ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ

BELANTIS 01102013

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΛΑΝΤΗ*

La σύλληψη ηγετικών στελεχών και βουλευτών της Χρυσής Αυγής καθώς και του ηγέτη της Ν. Μιχαλολιάκου το Σάββατο 28/9 αποτέλεσε ευθύ αποτέλεσμα της στρατηγικής της κυβέρνησης και της κορυφής των κρατικών μηχανισμών κατά τις τελευταίες μέρες να καταστείλει τη βίαιη και εγκληματική δράση ενός ισχυρού παραστρατιωτικού μηχανισμού εντός της Χρυσής Αυγής. Βεβαίως, ο τρόπος υλοποίησης αυτής της στρατηγικής κατά της Χρυσής Αυγής υπήρξε απολύτως αιφνιδιαστικός- αν και μάλλον όχι για τους ίδιους τους συλληφθέντες που φαίνεται να τον περίμενανκαι προκάλεσε έκπληξη στο πανελλήνιο. Είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση αλλά ενδεχομένως και διεθνώς που η ηγεσία ενός κόμματος με σημαντική κοινοβουλευτική συμμετοχή συλλαμβάνεται και «εξαρθρώνεται» σε μια νύχτα υπό τη μορφή μιας εγκληματικής ή «τρομοκρατικής» οργάνωσης. Μέχρι σήμερα, τέτοιου τύπου διώξεις στρέφονταν κατά κανόνα σε βάρος «περιθωριακών» και εξωκοινοβουλευτικών ομάδων και οργανώσεων. Κάτι φαίνεται να έχει αλλάξει, λοιπόν και αυτό είναι πιθανόν μια διεθνής εξέλιξη. Αυτή η αλλαγή , πάντως, δεν είναι πολιτικά μονοδιάστατη. Ακόμη και αν η συγκεκριμένη κίνηση έγινε σε κάποιο βαθμό υπό την πίεση της Αριστεράς και των δημοκρατικών πολιτών , εμπεριέχει προοπτικά και συγκεκριμένους κινδύνους.

ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ

Η σύλληψη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής είναι, καταρχήν, ένα θετικό πολιτικό γεγονός και μια θετική στιγμή για την Αριστερά και το μαζικό κίνημα. La αιτίαση της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση Σαμαρά ότι δεν κατέστειλε εδώ και σημαντικό χρονικό διάστημα τη Χρυσή Αυγή υπήρξε πολιτικά ορθή και ακριβής, καθώς ήταν προφανές από την αρχή ότι υπήρξε ένας μηχανισμός εντός της Χρυσής Αυγής, ο οποίος όχι μόνο καθοδηγούσε μια στρατηγική βίας κατά των μεταναστών αλλά αντιπροσώπευε και μια απειλή βίας και έντασης κατά της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι το νομοθετικό οπλοστάσιο κατά των φασιστών ήταν επαρκές- αν όχι υπερεπαρκές- για την αντιμετώπισή τους και ότι η συζήτηση για το ρατσιστικό νομοσχέδιο είχε πιο πολύ συμβολικό χαρακτήρα παρά αντανακλούσε ένα πραγματικό νομοθετικό έλλειμμα κατά της φασιστικής δράσης στην Ελλάδα.

Γιατί, όμως, πήρε η κυβέρνηση τώρα την πρωτοβουλία να «εξαρθρώσει» την Χρυσή Αυγή και μάλιστα την υλοποίησε τόσο εσπευσμένα ; Γιατί ως τώρα επί χρόνια αυτή και οι προκάτοχοί της συγκάλυπταν τη δράση της και την ενίσχυε διαμέσου μιας σειράς κατασταλτικών μηχανισμών, οι οποίοι φάνηκαν τώρα να αποδυναμώνονται και να ξηλώνονται (ΕΥΠ, ανώτεροι αξιωματικοί της αστυνομίας, τοπικοί αστυνομικοί διευθυντές, απόστρατοι κ.α .) και ξαφνικά αποφάσισε να επέμβει ; Υπάρχει, βεβαίως, το καίριο ζήτημα της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, ο οποίος υπηρξε και Έλληνας εκτός από αριστερός και αντιφασίστας. Με τη δολοφονία αυτήν, η Χρυσή Αυγή πέρασε ένα σημαντικό κατώφλι προς την κατεύθυνση ενός ενδοελληνικού πια εμφυλίου πολέμου όλο και ψηλότερης έντασης. Η πράξη αυτή, αν δεχθούμε ότι υπήρξε μια απολύτως ανεξάρτητη από το κράτος πράξη, φάνηκε να θέτει σε κίνδυνο την εικόνα μιας κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο «πετυχαίνει» οικονομικά αλλά και ειρηνεύει τον τόπο, κατορθώνοντας να «επιβάλει τον νόμο και τάξη» . Θεωρούμε ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η κυβέρνηση και οι κορυφές των κατασταλτικών μηχανισμών συμπορεύθηκαν με την Χρυσή Αυγή για λόγους κοινών συμφερόντων-χωρίς να θεωρούμε την Χρυσή Αυγή ένα απλό πιόνι του συστήματος χωρίς αυτοτελή στρατηγική. Ο κοινός σκοπός κράτους και Χρυσής Αυγής αφορούσε un) την πειθάρχηση του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού b) την απειλή άσκησης βίας κατά του κινήματος και της Αριστεράς c) τη στροφή της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης λόγω της κρίσης του πολιτικού συστήματος προς την Άκρα Δεξιά και όχι προς την Αριστερά και την ενίσχυση κοινωνικών δικτύων με αντιδραστικά χαρακτηριστικά d) ζητήματα που συνδέουν τη διαχείριση κοινωνικών πληθωρισμών με το περιθώριο και το οργανωμένο έγκλημα e) τη διάδοση του καθεστωτικού επιχειρήματος ότι υπάρχει ένα κυβερνητικό «κέντρο» και «δυο πολιτικά άκρα». Στα πλαίσια αυτής της αλληλοτροφοδότησης με τη Χρυσή Αυγή, η κυβέρνηση άφησε χώρο για τη μερική φασιστικοποίηση τμημάτων και παραγόντων του κρατικού μηχανισμού. Aún, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να χάσει τον έλεγχο στην πορεία των πραγμάτων και ιδίως να αφήσει το περιθώριο για μια γνήσια αντικατάσταση του σημερινού αυταρχικού κοινοβουλευτισμού από μια αμιγώς δικτατορική ή/και φασιστική μορφή ή έστω από μια κατάσταση λανθάνοντος εμφυλίου πολέμου. Με ανοιχτό το θέμα αν ο Ρουπακιάς ενέργησε ή δεν ενέργησε σε ένα πλαίσιο ενθάρρυνσης και από παρακρατικούς μηχανισμούς, η κίνησή του έδειξε ότι η κυβέρνηση δεν ελέγχει πλέον το πεδίο «του νόμου και της τάξης». Επίσης, η εικόνα της αδυναμίας έναντι των ναζί στα μάτια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών παραγόντων, οι οποίοι παρά τις αντικοινωνικές πολιτικές τους επιλέγουν μια «αντιφασιστική» στάση και ρητορεία (βλ. την περίπτωση του Κον Μπεντίτ), έπαιξε σίγουρα σημαντικό ρόλο. Ο Σαμαράς έπρεπε να δράσει όπως και έδρασε για να διαφυλάξει τη δημοκρατική νομιμοποίηση ενός κοινοβουλευτικού κράτους έκτακτης ανάγκης.

Βεβαίως, η συγκέντρωση δήθεν τώρα πολλών και σημαντικών στοιχείων και η σε ασύλληπτο βαθμό γρήγορη κινητοποίηση του δικαστικού μηχανισμού και του Αρείου Πάγου για τα ελληνικά δεδομένα δείχνει ότι είχε υπάρξει μια προετοιμασία εδώ και αρκετό καιρό για ένα σχέδιο τέτοιου τύπου αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής, το οποίο ενεργοποιήθηκε ή απλώς επιταχύνθηκε με τη δολοφονία Φύσσα. Είναι ανεξήγητο το πώς και το πότε συγκεντρώθηκαν όλα αυτά τα στοιχεία των 30 δικογραφιών και γιατί η κυβέρνηση τα κρατούσε κρυφά και δεν τα χρησιμοποιούσε και η κυβέρνηση οφείλει να πείσει για την παράλειψή της αυτήν καθώς και για την «απόλυτη ετοιμότητα» των αρμόδιων μηχανισμών, όταν και όποτε κρίθηκε πολιτικά αναγκαίο. Είναι , επίσης, ερευνητέο το ζήτημα αν η κυβέρνηση απέκτησε και πρόσθετα στοιχεία από μηχανισμούς του παρακράτους και των μυστικών υπηρεσιών, ελληνικών ή ξένων.

Η «ΕΞΑΡΘΡΩΣΗ» ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΘΕΑΜΑ, ΩΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΚΑΙ ΩΣ ΑΠΟΤΡΟΠΗ

Ανεξάρτητα από το όντως ορθό και βάσιμο της άσκησης ποινικής καταστολής κατά της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, η βασική «εικόνα» της σύλληψης και της μεταφοράς των στελεχών αυτών σιδηροδέσμιων από την Αντιτρομοκρατική και μάλιστα μέσα σε ένα πρωϊνό παραπέμπει συνειρμικά στο καλοκαίρι του 2002 και την αιφνιδιαστική «εξάρθρωση» της «17 Νοέμβρη». Με δεδομένο το ότι η Χρυσή Αυγή έχει μια διπλή υπόσταση, αφενός μεν του πολιτικού κόμματος, το οποίο κινείται στα πλαίσια της νομιμότητας και του κοινοβουλευτικού καθεστώτος αφετέρου δε του «τόπου» όπου στήνεται και οργανώνεται μια εγκληματική οργάνωση και ένας επιχειρησιακός μηχανισμός, η συσχέτιση ανάμεσα στα δύο είναι προφανής. Αν τώρα «εξαρθρώνεται» μια πολιτική οργάνωση που διαθέτει έναν ισχυρό και προφανή μηχανισμό εγκληματικής βίας, αύριο το πολιτικό σύστημα μπορεί να συντρίψει και μια άλλη «ακραία» πολιτική οργάνωση, αποδίδοντάς της τη φύση εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης σε σχέση με πραγματικά ή και φανταστικά/χαλκευμένα ποινικά αδικήματα. Μπορεί αυτό να μην μπορεί να γίνει σήμερα για προφανείς λόγους ισχύος απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση, κανείς, όμως, δεν μπορεί να προδικάσει τη μορφή, την ισχύ, τον λόγο και τους τρόπους δράσης μιας μελλοντικής Αριστεράς στην Ελλάδα και το πόσο θα καταστεί αυτή ευάλωτη σε μια τέτοια δίωξη. Το πολιτικό σύστημα αξιοποιεί την ευκαιρία για να δείξει τη δύναμή του. Στον βαθμό που η απαγόρευση πολιτικού κόμματος δεν είναι συνταγματικά εφικτή, ανοίγει και ένας δρόμος για την έμμεση απαγόρευση/ διάλυση πολιτικών κομμάτων. Όσο και αν χαιρόμαστε που τώρα πλήττεται η Χρυσή Αυγή, αυτή η προοπτική δεν είναι θετική για την Αριστερά και τη δημοκρατία. Επίσης, στα πλαίσια της λογικής των μνημονιακών δυνάμεων αναπτύσσεται μια λογική κατά την οποία ο αντιμνημονιακός «φανατισμός» οδηγεί τελικά στο έγκλημα και στη βία ως εστία του, ότι δηλαδή η εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής οδηγεί στην πολιτική εξουδετερωση των αντιμνημονιακών δυνάμεων ( βλ. αναλύσεις σε «Βήμα» της 29/9).

Η χρησιμοποίηση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας (άρθρο 187 Π.Κ.) κατά της Χρυσής Αυγής, μιας νομοθεσίας που παράλληλα χρησιμοποιείται κατά διαδηλωτών και τομέων του μαζικού κινήματος, όπως λ.χ. στη Χαλκιδική, έχει μια διπλή αποτρεπτική δράση. Στο βαθμό που η εταιρεία «κράτος-κυβέρνηση- φασιστικό κόμμα και ρεύμα» πτώχευσε και δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, η κυβέρνηση απαξιώνει το φασιστικό κόμμα ως ένα αμιγώς και αποκλειστικά εγκληματικό φαινόμενο και τίποτε παραπάνω και μάλιστα όμοιο με τις ακραία αριστερές πρακτικές. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το φασιστικό/ναζιστικό μόρφωμα και η κοινωνική του βάση δεν εξαντλείται ούτε περιορίζεται ως εγκληματική οργάνωση- όπως φαίνεται να πιστεύουν και πολλοί άνθρωποι στον αριστερό και στο δημοκρατικό χώρο- αλλά είναι πρωτίστως πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο και αποτέλεσμα της ηγεμονικής κρίσης και του ακραίου νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα. Aún, η όψιμη αποκλειστική προσέγγιση της Χρυσής Αυγής ως συμμορίας έχει και μια δεύτερη διάσταση. Αν σήμερα ένα ακραίο δεξιό κόμμα μπορεί να εξουδετερωθεί ως συμμορία, αυτό δημιουργεί τη δυνατότητα να «ιδωθούν» και μορφώματα αρχικά του αντιεξουσιαστικού χώρου και αργότερα ίσως και της Αριστεράς απλώς ως συμμορίες. Εδώ βγαίνει και ένα σημαντικό αποτρεπτικό πολιτικό συμπέρασμα εκ μέρους του συστήματος εξουσίας : αν δεν λειτουργείς εντός του συνταγματικού τόξου, μπορεί αύριο να βρεθείς στη θέση του Μιχαλολιάκου. Η θέση ότι η Χρυσή Αυγή είναι ως προς την αντιμετώπισή της κάτι το μοναδικό και ανεπανάληπτο δεν είναι πειστική. Κατά πρώτον, πριν από ένα χρόνο ή και πριν από τρεις μήνες (δηλώσεις Μπαλτάκου) η διάλυση της Χρυσής Αυγής από το κράτος με τη μορφή της εγκληματικής οργάνωσης θα φαινόταν αδιανόητη. Κατά δεύτερον, η ανασύνταξη της θεωρίας των δύο άκρων με την πρόσκληση και στον SYRIZA να εισέλθει στο συνταγματικό τόξο συνδέεται σε κάθε περίπτωση με την επίκληση μιας δαμοκλείου σπάθης κατά των όποιων ακραίων οργανώσεων και συμπεριφορών. Αυτός που εξαρθρώνει τη Χρυσή Αυγή, ακόμη και αν αυτό είναι καλό για τη δημοκρατία, δεν είναι το «γνήσιο» αστικοδημοκρατικό κράτος αλλά το κοινοβουλευτικό κράτος έκτακτης ανάγκης των Σαμαρά-Βενιζέλου (το οποίο δεν ταυτίζεται, πάντως, με τα εκφασισμένα τμήματα του κρατικού μηχανισμού).
Επίσης, υπάρχει και μια τρίτη αναγκαία διάσταση της χρήσης του 187 Π.Κ. Με το 187 Π.Κ. δεν μπορούν να ποινικοποιηθούν όλα τα μέλη του πολιτικού κόμματος, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε μια ανεπιεική και παράλογη επέκταση του αξιοποίνου σε εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες ανθρώπους, που δεν σχετίζονται αναγκαστικά με τις βίαιες πράξεις. Ο ορθός τονισμός του επιχειρησιακού τομέα της Χρυσής Αυγής δεν σημαίνει ότι όλα τα μέλη γνώριζαν και στήριζαν τον επιχειρησιακό τομέα. Από την άλλη πλευρά, η επικέντρωση στην ηγεσία της Χρυσής Αυγής βάσει του 187 Π.Κ. έχει και αυτή νομικές και πολιτικές δυσκολίες ( ζητήματα συλλογικής ευθύνης, πολιτικής ηθικής αυτουργίας κλπ).

Ο ΑΝΤΙΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Το γεγονός ότι ο αντιτρομοκρατικός στρέφεται τώρα κατά της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής και όχι κατά μιας μειοψηφικής ένοπλης οργάνωσης της Αριστεράς ή ακόμη περισσότερο κατά μαζικών κινηματικών δράσεων της Αριστεράς, δεν μας τον καθιστά συμπαθέστερο ως νομοθέτημα. Από την ψήφισή του ήδη το 2001 επί Σημίτη, η Αριστερά τον είχε βάσιμα επικρίνει ως αντισυνταγματικό (καθώς παρέβαινε ιδίως τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 Συντάγματος για τον αναγκαίο ορισμό των αξιοποίνων πράξεων) και ζητούσε τη μη ψήφιση και στη συνέχεια την κατάργηση αυτής της έκτακτης νομοθεσίας. Από αυτή τη θέση δεν είναι σωστό και ηθικό να αποστούμε για συγκυριακά οφέλη. Ήδη από το 2012 είχαμε υποστηρίξει, παρ’όλα αυτά, ότι υπάρχει μια άνιση θέση ενώπιον του νόμου για τους «εξ ευωνύμων» και τους «εκ του φασισμού» προερχόμενους : όσο ο νόμος εξακολουθεί να ισχύει, δεν μπορεί να λειτουργεί μόνο κατά της Αριστεράς. Aún, καταρχήν θα πρέπει να θεμελιωθεί από την κατηγορούσα αρχή η συσχέτιση των κατηγορουμένων με τις επιμέρους βίαιες εγκληματικές πράξεις ακόμη και με τη μορφή της συνέργειας ή της ηθικής αυτουργίας (και όχι με την μορφή του ότι ο αρχηγός ή μια ηγετική ομάδα αυτόχρημα έχει την ηθική αυτουργία για όλες τις πράξεις). Επίσης, η στοιχειοθέτηση της συμμετοχής στην οργάνωση του 187 Π.Κ. θα πρέπει να θεμελιωθεί στη σχέση των κατηγορουμένων με ένα συλλογικό σχέδιο δράσης που κατατείνει και στις πραγματοποιηθείσες βίαιες εγκληματικές ενέργειες και στη σχέση τους με την ύπαρξη εντός της ομάδας μιας υποδομής οπλισμού/εφοδιασμού κλπ (πράγμα που φαίνεται να προκύπτει σε κάποιο βαθμό). Μόνο έτσι μπορεί κάπως να περιοριστεί η αντισυνταγματικότητα του 187 Π.Κ. , η οποία μπορεί να συνδέσει μια οργανωμένη ομάδα με την αφηρημένη διάπραξη κακουργημάτων χωρίς τη θεμελίωση μιας συγκεκριμένης σχέσης με τα κακουργήματα ή έστω τον σχεδιασμό τους και ενός συγκεκριμένου κινδύνου από τη δράση της ομάδας.

Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΝΙΚΗΘΕΙ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ

Παρά το ότι εδώ και έναν χρόνο περίπου έχει υπερυποστηριχθεί εντός του πολιτικού συστήματος αλλά και εντός της Αριστεράς η θέση ότι η Χρυσή Αυγή υπάρχει χάρη στο έλεος του δημοκρατικού νόμου και ότι πρέπει να προωθηθεί η απαγόρευσή της ως ριζική λύση στο πρόβλημα, είμαστε βέβαιοι ότι τα κοινωνικά παρακλάδια και θεμέλια του φασισμού και του ναζισμού δεν μπορούν να αποκοπούν παρά μόνο με πολιτικά μέσα και μεθόδους. Για το λόγο αυτόν, κάθε μετατόπιση της Αριστεράς από την αντίθεση μνημονιο/αντιμνημόνιο προς την ενότητα του «συνταγματικού τόξου» και του κρατικού/κυβερνητικού αντιφασισμού θα ήταν εγκληματική, καθώς θα τροφοδοτούσε την ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση, την λογική ότι «όλοι είναι ίδιοι», την αναπαραγωγή της αντιπολιτικής και του φασισμού με την ίδια ή με νεότερη και πιο «μετριοπαθή» μορφή. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής να ρίξει αέρα στα πανιά της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, να νομιμοποιήσει την ακραία νεοφιλελεύθερη – και ακροδεξιά με έναν άλλο τρόπο από ό,τι η Χρυσή Αυγήπολιτική τους καθώς και τη συγκάλυψη των φασιστών μέχρι σήμερα ή ακόμη χειρότερα να δημιουργήσει τους όρους για μνημονιακές ευρύτερες συναινέσεις σαν αυτές που ονειρεύονται τα συγκροτήματα των Μ.Μ.Ε. αλλά ακόμη και εκείνοι που ως χτες μας χαρακτήριζαν ως « το άλλο άκρο», κείμενο εκτός του συνταγματικού τόξου.

*Ο Δ. Μπελαντής είναι μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ

Lunes 30 Septiembre 2013

 

Leave a Comment