευματοποίηση των βασικών όρων παραγωγής[2] συνοδεύθηκε με την γενίκευση της εμπορευματικής ανταλλαγής ως της βασικής διαδικασίας κυκλοφορίας των παραγόμενων προϊόντων. Με την κατάργηση των αυταρχικών φεουδαλικών κανόνων που, με αυστηρό και περιοριστικό τρόπο, εξασφάλιζαν στο προηγούμενο σύστημα τον συντονισμό των οικονομικών (παραγωγικών και μη) δραστηριοτήτων η αγορά και η εμπορευματική ανταλλαγή κατέλαβε τον ρόλο αυτό.
Οι μετασχηματισμοί αυτοί οδήγησαν σε κρίσιμες κοινωνικές αλλαγές. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η φετιχιστική διάσπαση στο επίπεδο της μορφής των ενιαίων κοινωνικών σχέσεων στις διακριτές επιμέρους σφαίρες της οικονομίας και της πολιτικής. Για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η οικονομία αναδείχθηκε σε ένα ξεχωριστό και αυτοτελές πεδίο κοινωνικών δραστηριοτήτων, όπου η αγορά αποτελούσε τον πιο προφανή τρόπο έκφρασης του. Ταυτόχρονα η απελευθέρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων από τις βασισμένες σε αυστηρούς ταξικούς διαχωρισμούς ρυθμίσεις οδήγησε στην εμφάνιση της αγοράς ως ενός χώρου ελευθερίας, αλλά όχι φυσικά ισότητας. Από την άλλη, η σφαίρα της πολιτικής – δηλαδή η διαχείριση της κοινωνίας – βασίσθηκε όχι μόνο στην απελευθέρωση από μία σειρά απαγορεύσεις και περιορισμούς που αφορούσαν τις κατώτερες τάξεις αλλά και στην -σταδιακή και μετά από έντονες συγκρούσεις – εισαγωγή της τυπικής ισότητας, με την γενίκευση των πολιτικών δικαιωμάτων για όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών ήταν η φετιχιστική (στο επίπεδο της μορφής) διάσπαση της ενότητας των κοινωνικών σχέσεων που συγκροτούν το καπιταλιστικό σύστημα, οι οποίες βασίζονται στην θεμελιακή διαίρεση της κοινωνίας σε δύο βασικές κοινωνικές τάξεις, το κεφάλαιο και την εργασία, και στην εκμετάλλευση της δεύτερης από την πρώτη. Οι κοινωνικές σχέσεις αυτές εμφανίζονται στο μεν πεδίο της οικονομίας ως σχέση μεταξύ ελεύθερα συμβαλλόμενων (αν και άνισων) ατόμων, στο δε πολιτικό πεδίο ως σχέσεις μεταξύ ίσων πολιτών. Με τον τρόπο αυτό η προφανής σε άλλα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα ενότητα των κοινωνικών σχέσεων διασπάσθηκε σε επιμέρους πεδία και ανέκυψε η ανάγκη διακριτών επιστημονικών κλάδων για την μελέτη τους.
Το θεωρητικό πρόγραμμα της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, ως της πρώτης εκδοχής μίας διακριτής επιστήμης των οικονομικών σχέσεων, συγκροτήθηκε επάνω σε δύο θεμελιώδεις άξονες. Ο πρώτος άξονας μελετούσε τις οικονομικές σχέσεις ως διακριτό πεδίο των γενικότερων κοινωνικών σχέσεων αλλά σε συνάφεια με τις δεύτερες. Ο προσδιορισμός “πολιτική” (δηλαδή συνολική κοινωνική) απηχεί αυτή την διάσταση του θεωρητικού παραδείγματος της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας. Η αναγνώριση τού ρόλου των κοινωνικών τάξεων καθώς και των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων και θεσμών αποτελεί περίτρανο δείγμα αυτής της λογικής, που εξοβελίσθηκε στην συνέχεια από τα Οικονομικά. Ο δεύτερος άξονας αφορούσε την αναζήτηση των βαθύτερων σχέσεων που εξασφαλίζουν την ενότητα και τον συντονισμό μίας καπιταλιστικής εμπορευματικής οικονομίας, όπου η κοινωνική παραγωγή διενεργείται από ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Η απάντηση στο ζήτημα αυτό επιδιώχθηκε να δοθεί ακριβώς με την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας.
Στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής η σφαίρα της παραγωγής συγκροτείται από αυτόνομες επιχειρήσεις, που η κάθε μία αποτελεί ένα ιδιωτικό εγχείρημα με στόχο την ανταλλαγή για κέρδος και που οι παραγωγικές διαδικασίες τους δεν διέπονται από κανένα εκ των προτέρων συντονισμό. Όμως τόσο οι προϋποθέσεις όσο και τα αποτελέσματα κάθε μίας από αυτές τις ανεξάρτητες δραστηριότητες προαπαιτούν την ύπαρξη των υπόλοιπων, και μάλιστα ότι θα λάβουν χώρα στον κατάλληλο χρόνο και στις σωστές αναλογίες. Συνεπώς κάθε ιδιωτική και αυτόνομη διαδικασία παραγωγής προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Επιπλέον, για να μπορεί αυτή η προϋπόθεση να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει στο τέλος οι ιδιωτικές και αυτόνομες αυτές παραγωγικές διαδικασίες να ενοποιούνται μέσα σε αυτό τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Η διαδικασία αυτή όμως επιτελείται σε μία άλλη σφαίρα, αυτή της ανταλλαγής, καθώς εκεί η φαινομενική ανεξαρτησία κάθε ιδιωτικής παραγωγικής διαδικασίας συσχετίζεται με την ουσιακή αλληλεξάρτηση που είναι εγγενής στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Συνεπώς, ο κοινωνικός δεσμός εμφανίζεται μόνο στην σφαίρα της ανταλλαγής, όπου τα αποτελέσματα της παραγωγής (εμπορεύματα) ανταλλάσσονται μεταξύ τους και οι αντιφάσεις της εμπορευματικής παραγωγής εμφανίζονται και ταυτόχρονα επιλύονται. Εάν η ανταλλαγή εμπορευμάτων – βάσει ανταλλακτικών ισοδυναμιών ή σχετικών τιμών μεταξύ τους – είναι αυτή η οποία επιτελεί το έργο του συντονισμού της κοινωνικής παραγωγής, είναι φανερό ότι αυτές οι ανταλλακτικές ισοδυναμίες δεν μπορεί να είναι οποιοσδήποτε αλλά οφείλουν να είναι σαφώς καθορισμένες. Εν ολίγοις, οι προδήλως ευμετάβλητες ανταλλακτικές ισοδυναμίες θα πρέπει να κυβερνώνται από κάποιους θεμελιώδεις νόμους-σχέσεις. Η κλασική Πολιτική Οικονομία, σε αντίθεση με την προηγηθείσα Εμποροκρατία, αποπειράθηκε ορθά να ανακαλύψει τους νόμους αυτούς στην σφαίρα της παραγωγής και όχι στην ανταλλαγή. Επιπλέον, υποστήριξε ότι ο κρίσιμος παράγων της παραγωγής – αυτός που αποτελεί το sine qua non στοιχείο για την δημιουργία του κοινωνικού πλούτου – είναι η ανθρώπινη εργασία. Κατά συνέπεια, οι νόμοι που διέπουν την σφαίρα της παραγωγής αφορούν πρωτίστως την εργασία. Ήταν, επομένως, η απάντηση στο ερώτημα περί της πηγής δημιουργίας του κοινωνικού πλούτου αυτή που οδήγησε την κλασική Πολιτική Οικονομία στην παραγωγή και στην εργασία.
Ο A.Smith – οικοδομώντας επάνω σε προϋπάρχουσες υβριδικές αντιλήψεις όπως αυτή του W.Petty (“η εργασία είναι ο πατέρας και η ενεργός αρχή του πλούτου και η γη η μητέρα του”), που είχαν υπερκεράσει τις Φυσιοκρατικές προκαταλήψεις με την αγροτική εργασία – διατύπωσε μία εκδοχή της Εργασιακής Θεωρίας της Αξίας. Έχοντας διακρίνει μεταξύ της αξίας χρήσης και της αξίας ανταλλαγής ενός εμπορεύματος και υποστηρίζοντας ότι η οικονομική ανάλυση πρέπει να εστιάσει στην δεύτερη, αναγνώρισε ως περιεχόμενο της την εργασία:
η αναλογία ανάμεσα στις ποσότητες της εργασίας που χρειάζεται για την απόκτηση διαφόρων αντικειμένων… είναι η μόνη ρύθμιση, που μπορεί να προσφέρει κάποιο κανόνα γιά την ανταλλαγή του ενός εμπορεύματος με το άλλο… Σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων, όλο το προϊόν της εργασίας ανήκει στον εργάτη, και η ποσότητα της εργασίας που απασχολείται συνήθως γιά την απόκτηση ή παραγωγή κάθε εμπορεύματος είναι το μόνο δεδομένο που μπορεί να καθορίσει την ποσότητα της εργασίας που πρέπει, συνήθως, να αγορασθεί, να απαιτηθεί ή να ανταλλαχθεί με αυτήν”.
(Smith (1986), σ.150-1)
Συνεπώς, η ενσωματωμένη εργασία σε ένα εμπόρευμα ορίζει μία “φυσική τιμή” (όπως ονομάζει την αξία ο Smith) που αποτελεί τον πυρήνα γύρω από τον οποίο κυμαίνονται συνεχώς οι τιμές όλων των εμπορευμάτων. Oμως η διατύπωση της Εργασιακής Θεωρίας της Αξίας από τον Smith δεν ήταν άμοιρη προβλημάτων. Η ισχύς της περιορίσθηκε σε κάποιο (μυθικό) προκαπιταλιστικό στάδιο όπου ο κάθε παραγωγός κατείχε τα εργαλεία και τα μέσα παραγωγής του και αντάλλασε το προϊόν του. Ομως, όπως βιάσθηκε να πανηγυρίσει ο Samuelson (1971, σ.404), “μόλις συσσωρευθεί κάποιο απόθεμα στα χέρια ιδιαίτερων προσώπων, είναι φυσικό ορισμένα από αυτά να το χρησιμοποιήσουν βάζοντας εργατικούς ανθρώπους να δουλέψουν, κι εφοδιάζοντας τους με υλικά και μέσα συντήρησης, ώστε να πραγματοποιήσουν κέρδος με την πώληση της εργασίας τους ή με όσα η εργασία τους προσθέτει στην αξία των υλικών”. Υπό αυτές τις συνθήκες η αξία που προσθέτει ο εργάτης στα υλικά αναλύεται σε δύο μέρη, στους μισθούς και στο κέρδος. “Σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων το συνολικό προϊόν δεν ανήκει πάντα στον εργάτη. Aυτός πρέπει στις περισσότερες περιπτώσεις να το μοιράζεται με τον κάτοχο του αποθέματος που τον απασχολεί”. Συνεπώς, “στην τιμή των εμπορεύματων… το κέρδος του αποθέματος αποτελεί συστατικό μέρος απόλυτα διαφορετικό από τους μισθούς εργασίας, και καθορίζεται από εντελώς διαφορετικές αρχές” (Smith (1986, σ.152-3). Με τον τρόπο αυτό o Smith μετακινήθηκε από την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας προς μία προσθετική θεωρία της αξίας βασισμένη στα εισοδηματικά μερίδια. Η αξία δεν καθοριζόταν πλέον από την εργασία αλλά από την γαιοπρόσοδο, το κέρδος και τον μισθό εργασίας.
Ενα άλλο πρόβλημα, δείγμα των αντιφατικών και ανεπεξέργαστων πολλές φορές απόψεων του Smith, είναι ότι σε άλλα μέρη του έργου του συγχέει την αξία ως έκφραση της ξοδευμένης για να παραχθεί ένα εμπόρευμα εργασίας με την ποσότητα εργασίας που μπορεί να αγοράσει το εμπόρευμα αυτό όταν ανταλλαχθεί (δηλαδή με την εξουσιαζόμενη εργασία [labour commanded] στην ανταλλαγή). Οπως έδειξε όμως ο Ricardo, οι δύο αυτές ποσότητες εργασίας μόνον υπό ειδικές συνθήκες είναι ταυτόσιμες.
Με τον D.Ricardo η Πολιτική Οικονομία ολοκληρώθηκε ως θεωρητικό παράδειγμα με αυστηρή συνοχή και μεθοδολογία και η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας αποτέλεσε την βάση της οικονομικής της ανάλυσης. Θεωρόντας ότι η επιστήμη δεν μπορεί να λειτουργήσει πλέον μόνον με την “περιγραφή” αφενός και την “ανάλυση” αφετέρου, αναζήτησε γενικούς νόμους κίνησης του καπιταλισμού. Αναγνώρισε ως την βασική αρχή λειτουργίας του συστήματος τον προσδιορισμό της αξίας από την ενσωματωμένη εργασία και επιδίωξε να ανάγει όλες τις εξωτερικές εμφανίσεις σε αυτήν, θέση την οποία ο Μarx χαρακτήρισε ως την “μεγάλη συνεισφορά του Ricardo στην επιστήμη”. Ομως, η μέθοδος του χαρακτηρίσθηκε από τον εμπειρισμό καθώς, ενώ ξεκίνησε ορθά από τον προσδιορισμό της αξίας (και των τιμών) από την εργασία, μετά προσπάθησε να ανάγει άμεσα όλα τα φαινόμενα σε αυτόν, ακόμη και αυτά που αντιφάσκουν. Ετσι οι αφαιρέσεις του ήταν λανθασμένες, “βίαιες” όπως τις χαρακτηρίζει ο Μarx. Ενώ διέκρινε μεταξύ εμπειρικής επιφάνειας και ουσίας, κατανοούσε την τελευταία ως κάτι σταθερό και αμετάβλητο και την πρώτη ως απλές και άμεσες φαινομενικές μορφές της δεύτερης. Επομένως αδυνατούσε να συλλάβει τον δυναμικό και ιστορικό χαρακτήρα τους, τους μετασχηματισμούς αλλά και την ενότητα τους. Αυτός ο κληροδοτημένος από τον Locke εμπειρισμός τον οδήγησε αφενός να θεωρήσει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής ως υπεριστορική μορφή, αφετέρου να αποπειραθεί να αντιμετωπίσει άμεσα, αδιαμεσολάβητα όλα τα φαινόμενα που αντίκεινται στον προσδιορισμό των τιμών από τις αξίες και την ενσωματωμένη εργασία.
Οπως είναι γνωστό, το ενδιαφέρον του Ricardo – ξεκινώντας με μία, αντίστοιχη με την Σμιθιανή, πεποίθηση ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα αποτελεί μία φυσική τάξη πραγμάτων που προσιδιάζει στην ανθρώπινη φύση και συνεπώς δεν τίθεται θέμα αλλαγής του παρά τα όποια προβλήματα του – επικεντρώθηκε στην ποσοτική διάσταση της αξίας. Αυτό τον διαφοροποίησε τόσο από τον Smith όσο και με τον Marx, Ο πρώτος εστίαζε το ενδιαφέρον του στην κατάδειξη της προέλευσης του κοινωνικού πλούτου από την εργασία και σαφώς λιγότερο στην κατάδειξη της ποσοτικής αντιστοιχίας και του καθορισμού των τιμών από τις αξίες. Οι αντιφάσεις της Σμιθιανής προσέγγισης προήλθαν εν πολλοίς ακριβώς από την in passim αντιμετώπιση της δεύτερης διάστασης. Αντιθέτως ο Ricardo, έχοντας δεδομένες τις απαντήσεις αλλά και τις αντιφάσεις του Smith, επεδίωξε να δείξει πως οι εργασιακές αξίες αποτελούν τον βασικό οδηγό λειτουργίας του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Δηλαδή ότι οι σχετικές τιμές των εμπορευμάτων είναι αναλογική έκφραση της ενσωματωμένης εργασίας σε αυτά.
Αναιρώντας την Σμιθιανή σύγχυση ενσωματωμένης και ελεγχόμενης εργασίας, ο Ricardo διευκρίνισε ότι είναι η πρώτη που προσδιορίζει την αξία. Επιπλέον, κατανοούσε πληρέστερα τον προσδιορισμό της σφαίρας της ανταλλαγής από την παραγωγή και. μάλιστα από την εργασία υπό συνθήκες παρουσίας του κεφαλαίου, του “συσσωρευμένου αποθέματος” που εκτροχίασε την εργασιακή θεωρία της αξίας του Α.Smith. “Οχι μόνον η εργασία η εφαρμοσμένη άμεσα στα εμπορεύματα επηρεάζει την αξία τους, αλλά επίσης η εργασία η οποία είναι εναποθετημένη στα μέσα, τα εργαλεία, και τα κτίρια, με τα οποία μία τέτοια εργασία υποβοηθείται”. Ομως, παρόλο που αναγνώριζε τα μέσα παραγωγής ως συσσωρευμένη παρελθούσα εργασία, περιοριζόταν να τα θεωρεί ως φυσικά αντικείμενα και όχι ως κεφάλαιο, δηλαδή μία κοινωνική σχέση. Βέβαια δεν κάνει αυτό το σφάλμα στην θεωρία του περί διανομής (η οποία όμως είναι διαχωρισμένη από την θεωρία της αξίας του (βλέπε Gerstein Ι. (1986, σ.50)).
Η πρώτη προσπάθεια του – με το περίφημο δοκίμιο του 1815 (‘Ενα Δοκίμιο πάνω στην επίδραση μίας χαμηλής τιμής του σίτου πάνω στα κέρδη του αποθέματος’) – περιστράφηκε γύρω από την ανεύρεση ενός αμετάβλητου μέτρου της αξίας συνδέοντας την αξία της εργασίας (της εργασιακής δύναμης, ορθότερα κατα τον Marx) με τον αγροτικό τομέα και την Μαλθουσιανή θεωρία περί πληθυσμού. Θεώρησε ότι η η εργατική τάξη δεν είναι ενεργός κοινωνικά – δεν έχει μία κοινωνική και πολιτική βαρύτητα – και αποτελεί απλά έναν ζωικό πληθυσμό που η αναπαραγωγή του (και το κόστος της) ρυθμίζονται από φυσικά δεδομένα και διασφαλίζουν μόνιμη ισορροπία. Τότε η εργασιακή θεωρία της αξίας γίνεται ταυτόσημη με μία θεωρία όπου το μέτρο της αξίας είναι τα μέσα διατροφής του ζωικού αυτού πληθυσμού: όπου “εργασία” μπορούμε να βάλουμε τον όρο “αναγκαία μέσα διατροφής”. Αν ένα γεωργικό προϊόν (τα δημητριακά) αποτελεί το βασικό είδος διατροφής του εργατικού πληθυσμού, τότε συνδέεται η εργασία [εργασιακή δύναμη], σαν μία ποσότητα πόρων που αναπαράγεται σε συνθήκες ισορροπίας, με την παραγωγή σε φυσικές μονάδες ενός τομέα της οικονομίας, του αγροτικού. Ο πληθυσμός που απασχολείται σε αυτόν παράγει δημητριακά, ο δε αγροτικός τομέας που παράγει δημητριακά αναπαράγει τον πληθυσμό. Εάν ακολούθως υποτεθεί ότι ο τομέας αυτός έχει σαν εισροή μόνον εργασία και σπόρους δημητριακών (προϊόντα πρηγούμενης παραγωγής του ίδιου τομέα) τότε – με δεδομένη την αξία της εργασίας σε δημητριακά (από την Μαλθουσιανή θεωρία και τον “σιδηρούν νόμο των μισθών”) – η εκροή του αγροτικού τομέα διαιρούμενη με το άθροισμα των δύο εισροών (εργασίας και σπόρων δημητριακών) μετρά την απόδοση του τομέα ανεξάρτητα από τις φυσικές διαστάσεις του προϊόντος. Στην περίπτωση αυτή το ποσοστό κέρδους στον αγροτικό τομέα – δηλαδή η σχέση μεταξύ τμήματος του συνολικού αγροτικού προϊόντος που πλεονάζει και εκείνου που καταναλώνεται για να συντηρηθεί ο εργαζόμενος πληθυσμός – μπορούσε να υπολογισθεί άμεσα, χωρίς παρέκβαση στις τιμές των αγαθών, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτής της σχέσης ήταν φυσικά ομοιογενείς. Συνεπώς, στον αγροτικό τομέα το ποσοστό κέρδους δεν κυμαινόταν ως αποτέλεσμα αλλαγών στους πραγματικούς μισθούς. Επειδή το ποσοστό κέρδους πρέπει να εξισωθεί μεταξύ των διαφόρων τομέων παραγωγής, το σύστημα τιμών όφειλε να είναι τέτοιο ώστε να επιβάλει την εξίσωση των ποσοστών κέρδους των υπόλοιπων τομέων με αυτό του βασικού τομέα, δηλαδή του αγροτικού. Στην επακολουθείσασα συζήτηση ο Malthus εξέθεσε μία σημαντική αδυναμία της Ρικαρδιανής επιχειρηματολογίας δείχνοντας ότι δεν υπάρχει τομέας της οικονομίας όπου τόσο το προκαταβεβλημένο κεφάλαιο όσο και τα παραγώμενα προϊόντα είναι ομογενή. Οι εργάτες καταναλώνουν και προϊόντα του δευτερογενούς τομέα και συνεπώς ο υπολογισμός του ποσοστού κέρδους εμπλέκει την σύγκριση ενός αθροίσματος ετερογενών αγαθών και απαιτεί την ύπαρξη μίας κοινής μονάδας μέτρησης.
Αποδεχόμενος το πρόβλημα αυτό ο Ricardo επεδίωξε να ανακαλύψει μία τέτοια μονάδα μέτρησης της ετερογενούς μάζας των παραγώμενων προϊόντων που να τα μετατρέπει σε μία ομογενή διάσταση και να εκφράζεται στην ανταλλαγή μεταξύ τους στην αγορά διαμέσου των σχετικών τιμών. Βασικό στοιχείο αυτής της δεύτερης και γενικότερης προσέγγισης υπήρξε η αναζήτηση ενός αμετάβλητου μέτρου της αξίας, με την μορφή είτε ενός πραγματικού εμπορεύματος είτε ενός σταθμισμένου καλαθιού πραγματικών εμπορευμάτων. Απαραίτητο στοιχείο αυτού του αμετάβλητου μέτρου έπρεπε να ήταν το ότι δεν θα απέκλινε η τιμή του από την αξία του εξαιτίας διανεμητικών επιδράσεων. Η προσπάθεια αυτή συγκεφαλαιώθηκε στην διατύπωση μίας Αξιακής Θεωρίας της Ενσωματωμένης Εργασίας. Ομως στο σημείο αυτό ανέκυψε ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα καθώς οι τιμές εξαρτώνται από το ποσοστό κέρδους αλλά επίσης γιατί δεν αντανακλούν επακριβώς τις αξίες. Τα προβλήματα αυτά ήταν γνωστά στον Ricardo, ο οποίος τελικά αναγνώρισε ότι ‘ένα τέτοιο [αμετάβλητο] μέτρο είναι αδύνατον να αποκτηθεί, επειδή δεν υπάρχει κανένα εμπόρευμα το οποίο δεν είναι εκτεθειμένο στις ίδιες διακυμάνσεις όπως τα πράγματα των οποίων την αξία πρέπει να επιβεβαιώσει* δηλαδή, δεν υπάρχει κανένα το οποίο δεν υπόκειται στο να απαιτήσει περισσότερη ή λιγότερη εργασία για την παραγωγή του’ (Ricardo (1972, σ.27)).
Οπως έδειξε ο Marx αργότερα, η Ρικαρδιανή θεωρία – εν πολλοίς εξαιτίας της εσφαλμένης μεθοδολογίας της αλλά και της περιορισμένης κοινωνικής οπτικής της – υποπίπτει σε μία σειρά καθοριστικά σφάλματα. Πρώτον, συγχέει την υπεραξία με μία από τις μορφές εμφάνισης της, το κέρδος. Αυτό προκύπτει από την λανθασμένη αντίληψη της για τα μέσα παραγωγής τα οποία βλέπει μόνο στην άμεση μορφή τους ως “συσσωρευμένη εργασία”. Καταλήγει συνεπώς σε μία θεωρία του πλεονάσματος. Στο ερώτημα από που προέρχεται το κέρδος (η πρόσοδος που εισπράττουν οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής), τελικά, δεν δίνεται καμμία απάντηση. Το κέρδος είναι η διαφορά μεταξύ της συνολικής εργασίας και της εργασίας που απαιτείται γιά να αναπαραχθεί αυτή η συνολική εργασία. Αυτό εξαρτάται από τον λόγο παραγωγής προς κατανάλωση. Η πηγή του πλεονάσματος δεν είναι λοιπόν συνδεδεμένη με την θεωρία της αξίας. Το πλεόνασμα είναι ένα καθαρό υπόλοιπο, που περιέρχεται στα χέρια των κεφαλαιοκρατών αφού αφαιρεθούν τα τρέχοντα έξοδα τους γιά την παραγωγή. Δεύτερον, δεν κατανοεί ότι οι τιμές ποτέ δεν ταυτίζονται με τις αξίες αλλά μετασχηματίζονται σε τιμές παραγωγής γύρω από τις οποίες κυμαίνονται οι τιμές, ανάλογα με την προσφορά και την ζήτηση. Τρίτον, έχει μία αδύναμη θεωρία του ανταγωνισμού, που καταλήγει να θεωρεί την διαμόρφωση του – κατά Marx – γενικού μέσου ποσοστού κέρδους ως μία περίπου αυτόματη διαδικασία.
Στο θεωρητικό πεδίο η Αξιακή Θεωρία της Ενσωματωμένης Εργασίας του Ricardo σκόνταψε ακριβώς στον βασικό της στόχο, δηλαδή στην ανάλυση της ποσοτικής διάστασης της αξίας. Ομως η υποχώρηση της από το επιστημονικό προσκήνιο δεν οφείλεται στις θεωρητικές της αδυναμίες αλλά στην προϊούσα πλέον ασυμβατότητα της με τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις. Η ωρίμανση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και η ανάδυση των εγγενών αντιφάσεων του, και ιδιαίτερα της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας, την κατέστησε εξαιρετικά απρόσφορη καθώς εύκολα μπορούσε να οδηγήσει στην ανακάλυψη των κεφαλαιοκρατικών εκμεταλλευτικών σχέσεων. Η Οριακή θεωρία ξεκίνησε από την αδυναμία της Ρικαρδιανής ανάλυσης να ερμηνεύσει την σχέση αξιών-τιμών αλλά το κύριο κέντρο βάρους της ήταν στην αμφισβήτηση του ιδιαίτερου ρόλου της εργασίας και στην αντικατάσταση του από την θεωρία των παραγωγικών συντελεστών. Η συνέχεια είναι γνωστή. Στα χέρια των Walras, Menger, Jevons, και J.B.Clark ο προσδιορισμός “Πολιτική” (που υποδήλωνε την συνολική κοινωνική και σε συνάρτηση με τις πολιτικές σχέσεις θεώρηση της οικονομίας) εξαλείφθηκε και το νέο επιστημονικό παράδειγμα που δημιουργήθηκε από τους επιγόνους τους – τα Οικονομικά – επικεντρώθηκαν στην μελέτη ατομιστικώς δρώντων υποκειμένων. Μόνον εκ των υστέρων και αθροίζοντας με έναν εξαιρετικά προβληματικό τρόπο τα υποκείμενα αυτά θεωρείται η οικονομία ως σύνολο. Φυσικά απουσιάζουν οι κοινωνικές τάξεις και οτιδήποτε (εργασιακές σχέσεις, πολιτικές σχέσεις, θεσμοί κλπ.) μπορεί να παραπέμπει σε αυτές. Εκτοτε η Αξιακή θεωρία είναι ένα ανύπαρκτο ζήτημα για τα Οικονομικά που περιορίζονται απλά και μόνο στην θεωρία των τιμών.
ΙΙΙ. Η Αξιακή Θεωρία του Marx και οι πρώτες αντιπαραθέσεις
Με την κατάρρευση της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας και την εκθρόνιση της από τα Οικονομικά συγκροτήθηκε και ένα άλλο θεωρητικό ρεύμα, η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του Marx. Εάν η κλασική Πολιτική Οικονομία αποτέλεσε ένα από τα πιο λαμπρά θεωρητικά επιτεύγματα της αστικής σκέψης, η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας βασίσθηκε ακριβώς στον άλλο – αλλά και ανταγωνιστικό – πόλο της αστικής κοινωνίας, την εργατική τάξη. Δεν είναι παράξενο επομένως το ότι η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας αποτέλεσε επίσης το πλαίσιο οικονομικής ανάλυσης και του ρεύματος αυτού. Για το οικονομικό θεωρητικό παράδειγμα της ανερχόμενης αστικής τάξης πραγμάτων, την κλασική Πολιτική Οικονομία, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα παραδοχής ότι η εργασία έχει έναν ιδιαίτερο και αναντικατάστατο ρόλο στην δημιουργία του κοινωνικού πλούτου. Η τελευταία καθορίσθηκε από την πεποίθηση ότι οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις αποτελούν μία φυσική τάξη πραγμάτων που επανόρθωνε τις προηγηθείσες παρά φύσει καταστάσεις – ιδιαίτερα του φεουδαλισμού – απελευθερώνοντας την ανθρώπινη δράση από αυταρχικούς περιορισμούς και οδηγώντας σε μία ραγδαία και πρωτόγνωρη αύξηση του κοινωνικού πλούτου. Επομένως η κλασική Πολιτική Οικονομία, ενώ είχε πλήρη επίγνωση των κοινωνικών αντιθέσεων και της ταξικής πάλης (ιδιαίτερα μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας), υπέθετε ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα αποτελεί κάποιου τύπου “τέλος της ιστορίας” εφόσον δεν μπορεί να υπάρξει υπέρβαση της φυσικής τάξης πραγμάτων. Η εργασία, υπό την αναγκαία όμως καθοδήγηση του κεφαλαίου, δημιουργεί τον πλούτο αυτό και, συνεπώς, οι βασικοί νόμοι συντονισμού και ρύθμισης των οικονομικών σχέσεων αναφέρονται σε αυτήν. Η ωρίμανση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και η εκρηκτική ανάδειξη των εγγενών αντιθέσεων και προβλημάτων του οδήγησε στην ανάγκη θεωρητικής συγκάλυψης των θεμελιακών σχέσεων του και του θεωρητικού πρίσματος που μπορεί να τα αποκαλύψει και να τα μελετήσει. Για τον ίδιο όμως λόγο αλλά και με ριζικά διαφορετικό σκοπό η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας υιοθέτησε την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας.
Ο Marx, ξεπερνώντας την αγκύλωση της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας με την υποτιθέμενα φυσική τάξη πραγμάτων, έθεσε το πρόβλημα των κοινωνικών σχέσεων με ένα πολύ πιο καθαρό τρόπο: οι κοινωνικές αντιφάσεις παραμένουν πάντα εν λειτουργία, η Ιστορία παραμένει ανοικτή, η ανθρωπότητα μπορεί – και πρέπει – να βαδίσει στην κατάργηση των ταξικών κοινωνιών (που αποτελούν την Προϊστορία της) και στην συγκρότηση της αταξικής κοινωνίας (που με αυτήν θα αρχίσει η πραγματική Ιστορία της). Επομένως η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας δεν αποτελεί απλά μία θεωρητική κριτική του προϋπάρχοντος θεωρητικού πλαισίου αλλά επιπλέον συνδέεται με ένα κοινωνικό ρεύμα και αποσκοπεί σε πρακτικά κοινωνικά αποτελέσματα[3]. Δεν πρόκειται γιά την επιστήμη της υποστηριζόμενης μέλλουσας αταξικής κοινωνίας, γιατί αυτή η επιστήμη δεν μπορεί παρά να είναι δημιούργημα της ίδιας εκείνης της κοινωνίας. Είναι όμως η ριζική κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας και της πιό διεισδυτικής θεωρίας της και η σύνδεση αυτής της κριτικής με αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις που μέσα στην υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα αγωνίζονται γιά την δημιουργία της νέας κοινωνίας. Η καθοριστική θεωρητική τομή της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας σε σχέση με την προκάτοχο της – και πολύ δε περισσότερο με τα Οικονομικά – είναι διπλή. Πρώτον, αποκαλύπτει την κυρίαρχη – αλλά και ταυτόχρονα συσκοτιζόμενη – κοινωνική σχέση της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και το ότι αυτή είναι μία σχέση εκμετάλλευσης. Την ύπαρξη και την ουσία της σχέσης αυτής είχε ψηλαφήσει η Κλασική Πολιτική Οικονομία αλλά δεν ήταν μέσα στην κοινωνική οπτική της – δεν μπορούσε και δεν ήθελε – η αναγνώριση της. Δεύτερον, δεν ανακαλύπτει μόνο πίσω από τις επιφανειακές μορφές τις κρυμμένες ουσίες αλλά και επιδιώκει να καταδείξει γιατί και με ποιό τρόπο αυτές οι ουσίες εκφράζονται με εκείνες τις μορφές.
Γιά όλους τους παραπάνω λόγους, το θεωρητικό έργο του Marx δεν αποτελεί την θεμελίωση της Πολιτικής Οικονομίας ως προλεταριακής επιστήμης (όπως, γιά παράδειγμα, ισχυρίζεται ο Hilferding (1993, σ.288) αλλά την κριτική ανατροπή της και την τοποθέτηση των βάσεων γιά τον μελλοντικό σχηματισμό από την αταξική κοινωνία της δικής της αυτοτελούς κοινωνικής επιστήμης και όχι τον θεωρητικό μετασχηματισμό της επιστήμης της προηγούμενης αστικής κοινωνίας. Από αυτή την άποψη ο υπότιτλος του “Κεφαλαίου” (“Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας”) είναι σαφής και κατηγορηματικός.
Στα πλαίσια της Μαρξικής Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας απόκτησε έναν αναντικατάστατο αλλά και σαφώς διαφορετικό από ότι στα πλαίσια της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας ρόλο. Βασικός στόχος της είναι η κατάδειξη των κοινωνικών σχέσεων του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, της εκμεταλλευτικής φύσης τους και του ιστορικά δυνάμενου να υπερκερασθεί χαρακτήρα τους. Εάν για τον Smith η ποιοτική διάσταση της αξίας περιοριζόταν στο ερώτημα περί της πηγής δημιουργίας του κοινωνικού πλούτου – σε διάκριση με την έμφαση του Ricardo στον ποσοτικό προσδιορισμό των αξιών – για τον Marx επεκτείνεται σε όλα τα προαναφερθέντα ζητήματα. Επιπλέον ο τελευταίος, έχοντας ένα υπέρτερο φιλοσοφικό υπόβαθρο, αντιμετώπισε με έναν αρτιότερο τρόπο μία σειρά σημαντικά μεθοδολογικά ζητήματα. Ιδιαίτερης σημασίας, όσον αφορά την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας, είναι η κατανόηση από τον Marx όχι μόνο της διαφοράς μορφής-περιεχομένου αλλά και των διαλεκτικών σχέσεων ανάδρασης μεταξύ της δεύτερης (καθορίζουσας) και της πρώτης (καθοριζόμενης) πλευράς, σε αντίθεση με τις “βίαιες αφαιρέσεις” του Ricardo (βλέπε Zeleny (1980, σ.23)).
Στην θέση της Αξιακής Θεωρίας της Ενσωματωμένης Εργασίας, που περιοριζόταν στην θεώρηση των τεχνικών όρων εργασίας, ο Marx διατύπωσε αυτήν της Αφηρημένης Εργασίας με ένα διπλό σκοπό. Αφενός να συλλάβει την κοινωνική διάσταση της παραγωγικής διαδικασίας και των όρων εργασίας και συνεπώς τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Αφετέρου να εξηγήσει με αρτιότερο τρόπο την σχέση παραγωγής-κυκλοφορίας-ανταλλαγής-διανομής, δηλαδή τις διαδικασίες ανταγωνισμού μεταξύ των επιμέρους κεφαλαίων. Aξιοποιόντας την υπέρτερη διαλεκτική μεθοδολογία του, προχώρησε στην διατύπωση της ανάλυσης της μορφής της αξίας (value-form) και μέσω αυτής στην παραγωγή της εννοίας της υπεραξίας, που αποτυπώνει πως η παραγωγή αξίας από την εργασία οδηγεί στην εκμεταλλευτική ιδιοποίηση της από το κεφάλαιο. Με τον τρόπο αυτό υπερκέρασε την θολή Ρικαρδιανή κατηγορία του πλεονάσματος, που αδυνατούσε να αποκαλύψει την πηγή προέλευσης του:
Μιά από τις βασικές ελλείψεις της κλασικής πολιτικής οικονομίας είναι ότι δεν κατάφερε ποτέ από την ανάλυση του εμπορεύματος και ειδικότερα της αξίας του εμπορεύματος να βρεί τη μορφή εκείνη της αξίας που τη μετατρέπει ακριβώς σε ανταλλακτική αξία. Ισα-ισα οι καλύτεροι εκπρόσωποι της, όπως ο Α.Σμιθ και ο Ρικάρντο, πραγματεύονται τη μορφή της αξίας σαν κάτι τελείως το αδιάφορο ή σαν κάτι το εξωτερικό γιά την ίδια τη φύση του εμπορεύματος. Η αιτία γι΄ αυτό δε βρίσκεται μόνο στο ότι την προσοχή τους την απόρροφά ολότελα η ανάλυση του μεγέθους της αξίας. Η αιτία βρίσκεται βαθύτερα. Η μορφή αξίας του προϊόντος της εργασίας είναι η πιο αφηρημένη, μα και η πιό γενική μορφή του αστικού τρόπου παραγωγής, που έτσι χαρακτηρίζεται σαν ένα ιδιαίτερο είδος κοινωνικής παραγωγής κι επομένως χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα και ιστορικά. Οταν λοιπόν την πάρει κανείς κατά λάθος γιά την αιώνια φυσική μορφή της κοινωνικής παραγωγής, παραβλέπει αναγκαστικά και το ειδικό της μορφής του εμπορεύματος, και την παραπέρα εξέλιξη, της μορφής του χρήματος, της μορφής του κεφαλαίου κλπ. Γιαυτό βρίσκουμε στους οικονομολόγους που συμφωνούν απόλυτα ότι ο χρόνος εργασίας είναι το μέτρο του μεγέθους της αξίας, τις πιό παρδαλές και πιό αντιφατικές αντιλήψεις γιά το χρήμα, δηλ. γιά την ολοκληρωμένη μορφή του γενικού ισοδυνάμου.
(Μarx (1978), τομ.Ι σ.94)
Μέσα από αυτό το θεωρητικό πρίσμα, ο Μarx ξεπέρασε και μία σειρά άλλες αδυναμίες της Ρικαρδιανής θεώρησης. Η τελευταία ποτέ δεν κατόρθωσε να ενοποιήσει την εργασιακή θεωρία της αξίας με την θεωρία χρήματος της, καθώς αποδεχόταν την ποσοτική θεωρία του χρήματος (που διχοτομεί την οικονομία σε έναν «πραγματικό» και έναν «ονομαστικό» τομέα). Aντιθέτως, ο Μarx απέρριψε την τελευταία και πρότεινε μία ενιαία θεωρία της εργασίας, της αξίας και του χρήματος όπου η πρώτη αποτελεί το περιεχόμενο της αξίας (και το μέτρο της, ο χρόνος εργασίας, το ενδοφυές μέτρο της αξίας) ενώ το δεύτερο είναι η εξωτερική της έκφραση (και το μέτρο του είναι το εξωτερικό μέτρο της αξίας). Επίσης, διευκρίνησε ότι η αξία ενός εμπορεύματος δεν καθορίζεται απλά από την ξοδευμένη για να παραχθεί εργασία αλλά από την κοινωνικά αναγκαία εργασία[4].
Οσον αφορά το πρόβλημα της έκφρασης των αξιών σε τιμές, η Μαρξική ανάλυση εισήγαγε ένα πολύ πιο σύνθετο θεωρητικό πλαίσιο. Σύμφωνα με την Ρικαρδιανή πεποίθηση οι τιμές απλά κυμαίνονται γύρω από τις εργασιακές αξίες, που αποτελούν το «κέντρο βάρους» τους[5]. Αντιθέτως ο Μarx έδειξε ότι αναγκαστικά οι τιμές, παρόλο που καθορίζονται, θα διαφέρουν από τις αξίες. Πρόκειται, συνεπώς, όχι απλά για μία διαδικασία καθορισμού αλλά για μία διαδικασία μετασχηματισμού σε αρκετά στάδια όπου το αποτέλεσμα της αναγκαία διαφέρει από την αιτία δημιουργίας του. Την διαδικασία αυτή μελέτησε, σε διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης – και κατά συνέπεια με διαφορετικές αφετηριακές υποθέσεις – ιδιαίτερα στον πρώτο και στον τρίτο τόμο του κεφαλαίου[6]. Η βασική ιδέα του Μarx ήταν ότι ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός αναδιανέμει την παραχθείσα αξία από τον ένα κλάδο και παραγωγό στον άλλο χωρίς όμως να αλλάζει ούτε την συνολικά παραχθείσα αξία (δηλαδή το άθροισμα των τιμών ισούται με το άθροισμα των αξιών) ούτε το επίπεδο εκμετάλλευσης (δηλαδή το άθροισμα της υπεραξίας ισούται με το άθροισμα των κερδών)[7]. Η διαδικασία αυτή ξεκινά από τις εργασιακές αξίες (δηλαδή την ξοδευμένη κοινωνικά αναγκαία εργασία), περνά στις τιμές παραγωγής (δηλαδή σε «μετασχηματισμένες αξίες» που εξασφαλίζουν την εξίσωση των ποσοστών κέρδους) και καταλήγει στις τιμές αγοράς (που είναι οι τελικές παρατηρήσιμες εγχρήματες τιμές).
Μία πρώτη, και ίσως η πιο ισχυρή μέχρι σήμερα, επίθεση ενάντια στην Μαρξική θεωρία εξαπολύθηκε από τον Bohm-Bawerk (1975). Κατά τον Kay (1979) η ανωτερότητα της, σε σχέση με άλλες κριτικές, έγκειται σε δύο παράγοντες
(α) στην στενή προσοχή που έδωσε ο Bohm-Bawerk στο κείμενο του “Κεφαλαίου”, δείχνοντας μία συστηματική προσπάθεια όχι για μία πολεμική αλλά για την αντιμετώπιση του Marx στο ίδιο το έδαφος του
(β) στην ρητή σύνδεση της κριτικής του με την θετικιστική απόρριψη της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου: “ο Marx δεν εξήγαγε από γεγονότα τις θεμελιώδεις αρχές του συστήματος του, είτε μέσω ενός ορθού εμπειρισμού είτε μέσω μίας συμπαγούς οικονομικο-φυσιολογικής ανάλυσης* τις θεμελιώνει σε κανένα περισσότερο σταθερό έδαφος από την μορφική διαλεκτική. Αυτό είναι το μεγάλο ριζικό σφάλμα του Μαρξικού συστήματος από την γέννηση του: από αυτό όλα τα υπόλοιπα απορρέουν αναγκαία” (Bohm-Bawerk (1975), σ.101).
Η κριτική του βασιζόταν στην Οριακή θεωρία, δηλαδή σε ένα θεωρητικό πλαίσιο τελείως διαφορετικό από αυτό της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας αλλά και του Marx. Οι τελευταίοι θεωρούσαν ότι η οικονομική διαδικασία βασίζεται πρωταρχικά επάνω στην ανθρώπινη εργασία και οδηγεί στην δημιουργία ενός υπερπροϊόντος (υπεραξίας) που ιδιοποιείται με την μορφή του κέρδους, του τόκου και της γαιοπροσόδου. Οι Οριακοί αντιθέτως θεωρούσαν ότι η διαδικασία αυτή αφορά την παραγωγή διαμέσου της αμοιβαίας συνεργασίας διαφόρων “συντελεστών παραγωγής”, ο καθένας από τους οποίους εισπράττει την ανάλογη με την συνεισφορά του πρόσοδο, δηλαδή ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ασυμμετρίας μεταξύ της εργασίας και των λοιπών “συντελεστών”. Ξεκινώντας από μία θετικιστική-εμπειριστική οπτική, ο Bohm-Bawerk επέκρινε την Μαρξική μέθοδο της ανακάλυψης της φύσης της αξίας ως “μία καθαρά λογική απόδειξη” χωρίς κανένα δόκιμο και απτό περιεχόμενο. Απεύθυνε τρεις επικρίσεις εναντίον του Marx.
Πρώτον, ότι ο Marx αγνόησε σημαντικούς συντελεστές, όπως τα “δώρα της φύσης” (γη, φυσικοί πόροι, ορυκτά, δένδρα κλπ.). Υπό αυτή την έννοια, το Μαρξικό “εμπόρευμα” (ως δημιούργημα της εργασίας) δεν είναι αντιπροσωπευτικό των εμπορευμάτων που στην πράξη ανταλλάσσονται στην αγορά. Οπως έδειξε, ήδη από πολύ νωρίς και εξαιρετικά εύστοχα, ο Hilferding (1975, σ.156), “το λάθος του Bohm-Bawerk είναι ότι συγχέει την αξία με την τιμή, και οδηγείται στην σύγχυση αυτή από την ίδια την θεωρία του. Πολλά πράγματα έχουν μία τιμή όμως δεν έχουν όλα μία αξία. Ο Marx αλλά και η κλασική Πολιτική Οικονομία διευκρίνισαν από την αρχή ότι ο δημιουργός του ανθρώπινου κοινωνικού πλούτου είναι η εργασία και, κατά συνέπεια, μόνο τα πράγματα που έχουν δημιουργηθεί από την εργασία έχουν αξία. Επιπρόσθετα, σε κάθε ταξική κοινωνία είναι η εργασία που υπόκειται σε εκμετάλλευση. Σε αυτές τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες οι κατέχουσες (κοινωνικό πλούτο) τάξεις ιδιοποιούνται τον πλούτο αυτό διαμέσου της εκμετάλλευσης του δημιουργού του (δηλαδή της ιδιοποίησης υπερ-εργασίας). Στον καπιταλισμό η διαδικασία αυτή λαμβάνει την μορφή της εκμετάλλευσης της εργασίας μέσα στην καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή. Γι’ αυτό τον λόγο για τον Marx τα πράγματα τα οποία “αξίζουν” (δηλαδή έχουν αξία) είναι αυτά που δημιουργούνται από την εργασία.
Η δεύτερη επίκριση του Bohm-Bawerk (1975, σ.75) αναφερόταν σε αυτούς τους παραγνωρισμένους συντελεστές που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν την εργασία ως κοινός παράγων:
εάν απορριφθεί η αξία χρήσης των εμπορευμάτων τότε απομένει μόνο μία άλλη ιδιότητα, αυτή του ότι είναι προϊόντα της εργασίας… Είναι έτσι;… Υπάρχει μόνο μία άλλη ιδιότητα; Δεν είναι η ιδιότητα του να σπανίζουν σε σχέση με την ζήτηση επίσης κοινή σε όλα τα ανταλλάξιμα αγαθά; ‘Η ότι είναι υποκείμενα της προσφοράς και της ζήτησης; ‘Η ότι τα ιδιοποιούνται; ‘Η ότι είναι φυσικά προϊόντα;… ‘Η είναι η ιδιότητα ότι κοστίζουν στους παραγωγούς τους … κοινή σε όλα τα ανταλλάξιμα αγαθά; … δεν μπορεί η αρχή της αξίας να κατοικεί σε οποιαδήποτε από αυτές τις κοινές ιδιότητες όπως στην ιδιότητα του να είναι προϊόντα της εργασίας;
Η τρίτη κατηγορία είναι ότι η αξία χρήσης μπορεί να αντικαταστήσει την εργασία. Όμως, αυτό που αποτελεί την σπονδυλική στήλη της κριτικής του Bohm-Bawerk είναι η επίκληση του λεγόμενου προβλήματος του μετασχηματισμού. Υποστήριξε ότι υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του πρώτου και του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου» καθώς «η θεωρία του μέσου ποσοστού κέρδους και των τιμών παραγωγής δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με την θεωρία της αξίας (Bohm-Bawerk (1975), σ.30).
Η κανονική εκκίνηση των αντιπαραθέσεων πάνω στην Μαρξική Αξιακή θεωρία και το ζήτημα του μετασχηματισμού δόθηκε το 1907 με το γνωστό άρθρο του Bortkiewicz (1952, 1975). Ο τελευταίος, ακολουθώντας ένα διαφορετικό δρόμο από αυτόν του Bohm-Bawerk, την θεώρηση του πλεονάσματος της κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας – και με παραπλήσια επιχειρηματολογία με εκείνη του λιγότερο γνωστού V.K.Dmitriev (1974) – επεσήμανε μία ασυνέπεια στα αριθμητικά παραδείγματα μετασχηματισμού αξιών σε τιμές που έδινε ο Marx. Συγκεκριμένα διαπίστωσε ότι ενώ οι εισροές στην παραγωγή υπολογίζονταν σε αξιακά μεγέθη, οι εκροές υπολογίζονταν σε όρους τιμών παραγωγής. Ειρήσθω εν παρόδω ότι φαίνεται ότι ο Marx (1978, τομ.ΙΙΙ, κεφ.9) είχε επίγνωση του προβλήματος αλλά το θεωρούσε απλά τεχνικό ζήτημα που δεν έθιγε την ουσία της άποψης του. Ο ίδιος πρότεινε μία μαθηματική διόρθωση βάσει ενός συστήματος ταυτόχρονων εξισώσεων (και όχι αριθμητικών πινάκων), όπου και οι εισροές υπολογίζονται σε όρους τιμών παραγωγής. Όμως η διόρθωση αυτή έχει μία σειρά σημαντικές παρενέργειες. Πρώτον, σε αντίθεση με τον Marx, το ενιαίο ποσοστό κέρδους σχηματίζεται μόνο από τους τομείς παραγωγής μέσων παραγωγής και κατανάλωσης (δηλαδή εξαιρείται ο τομέας των ειδών πολυτελείας). Δεύτερον, στο σύστημα τιμών παραγωγής δεν υφίσταται κανένα λόγος ώστε να ισχύουν γενικά οι δύο Μαρξικές ισότητες (δηλαδή η ισότητα μεταξύ του συνόλου των τιμών και του συνόλου των αξιών και η ισότητα μεταξύ του συνόλου της υπεραξίας και του συνόλου των κερδών). Το αποτέλεσμα είναι ότι οι τιμές παραγωγής αποστοιχίζονται από τις αξίες και μπορούν πλέον να υπολογισθούν ανεξάρτητα από αυτές.
ΙV. Η ενδιάμεση περίοδος: Sweezy, Dobb, Meek και Sraffa
Το θεωρητικό ενδιαφέρον για την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας παρουσίασε μία έντονη κάμψη στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, μετά τις πρώτες αντιπαραθέσεις γύρω από την Μαρξική Κριτική της. Σε αυτό που μπορεί να αποκληθεί ως ενδιάμεση περίοδο – μετά τους κλασικούς και πριν στην σύγχρονη αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος – οι Sweezy (1968), Dobb (1968, 1973) και Meek (1973, 1977) ήταν οι μοναχικές φωνές που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της Μαρξιστικής θεωρίας και την μελέτη της Αξιακής Θεωρίας. Άλλωστε η τελευταία είχε πλέον γίνει αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Μαρξιστικής παράδοσης καθώς τα ορθόδοξα Οικονομικά είχαν χάσει κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτή.
Όμως αυτή η υπεράσπιση του Μαρξισμού και της Αξιακής θεωρίας δεν ήταν άμοιρη προβλημάτων. Στην πραγματικότητα, μέχρι την δεκαετία του 1960 η Αξιακή θεωρία της Ενσωματωμένης Εργασίας κυριαρχούσε μέσα στην Μαρξιστική οικονομική θεωρία. Λίγο-πολύ όλοι αυτοί οι συγγραφείς ταύτιζαν την Μαρξική Αξιακή θεωρία με την Ρικαρδιανή. Η ταύτιση αυτή ήταν ρητή στην περίπτωση του Dobb, ο οποίος μιλούσε για μία κοινή προσέγγιση Ricardo-Marx. Ηταν μερική στην περίπτωση του Meek, καθώς ο τελευταίος διαφοροποιούσε την Μαρξική από την Ρικαρδιανή άποψη. Παρόλα αυτά η διαφοροποίηση του υπήρξε αδύναμη και μη-ουσιαστική καθώς η όλη θεώρηση του χαρακτηριζόταν από τεχνικισμό. Η αξία συνδεόταν με την δυσκολία παραγωγής και το αντικείμενο της θεωρίας ήταν η οικονομία θεωρούμενη ως ένα τεχνικό και όχι κοινωνικό σύστημα παραγωγής. Παρά την αναγνώριση της διαφοροποίησης του Marx από τον Ricardo, τα δύο βασικά στοιχεία της – δηλαδή η μορφή της αξίας και η αφηρημένη εργασία (ως περιεχόμενο της αξίας) – ήταν εμφανώς υποβαθμισμένα. Η μορφή της αξίας ήταν κενή οποιουδήποτε ουσιαστικού περιεχομένου καθώς η σφαίρα της κυκλοφορίας και το χρήμα απουσίαζαν. Αφετέρου, η ουσία της αξίας παραγνωριζόταν καθώς η αφηρημένη εργασία γινόταν κατανοητή – με έναν αδύνατο τρόπο – απλά ως εργασία εν γένει (δηλαδή σε αφαίρεση από τους διαφορετικούς ειδικούς τύπους συγκεκριμένης εργασίας) και όχι – με την ισχυρότερη έννοια – των κοινωνικών σχέσεων μέσω των οποίων η εργασία κατανέμεται και ελέγχεται.
Όσον αφορά το ζήτημα του μετασχηματισμού, η οπτική του Bortkiewicz αναπτύχθηκε από τον Sweezy (1968) και αργότερα από τους Winternitz (1948), Seton (1957) και Meek (1956), οι οποίοι πρότειναν παραλλαγές της επεκτείνοντας την ανάλυση από το τριτομεακό μοντέλο (μέσα παραγωγής, μέσα κατανάλωσης, είδη πολυτελείας) σε πολυτομεακά μοντέλα μέσω της χρήσης πινάκων εισροών-εκροών και γραμμικής άλγεβρας.
Μία καθοριστική καμπή σημειώθηκε στην δεκαετία του 1960 με το έργο του Sraffa (1960). Ο τελευταίος, χρησιμοποιώντας την ανάλυση εισροών-εκροών συγκρότησε μία κριτική της νεο-κλασικής οριακής θεωρίας και έδειξε ότι η θεωρία κεφαλαίου της είναι μη-συνεκτική. Η κριτική αυτή συνδυάστηκε με την επιστροφή στην προβληματική της Πολιτικής Οικονομίας – κυρίως στην Ρικαρδιανή εκδοχή της, καθώς ο Sraffa ήταν επιμελητής της επανέκδοσης των έργων του Ricardo. Οι κοινωνικές τάξεις αναγνωρίσθηκαν ως οι βασικοί φορείς, αν και η Σραφιανή κατανόηση τους (ως διαχωρισμό στην σφαίρα της διανομής του εισοδήματος κυρίως) απέχει από την Μαρξική έννοια (που το κέντρο βάρους της είναι στην σφαίρα της παραγωγής). Αυτή η επιστροφή στην Πολιτική Οικονομία είχε εξαιρετικά σημαντικές επιδράσεις, παρόλο ότι ο Sraffa δεν αναφέρθηκε ρητά στην Μαρξική Αξιακή θεωρία. Ξεκίνησε από τις φυσικές ποσότητες της παραγωγής και την αλληλοσυσχέτιση τους και κατασκεύασε ένα μοντέλο εξισώσεων εισροών-εκροών όπου η σχέση των τιμών με τα φυσικά μεγέθη ήταν τελείως ανεξάρτητη των αξιών (μία θεώρηση που είχε ήδη υποδειχθεί από τον Seton (1957)). Ουσιαστικά ξαναδοκίμασε την άγονη Ρικαρδιανή αναζήτηση ενός αμετάβλητου μέτρου της αξίας μέσω ενός τυπικού εμπορεύματος (standard commodity). Το τελευταίο εκλαμβανόταν ως ένα σύνθετο αγαθό και στην συνέχεια χρησιμοποιούνταν για να μετρήσει την διανομή εισοδήματος σε μία οικονομία που παρήγαγε αναπαραγόμενα αγαθά. Ακολούθως ανέλυσε τις επιπτώσεις μίας διακύμανσης των μισθών επάνω στις τιμές και στο ποσοστό κέρδους, έχοντας προϋποθέσει ότι έχει υπάρξει εξίσωση των ποσοστών κέρδους. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το τυπικό εμπόρευμα παίζει τον ίδιο ρόλο με τον Ρικαρδιανό σίτο, και με την βοήθεια του ο Sraffa επέλυσε τμήμα του προβλήματος του Ricardo. Όμως, ενώ ο τελευταίος αναζητούσε ένα μέτρο ανεπηρέαστο τόσο από τις αλλαγές στις συνθήκες παραγωγής όσο και από αυτές στις συνθήκες διανομής (υπό σταθερές συνθήκες παραγωγής) και γι’ αυτό η αναζήτηση του ακόμη και για ένα σύνθετο εμπόρευμα απέτυχε, ο Sraffa εγκατέλειψε τον πρώτο περιορισμό και διατήρησε μόνο τον δεύτερο.
Στο μεθοδολογικό επίπεδο, παρά την κυρίως εξωτερική κριτική της νέο-κλασικής θεωρίας γενικής ισορροπίας, ο Sraffa (και οι Σραφιανοί) κατέφυγαν στο ίδιο στατικό πλαίσιο γενικής ισορροπίας[8]. Βασισμένες επάνω στο έργο του Sraffa ακολούθησαν μία σειρά συνεισφορών με κυριότερες αυτές των A.Garegnani, A.Medio και M.Morishima. Γενικά, η Σραφιανή θεωρία συνδέθηκε με μία ευρύτερη τάση μέσα στην τότε κυρίαρχη Κεϋνσιανή θεωρία που στόχευε στην επανανακάλυψη της προβληματικής της Πολιτικής Οικονομίας. Η τάση αυτή υπαγορευόταν εν μέρει από το γεγονός ότι η αποκατάσταση από τον Keynes του προβλήματος της κρίσης (δηλαδή η αποτυχία των υποτιθέμενα τέλειων ρυθμιστικών μηχανισμών του συστήματος αλλά βέβαια λόγω υποκατανάλωσης) δεν διέθετε ένα βαθύτερο θεωρητικό πλαίσιο. Επομένως, οι υποστηρικτές του – και ιδιαίτερα αυτό που αργότερα ονομάσθηκε μετα-Κεϋνσιανό ρεύμα – προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα τέτοιο πλαίσιο. Εάν στο έργο του Keynes η οπτική της Πολιτικής Οικονομίας επαναναδύθηκε – αλλά με μία λανθάνουσα και συγκεκαλυμμένη μορφή, υπό τα ενδύματα της ορθόδοξης θεωρίας – με τους μετα-Κεϋνσιανούς παρουσιάσθηκε μία πραγματική αναγέννηση. Οι συνεισφορές του Sraffa (1960), Kalecki (1971) και Robinson (1969) παρείχαν την βάση για την σύνδεση του Κεϋνσιανισμού με την κλασική Πολιτική Οικονομία[9]. Εξαιρετικής σημασίας ήταν τα δοκίμια των Garegnani (1983) και Eatwell (1983), που επιτέθηκαν στην νεο-κλασική ορθοδοξία στις θεωρίες του προϊόντος και της απασχόλησης. Επικεντρώθηκαν στην σχέση μεταξύ των θεωριών αυτών και της θεμελίωσης τους στις νεο-κλασικές αντιλήψεις για την αξία και την διανομή και ανέπτυξαν μία κριτική τους που αναφερόταν κυρίως στην ανεπαρκή αντιμετώπιση του κεφαλαίου. Αυτή ήταν η βάση της Αντιπαράθεσης για το Κεφάλαιο μεταξύ των δύο Καίμπριτζ (της Αγγλίας και των ΗΠΑ).
Οι μέχρι τότε κυρίαρχες απόψεις μέσα στον Δυτικό Μαρξισμό (και ιδιαίτερα οι Dobb και Meek) πρόσφεραν την υποστήριξη τους στον Sraffa. Ο Dobb (1973) χαιρέτισε την αποκατάσταση του Marx από τον Sraffa, καθώς άλλωστε συμπεριλάμβανε ρητά τον πρώτο στις τάξεις της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας. Ο Meek (1973, σ.256) επίσης εξέφρασε την ίδια υποστήριξη ισχυριζόμενος ότι δεν έβλεπε κανένα ιδεολογικό αμάρτημα στο να πάρουμε τα μοντέλα του Sraffa ως στοιχεία μίας γενικής τεχνικής βάσης για την ανάλυση μας στην οποία χρειάζεται μόνο να προσδιορίσουμε ότι επιπλέον θεσμικά στοιχεία είναι αναγκαία. Κατέληγε δε ότι η διαδικασία του Sraffa αντανακλούσε την βασική Μαρξική ιδέα – δηλαδή ότι τιμές και εισοδήματα καθορίζονται, σε τελική ανάλυση, από τις σχέσεις παραγωγής – με μεγαλύτερη ακρίβεια και περισσότερο αποτελεσματικά από ότι ο Marx.
V. Η Συζήτηση για την Αξία
Στην δεκαετία του ’60, με την έκρηξη του ριζοσπαστισμού στα πανεπιστήμια, υπηρξε μία αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την Αξιακή θεωρία που οδήγησε σε αυτό που έγινε γνωστό ως η σύγχρονη Συζήτηση για την Αξία (Value Debate) του ‘70. Οι εμφάνιση μίας σειράς νέων ρευμάτων έθεσε το έδαφος της συζήτησης αυτής.
Η πρώτη τάση που εμφανίσθηκε οδηγήθηκε από τον Steedman (1977) και εμπνεύσθηκε από το έργο του Sraffa. Οι βάσεις της μπορούν να βρεθούν στους Bortkiewicz και Dmitriev και κατέληξε στην θεώρηση της Αξιακής θεωρίας ως περιττής. Ο Steedman (1981, σ.12-13) υποστήριξε ότι «η συχνή ταύτιση της αντίθεσης σε μία «εργασιακή θεωρία της αξίας» με την αντίθεση σε μία θεωρία της οικονομικής διαδικασίας με βάση την «ιδιοποίηση πλεονάσματος» – μία ταύτιση που ξεπήδησε αρκετά φυσικά από το έργο των Bohm-Bawerk και Wicksteed – μπορεί τώρα να δειχθεί ότι είναι εσφαλμένη. Απόρριψη κάθε είδους «εργασιακής θεωρίας της αξίας» μπορεί, ακολουθόντας το έργο των Dmitriev, Bortkiewicz και Sraffa, να ριζώσει σταθερά μέσα στην προσέγγιση πλεονάσματος καθ’ εαυτή».
Το ρεύμα αυτό ονομάσθηκε νεο-Ρικαρδιανισμός επειδή κατανοούσε την αξία μέσα από την θεωρία της Ενσωματωμένης Εργασίας του Ricardo[10], αν και έθεσε και μία ισχυρή βάση στην Μαρξιστική θεωρία (συχνά επονομαζόμενο ως Σραφιανός Μαρξισμός). Οι νεο-Ρικαρδιανοί υποστήριζαν ότι παρόλο ότι ο Μαρξισμός είναι μία δόκιμη θεωρία για κοινωνική και πολιτική ανάλυση, στην οικονομική θεωρία έχει ξεπερασθεί από εξελίξεις στις μαθηματικές τεχνικές και στα ορθόδοξα οικονομικά και γι΄αυτό χρειάζεται ριζική ανανέωση. Ακολουθόντας την τεχνικιστική οπτική της ενσωματωμένης εργασίας αποδέχθηκαν ότι η αξία ενός εμπορεύματος είναι, εξ ορισμού, η άμεση και έμμεση εργασία που ξοδεύθηκε για να παραχθεί υπό τις τρέχουσες παραγωγικές συνθήκες. Με βάση αυτήν κατέληξαν ότι η αξία είναι περιττή καθώς οι τιμές παραγωγής (καθοριζόμενες από τα φυσικά-τεχνικά δεδομένα της παραγωγικής διαδικασίας) προσδιορίζουν το σύστημα χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή στις αξίες. Μαζί με την απόρριψη της αξίας συμπέραναν ότι μία σειρά άλλων Μαρξικών επιχειρημάτων (όπως η διάκριση παραγωγικής-μη παραγωγικής εργασίας, η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους κλπ.) είναι επίσης άστοχα και θα πρέπει να εγκαταλειφθούν. Το υπόλοιπο μέρος της Μαρξικής ανάλυσης υποτίθεται ότι αποτελεί την ουσία της θεωρίας του και μπορεί εύκολα να ενσωματωθεί μέσα σε ένα σύγχρονο πλαίσιο στην υποτιθέμενα κοινή παράδοση Ricardo-Marx-Sraffa-Keynes-Kalecki (Steedman (1977), σ.205-7). Πιό συγκεκριμένα, προώθησαν δύο θεμελιακές θέσεις:
1) Ο κεντρικός στόχος των Μαρξικών οικονομικών είναι, πάνω από όλα, η συγκρότηση μίας προσδιορισμένης θεωρίας των τιμών. Συνεπώς, η Μαρξιστική Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας θα πρέπει να μετασχηματισθεί σε μία θεωρία γενικής ισορροπίας εκφρασμένη σε ένα επιλύσιμο σύνολο ταυτόχρονων εξισώσεων.
2) Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η αξία είναι μία περιττή τεχνική παράμετρος. Η μόνη χρησιμότητα της είναι ότι αποκαλύπτει την πηγή προέλευσης της υπεραξίας και τον ταξικό-εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, αν και ακόμη και αυτός ο ρόλος της δεν είναι άνευ προβλημάτων.
Ο πυρήνας του νεο-Ρικαρδιανού επιχειρήματος είναι ο ακόλουθος. Το κόστος παραγωγής κάθε εμπορεύματος ισούται με το σύνολο των τιμών των αναγκαίων υλικών εισροών συν τους απαιτούμενους μισθούς. Οταν αυτό το κόστος πολλαπλασιασθεί επί το ενιαίο ποσοστό κέρδους δίνει την μάζα των κερδών. Το άθροισμα του συνολικού κόστους και του συνολικού κέρδους δίνει την τιμή του συνολικού προϊόντος. Εάν είναι δεδομένη η ποσότητα υλικών εισροών και εργασίας που χρησιμοποιείται σε κάθε διαδικασία παραγωγής, μπορεί να διατυπωθεί ένας αριθμός εξισώσεων ίσος με τον αριθμό των διαδικασιών παραγωγής. Για να μπορεί να επιλυθεί το σύστημα πρέπει ο αριθμός των διαδικασιών παραγωγής (εκφρασμένος στις αντίστοιχες εξισώσεις) να είναι ίσος με τον αριθμό των προϊόντων. Στο σύστημα εξισώσεων αυτό οι άγνωστοι είναι οι τιμές, το ποσοστό των μισθών και το ποσοστό κέρδους. Εάν ορισθεί άλλη μία εξίσωση που να προσδιορίζει ένα ειδικό εμπόρευμα ή ένα καλάθι εμπορευμάτων ως αποτιμητή (numeraire) τότε έχουμε έναν άγνωστο περισσότερο από τις εξισώσεις. Ενας τρόπος επίλυσης του προβλήματος, που μπορεί να έχει οικονομικό νόημα, είναι να απαλειφθούν όλες οι τιμές και να κρατηθεί μόνο μία εξίσωση η οποία να συνδέει το ποσοστό κέρδους με το ποσοστό των μισθών εκφρασμένα στον επιλεγμένο αποτιμητή. Η αποδοχή είτε ενός δεδομένου ποσοστού μισθών είτε ενός δεδομένου ποσοστού κέρδους επιτρέπει, τότε, τον υπολογισμό της άλλης παραμέτρου.
Η κρίσιμη ιδέα, πίσω από τις νεο-Ρικαρδιανές θέσεις, είναι μία ειδικού τύπου κατανόηση της σχέσης μεταξύ των σφαιρών οικονομικής δραστηριότητας (παραγωγή-κυκλοφορία-ανταλλαγή-διανομή). Η σφαίρα της παραγωγής κατανοείται ως η περιοχή όπου η εργασία τίθεται σε δράση με την χρήση μέσων παραγωγής και με σκοπό την δημιουργία προϊόντων. Οι σχέσεις διανομής καθορίζουν την κατανόμη του προϊόντος μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Οι σχέσεις αυτές επομένως υπερκαθορίζουν την παραγωγή ως το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η υλική παραγωγή λαμβάνει χώρα. Ομως η παραγωγή καθ΄εαυτή δεν είναι μία κοινωνική διαδικασία. Το αποτέλεσμα είναι πράγματι η προαναφερθείσα προσέγγιση πλεονάσματος του Ricardo, σε αντίθεση με την προσέγγιση υπεραξίας του Marx.
Στις Σραφιανές θέσεις εναντιώθηκε μία ομάδα συγγραφέων (όπως οι Pilling (1986), Fine-Harris (1979), Fine (1986), Elson (1979), Gerstein (1986), Weeks (1981), Himmelweit-Mohun (1978), Shaikh (1977) κλπ.) που υποστήριξαν την Μαρξιστική Αξιακή θεωρία[11]. Στην κατεύθυνση αυτή αμφισβήτησαν πολλά από τα βασικά σημεία της Μαρξιστικής ορθοδοξίας της ενδιάμεσης περιόδου[12]. Το αποτέλεσμα ήταν η ανάπτυξη, από την δεκαετία του ΄70, μίας προσέγγισης που ασπαζόταν την Αξιακή θεωρία της Αφηρημένης Εργασίας. Η τελευταία αποτελεί την κοινωνική υπόσταση που εκφράζεται στις αξίες των εμπορευμάτων. Επειδή αυτή η εργασία είναι πάνω από όλα μία ιδιόμορφη κοινωνική διαδικασία, όχι απλά μία τεχνολογική προϋπόθεση. η εργασία που αντανακλάται σε ένα εμπόρευμα δεν είναι απαραίτητα ίση με την εργασία που ξοδεύθηκε για την παραγωγή του. Αντί επομένως να εξάγεται αναλυτικά από τις τρέχουσες τεχνικές συνθήκες παραγωγής, η αξία συλλαμβάνεται ως “μία αυτο-κινούμενη υπόσταση… αξία-εν-διαδικασία”, εξαγόμενη σε ιστορικό χρόνο μέσω της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής. Κατά τον Fine (1986) η τάση αυτή, ξεκινόντας με την απόρριψη της φιλο-Ρικαρδιανής θέσης των Dobb-Meek – που βασίσθηκε στην κριτική του Pilling (1986) (βλέπε την συζήτηση μεταξύ Pilling (1973) και Meek (1973b)) – και της φιλο-Κεϋνσιανής άποψης του Sweezy (βλέπε Weeks (1982)), βασίσθηκε στους εξής άξονες:
1) Μία ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ της Αξιακής θεωρίας της Ενσωματωμένης Εργασίας του Ricardo και αυτής της Αφηρημένης Εργασίας του Marx.
2) Την απόδοση ειδικής έμφασης στην σημαντικότητα της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου του Marx και ιδιαίτερα στην σχέση μεταξύ μορφής και περιεχομένου, ουσίας και εμφάνισης, ιστορικά συγκεκριμένου και αφηρημένου (δηλαδή μία έμφαση στα Εγελιανά στοιχεία του Marx).
3) Την αναγνώριση της κεντρικότητας της Αξιακής θεωρίας – και των ζητημάτων που απορρέουν από αυτήν (την διαδικασία μετασχηματισμού, την διάκριση παραγωγικής-μη παραγωγικής εργασίας, την θεωρία κρίσης και την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους) – για την ανάλυση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αλλά και την αντιπαράθεση με τα ορθόδοξα Οικονομικά.
4) Την επιστροφή στα Μαρξικά κείμενα και ιδιαίτερα σε ορισμένα έργα (όπως τα Grudrisse και το μετέπειτα ανέκδοτο κεφάλαιο για την Αξιακή Μορφή της πρώτης έκδοσης του “Κεφαλαίου”) καθώς και στην επανανακάλυψη ορισμένων παραγνωρισμένων συγγραφέων (όπως του Rubin (1973, 1978) και του Rosdolsky (1977)).
Οι νεο-Ρικαρδιανοί κατηγορήθηκαν ότι αποτυγχάνουν να συλλάβουν την αφηρημένη εργασία ως κοινωνική εργασία και το μέγεθος της αξίας ως κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Αντίθετα, τοποθετήθηκαν σε ένα πιό χαμηλό επίπεδο αφαίρεσης καθώς ασχολήθηκαν μόνο με τις τιμές παραγωγής, υποθέτοντας ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαίων λειτουργεί περίπου αυτόματα επιβάλλοντας ένα ενιαίο ποσοστό κέρδους. Αγνόησαν ότι την διαλεκτική μέθοδο του Marx και ότι ο τελευταίος ξεκίνησε από το υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης – αυτό του κεφαλαίου εν γένει, στον πρώτο τόμο – στοχεύοντας να δείξει τις γενικές τάσεις του συστήματος που βασίζονται στην θεμελιακή σχέση του (την σχέση κεφαλαίου-εργασίας) και ακολούθως, στην βάση των προηγούμενων, προχώρησε στην μελέτη του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Αναφορικά με το ζήτημα της εκμετάλλευσης, η νεο-Ρικαρδιανή άποψη αποδείχθηκε επίσης εσφαλμένη καθώς υποστήριζε ότι η απόδειξη της εκμετάλλευσης της εργασίας στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία δεν προκύπτει από την Αξιακή θεωρία αλλά από την έννοια του πλεονάσματος, το οποίο κατανοείται ως φυσικο-τεχνικό αποτέλεσμα. Η διαδικασία παραγωγής (και τα συναφή ζητήματα της επιλογής τεχνολογίας, του τρόπου και της έντασης της εργασίας κλπ.) θεωρείται ότι οργανώνεται χωρίς κοινωνικές επιρροές και περίπου εν απουσία ταξικής πάλης. Το αποτέλεσμα της είναι η παραγωγή ενός πλεονάσματος το οποίο στην συνέχεια διανέμεται μεταξύ κοινωνικών τάξεων και πλέον εκεί αναφύεται η εκμετάλλευση καθώς η κοινωνική παραγωγή (και το πλεονάζον τμήμα της) δημιουργούνται από την εργασία αλλά διανέμονται μεταξύ αυτής και του κεφαλαίου. Συνεπώς, η εκμετάλλευση ορίζεται στο έδαφος της διανομής και όχι, όπως για την Μαρξική θεωρία, στο έδαφος της παραγωγής. Γι’ αυτό άλλωστε αποτυγχάνουν να κατανοήσουν ότι η Μαρξική Αξιακή θεωρία δεν αποτελεί πρωτίστως ένα μέσο προσδιορισμού των τιμών ισορροπίας αλλά μία θεώρηση σχεδιασμένη για να ερμηνεύσει την ιστορική ιδιαιτερότητα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Όμως η αντίδραση στον νεο-Ρικαρδιανό τεχνικισμό δεν δημιούργησε ένα ενιαίο ρεύμα αλλά μάλλον άνοιξε τον δρόμο για μία σειρά νέες συζητήσεις σχετικά με την κατασκευή ενός κοινωνικού αξιο-θεωρητικού παραδείγματος. Παραδείγματος χάριν, ενώ η ανάλυση της αξιακής μορφής αποτέλεσε θεμελιακό στοιχείο κάθε σχεδόν άποψης που υποστηρίζει την Αξιακή θεωρία της Αφηρημένης Εργασίας, τα τελευταία χρόνια προβλήθηκε ως μία ιδιαίτερη τάση από ορισμένους συγγραφείς (όπως οι Backhaus (1990, 1993), Eldred-Hanlon (1981), Eldred-Hanlon-Kleiber-Roth (1982, 1983, 1984, 1985), και Hansen-Pedersen-Stenderup (1984). Η αρχική πηγή έμπνευσης τους ήταν μία σημαντική εργασία του Backhaus (1969), ο οποίος προσπάθησε να απομακρύνει πλήρως την Μαρξική Αξιακή θεωρία από αυτή του Ricardo. Σύμφωνα με τον Backhaus (1969), ο Marx στοχευε σε πολλά από τα γραπτά του (1859 «Κριτική», 1867 «Κεφάλαιο», κεφ.1ο και σε διάφορα μέρη στα Grundrisse και στις «Θεωρίες της Υπεραξίας») να αποστασιοποιηθεί από την Ρικαρδιανή Αξιακή θεωρία. Βέβαια, κατά τον Backhaus, ένα μεγάλο μέρος της θεωρίας των τριών τόμων του «Κεφαλαίου» επιστρέφει στον Ρικαρδιανισμό. Η θέση αυτή υιοθετήθηκε από τους Eldred, Hanlon, Kleiber και Roth που προσπάθησαν να ανακαλύψουν μία απόκλιση όσον αφορά την ανάλυση της αξιακής μορφής μεταξύ Marx και Engels (που υπήρξε ο επιμελητής του δεύτερου και του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου»). Η τελική κατάληξη ήταν η πλήρης άρνηση κάθε εργασιακής θεωρίας της αξίας[13].
VI. Σύγχρονες προβληματικές για την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας
Χρήμα και Αφηρημένη Εργασία
Οι νεώτερες συζητήσεις για την Αξιακή θεωρία έχουν σημαδευθεί από τις αντιπαραθέσεις σχετικά με την φύση και την μορφή ύπαρξης της αφηρημένης εργασίας. Μία εξαιρετικά δημοφιλής γραμμή απάντησης στο ερώτημα αυτό ορίζει το χρήμα ως την ενσάρκωση και το μοναδικό μέτρο της αφηρημένης εργασίας και καταλήγει σε μία βασισμένη στην αγορά και στην κυκλοφορία αντίληψη της αξίας. Μία άλλη άποψη προσπαθεί να ανακαλύψει μία αδιαμεσολάβητη και απτή ύπαρξη της (δηλαδή υπάρχουσα χωρίς να χρήζει διαμεσολαβούμενης εμφάνισης) μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Δηλαδή θεωρεί ότι στον σύγχρονο καπιταλισμό ολοένα και περισσότερο επικρατεί μία γενικά κοινή μορφή αδιαφοροποίητης εργασίας. Και οι δύο θεωρήσεις αυτές είναι προβληματικές καθώς πάσχουν από ένα λανθάνοντα εμπειρισμό και αδυνατούν να κατανοήσουν ορθά την διαλεκτική μορφής και περιεχομένου. Θεωρούν ότι περιεχόμενο πρέπει να είναι αυτοτελώς απτό, αλλιώς δεν υφίσταται. Όμως για τον Marx το αφηρημένο δεν είναι αναγκαία και αυτοτελώς απτό, αλλά συνήθως χρειάζεται να έχει μία διαμεσολαβημένη μορφή έκφρασης. Αυτό όμως δεν το καθιστά λιγότερο πραγματικό.
Η πρώτη άποψη αναφέρεται συνήθως ως «σχολή Rubin», αν και η σχέση της με τον Ρώσο θεωρητικό είναι το λιγότερο προβληματική[14]. Eνα τυπικό δείγμα της αποτελεί το έργο συγγραφέων όπως οι Benetti-Berthomieu-Cartelier (1975), Benetti (1974), Cartelier (1976) και De Vroey (1982) που προσπάθησαν να επεξεργασθούν μια θεωρία της αφηρημένης εργασίας στη βάση ενός κοινωνικού παραδείγματος, εν αντιθέσει με το τεχνολογικό Σραφιανό. Για το σκοπό αυτό τόνιζαν εμφατικά την αναγκαιότητα σύνδεσης της φυσικο-τεχνικής διάστασης με την κοινωνική διάσταση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Tο χρήμα θεωρήθηκε ως η έκφραση του μετασχηματισμού του ιδιωτικού σε κοινωνικό κεφάλαιο και ως η κοινωνική ενσωμάτωση της αξίας-εν-διαδικασία (value-in-process) και συνεπώς ότι μόνο διαμέσου της ανταλλαγής εμπορευμάτων με χρήμα η ιδιωτική εργασία αξιοποιείται και γίνεται αφηρημένη κοινωνική εργασία. Kατ’ αυτούς η αξία αντί να συνδέεται με μια απλή ενσωμάτωση εργασίας – ένα τεχνικό προτσές – αναφέρεται σε αυτή την αξιοποίηση της ιδιωτικής εργασίας διαμέσου της ανταλλαγής εμπορευμάτων με χρήμα. Eπομένως αποδέχθηκαν ότι η ανάλυση της μορφής-αξίας (value-form) είναι θεμελιακή για την οικοδόμηση ενός κοινωνικού παραδείγματος. Yποστήριξαν ότι σκοπός της Aξιακής θεωρίας θα έπρεπε να είναι να ερμηνεύσει την ειδική λειτουργία μιας αποκεντρωμένης οικονομίας στην οποία δεν είναι νοητή μια a priori κοινωνική συνοχή, παρά ο προσδιορισμός της ισορροπίας των μεγεθών ανταλλαγής. Ως συνεπακόλουθο, η ποιοτική πλευρά της Aξιακής θεωρίας διαχωρίζεται από την ποσοτική και, ενώ η πρώτη αναβαθμίζεται, η σημασία της δεύτερης μειώνεται. Στο πλαίσιο αυτό οι Benetti και Cartelier υποστήριξαν ότι οι αξίες και οι τιμές είναι “μη-σύμμετροι” (incommensurable) παράγοντες και επιτέθηκαν στο Marx για την προσπάθειά του να κατασκευάσει σχέσεις του τύπου “το σύνολο των τιμών ισούται με το σύνολο των αξιών”, εφόσον αυτές συνδέουν αυτούς τους “μη σύμμετρους” παράγοντες.
Tα προβλήματα της θεώρησης αυτής είναι σημαντικά και τα αποτελέσματά τους φάνηκαν στη μετέπειτα εξέλιξή της η οποία κατέληξε για πολλούς από τους υποστηρικτές της στην ολοκληρωτική ανατροπή των αρχικών θέσεών τους, την απόρριψη της αξίας και την αντικατάστασή τους με το χρήμα ως την καθοριστική παράμετρο του θεωρητικού συστήματός τους. Παραδείγματος χάριν, οι Benetti και Cartelier (1980) όπως και ο Deleplace (1981), ενώ εξακολουθούν να υποστηρίζουν το κοινωνικό παράδειγμα, απορρίπτουν κάθε αναφορά στην αξία. Απορρίπτουν το εμπόρευμα ως το σημείο εκκίνησης της ανάλυσης της σύνδεσης των φυσικών και κοινωνικών πλευρών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και κρατούν μόνο την κοινωνική πλευρά υποστηρίζοντας ότι τα οικονομικά δεν μπορούν να πουν τίποτα για τη φυσική διάσταση. Tο νέο σημείο εκκίνησης είναι το χρήμα επειδή είναι η μόνη κοινωνική σχέση η οποία στο αποκεντρωμένο σύστημα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι άμεσα κοινωνική. Όμως το χρήμα δεν συνδέεται πλεόν με την αφηρημένη εργασία και την αξία. Μετακινήθηκαν επομένως από μια θεωρία που συνδέει τις φυσικές και κοινωνικές διαστάσεις σε μια που θεωρεί μόνο τις τελευταίες καθώς υποστηρίζουν ότι οι κοινωνικές επιστήμες δεν μπορούν να αναλύσουν τη συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία αλλά μόνο τις μορφές κοινωνικοποίησης. Tο χρήμα λειτουργεί ταυτόχρονα ως η ουσία και η μορφή της κοινωνικοποίησης. H αξιακή αποτίμηση των εμπορευμάτων είναι απλά η χρηματική ισοδυναμία τους.
Tο καθοριστικό σφάλμα των αρχικών θεωριών των συγγραφέων αυτών είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των θεωριών της λεγόμενης “σχολής Rubin”[15]. H όχι αδικαιολόγητη έμφαση τους με την κοινωνική διάσταση, σε αντίθεση με τις τεχνικιστικές και φυσικιστικές παρεκκλίσεις, καταλήγει σε μια απόπειρα να θεμελιωθεί ένας εκπρόσωπος της διάστασης αυτής ως η απόλυτη ενσάρκωση της. Aυτός ανακαλύπτεται στο χρήμα, το οποίο ως γενικό ισοδύναμο κάθε εμπορεύματος και επομένως ως ο γενικός διαμεσολαβητής όλων των εμπορευματικών ανταλλαγών, έχει έναν προφανή κοινωνικό χαρακτήρα. Όμως η θεοποίηση του γενικού ισοδύναμου ως της αποκλειστικής και απόλυτης έκφρασης της κοινωνικής διάστασης αποτελεί μια υπεραπλοποίηση και, επιπλέον, έχει τις δικές της φετιχιστικές προεκτάσεις. Yποβαθμίζει βέβαια τον ενδοφυή κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής σε ένα κατακερματισμένο σύνολο ιδιωτικών προτσές, κατανοητών από μία βασικά τεχνική οπτική γωνία και συνδεομένων μόνο μέσω της ανταλλαγής. Aυτό είναι μια καρικατούρα της θεωρίας του Marx για τον αναρχικό χαρακτήρα του καπιταλισμού γιατί αγνοεί τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας (ή τον κατανοεί με μια κυκλοφοριακή έννοια) και έχει ισχυρές ομοιότητες με τα ορθόδοξα οικονομικά της ανταλλαγής. Kατά το Marx, στην ανταλλαγή γίνεται ορατή η αντίθεση που είναι εσωτερική στην παραγωγή καθ’ εαυτή, δηλαδή η αντίθεση μεταξύ της ιδιωτικής εργασίας και του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. H αντίθεση αυτή είναι εσωτερική, ενδοφυής στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας καθ’ εαυτό. Eπομένως, η κοινωνική διάσταση προκύπτει και υπάρχει πρώτα και κύρια στην παραγωγή. Eπιπρόσθετα στο Mαρξικό πλαίσιο η αξία, η οποία αποτελεί τον κεντρικό άξονα των κοινωνικών σχέσεων, δημιουργείται στην παραγωγή και ορίζεται πριν και ανεξάρτητα από το χρήμα[16]. Φυσικά, για το Marx το χρήμα είναι αναπόσπαστο στοιχείο του καπιταλισμού, σε αντίθεση με την κλασική Πολιτική Οικονομία που τον θεωρούσε ουσιαστικά ως σύστημα εμπράγματης ανταλλαγής. Όμως η εμπορευματική ανταλλαγή προηγείται λογικά της κατηγορίας του χρήματος και η ανταλλακτική ισοδυναμία μεταξύ των εμπορευμάτων προκύπτει πρώτα και κύρια από τον κοινό ενδοφυή χαρακτήρα τους, δηλαδή το ότι είναι προϊόντα εργασίας. Aυτό κάνει τα εμπορεύματα σύμμετρα καθ’ εαυτά. Tο χρήμα και οι χρηματικές τιμές διαμεσολαβούν την ισοδυναμία αυτή, αλλά δεν είναι οι πρωταρχικοί προσδιοριστικοί παράγοντες[17]. Tο χρήμα δεν προηγείται του εμπορεύματος αλλά γεννάται από τη διαφοροποίηση μέσα στην εμπορευματική ανταλλαγή. H αξία, επομένως, δημιουργείται στην παραγωγή και αξιοποιείται στην ανταλλαγή. H κρίσιμη διάκριση είναι αυτή μεταξύ αξίας χρήσης (εκφράζουσας την υλική θεμελίωση της παραγωγής) και αξίας (της κοινωνικής μορφής). H παραγωγή και η κυκλοφορία αξιών χρήσης δεν μπορεί να οριστεί ανεξάρτητα: μια συγκεκριμένη προσδιορισμένη ποσότητα αξιών χρήσης πρώτα παράγεται και μετά ανταλλάσεται. Eπιπλέον η παραγωγή και η κυκλοφορία της αξίας δεν μπορεί να οριστεί ανεξάρτητα: ο χρόνος εργασίας ξοδεύεται στην παραγωγή αλλά αξιοποιείται κοινωνικά στην ανταλλαγή. Συνεπώς η αφηρημένη εργασία και η αξία προηγούνται του χρήματος. H αφηρημένη εργασία δημιουργεί αξία στο άμεσο προτσές παραγωγής, πριν την ανταλλαγή. H κατηγορία του χρήματος εξάγεται από την κατηγορία του εμπορεύματος μόνο όταν η κατηγορία της αξίας έχει επαρκώς αναπτυχθεί.
Mια κοινή συνέπεια αυτών των θέσεων της σχολής “Rubin” είναι η εκφυγή στον κυκλοφορισμό και η υποβάθμιση της πρωτοκαθεδρίας της στιγμής της παραγωγής μέσα στο συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου (total circuit of capital). Tα σφάλματα αυτά διάνοιξαν το δρόμο για την εκθρόνιση, σε ένα μετέπειτα στάδιο, της αξίας από το χρήμα. O υπερκριτικισμός και της αρχικής περιόδου και ο απολυτοποιημένος διαχωρισμός μεταξύ των ποιοτικών και ποσοτικών πλευρών της αξίας (με στόχο την εδραίωση της σημαντικότητας της κοινωνικής διάστασης) οδήγησαν αργότερα σε ένα συνεπακόλουθο πλήρες διαζύγιο μεταξύ της φυσικής και της κοινωνικής διάστασης. Tο χρήμα τότε αποτέλεσε μια εύκολη, αλλά επίσης εξαιρετικά στενή και αδόμητη, λύση στο δίλημμα αυτό. Aφενός, δεν μπορεί να του προσαφθεί η κατηγορία του τεχνικισμού εφόσον τοποθετείται άμεσα στο επίπεδο του κοινωνικού (συνήθως μέσω της εξαγωγής του από τις λειτουργίες του κράτους, εν αντιθέσει με τη Mαρξική εξαγωγή του από το εμπόρευμα. Aφετέρου, έχει μια άμεση και αδιαμεσολάβητη φυσική παρουσία. Eπομένως, η διασπασμένη σχέση κοινωνικού και φυσικού επανεδραιώνεται, κατά κάποιο τρόπο, μέσω μιας αυθαίρετης μορφοποίησης γύρω από το χρήμα και με κόστος την αχρήσευση της αξίας. H αρχική βύθιση στο κοινωνικό και το βασίλειο της ουσίας κατέληξε σε μια συγκεκαλυμμένη επιστροφή στο φυσικά παρατηρήσιμο και στο επίπεδο της εμφάνισης.
Αντίθετα με την λεγόμενη «σχολή Rubin», μία άλλη άποψη υποστήριξε ότι η αφηρημένη εργασία προκύπτει με έναν άμεσα ορατό τρόπο μέσα στην άμεση διαδικασία παραγωγής. Η άποψη του Gleicher (1983, 1985, 1985-6) είναι αντιπροσωπευτική αυτής της οπτικής. Ο τελευταίος προσπάθησε «να σχεδιάσει μία εναλλακτική οντολογία της αξίας ως αφηρημένης εργασίας… η οποία να περιλαμβάνει ταυτόχρονα παραδοσικά Μαρξιστικά, όπως και Σραφιανά στοιχεία, ενώ επίσης απορρίπτει στοιχεία και από τις δύο αυτές προσεγγίσεις». Συνέδεσε την αντίληψη του Uno (1980) για την αξία (η οποία βασίζεται στην ανάλυση του «εμπορεύματος καθ΄εαυτού», δηλαδή χωρίς να συνδέεται η εμπορευματική ανταλλαγή με κάποιον κοινωνικό τρόπο παραγωγής) καθώς και την ανάλυση της καπιταλιστικής εργασικακής διαδικασίας των Braverman (1974) και Aglietta (1979).
Στην ουσία ο Gleicher υιοθέτησε μία ενδιάμεση θέση, υποστηρίζοντας ότι οι όροι που χρησιμοποιούν οι Σραφιανοί – οι τεχνικές παράμετροι και το ποσοστό των μισθών – προσδιορίζουν τις τιμές παραγωγής μόνο πρώτον, μέσω της ύπαρξης της αφηρημένης εργασίας ως ενός πραγματικού κοινωνικού φαινομένου το οποίο στοιχειοθετεί τις εμπορευματικές αξίες και, δεύτερον, του σχηματισμού της υπεραξίας. Ανακάλυψε δε αυτή την μορφή ύπαρξης της αφηρημένης εργασίας ως απτή-φυσική παρουσία μέσα στην διαδικασία παραγωγής επειδή – κατά τον Babbage και τον Braverman – ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει την τάση να αποειδικεύει την εργασία[18]. Συνεπώς, ο εργάτης-μάζα (δηλαδή μία γενική και αδιαφοροποίητη μορφή συγκεκριμένης εργασίας) τείνει να γίνει η κυρίαρχη φιγούρα της κοινωνικής παραγωγής. Αρα η καπιταλιστική ανάπτυξη καταλήγει στην ιστορική αφαίρεση της εργασίας, όπου η αφηρημένη εργασία είναι πλέον πραγματική (συγκεκριμένη) εργασία η οποία ανεξαρτητοποιείται από διάφορες αξίες χρήσης και είναι ομογενής σε ολο το φάσμα τους[19]. Όταν αντιμετώπισε δικαιολογημένες επικρίσεις, καθώς η θέση περί αποειδίκευσης έχει εμπειρικά απορριφθεί και αντιθέτως ο σύγχρονος καπιταλισμός εμφανίζει συνδυασμούς ειδίκευσης-αποειδίκευσης, ο Gleicher (1985-6, σ.466) μετακίνησε το επιχείρημα του από την οργάνωση της παραγωγής στο σύστημα ιεραρχίας. Υποστήριξε ότι η τάση αποειδίκευσης ισχύει αλλά ταυτόχρονα η ιεραρχία των ειδικεύσεων δεν έχει εξαλειφθεί. Όμως έχει αλλάξει χαρακτήρα καθώς δεν προκύπτει από την άμεση αλληλεπίδραση του εργάτη με το παραγόμενο εμπόρευμα αλλά από διαφοροποιήσεις στην λειτουργία, συντήρηση και σχεδιασμό μηχανημάτων. Οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι κοινές για ένα ευρύ φάσμα κλάδων. Επομένως ακόμη και εξαιρετικά εξειδικευμένες εργασίες γίνονται αφηρημένες. Κατέληξε δε ότι η ιεραρχία των ειδικεύσεων δεν απηχεί την σχετική παραγωγικότητα (μονάδες αξίας χρήσης ανά ώρα εργασίας) των επιμέρους εργατών και ο καθένας από τους τελευταίους – ασχέτως της θέσης που κατέχει στην ιεραρχία των ειδικεύσεων, δεν είναι παραγωγός μίας αξίας χρήσης αλλά η εργασία του είναι αφηρημένη (Gleicher (1983), p.115-6). Tο επιχείρημα αυτό είναι ακατανόητο καθώς ακόμη και οι πιο απλοϊκές απόψεις δεν υποστηρίζουν ότι η ιεραρχία των ειδικεύσεων αντιστοιχεί στην ιεράρχηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Όμως το πρόβλημα με την θέση περί αποειδίκευσης δεν προκύπτει επειδή εξακολουθεί να υπάρχει η ιεραρχία των ειδικεύσεων αλλά επειδή η διαφοροποίηση των εργασιακών καθηκόντων (πολλές φορές άσχετα από την διοικητική θεσμοθέτηση της) παραμένει ένα χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής. Η διαφοροποίηση αυτή συμπεριλαμβάνει άλλες διαδικασίες παραγωγής που ο εσωτερικός καταμερισμός εργασίας γίνεται πιο απλός και άλλες που αντιθέτως γίνεται πιο σύνθετος. Επίσης, δεν υπάρχει μία ορατή τάση όλες αυτές οι αντιφατικές διαφοροποιήσεις να είναι ομοιόμορφες σε όλους τους κλάδους αλλά αντίθετα παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές.
Ένα τελευταίο λάθος του Gleicher είναι ότι συμπεριλαμβάνει αδιάκριτα και αδικαιολόγητα, υπό τον τίτλο «σχολή Rubin» σχεδόν κάθε συγγραφέα που υποστηρίζει την ανάλυση της αξιακής μορφής (όπως τους Pilling, Rowthorn, Arthur, Gerstein, Kay, Fine, Harris, Himmelweit, Mohun, Elson, Eldred, Hanlon, De Vroey, Foley, Lipietz) ασχέτως των διαφορών τους και εάν αποδέχονται το χρήμα ως την ενσάρκωση και το μοναδικό μέτρο της αξίας. Παραδείγματος χάριν, οι Foley, De Vroey και Lipietz εμπίπτουν δικαιολογημένα στην κατηγορία αυτή. Οι Eldred και Hanlon υποστηρίζουν τις θέσεις αυτές και επίσης απορρίπτουν κάθε εργασιακό περιεχόμενο της αξίας* όμως αναγνωρίζουν ότι ο Rubin διαφωνούσε ρητά με την άποψη αυτή. Οι Himmelweit και Mohun κρατούν μία ενδιάμεση θέση, καθώς υποστηρίζουν ότι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας προσδιορίζεται στην σφαίρα της ανταλλαγής. Όμως, από την άλλη πλευρά, οι Elson[20], Fine, Harris, Pilling και Gerstein. δεν αποδέχονται ότι το χρήμα είναι η μοναδική και άμεση ενσάρκωση της αφηρημένης εργασίας και διακρίνουν ρητά – ακολουθόντας τον Marx – μεταξύ του ενδοφυούς (χρόνος εργασίας) και του εξωτερικού (χρήμα) μέτρου της αξίας.
Οι σημερινές συζητήσεις σχετικά με την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας κινούνται σε συναφές έδαφος. Η μεν προσέγγιση τύπου Gleicher έχει σαφώς περιθωριοποιηθεί εξαιτίας των εμφανών αδυναμιών της. Αντιθέτως μία σειρά θεωρίες δοκιμάζουν να αναδιατυπώσουν την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας γύρω από την έννοια του χρήματος -όχι απαραίτητα ταυτιζόμενες με την «σχολή Rubin». Η «Νέα Λύση» στο πρόβλημα του μετασχηματισμού αποτελεί τον πιο επιφανή εκπρόσωπο της κατεύθυνσης αυτής. Επίσης, μία σειρά άλλες προσεγγίσεις όπως η επονομαζόμενη “υπερκαθοριστική” (overdeterminist) λύση (Wolff-Roberts-Callari (1982)) και το Προσωρινό Ενιαίο Σύστημα (Carchedi-Freeman (1996)) ακολουθούν παραπλήσιους δρόμους.
Η “Νέα Λύση” στο πρόβλημα του μετασχηματισμού
Η «Νέα Λύση» (Dumenil (1980), (1983-84), Foley (1982)) έχει ενδιαφέρον όχι μόνο λόγω της απήχησης της αλλά και γιατί δείχνει με τον πιο συνεκτικό ίσως τρόπο τα θετικά αλλά και τα αρνητικά στοιχεία μίας αντιμετώπισης του προβλήματος της αξίας με την προσφυγή στο χρήμα. Κατ’ αρχήν υποστηρίζει ότι η αφηρημένη εργασία εκφράζεται άμεσα και αποκλειστικά στο χρήμα. Η συσχέτιση αυτή τοποθετείται άμεσα στο επίπεδο των συνολικών μεγεθών μίας καπιταλιστικής οικονομίας. Το καθαρό προϊόν θεωρείται το κατάλληλο πεδίο εφαρμογής της συσχέτισης – καθώς το ακαθάριστο προϊόν παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα – και, επομένως, εξισώνεται η συνολική αξία του με την συνολική ζωντανή εργασία.
Οι τεχνικές συνθήκες παραγωγής συγκεφαλαιώνονται από το διάνυσμα του ακαθάριστου προϊόντος x, του καθαρού προϊόντος y, και της τεχνολογίας παραγωγής που δίνεται από την μήτρα των εισροών A.
(1) y = x – Ax
Το διάνυσμα των αξιών λ, εξαρτάται από την μήτρα των εισοών A, και το διάνυσμα της ζωντανής εργασίας l.
(2) λ = λA + l
Από τις δύο προηγούμενες σχέσεις έπεται ότι η αξία του καθαρού προϊόντος ισούται με την συνολική ζωντανή εργασία που ξοδεύθηκε στην διαδικασία παραγωγής.
(3) λy = lx
Οι σχέσεις (1)-(3), είναι εν γένει αποδεκτές από κάθε εκδοχή της Εργασιακής θεωρίας της Αξίας. Δεδομένου ενός οποιουδήποτε διανύσματος τιμών p, το καθαρό προϊόν σε όρους τιμών είναι py.
Το επόμενο βήμα της ανάλυσης είναι να χρησιμοποιηθεί η αδιαμφισβήτητη, σε Μαρξιστικά πλαίσια συσχέτιση της τιμής με την αξία για να ορισθεί ένας μετασχηματιστής των μονάδων χρόνου εργασίας (το ενδογενές μέτρο της αξίας) σε μονάδες χρήματος (το εξωτερικό μέτρο της αξίας) ή αντίθετα. Αυτός ορίζεται είτε ως η Νομισματική Εκφραση της Εργασίας – ΝΕΕ (Monetary Εxpression of Labour – MEL) είτε ως η Εργασιακή Εκφραση του Χρήματος-ΕΕΧ (Labour Expression of Money-LEM) ή “αξία του χρήματος” (αναφερόμενη σε μία πιό κλασική Μαρξική έννοια). Για την υπόλοιπη ανάλυση θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο l* που υποδηλώνει δολλάρια/ώρα. Επομένως,
(4) λyl* = py ή l* = py / λy
Στο σημείο αυτό η “Νέα Λύση” διαχωρίζεται ριζικά από την Μαρξική θεωρία χρησιμοποιόντας το l* (την ΝΕΕ) για να μεταφράσει τα αξιακά μεγέθη σε χρηματικά. Η βασική θέση της είναι ότι η έκφραση της αξίας του καθαρού προϊόντος στην τιμή του λαμβάνει χώρα άμεσα μέσω της ΝΕΕ.
Επεται άμεσα από τις εξισώσεις (3) και (4) ότι,
(5) l* = py / lx ΝΕΕ
Συνεπώς η ΝΕΕ υπολογίζεται άμεσα εφόσον το lx μπορεί να προσεγγισθεί μέσω του μεγέθους του εργατικού δυναμικού και του μήκους της εργάσιμης ημέρας, και το py είναι η λογιστική αποτίμηση της προστιθέμενης αξίας από τις στατιστικές των Εθνικών Λογαριασμών.
Το πρόβλημα του μετασχηματισμού, ως γνωστόν, ανακύπτει μετά την εξίσωση (3), όταν το διάνυσμα των τιμών παραγωγής P, εξάγεται από τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής A, x, l, υπό την συνθήκη της εξίσωσης του ποσοστού κέρδους για όλα τα ανταγωνιζόμενα κεφάλαια. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να συσχετισθεί το διάνυσμα P με το διάνυσμα των αξιών, με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιούνται οι δύο Μαρξικές “συνθήκες αμεταβλητότητας”.
Η “Νέα Λύση” ουσιαστικά παραγνωρίζει το πρόβλημα υποστηρίζοντας ότι και οι δύο συνθήκες αμεταβλητότητας ισχύουν μέσω της ΝΕΕ. Οσον αφορά την ισότητα συνολικών τιμών με συνολικές αξίες, αυτή θεωρείται ότι ισχύει μονο για το καθαρό προϊόν (δηλαδή αναγνωρίζεται μόνο η ισότητα της συνολικής τιμής του καθαρού προϊόντος με την συνολική αξία του αλλά όχι του ακαθάριστου προϊόντος). Ταυτόχρονα το μοντέλο της δεν καθορίζει το επίπεδο τιμών αλλά είναι συμβατό με οποιοδήποτε τέτοιο επίπεδο. Για να εξασφαλισθεί η δεύτερη συνθήκη αμεταβλητότητας πρέπει να καθορισθεί η αξία της εργασιακής δύναμης VLP, η πηγή της αξίας και της υπεραξίας. Εδώ η “Νέα Λύση” διαχωρίζεται επίσης από τον κλασικό καθορισμό της (τόσο για τον Marx όσο και για τον Ricardo) ως ίσης με την αξία ενός καλαθιού μισθιακών αγαθών b. Αντιθετα ορίζεται ως:
(6) VLP = w(1 / l*)
Επομένως η αξία της εργασιακής δύναμης είναι απλά η μετάφραση του ονομαστικού μισθού w σε αξιακούς όρους μέσω του ΕΕΧ, δηλαδή του αντίστροφου του ΝΕΕ (της εξουσιαζόμενης εργασίας από το χρήμα). Από την (5) προκύπτει ότι η αξία της εργασιακής δύναμης ισούται με το μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν:
(7) VLP = wlx / py
Τα κέρδη (σε όρους τιμών) και η συνολική υπεραξία δίνονται αντίστοιχα από τις (8) και (9):
(8) P = py – wlx
(9) S = (1 – VLP)lx
Πολλαπλασιάζοντας την (8) επί (1 / l*) προκύπτει ότι:
(10) P(1 / l*) = S
Με τον τρόπο αυτό το πρόβλημα του μετασχηματισμού αντί να επιλυθεί μάλλον ξεπερνιέται.
Το πρόβλημα με την «Νέα Λύση» δεν βρίσκεται τόσο στον μαθηματικό φορμαλισμό όσο στα θεωρητικά της θεμέλια (βλέπε Lapavitsas-Mavroudeas (1997)). Αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα του καθαρού προϊόντος, οι δύο βασικοί πυλώνες της – η ΝΕΕ (ή η αξία του χρήματος) και η αντίληψη της για την αξία της εργασιακής δύναμης – είναι εξαιρετικά προβληματικοί. Κατ’ αρχήν η ΝΕΕ είναι απλά μία εξ ορισμού σχέση που δεν έχει κανένα αιτιακό περιεχόμενο. Για να εξαχθεί θα πρέπει να γνωρίζουμε την συνολική τιμή. Η «Νέα Λύση» θεωρεί τις τιμές δεδομένες (συνήθως μέσω θεσμικών και ιστορικο-συγκυριακών παραγόντων), εν αντιθέσει με τον Marx που καθόριζε τις τιμές μέσω της αξίας του εμπορευματικού χρήματος. Όμως για την «Νέα Λύση» στον σύγχρονο καπιταλισμό η αξία του χρήματος δεν εξάγεται έστω και έμμεσα από το εμπορευματικό χρήμα. Επιπλέον, ενώ η ΝΕΕ μπορεί να ορισθεί μόνον ex post, χρησιμοποιείται ex ante για να συσχετισθούν οι αξίες με τις τιμές. Mέσω της ΝΕΕ το χρήμα αντιπροσωπεύει την αξία άμεσα και αδιαμεσολάβητα. Όμως τόσο στην Μαρξική θεωρία όσο και στην καπιταλιστική οικονομία ισχύει το αντίθετο. Ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας (η ουσία της αξίας) εκφράζεται σε χρηματικές μονάδες (την τιμιακή μορφή της αξίας) μέσω μίας σειράς διαμεσολαβήσεων, οι οποίες περιέχουν ενδογενώς την δυνατότητα ανισορροπίας. Η ισοπέδωση της διαμεσολαβημένης έκφρασης της αξίας στην τιμή στον λόγο της ΝΕΕ χάνει τόσο την πολυπλοκότητα της διαδικασίας αυτής όσο και την δυνατότητα πρόκλησης ανισορροπίας. Μία σειρά προβλήματα ανακύπτουν από τα παραπάνω που συνδέονται άμεσα με τον δεύτερο πυλώνα της, την αξία της εργασιακής δύναμης. Πρώτον, η εμπορευματική φύση της εργασιακής δύναμης απορρίπτεται. Δεύτερον, ο ορισμός της αξίας της από την «Νέα Λύση» παραπέμπει στην Σμιθιανή ελεγχόμενη εργασία. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να συλλάβει τις επιπτώσεις των διαφοροποιήσεων της παραγωγικότητας της εργασίας πάνω στην αξία της εργασιακής δύναμης.
Tο χαρακτηριστικό στοιχείο του καπιταλισμού είναι ότι μετατρέπει το χρήμα και την εργασιακή δύναμη σε ιδιόμορφα εμπορεύματα. Ο Marx (αλλά και ο Ricardo) προσπάθησαν να αναπτύξουν μία Εργασιακή Θεωρία της Αξίας βασισμένη στην αντίληψη ότι η αξία δημιουργείται στην παραγωγή και ενσωματώνεται στα εμπορεύματα η οποία αφορά και τα δύο αυτά ιδιόμορφα εμπορεύματα. Φυσικά λόγω της ιδιομορφίας τους η εφαρμογή της σε αυτά παρουσιάζει μία σειρά ειδικές πλευρές. Όμως το να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα αυτό με την προσφυγή στην οπτική της ελεγχόμενης εργασίας αδυνατίζει την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας.
Επίλογος
Το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον για την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας, με όλα τα συναφή προβλήματα και αντιπαραθέσεις, αποτελεί ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο της ανάγκης ύπαρξης μίας θεώρησης των οικονομικών σχέσεων που να ξεπερνά την μυωπική αντίληψη των ορθόδοξων Οικονομικών. Ο αδιαμφισβήτητος ρόλος της εργασίας στην δημιουργία του κοινωνικού πλούτου – παρά τις νέο-κλασικές αλλά και τις σύγχρονες μετα-μοντερνίζουσες συγκαλύψεις – την καθιστά το πιο δόκιμο θεωρητικό πρίσμα.
Βιβλιογραφία
Βackhaus H.G. (1969), “Zur Dialektik der Wertform” in “Beitrage zur marxschen Erkenntnistheorie”, hrsg. von A.Schmidt, Frankfurt – [English translation Eldred-Roth (1980), “On the Dialectics of the Value-form”, Thesis Eleven no.1]
Βackhaus H.G. (1990), “Για την διαλεκτική της αξιακής μορφής”, Τεύχη Πολιτικής Οικονομίας νο.7 – greek translation of Backhaus (1969)
Βackhaus H.G. (1993), “Το μαρξικό σχέδιο για μια “διαλεκτική μέθοδο ανάπτυξης” ως θεματοποίηση του εσωτερικού στοιχείου της πολιτικής οικονομίας”, Αξιολογικά νο.5
Baran P.-Sweezy P. (1968), “Monopoly Capital”, Penguin
Benetti C. (1974), “Valeur et Repartition”, Presses Universiterais de Grenoble-Maspero
Benetti C.-Berthomieu C.-Cartelier J. (1975), “Economie classique, economie vulgaire”, Presses Universitaires de Grenoble-Maspero
Benetti C.-Cartelier J. (1980), “Marchands, salaries et capitalistes”, Presses Universiterais de Grenoble-Maspero
Bohm-Bawerk E. (1891), “The Positive Theory of Capital”, Macmillan
Bohm-Bawerk E. (1975), “Karl Marx and the Close of his System”, Merlin Press [edited by P.Sweezy and including R.Hilferding’s reply, entitled “Bohm-Bawerk’s Criticism of Marx” and L.Bortkievicz’s solution]
Bortkievicz L. (1952), “Value and Price in the Marxian System”, International Economic Papers no.2
Bortkievicz L. (1975), “On the Correction of the Fundamentals of Marx’s Theoretical Construction in Volume 3 of Capital”, in von Bohm-Bawerk E. (1975), “Karl Marx and the Close of his System”, Merlin Press [von Bortkievicz L. (1907), “Zur Berichtigung der grundlegenden theoritischen Konstruktion von Marx im dritten Band des Kapitals”, Jahrbucher fur Nationalokonomie and Statistik, July]
Βullock P. (1973),’Categories of Labour Power for Capital’, CSEB τομ.ΙΙ
Βullock P. (1974),’Defining Productive Labour for Capital’, CSEB τομ.ΙΙΙ
Βullock P. – Yaffe D. (1975),’Inflation, Crisis and the post-war boom’, Revolutionary Communist νο.3-4
Cartelier J. (1976), “Surproduit et reproduction sociale”, Presses Universiterais de Grenoble-Maspero
De Vroey M. (1981), “Value, Production and Exchange” in Steedman-Sweezy eds. (1981), “The Value Controversy”, Verso
De Vroey M. (1982), “On the Obsolescence of the Marxian Theory of Value: A Critical Review”, Capital & Class no.17
De Vroey M. (1984), “Inflation: a non-monetarist monetary interpretation”, Cambridge Journal of Economics vol.8
Dmitriev V.K. (1974), “Economic Essays”, Cambridge
Dobb M. (1968), “Political Economy and Capitalism: some essays in economic tradition”, Routledge
Dobb M. (1973), “Theories of value and distribution since Adam Smith: Ideology and economic theory”, Cambridge University Press
Dumenil G. (1980), “De la valeur aux prix de production”, Economica
Eatwell J. (1983), Theories of value, output and employment”, in Eatwell -Milgate (1983), “Keynes’s Economics and the Theory of Value and Distribution”, Duckworth
Eatwell J.-Milgate M. (1983), “Keynes’s Economics and the Theory of Value and Distribution”, Duckworth
Eldred M.-Hanlon M. (1981), Reconstructing Value-Form Analysis”, Capital & Class no.13
Eldred M.-Hanlon M.-Kleiber L.-Roth M. (1982-85), “Reconstructing Value-Form Analysis”, Thesis Eleven, nos. 4 (1982), 7 (1983), 9 (1984), 11 (1985)
Eldred M. (1984), “A reply to Gleicher; history: universal concept dissolves any concept!”, Capital & Class no.23
Elson D. ed. (1979), “Value: The Representation of Labour in Capitalism”, CSE Books
Elson D. (1979), “The Value Theory of Labour” in Elson ed. (1979), “Value: The Representation of Labour in Capitalism”, CSE Books
Faccarello G. (1982), “Sraffa versus Ricardo: the Historical Irrelevance of the “corn- profit” model”, Economy & Society vol.11 no.2
Fine B.-Harris L. (1986), “Ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο”, Gutenberg
Fine B. ed. (1986), “The Value Dimension”, Routledge
Foley D. (1982), “The value of money, the value of labour-power and the Marxian Transformation Problem”, Review of Radical Political Economics vol.14 no.2
Foley D. (1997), ‘Recent developments in the Labor Theory of Value’, paper presented at the Eastern Economic Association, Washington DC
Garegnani P. (1982), “On Hollander’s Interpretation of Ricardo’s Early Theory of Profits”, Cambridge Journal of Economics, vol.6 no.1
Garegnani P. (1983), “Ricardo’s Early Theory of Profits and its “Rational Foundation”: a Reply to Professor Hollander”, Cambridge Journal of Economics vol.7 no.2
Garegnani P. (1983b), “Notes on consumption, investment and effective demand”, in Eatwell-Milgate eds. (1983), “Keynes’s Economics and the Theory of Value and Distribution”, Duckworth
Gerstein I. (1986), “Production, circulation and value” in Fine ed. (1986), “The Value Dimension”, Routledge
Gleicher D. (1983), “A historical approach to the question of abstract labour “, Capital & Class no.21
Gleicher D. (1985), “A rejoinder to Eldred: Abstract Labour, the Rubin School and the Marxist Theory of Value”, Capital & Class no.24
Gleicher D. (1985-6), “The ontology of labor values: remarks on the Science & Society value symposium”, Science & Society vol.XLIV no.4
Gramm W. (1988), “The movement from real to abstract value theory, 1817-1959”, Cambridge Journal of Economics vol.12
Hansen L.-Pedersen K.-Stenderup T. (1984), “On methodological problems in economic theory: a critique of aprioristic value theory”, Institut for Socialvidenskab Roskilde Universitetscenter, Instituttets skriftserie no.15
Hilferding R. (1975), “Bohm-Bawerk’s Criticism of Marx” in von Bohm-Bawerk E. (1975), “Karl Marx and the Close of his System”, Merlin Press
Himmelweit S.-Mohun S. (1978), “The Anomalies of Capital”, Capital & Class no.6
Himmelweit S.-Mohun S. (1981), “Real Abstractions and Anomalous Assumptions” in Steedman I.-Sweezy P. (1981), “The Value Controversy”, Verso
Hollander S. (1979), “The Economics of David Ricardo”, Heinemann
Hollander S. (1983), “Professor Garegnani’s Defence of Sraffa on the Material Rate of Profit”, Cambridge Journal of Economics vol.7 no.2
Kalecki M. (1971), “Essays on the dynamics of the Capitalist Economy”, Cambridge University Press
Kay G. (1979), “Why Labour is the starting point of capital”, in Elson ed. (1979), “Value: The Representation of Labour in Capitalism”, CSE Books
Kliman A.-McGlone T. (1988), “The transformation non-problem and the non-transformation problem”, Capital & Class no.35
Lapavitsas C.-Mavroudeas S. (1997), ‘The ‘New Solution’ of the transformation problem: some issues regarding the treatment of value’, paper presented at the Eastern Economic Association, Washington DC
Lipietz A. (1982), “The So-Called “Transformation Problem” Revisited”, Journal of Economic Theory no.26
Mandel E.-Freeman A. eds. (1984), “Ricardo, Marx, Sraffa”, Verso
Marx K. (1859), “Zur Kritik der Politischen Okonomie”, MEW 13, Dietz Verlag, Berlin 1974 – English edn. Dobb (1971) -translation S.W.Ryazanskaya, “A Contribution to the Critique of Political Economy”, Lawrence & Wishart
Marx K. (1867), “Das Kapital, Kritik der politischen Okonomie”, Band I, “Die Wertform” (pp. 764-784, dropped in subsequent editions) – English translation Roth-Suchting (1978), “The Value-form”, Capital & Class no.4
Marx Κ. (1978), «Κεφάλαιο», τομ.Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, Σύγχρονη Εποχή
Mavroudeas S. (1990), “Regulation Approach: a Critical Appraisal”, Ph.D. thesis, Birkbeck College, University of London
Μαυρουδέας Σ. (1992), “Η Θεωρία της Αξίας και η Ρύθμιση”, Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών νο.9
Μαυρουδέας Σ. (1993), “Ο I.I.Rubin και η συνεισφορά του στην Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία”, Θέσεις νο.44
Medio A. (1977), “Neo-classiques, neo-Ricardiens et Marx”, in Faccarello G.-de Lavergne P. eds. (1977), “Une Nouvelle Approche en Economie Politique?”, Economica, Paris
Meek R. (1956), “Some Notes on the Transformation Problem”, The Economic Journal, March [also in Meek R. (1967), “Economics and Ideology and Other Essays”, London]
Meek R. (1973), “Studies in the Labour Theory of Value”, Lawrence & Wishart
Meek R. (1973b), “Reply to Pilling”, Economy & Society vol.2
Meek R. (1977), “Value in the History of Economic Thought” in Meek (1977), “Smith, Marx and After: Ten Essays in the Development of Economic Thought”, Chapman & Hall
Morishima M. (1973), “Marx’s Economics”, Cambridge
Pilling G. (1973), “Reply to Meek”, Economy & Economy vol.2
Pilling G. (1986), “The law of value in Ricardo and Marx” in Fine B. (1986), “The Value Dimension”, Routledge
Reuten G.-Williams M. (1989), “Value-Form and the State”, Routledge
Ricardo D. (1972), “Principles of Political Economy and Taxation”, London
Rosdolsky R. (1977), “The making of Marx’s “Capital”, Pluto Press
Rubin I.I. (1973), “Essays on Marx’s theory of value”, Black & Rose
Rubin I.I. (1978), “Abstract labour and value in Marx’s system”, Capital & Class no.5
Samuelson P. (1971), ‘Understanding the Marxian Notion of Exploitation: A Summary of the So-Called Transformation Problem between Marxian Values and Competitive Prices’, Journal of Economic Literature, vol.9 June. p.404
Seton F. (1957), “The Transformation Problem”, Review of Economic Studies, June
Shaikh A. (1977), “Marx’s Theory of Value and the “Transformation Problem””, in Schwartz J. (1977), “The Subtle Anatomy of Capitalism”, Santa Monica, California
Smith A. (1986), ‘The Wealth of Nations’, Penguin
Sraffa P. (1960), “Production of Commodities by Means of Commodities: Prelude to a Critique of Economic Theory”, Cambridge University Press
Steedman I. (1977), “Marx after Sraffa”, New Left Books
Steedman I.-Sweezy P. eds. (1981), “The Value Controversy”, Verso
Sweezy P. (1968), “The Theory of Capitalist Development”, Modern Reader Paperbacks [first edn. 1942]
Sweezy P. (1981), “Marxian Value Theory and Crises”, in Steedman-Sweezy eds. (1981), “The Value Controversy”, Verso
Uno K. (1980), “The Principles of Political Economy”, London
Weeks J. (1981), “Capital and Exploitation”, Edward Arnold
Weeks J. (1982), “A Note on the Underconsumptionist Theory and the Labour Theory of Value”, Science & Society vol.XLVI
Winternitz J. (1948), “Values and Prices: A Solution of the So-called Transformation Problem”, The Economic Journal, June
Wolff R. – Roberts B. – Callari (1982), “Marx’s (not Ricardo’s) “Transformation Problem”: A Radical Reconceptualization”, History of Political Economy vol.14 no.4
Yaffe D. (1972), ‘The Marxian theory of Crisis, Capital and the State’, CSEB τομ.II νο.2
Yaffe D. (1973), ‘The crisis of profitability: A critique of the Glyn-Sutcliffe thesis’, New Left Review νο.80
Yaffe D. (1975), ‘Value and Price in Marx’s Capital’, Revolutionary Communist τομ.I
Zeleny J. (1980), ‘The logic of Marx’, Blackwel
[1] Ο Gramm (1988) διακρίνει -από μία Κεϋνσιανή και φιλο-νεορικαρδιανή σκοπιά – δύο φάσεις στην απάλειψη του ενδιαφέροντος για την Αξιακή θεωρία. Η πρώτη (1870-1920) καλύπτεται από τις Υποκειμενικές θεωρίας της Αξίας και την χαρακτηρίζει ως το ενδιάμεσο στάδιο της νέο-κλασικής μετάβασης. Κατά την δεύτερη φάση (1920-1959) κυριαρχεί η θεωρία της γενικής ισορροπίας και εξαλείφεται πλήρως κάθε Αξιακή θεωρία.
Πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι ο Gramm χρησιμοποιεί τους παραπλανητικούς όρους πραγματική και αφηρημένη αξία. Σε αυτή την κατανόηση της δεύτερης ως κάτι ουσιαστικά μεταφυσικό ακολουθεί την Robinson (1962, σ.26): «Όπως όλες οι μεταφυσικές έννοιες, όταν προσπαθείς να την εντοπίσεις αποδεικνύεται απλά μία λέξη… Παρόλα αυτά προβλήματα που ανέκυψαν κατά την αναζήτηση των αιτιών της αξίας δεν είναι καθόλου κενά περιεχομένου». Αποστασιοποιείται μόνον εν μέρει καθώς υποστηρίζει ότι τα προβλήματα αυτά είναι μεστά σημασίας: «πέραν της βασικής επιβίωσης, τα πιο σημαντικά στοιχεία της ανθρώπινης ευημερίας (πχ. αγάπη, εξουσία, φόβος, φθόνος) είναι μεταφυσικά στον χαρακτήρα τους αλλά πλήρη από αξία». Η θεώρηση αυτή είναι σχεδόν τυπικά θετικιστική-εμπειριστική αλλά με έναν ανεστραμμένο τρόπο. Στην κλασική της έκφραση το μη-απτό δεν υφίσταται και είναι μη-σημαντικό. Στην εκδοχή του Gramm εξακολουθεί να παραμένει μεταφυσικό αλλά είναι σημαντικό στο ηθικό κυρίως επίπεδο.
[2] Στο καπιταλιστικό σύστημα εμπορευματοποιήθηκαν δύο βασικές παραγωγικές δυνάμεις, η εργασιακή δύναμη και η γη, που στην φεουδαλική οικονομία παρέμεναν εκτός της εμπορευματικής σφαίρας.
[3] Κατά την γνωστή ρήση του Marx, η πραγμάτωση της φιλοσοφίας είναι η ενοποίηση της με την κοινωνική δράση του εργατικού κινήματος, σε μία οργανική ενότητα, με στόχο την κοινωνική αλλαγή.
[4] Ο καθορισμός της αξίας απλά από την πρώτη οδηγεί στο παράλογο συμπέρασμα ότι όταν το συγκεκριμένο εμπόρευμα παραχθεί με παρωχυμένες παραγωγικές διαδικασίες (που δεν εξοικονομούν επαρκώς την εργασιακή δύναμη) θα αξίζει περισσότερο. Αντιθέτως, ο Μarx υποστήριξε ότι η αξία του καθορίζεται από την εργασία που απαιτείται για την παραγωγή του υπό τις μέσες συνθήκες παραγωγής που κυριαρχούν στον κλάδο.
[5] Κατά τον Smith ο ανταγωνισμός οδηγεί στην μετακίνηση κεφαλαίων από τους λιγότερο στους περισσότερο κερδοφόρους κλάδους. Η κίνηση αυτή, διαμέσου της αυξομοίωσης της προσφοράς και της ζήτησης, αυξάνει τις τιμές (και κατ’ επέκταση τα κέρδη) στους λιγότερο κερδοφόρους κλάδους και αντιστοίχως τις μειώνει στους περισσότερο κερδοφόρους. Η κίνηση αυτή οδηγεί στην τάση εξίσωση των ποσοστών κέρδους, η οποία βέβαια ποτέ δεν πραγματοποιείται πλήρως. Επομένως, οι τιμές αγοράς διακυμαίνονται γύρω από τις «φυσικές τιμές» που αποτελούν τον μακροχρόνιο μέσο όρο τους. Όπως είναι προφανές, το σύστημα τιμών που εξασφαλίζει την εξίσωση των ποσοστών κέρδους θα είναι αντίστοιχο των αξιών μόνον εάν όλοι οι κλάδοι έχουν την ίδια οργανική σύνθεση κεφαλαίου (δηλαδή αναλογία σταθερού προς μεταβλητό κεφάλαιο). Τον γρίφο αυτό προσπάθησε, αποτυχημένα, να λύσει ο Ricardo μέσω του αμετάβλητου μέτρου της αξίας. Παρά την αποτυχία του θεωρούσε ότι το πρόβλημα αυτό είναι απλά ένα ζήτημα σταδιακής προσέγγισης των τιμών στις υπολανθάνουσες αξίες.
[6] Μία πειστική ερμηνεία των επιπέδων αφαίρεσης του πρώτου και του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου» προτάθηκε από τον Rosdolsky (1977). Μία ακριβής παρουσίαση των διαφορετικών απόψεων πάνω στο θέμα αυτό, καθώς και η υποστήριξη μίας άλλης άποψης από αυτή του Rosdolsky, δίνεται από τον Foley (1997).
[7] Οι υποθέσεις αυτές χαρακτηρίσθηκαν αργότερα ως συνθήκες αμεταβλητότητας.
[8] Ο Medio (1977) παρουσιάζει μία αυτοκριτική του Σραφιανού ρεύματος στο ζήτημα αυτό.
[9] Παρόλα αυτά οι Fine-Harris (1979) διακρίνουν τους μετα-Κεϋνσιανούς από τους μετα-Ρικαρδιανούς όσον αφορά την Αξιακή θεωρία, καθώς οι πρώτοι διατηρούσαν ένα (σχετικά αδύναμο) ρόλο για αυτήν ενώ οι δεύτεροι κατέληγαν να την θεωρούν περιττή.
[10] Είναι αλήθεια ότι οι Σραφιανοί, λόγω της επιμέλειας της επανέκδοσης των έργων του Ricardo από τον Sraffa, είχαν κάτι σαν επικυριαρχία επάνω στην Ρικαρδιανή παράδοση. Όμως υπάρχουν ισχυρές αμφισβητήσεις της τόσο από την Μαρξιστική όσο και από την νέο-κλασική σκοπιά. Από την πλευρά της πρώτης, ο Faccarello (1982) αμφισβήτησε την πιστότητα της σραφιανής ερμηνείας πριν από την προσήλωση της σε μία αξιακή θεωρία βασισμένη στον χρόνο εργασίας. Επισης, ο Fine (1983, 1986, σ.13) επέκτεινε την αμφισβήτηση αυτή στην σραφιανή ερμηνεία του προβληματος της Ρικαρδιανής Αξιακής θεωρίας και στην λύση του. Από την νέο-κλασική πλευρά, ο Hollander (1979) αμφισβήτησε την σχέση Ricardo-Sraffa και ακολούθησε μία έντονη αντιπαράθεση μεταξύ Garegnani (1982, 1983) και Hollander (1983).
[11] Η πρώτη φάση της βρατανικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους νέο-Ρικαρδιανούς, τους Φονταμενταλιστές (Yaffe (1972, 1973, 1975), Bullock (1973, 1974) Bullock-Yaffe (1975)) και την προσέγγιση του συνολικού κυκλώματος του κεφαλαίου των Fine-Harris παρουσιάζεται διεξοδικά από τους Fine-Harris (1986).
[12] Η υπόκλιση αυτής της Μαρξιστικής ορθοδοξίας στον νεο-Ρικαρδιανισμό ήταν εμφανής ακόμη και στην πιό επιφυλακτική στάση του Sweezy απέναντι στον Sraffa. Παρόλο ότι δεν εκθείασε τις θέσεις του, ήταν ο πρώτος που προώθησε την άποψη του Bortkiewicz και πρότεινε – μαζί με τον Baran (Baran-Sweezy (1968)) – την προσέγγιση του πλεονάσματος. Ταυτόχρονα όμως προχώρησε σε μία μετριασμένη κριτική του Steedman. Ο Sweezy (1981, σ.23) υποστήριξε ότι “είναι μέσω του παντρέματος της ποιοτικής με την ποσοτική αξιακή θεωρία που ο Marx κατόρθωσε να φωτίσει την ιστορία του καπιταλισμού” και επομένως η Μαρξική θεωρία δεν είναι κυρίως μία θεωρία του προσδιορισμού των τιμών. Δεύτερον, υποστήριξε ότι – αντίθετα με την άποψη του Steedman – υπάρχει ένας τρόπος να συνδεθούν οι αξίες με τις τιμές παραγωγής είτε μέσω του δρόμου του Bortkiewicz είτε μέσω της επαναληπτικής λύσης του Shaikh’s (1977). Τρίτον, “ότι η κρίσιμη έννοια και μεταβλητή της ανάλυσης, το κέντρο βάρους που κρατά τα πάντα στην θέση τους, είναι το ποσοστό υπεραξίας, και είναι ακριβώς τ ποσοστό υπεραξίας που εξαφανίζεται, χάνεται χωρίς ίχνη, από μία ανάλυση που γίνεται σε όρους τιμών” (Sweezy (1981), σ.26). Στο σημείο αυτό ο Sweezy (1981, σ.26 υπ.8) παραδέχθηκε ότι οι προηγούμενες μελέτες του στο θέμα αυτό – ιδιαίτερα το 5ο (“Η Σημασία του Υπολογισμού της Τιμής”) και 6ο τμήμα (“Γιατί δεν αρχίζουμε με τον υπολογισμό της τιμής;”) του κεφαλαίου πάνω στο πρόβλημα του μετασχηματισμού της “Θεωρίας της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης” – “ενώ δεν ήταν εσφαλμένες, δεν έφθαναν στην καρδιά του θέματος, η οποία είναι ο κρίσιμος ρόλος του ποσοστού υπεραξίας για όλη την Μαρξική θεωρία του καπιταλισμού”. Τέλος, υποστήριξε ότι αντίθετα με τους επικριτές του καθώς και αυτούς του Baran, η ανάλυση των μονοπωλιακών τιμών δεν υπονοεί την απώθηση της θεωρίας της αξίας επειδή αυτές είναι μετασχηματισμένες τιμές παραγωγής με την ίδια ακριβώς έννοια που οι τιμές παραγωγής είναι μετασχηματισμένες αξίες (Sweezy (1981), σ.27 και υπ.9).
[13] Μία ενδιάμεση θεωρία – δηλαδή μία ανάλυση της αξιακής μορφής κατά τους Eldred κ.α. (1982-85) αλλά χωρίς να απορρίπτει την Εργασιακή θεωρία της Αξίας – προτάθηκε από τους Reuten-Williams (1989).
[14] Ο Ι.Ι. Rubin κάθε άλλο παρά συμφωνούσε με τις απόψεις των σύγχρονων υποστηρικτών του (βλέπε Μαυρουδέας (1993)). Σε πολλά σημεία επιβεβαίωσε ότι η αξία μπορεί να μελετηθεί χωρίς να έχει προϋποτεθεί το χρήμα (Rubin (1978), σ.36) και επίσης απέρριψε την άποψη ότι η πρώτη δημιουργείται στην κυκλοφορία. Αντιθέτως, υποστήριξε ότι η αφηρημένη εργασία και η αξία δημιουργούνται στην διαδικασίας της άμεσης παραγωγής και μόνο πραγματώνονται στην διαδικασία της ανταλλαγής (Rubin (1978), σ.125). Επίσης, αναφερόμενος στον ποσοτικό προσδιορισμό της αφηρημένης εργασίας, διευκρίνησε ότι θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι η κοινωνική εξισοποίηση της εργασίας στην διαδικασία της ανταλλαγής διεξάγεται σε απομόνωση από την εξάρτηση της από την παραγωγή (πχ. μήκος, ένταση, βαθμός εκπαίδευσης κλπ.) καθώς θα χανόταν κάθε κανονικότητα και το μόνο που θα απέμενε θα ήταν η άναρχη κίνηση της αγοράς (Rubin (1973, σ.154).
[15] Αντίστοιχη είναι η προσέγγιση του De Vroey και των Ρυθμιστών (Lipietz κλπ.), βλέπε Μαυρουδέας (1992).
[16] Mε αυτή την έννοια ο Marx χρησιμοποιεί την Aξιακή θεωρία, στον πρώτο τόμο του “Kεφαλαίου”, για να αναλύσει την παραγωγή ενώ κάνει αφαίρεση της ανταλλαγής και της διανομής. H ανταλλαγή θεωρείται μόνο στην απλή μορφή της σχέσης εργάτη-καπιταλιστή. Tο γεγονός ότι η ανταλλαγή, η οποία στην αναπτυγμένη μορφή της συνεπάγεται το επίπεδο των “πολλών κεφαλαίων”, δεν είναι παρούσα δεν εμποδίζει το Marx από του να χρησιμοποιήσει την Aξιακή θεωρία στην ανάλυση της παραγωγής σε αφαίρεση από τις άλλες σφαίρες.
[17] Ο Marx επικρίνει διεξοδικά τον Bailey για αυτό το σφάλμα.
[18] Ο Babbage υποστήριξε ότι υπάρχει μία τάση απλοποίησης του συλλογικού εργάτη. Ο Braverman (1974, p.81) υιοθέτησε την άποψη αυτή για να τεκμηριώσει την θέση του περί από-ειδίκευσης της εργασίας στον καπιταλισμό. Οι περισσότερες δε αναλύσεις της δεκαετίας του ’70 για την διαδικασία εργασίας – και ανάμεσα σε αυτές η Ρύθμιση και ο Aglietta – ασπάσθηκαν την άποψη αυτή για να θεμελιώσουν τις έννοιες του Ταιηλορισμού και του Φορντισμού.
[19] Η θέση αυτή βασίζεται επάνω στον εξαιρετικά προβληματικό ορισμό της αφηρημένης εργασίας ως «η υποκειμενική δραστηριότητα παραγωγής αξίας χρήσης η οποιά δεν είναι ειδική για μία συγκεκριμένη αξία χρήσης αλλά αντιπροσωπεύει την δυνατότητα παραγωγής μίας ευρείας ποικιλίας αξιών χρήσης» (Gleicher (1983), p.107). Ο ορισμός αυτός συμπλέκει αδόκιμα την αφηρημένη με την συγκεκριμένη εργασία.
[20] Η Elson (1979), ιδιαίτερα, όχι μόνο αποστασιοποιείται από τον Rubin αλά τον κατηγορεί επίσης για την ίδια τεχνικιστική παρέκκλιση όπως αυτή των Sweezy, Dobb, Meek, Althusser etc. Για έναν σχολιασμό της κριτικής της βλέπε Μαυρουδέας (1993).