Μερικές ερμηνευτικές σημειώσεις γύρω από την κρίση

του Κυριάκου Κατσαρού

Οι τόνοι μελάνι που χύνονται καθημερινώς σε εγχώριο, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο για το πιο δυσχερές, το πιο ασταθές και το πιο απρόβλεπτο διεθνές οικονομικό περιβάλλον της μεταπολεμικής ιστορίας μοιάζουν με μαύρες κηλίδες ανακατωμένων σελίδων κάποιας λογοτεχνικής απόπειρας που έμεινε στη μέση ελλείψει εμπνεύσεως. Και προσοχή, λέω ξέμεινε στη μέση, γιατί αν κάποιος αξίωνε όπως-όπως να την ολοκληρώσει θα πάθαινε το ίδιο με τον Φράνσις Φουκουγιάμα και το γραφικό πλέον, προ εικοσαετίας διακηρυκτικό άρθρο του περί του τέλους της Ιστορίας ή αλλιώς περί της καπιταλιστικής διαιώνισης. Και μην απορήσει κανείς, δεν αναγγέλλεται αυτοδικαίως το τέλος του καπιταλισμού. Δυστυχώς, για ακόμη μια φορά στην σύγχρονη παγκόσμια ιστορία είμαστε αναγκασμένοι απλώς να βιώνουμε και να διαπιστώνουμε τον πολυκύμαντο, αντιφατικό και πρωτίστως καταστροφικό χαρακτήρα του.

Δεδομένου ότι οι συνέπειες και οι επιπτώσεις της κρίσης, που ξεδιπλώνονται στο κοινωνικό στερέωμα και στις ζωές μας με ταχύτητες καταιγιστικές, είναι και γίνονται καθημερινά σε όλους μας γνωστές, εμείς οφείλουμε διαρκώς να υπερβαίνουμε την φαινομενολογία, και βασιζόμενοι σε μια κεντρική επιστημολογική αρχή να προχωρούμε ερμηνεύοντας τα ζοφερά τεκταινόμενα από το είδος, από τα πρωτογενή συναπτόμενα αίτια, με απλά λόγια από την ταυτότητα της σημερινής κρίσης τόσο του παγκόσμιου, όσο και του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτό θα προσπαθήσω κι εγώ σήμερα να κάνω θέτοντας κωδικοποιημένα ορισμένες κατά τη γνώμη μου θεμελιακές διαπιστώσεις, πάνω στις οποίες εν συνεχεία θα επιχειρήσω να αναπτύξω ένα συνολικότερο σκεπτικό, στοχεύοντας παράλληλα σε ειδικότερες εκτιμήσεις που αφορούν ή συνδέονται στενά με την Ελλάδα.

Επί του προκειμένου, λοιπόν, καταθέτουμε τις εξής κατευθυντήριες διαπιστώσεις:

Πρώτον: Πρόκειται για μια διεθνή, παγκοσμίων διαστάσεων, οικονομική κρίση που επ’ ουδενί δεν περικλείεται στα όρια της ευρωπαϊκής Ηπείρου, ή ακόμη περισσότερο του ευρωπαϊκού Νότου, πολλώ δε μάλλον δεν εξαντλείται στα στενά πλαίσια της ελληνικής επικράτειας.

Δεύτερον: Πρόκειται για μια δομική, κλασική κρίση στασιμότητας της μάζας του κέρδους λόγω φθινουσών τάσεων του μέσου ποσοστού κέρδους, δηλαδή οξείας υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Οι διεργασίες αυτές διαπερνούν εγκάρσια ολόκληρο τον μηχανισμό κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης σηματοδοτώντας την ποιοτική μεταβολή, την καθοριστική καμπή μετάβασης από μία εκτεταμένη αναπτυξιακή φάση, σε μια εποχή κρίσης και οικονομικής αποτελμάτωσης. Μακρόχρονες περίοδοι 20-25 ετών σθεναρής οικονομικής συσσώρευσης δίνουν τη θέση τους σε αντίστοιχα διαστήματα αναπαραγωγικής δυστοκίας κι επιβράδυνσης και κατόπιν το αντίστροφο. Αυτή την στιγμή έχουμε για τα καλά εισέλθει και διανύουμε την καθοδική πορεία, το στάδιο της κρίσης ενός οικονομικού Κύκλου που άνοιξε στις αρχές του 1990 και για περίπου δύο δεκαετίες διένυσε μακρά περίοδο μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης.

Τρίτον και τελευταίο: Παρά τον διεθνή χαρακτήρα της, η κρίση χτυπά και βάλλει την κάθε χώρα, την κάθε εθνική ή τοπική οικονομία με ξεχωριστό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της καθεμιά περίπτωσης, τις ειδικές συνθήκες που εντός και εκτός επικρατούν, καθώς και τους ενίοτε διεθνείς όρους και συσχετισμούς δύναμης.

Ακριβώς, στην τομή των πολυσύνθετων αυτών διεργασιών του ευρωπαϊκού και διεθνούς γίγνεσθαι βρέθηκε πραγματικά η Ελλάδα, ως ένας από τους πιο αδύναμους και ακάλυπτους κρίκους της παρούσας συγκυρίας. Είναι γεγονός ότι ο συγκεκριμένος κρίκος συγκέντρωσε πάνω του τον κύριο όγκο των αντιφάσεων που ανέκυψαν και των πιέσεων που ασκήθηκαν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα· ένα βάρος ασήκωτο, απολύτως δυσανάλογο με τις δυνάμεις του. Με άλλα λόγια, τα πράγματα ήρθαν έτσι που το κέντρο της διεθνούς κρίσης κατέστη η Ευρωζώνη λόγω των επιπρόσθετων αδυναμιών και ανισορροπιών της, ενώ στο επίκεντρο αυτών των ανισορροπιών βρέθηκε να ακροβατεί η Ελλάδα. Όχι μόνο γιατί αυτή εκδήλωσε σε υψηλό βαθμό τις βαθιές αντιθέσεις από τις ενωσιακές διαδικασίες, αλλά και διότι τα δικά της χρόνια προβλήματα συνδεόμενα και με τις ευρωπαϊκές διεργασίες απειλούσαν το κέντρο ευρύτερων αρνητικών εξελίξεων, εξαιτίας μιας δυσανάλογης δυναμικής που αυτά προσέλαβαν στην ανεξέλεγκτη ροή των γεγονότων.

Ας πάρουμε όμως λίγο τα γεγονότα από μίαν αρχή. Η κρίση θα ξεσπάσει αρχικά στις ΗΠΑ από το 2007 με την γνωστή εκδήλωση της φούσκας στην τιτλοποίηση στεγαστικών δανείων και άλλων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Η πρώτη εκδήλωση της κρίσης πάνω στον γενικά πιο ευπρόσβλητο χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας δεν είναι κάτι καινοφανές, πόσο μάλλον όταν ο τομέας αυτός στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον της ελεύθερης αγοράς βρέθηκε σε μια πρωτόγνωρη κινητικότητα, ανάπτυξη και διαπλοκή με αποτέλεσμα να λάβει ανεξέλεγκτες και υπέρμετρα δυσανάλογες, συγκριτικά με τους υπόλοιπους τομείς, διαστάσεις. Μπροστά στον άμεσο κίνδυνο ενός αστραπιαίου και μη διαχειρίσιμου ντόμινο, το αμερικανικό κράτος και οι ρυθμιστικές-οικονομικές αρχές του παρενέβησαν δυναμικά στο χώρο της οικονομικής σφαίρας διοχετεύοντας ιλιγγιώδη ποσά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, προκειμένου να αποτραπεί η βέβαιη κατάρρευσή του που θα συμπαρέσυρε μαζί της και την υπόλοιπη διεθνή και εγχώρια οικονομική δομή. Το ίδιο θα επαναληφθεί λίγο αργότερα και στην Ευρώπη όταν η κρίση θα περάσει τον Ατλαντικό και θα χτυπήσει αρχικά την Ισλανδία και την Ιρλανδία και στη συνέχεια την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Κύπρο, με άμεσο αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν υπέρογκα τα κρατικά ταμεία και να εκτιναχθούν επικίνδυνα τα δημοσιοοικονομικά χρέη. Κι ενώ η Αμερική ως ενιαία, συμπαγής κρατική οντότητα με ηγεμονική οικονομική και πολιτική θέση στον κόσμο κατάφερε μέχρι τώρα να ελέγξει την κατάσταση, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα η Ευρωζώνη θα κλονιστούν συθέμελα και θα εισέλθουν σε τροχιά χρόνιας περιδίνησης εισπράττοντας το αντίτιμο της υψηλής θνησιγένειας που αντιμετωπίζουν οι οικονομικές ενώσεις καπιταλιστικών κρατών.

Στην Ελλάδα η εκδήλωση της κρίσης φάνηκε να ξεκινά κάπως αντίστροφα από τις υπόλοιπες χώρες. Το πρόβλημα εμφανίστηκε να είναι πρωτίστως του κράτους και της αδυναμίας του να ανταπεξέλθει στις λειτουργικές υποχρεώσεις του. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα ήταν υγιής, κάθε άλλο. Απλώς, ο τρόπος οικονομικής ανάπτυξης όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, ακόμα και την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης των δεκαετιών 1990, 2000, διακλαδώθηκε πέριξ ενός πολυδάπανου κρατικού μηχανισμού, που αποκτούσε διαρκώς και περισσότερες οικονομικές υποχρεώσεις χωρίς αυτό να αντανακλά στο ελάχιστο την εμπέδωση μιας δυναμικής καπιταλιστικής παραγωγικής βάσης. Αντιθέτως, η παραγωγική θέση της Ελλάδας στον διεθνή και ευρωπαϊκό καταμερισμό υπονομευόταν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, ακόμα και κατά το στάδιο της οικονομικής ανάπτυξης έως το 2008. Ως εκ τούτου, η ελληνική οικονομία ξεδοντιασμένη παραγωγικά φανέρωσε τη γύμνια των δομικών προβλημάτων της σε μια στιγμή που οι λεγόμενες αγορές σταμάτησαν τον εύκολο κρατικό δανεισμό (που περνούσε πλέον από κόσκινο), καθώς οι ανισορροπίες του διεθνούς οικονομικού συστήματος και τα βάρη που επωμίζονταν πια οι κρατικοί μηχανισμοί διάσωσης είχαν καταστήσει εξαιρετικά επισφαλή τα δημόσια χρέη, δηλαδή τις υπάρχουσες και εν δυνάμει τοποθετήσεις τεράστιων κεφαλαίων πάνω σε κρατικές ομολογίες. Τότε, το ελληνικό κράτος με πολλές και αυξανόμενες δανειακές ανάγκες, που πολλαπλασίαζαν οι μηχανισμοί αντιμετώπισης της κρίσης, βρέθηκε σε πραγματική αδυναμία άντλησης και κάλυψής τους. Η χρεοκοπία είχε επέλθει. Από κει και πέρα και μπροστά σε μια σειρά απρόβλεπτα ενδεχόμενα τόσο για την τύχη της Ευρωζώνης, όσο και για την εσωτερική οικονομικοπολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα η εξωτερική παρέμβαση ήταν δεδομένη. Και ας μην γελιόμαστε, ακόμη και εκτός Ευρωζώνης, ή ακόμα-ακόμα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης να ήταν τότε μια καπιταλιστική Ελλάδα δεν θα αφηνόταν στην τύχη της από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, έρμαια των ανατρεπτικών δυνατοτήτων του λαϊκού παράγοντα. Το ΔΝΤ, εξάλλου, από μόνο του έναν τέτοιο διεθνή ρόλο επιτελεί.

Σ’ αυτή την κατάσταση τον ίδιο μονόδρομο είχε να επιλέξει και η ελληνική αστική τάξη. Μέχρι τον ερχομό της κρίσης έβλεπε μπροστά της να ανοίγονται μόνο νέοι δρόμοι και ορίζοντες επενδυτικής και επιχειρηματικής δράσης (Ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά, μεγάλη ρευστότητα και φθηνό χρήμα, άνοιγμα στην Ανατολική Ευρώπη, Βαλκανικό Ελντοράντο). Παράλληλα, το ελληνικό αστικό κράτος και το πολιτικό κατεστημένο του είχαν ως τότε αποκτήσει σε κάποιο βαθμό ενεργότερο ρόλο στα Ευρωπαϊκά πράγματα. Όσο όμως βάθαινε η σχέση της χώρας με το υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκό οικοδόμημα, τόσο εκχωρούνταν και μεταφέρονταν εξουσίες από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο με δίσημα όπως θα εξελιχθούν στη συνέχεια, αποτελέσματα ακόμα και για την ίδια την θέση της ελληνικής αστικής τάξης στο παγκόσμιο ανταγωνιστικό στερέωμα. Στην κρίση, λοιπόν, είχε μόνο έναν δρόμο. Την προσφυγή στην εξωτερική βοήθεια, καταρχήν για να αποφύγει ανυπολόγιστους κινδύνους και έπειτα για να διατηρήσει τα προηγούμενα κεκτημένα της.

Ως προς το πρώτο, η πολύτροπη εξωτερική βοήθεια (με συνολικά δάνεια άνω των 150 δισεκατομμυρίων ευρώ) προς το εγχώριο οικονομικό κατεστημένο αποδεικνύεται καίρια και καθοριστική. Ως προς το δεύτερο, η δημοσιοοικονομική κατάρρευση και ο φαύλος κύκλος μιας βαθιάς δομικής κρίσης που εκδηλώθηκε ανέτρεψε τα σχέδια της νέας Μεγάλης Ιδέας του ελληνικού καπιταλισμού, η θέση του οποίου, όπως και της χώρας καταποντίστηκαν στην κλίμακα της ανισομερούς ανάπτυξης του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Στην πραγματικότητα, η αποκάλυψη του μεγέθους του χάσματος στην ψαλίδα της ευρωπαϊκής ανισομέρειας έφερε στην επιφάνεια ένα πλέγμα σχέσεων εξάρτησης που ήταν αναδιπλωμένο και υπέβοσκε τα προηγούμενα χρόνια.

Τις διεργασίες αυτές εκφράζουν ουσιαστικά και τα μνημόνια. Ξεδιπλώνουν από την μία πλευρά την ισοπεδωτική επιθετικότητα εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου προς τις δυνάμεις της εργασίας και των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων, ώστε να επωμιστούν αυτά όσο πιο μεγάλο κομμάτι των ζημιών της κρίσης, μετριάζοντας τις επιπτώσεις για το κεφάλαιο και διαμορφώνοντας προϋποθέσεις νέας συσσώρευσης. Ταυτόχρονα, από μια άλλη πλευρά, οι παρεμβάσεις των μνημονίων εκδηλώνουν την πίεση και την επιταγή των κυρίαρχων ευρωπαϊκών κεφαλαίων να προσδέσουν σφιχτότερα την ελληνική αστική τάξη στους δικούς τους σχεδιασμούς. Η (νέο)εφαρμοζόμενη στρατηγική ορίζει ότι για να διασφαλίσουν τα λεφτά που έδωσαν και να τα πάρουν με τόκο πίσω θα πρέπει: α) να εκπονήσουν ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής εφαρμογής που θα ορίζει στη λεπτομέρειά του πως και από πού θα εξοικονομούνται οι πόροι για την εξυπηρέτηση των τοκοχρεωλυσίων, β) να ελέγχουν οι ίδιοι αυτοπροσώπως την ασκούμενη πολιτική δημιουργώντας καινούρια όργανα, θεσμούς και διαύλους επικοινωνίας, γ) να ισοπεδώσουν το υπάρχον θεσμικό τοπίο και να διανοίξουν αγορές ώστε να επιδίδονται στην όσο πιο ανέξοδη ιδιοποίηση του εγχώριου πλούτου, κρατώντας οι ίδιοι, και όχι απαραίτητα το ντόπιο κεφάλαιο, τα κλειδιά των στρατηγικών επιλογών σε σημαντικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Αφού συμπληρώσω ότι, αδυσώπητος πόλεμος και αλισβερίσι, εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου, γεννούν έναν πρωτοφανή κοινωνικό ορυμαγδό, θα κλείσω με τις εξής επιγραμματικές παρατηρήσεις:

1) Η μεγάλη διεθνής κρίση είναι παρούσα και έχει δρόμο ακόμα να διανύσει για να κλείσει τον κύκλο της. Οι ανισότητες και οι επιπτώσεις πάνω στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα θα οξυνθούν περαιτέρω σε Ευρώπη και υπόλοιπο κόσμο.

2) Η Ελλάδα φαίνεται να οδηγείται σε βαθύ τούνελ καθώς σφυροκοπημένη, αποδιοργανωμένη, με διαμελισμένο παραγωγικό και κοινωνικό ιστό δεν θα μπορεί να υπερβεί την κρίση, βυθιζόμενη σε μια ανατροφοδοτούμενη στασιμότητα. Όσο είναι πλήρως δεμένη στους συγκεκριμένους όρους του ευρωπαϊκού και παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού οικονομικού καταμερισμού είναι καταδικασμένη στο κυνήγι μιας άπιαστης και διαρκώς αναζητούμενης ανταγωνιστικότητας.

3) Πρόκειται για τη σύγχρονη Βαλκανοποίηση του ελληνικού χώρου με αυτό πολύ απλά να μεταφράζεται: Σε κατακερματισμένη και σπασμωδική παραγωγική δραστηριότητα, με επενδύσεις είτε ευκαιριακές είτε στοχευμένες σε τομείς υψηλού διεθνούς ενδιαφέροντος, όπως διαμετακομιστικοί κόμβοι, ενέργεια, τουρισμός. Σε υποβάθμιση των μικρών επιχειρήσεων και περιθωριοποίηση της κοινωνικής θέσης των στρωμάτων που τις εκπροσωπούν. Σε ισοπέδωση των συνθηκών ζωής και εργασίας της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού σε αντιδιαστολή με τον πλουτισμό μιας στενής ολιγαρχίας.

4) Όλες οι παραπάνω καταστροφικές τάσεις και εξελίξεις περιέχουν το στοιχείο της αίρεσης ότι δεν θα ανακοπούν και δεν θα ανατραπούν από ένα οργανωμένο και πολιτικοποιημένο μαζικό κίνημα.

Να ευχηθούμε να συμβεί το τελευταίο.

 

 

 

Leave a Comment