Εναλλακτική στρατηγική εξόδου από την ευρωζώνη υπέρ της κοινωνίας*
Γιάννης Τόλιος
διδάκτωρ οικονομικών επιστημών
«Ollis salus populi suprema lex esto
(Η σωτηρία του λαού είναι υπέρτατος νόμος)
Cicero, “De Legibus”[1]
Οι αλλεπάλληλες αποφάσεις της ΕΕ και της «ευρωζώνης» για το ελληνικό χρέος, κυριαρχούνται από δύο βασικά στοιχεία. Πρώτον, την αποτροπή της «ανεξέλεγκτης» ή «άτακτης» χρεοκοπίας στο όνομα της σωτηρίας του ευρώ, και δεύτερον, την εξασφάλιση στο μέγιστο δυνατό βαθμό των συμφερόντων των πιστωτών με ταυτόχρονη δήμευση του ελληνικού λαού και τον δραστικό περιορισμό της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Υπό αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός, τείνει να γίνει στην ευρωζώνη ένα ιδιόμορφο «πειραματόζωο» στην αναζήτηση βιώσιμης νεοφιλελεύθερης «οικονομικής διακυβέρνησης» υπό την ηγεμονία της Γερμανίας. Ωστόσο μια τέτοια επιλογή δεν αντιστοιχεί στις ιστορικές απαιτήσεις μιας Ευρώπης των λαών και των εργαζόμενων, ούτε βέβαια στα ζωτικά συμφέροντα του ελληνικού λαού, πολύ περισσότερο όταν υπάρχει εναλλακτική λύση τόσο για τον ελληνικό δημόσιο χρέος όσο και την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
1. Άρνηση πληρωμής του «απεχθούς χρέους»
Στον αντίποδα της «ελεγχόμενης πτώχευσης» που προωθούν οι κυρίαρχες ελίτ της ευρωζώνη και οι αστικές δυνάμεις στην Ελλάδα, καθώς και των διαφόρων προτάσεων για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, βρίσκεται η πρόταση για εισαγωγή μιας νέας «σεισάχθειας»,[2] με την άρνηση πληρωμής και παραγραφή του «απεχθούς χρέους», καθώς και η επαναδιαπραγμάτευση του υπόλοιπου («κούρεμα», παράταση χρόνου εξόφλησης, μείωση επιτοκίων, ειδικές ρήτρες,[3] κα). Πρόκειται για πρόταση που εμπεριέχει την επίσημη δήλωση αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους και «αθέτησης πληρωμής» (default) που συνδυάζει το αμυντικό με το επιθετικό στοιχείο, τη στρατηγική με την τακτική, το άμεσο με το μακροπρόθεσμο.[4] Μια τέτοια λύση λειτουργεί αναπόφευκτα ως «αλυσιδωτή αντίδραση» θέτοντας υπό επανεξέταση κρίσιμα ζητήματα πολιτικής (οικονομικής, κοινωνικής, διεθνών σχέσεων, κά) της χώρας. Δημιουργεί επίσης πολλά ερωτηματικά και αβεβαιότητες στους πολίτες οι οποίοι ζητούν πειστική απάντηση προκειμένου οι αντιστάσεις τους να λειτουργήσουν ως μοχλός εξόδου από την κρίση σε προοδευτική κατεύθυνση, υπέρ του ελληνικού λαού και συνολικά της κοινωνίας.
Το φάσμα ερωτημάτων και επιφυλάξεων ξεκινάει από το αν είναι ηθικό να αρνηθούμε την εξόφληση του χρέους και φτάνει ως το αν αποτελεί την καλύτερη επιλογή με δεδομένες τις περιπλοκές και τους «κινδύνους» που δημιουργεί. Σχετικά με τους τελευταίους, τα ερωτήματα αφορούν το κατά πόσο συμφέρει η έξοδος από την ευρωζώνη και η επιστροφή στη δραχμή, μέχρι τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που θα έχει η υποτίμηση, όπως αποκλεισμός από τις χρηματαγορές, ανατίμηση εξωτερικού χρέους, κίνδυνος κατάρρευσης τραπεζικού συστήματος, απομείωση αποθεματικών ασφαλιστικών ταμείων, χρεοκοπία επιχειρήσεων λόγω αδυναμίας εξόφλησης δανείων (σε ευρώ), αύξηση ανεργίας, ακριβότερα εισαγόμενα, μείωση μισθών και συντάξεων, κά.
Παράλληλα εγείρονται ερωτηματικά, κατά πόσο η άρνηση πληρωμής αποτελεί αριστερή πρόταση και δεν είναι στενά μια «εθνικοπατριωτική» θεώρηση και στρατηγική «εθνικής αναδίπλωσης», κατά πόσο είναι σκόπιμο και ρεαλιστικό να μπούμε σε τέτοια «περιπέτεια» δεδομένου ότι οι συσχετισμοί δεν είναι ευνοϊκοί και ίσως θα ήταν προτιμότερο να παλέψουμε με τους άλλους εργαζόμενους της ΕΕ για συνολική λύση, κατά πόσο η άρνηση πληρωμής και η ενδεχόμενη έξοδος από το ευρώ αποτελεί αριστερή πρόταση όταν κάτι ανάλογο επιδιώκουν συντηρητικές δυνάμεις, ΗΠΑ και κερδοσκόποι. Κατά πόσο «εν τέλει» όλα αυτά οδηγούν σε αποδυνάμωση της διεθνούς θέσης της χώρας, σε βάρος του ελληνικού λαού, ενώ η ενδεχόμενη διάλυση της ευρωζώνης ανοίγει δρόμους για νέους πολέμους στην Ευρώπη, κά.!
Θα προσπαθήσουμε στο μέτρο του δυνατού, να απαντήσουμε ορισμένα από παραπάνω ερωτήματα, κάνοντας μια επιλογή από πλευράς σπουδαιότητας. Κατ’ αρχήν η άρνηση πληρωμής χρέους προκύπτει εξ’ ανάγκης και όχι ως σκόπιμη προσπάθεια αποφυγής εξόφλησης υποχρεώσεων. Κρίνεται ως καλύτερη λύση, οικονομικά και κοινωνικά, για την αποτροπή εξαθλίωσης του ελληνικού λαού και δημιουργία προϋποθέσεων υπέρβασης της υπερχρέωσης.
Η συγκεκριμένη επιλογή έχει ως αφετηρία την προστασία των «οφειλετών» (του ελληνικού λαού) από την επιθετική στάση των «πιστωτών» και την εκμετάλλευση της δύσκολης θέσης του. Λειτουργεί ταυτόχρονα ως μοχλός πίεσης για την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους με φιλολαϊκούς όρους και κάτω από προϋποθέσεις μπορεί να διευκολύνει ριζοσπαστικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία με προοπτική το σοσιαλισμό. Ωστόσο δεν στερείται δυσκολιών, παρ’ ότι έχει πλεονεκτήματα σε σχέση με τα άλλα «σχέδια» εξόδου από την κρίση.
Ειδικότερα όταν μιλάμε για άρνηση πληρωμής χρέους, εννοούμε κυρίως του «απεχθούς χρέους». Ποιο ακριβώς είναι αυτό το χρέος; Δεν έχουμε ακριβή εικόνα του ύψους του παρ’ ότι υπάρχουν ορισμένες προσεγγίσεις. Πρόκειται κατ’ αρχήν για δάνεια προϊόν «απεχθών» όρων σύναψης για τα οποία ποτέ δεν πληροφορήθηκε ο ελληνικός λαός, ούτε δόθηκε δυνατότητα να εκφράσει τη βούληση του. Για παράδειγμα το δάνειο των 110 δις € της «τρόϊκας» με το συνακόλουθο «Μνημόνιο», αποτελεί όπως ήδη αναφέραμε χαρακτηριστικό δείγμα «απεχθούς χρέους» γιατί ψηφίστηκε κατά παράβαση του Συντάγματος και σε αντίθεση με τη θέληση του ελληνικού λαού.
Επίσης το «δάνειο» ύψους 3 δις € που η κυβέρνηση Σημίτη συμφώνησε κρυφά με την «Goldman Shacks» (αντί αδρής αμοιβής) για την αλλοίωση στοιχείων του ελληνικού δημόσιου χρέους προκειμένου να εξασφαλιστεί η ένταξη στην ΟΝΕ, ήταν μια επιλογή που με δραματικό τρόπο βιώνουμε σήμερα τις συνέπειες της. Πρόκειται επίσης για τα δάνεια των «εξοπλιστικών προγραμμάτων» τα οποία στο όνομα του «στρατιωτικού απόρρητου» (από τον ελληνικό λαό !!!), κάθε χρόνο διαρρέουν τεράστια ποσά που δεν αφορούν την εθνική άμυνα αλλά ΝΑΤΟϊκές και άλλες δαπάνες (ελαττωματικά υποβρύχια, κά), καθώς και για τεράστιες «μίζες» σε κυβερνητικούς και άλλους αξιωματούχους, όπως έδειξε η περίπτωση του πρώην υπουργού άμυνας Άκη Τζοχατζόπουλου.[5]
Επίσης τα δάνεια της κεντρικής διοίκησης συνδεδεμένα με προμήθειες και αδιαφανείς όρους (προμήθειες ηλεκτρονικού υλικού ΟΤΕ από Siemens, το σύστημα C-4-I, κά). Επίσης δανειακές συμβάσεις για δημόσια έργα, κυρίως από το ΠΔΕ (ένα χιλιόμετρο αυτοκινητόδρομου ΠΑΘΕ στοιχίζει 7 φορές ακριβότερα από όσο σε Ισπανία και Πορτογαλία, κά). Δάνεια ΝΠΔΔ, ΔΕΚΟ και κρατικών τραπεζών ή δάνεια ιδιωτικών τραπεζών με κρατική εγγύηση, προς μεγάλες επιχειρήσεις και πολυκλαδικούς ομίλους που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα.[6] Ο δανεισμός με κρατικά ομόλογα και υψηλά τοκογλυφικά επιτόκια (πάνω από 3% του 10ετούς γερμανικού ομολόγου για να μην πούμε το 1% της ΕΚΤ προς τις εμπορικές τράπεζες). Τέλος ειδική μορφή «απεχθούς χρέους» (σε βάρος της Ελλάδας), είναι οι γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις που ξεπερνούν τα 162 δις € (θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια).
Η ποσοτική διάσταση όλων αυτών των δανείων μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να υπολογιστεί (εκτιμώνται γύρω στο 75-80% του δημόσιου χρέους). Για τον ακριβή υπολογισμό τους πρέπει να γίνει ειδικός «λογιστικός έλεγχος» (audit) με συγκεκριμένη εξέταση των δανειακών συμβάσεων και «άνοιγμα των βιβλίων», ώστε να προσδιοριστεί η προέλευση του χρέους, να γίνει γνωστή η ταυτότητα των βασικών κατόχων τίτλων και τα ποσά που αντιπροσωπεύουν, από ειδική εξεταστική επιτροπή, με αξιόπιστη σύνθεση και ισχυρή εξουσιοδότηση, λαμβάνοντας υπ’ όψη και τις εμπειρίες άλλων χωρών.
Όσον αφορά στην ηθική νομιμοποίηση της άρνησης πληρωμής χρέους, μια χώρα μπορεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να επικαλεστεί την «κατάσταση ανάγκης» (state of necessity), να παγώσει την εξυπηρέτηση του και να διαπραγματευθεί τους όρους αποπληρωμής του. Επίσης επιδιώκει τη διαγραφή του χρέους που εντάσσεται στην κατηγορία του «απεχθούς». Από την άρνηση πληρωμής θα υπάρξουν οπωσδήποτε χαμένοι εντός και εκτός της χώρας. Πρόκειται κατ’ αρχήν για ξένες και ελληνικές τράπεζες, «θεσμικούς επενδυτές» (διάφορα funds και off-shore εταιρίες), μεγάλες επιχειρήσεις, πολυκλαδικοί και πολυεθνικοί όμιλοι, μεγάλοι και μεσαίοι καταθέτες, καθώς όσοι γενικά έχουν αγοράσει κρατικά ομόλογα, μεταξύ αυτών μικρομεσαίοι επενδυτές και ασφαλιστικά ταμεία, για τους οποίους θα πρέπει να γίνει ειδική ρύθμιση. Θα υπάρξουν ωστόσο και ωφελημένοι, κυρίως μισθωτοί και συνταξιούχοι και ευρύτερα η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που δυστυχώς καλούνται άδικα να πληρώσουν τα σπασμένα της κρίσης και της ασυδοσίας του τραπεζικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα με την αξιοποίηση των τοκοχρεολυσίων (περίπου 60 δις το χρόνο ως το 2014) δημιουργούνται αντικειμενικές συνθήκες για την παραγωγική ανασυγκρότηση και τη βιώσιμη κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη της χώρας, που αποτελεί αντικειμενική προϋπόθεση για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού, ανεξάρτητα από το τι επιδιώκουν οι κεφαλαιοκράτες.!
2. Αθέτηση πληρωμών και προοδευτική διέξοδος
Παρότι η απεμπλοκή από το «Μνημόνιο» και η άρνηση πληρωμής του χρέους φαίνεται ελκτική από πρώτη άποψη, χρειάζεται να δούμε συγκεκριμένα τι ακριβώς συνεπάγεται η υλοποίησή της από οικονομική, κοινωνική και πολιτική άποψη. Κατά πόσο μπορούν να αντισταθμιστούν οι όποιες παρενέργειες από την υλοποίησή της. Είναι βέβαιο ότι μία τέτοια ενέργεια θα επηρεάσει αρνητικά τις σχέσεις με την ΕΕ και ώς ένα βαθμό τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις της χώρας. Είναι πολύ πιθανόν, επίσης, η ΕΚΤ να σταματήσει τη χορήγηση ευρωνομισμάτων για συναλλαγές. Η επιστροφή στη δραχμή περιέχει θετικές και αρνητικές πλευρές. Ας σταθούμε κατ’ αρχήν στις αρνητικές. Θεωρητικά, στον καθορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος υπάρχουν τρεις επιλογές. Υποτίμηση, ανατίμηση και σταθερή πρόσδεσή του σε άλλο νόμισμα. Ξεκινώντας από το τελευταίο, μία πρόσδεση της δραχμής στο ευρώ στην ίδια ισοτιμία (340,75 δραχμές) μάλλον δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα στις συναλλαγές. Ωστόσο, δεν υφίσταται τέτοια περίπτωση ούτε πολύ περισσότερο περίπτωση ανατίμησής της. Κατά συνέπεια, μιλούμε για σημαντική υποτίμηση της δραχμής γύρω στο 25-30%. Η υποτίμηση, όπως και κάθε αλλαγή νομισματικής ισοτιμίας, ασκεί αντιφατικές επιδράσεις στα μεγέθη του ισοζυγίου πληρωμών και οι επιπτώσεις πρέπει να εξετάζονται συγκεκριμένα.
Με βάση την οικονομική θεωρία αλλά και την εμπειρία, μία υποτίμηση κάνει τις εισαγωγές ακριβότερες και τις εξαγωγές φθηνότερες. Η αύξηση των εξαγωγών και η μερική υποκατάσταση των εισαγωγών (από εγχώρια προϊόντα) θα ασκήσουν θετική επίδραση στην παραγωγή, την απασχόληση και το εισόδημα. Από την άλλη οι ανελαστικές εισαγωγές (καύσιμα, machinerie, τρόφιμα, κ.ά.) θα αυξήσουν τις δαπάνες και πιθανότατα το εμπορικό έλλειμμα. Ωστόσο, το ισοζύγιο «αδήλων» (τουριστικό, ναυτιλιακό, μεταναστευτικό) θα ευνοηθεί (η Ελλάδα θα γίνει φθηνότερη) και άρα θα ενισχυθεί ο τουρισμός και τα αντίστοιχα έσοδα. Επίσης, από πλευράς κίνησης κεφαλαίων θα υπάρξει θετική ροή (λόγω φθηνότερου κόστους εργασίας και πλουτοπαραγωγικών πόρων για ξένες επενδύσεις), ενώ η εξωτερική επέκταση ελληνικών επιχειρήσεων για επενδύσεις στο εξωτερικό και η φυγή κεφαλαίων σε άλλες χώρες θα αποθαρρυνθεί.
Ταυτόχρονα, θα προκύψει αύξηση εκροής κεφαλαίων λόγω αύξησης δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους (δημόσιο και ιδιωτικό) σε εθνικό νόμισμα. Σήμερα το χρέος είναι σε ευρώ και μεγάλο μέρος βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια ξένων τραπεζών με μορφή κρατικών ομολόγων. Η μετάβαση στη δραχμή και η υποτίμησή της σημαίνει αυτόματα ανατίμηση του χρέους και των δαπανών εξυπηρέτησης σε εθνικό νόμισμα. Βεβαίως εκτός από την άρνηση πληρωμής του «απεχθούς χρέους», μπορεί να γίνει υποτίμηση («κούρεμα») των κρατικών ομολόγων σε βάρος των κατόχων στην Ελλάδα (φυσικών ή νομικών προσώπων) στο εξωτερικό, κάτι που ως γνωστόν συζητείται ανοικτά στα πλαίσια της «ελεγχόμενης πτώχευσης». Συνολικά, η επίδραση της υποτίμησης στο ισοζύγιο πληρωμών δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς. Ωστόσο δεν χωράει αμφιβολία ότι θα υπάρξει βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.[7] Άλλωστε, κανένας από τους επικριτές της άποψης δεν έχει καταθέσει ποσοτικούς υπολογισμούς για την απόρριψή της. Όμως ακόμα κι αν υπάρξει κάποια διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, μπορεί να αντισταθμιστεί από τα μέτρα ανόρθωσης της οικονομίας, την αύξηση της απασχόλησης και του ΑΕΠ, κ.ά. Άρα μία τέτοια επιλογή χρειάζεται να συνδεθεί με τη ριζική στροφή στην ασκούμενη οικονομική πολιτική.
Επίσης, με την υποτίμηση, θα προκύψει ενδεχομένως πρόβλημα στο τραπεζικό σύστημα με τη μείωση του «δείκτη φερεγγυότητας» των τραπεζών. Η μετάβαση στη δραχμή σημαίνει ότι ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού (και παθητικού) που σήμερα είναι σε € θα υποτιμηθούν και άλλα θα ανατιμηθούν. Αν το τελικό αποτέλεσμα είναι η αύξηση των υποχρεώσεων, ίσως προκύψει κίνδυνος για τη βιωσιμότητά τους. Όμως, έτσι κι αλλιώς, και με απλό «κούρεμα» θα υπάρξουν προβλήματα βιωσιμότητας. Άρα αλλού πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις. Μέσα από τον δημόσιο έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τη διασφάλιση των λαϊκών αποταμιεύσεων και την παραγωγική αξιοποίησή τους για την ανασυγκρότηση της οικονομίας. Αντίστοιχο πρόβλημα πιθανόν να προκύψει και για τις ελληνικές επιχειρήσεις (κυρίως μεγάλες) που έχουν δανειστεί σε € και πρέπει να αποπληρώσουν σε €. Κι εδώ υπάρχει δυνατότητα μέτρων εξισορρόπησης στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
End, όσον αφορά τους μισθούς και τις συντάξεις, η αγοραστική τους δύναμη λόγω υποτίμησης θα υποβαθμιστεί κυρίως από τις ακριβότερες εισαγωγές. Ωστόσο, με το «Μνημόνιο» η εργατική τάξη βιώνει μία ντε φάκτο «εσωτερική υποτίμηση» της αξίας της εργατικής δύναμης που στο διάστημα 2010-2013 θα ξεπεράσει το 30-40%. Μόνο τη νομοθετική ρύθμιση για τις «επιχειρησιακές συμβάσεις» να υπολογίσουμε, τούτο σημαίνει μεγάλο «ξύρισμα» μισθών (ελεύθερη πτώση χωρίς όριο) σε σχέση με τις κλαδικές συμβάσεις. Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί ότι εξαιτίας της υποτίμησης θα υπάρξει δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και αύξηση της ανεργίας, είναι όχι μόνο υπερβολικοί και μονομερείς, αλλά αποκρύπτουν ή το λιγότερο εξωραΐζουν αυτά που ήδη συμβαίνουν σήμερα, σε σχέση με αυτά που ενδεχομένως επισυμβούν στο μέλλον!
Υπάρχει ωστόσο και η ιστορική εμπειρία της υποτίμησης της δραχμής στην περίοδο 1970-2000 (απότομη και με διολίσθηση) που μπορούμε να αντλήσουμε συμπεράσματα. Η ισοτιμία της δραχμής απέναντι στο δολάριο από 30 δραχμές το 1970, ανέβηκε σε 56,5 δραχμές το 1980, σε 202 δραχμές το 1990 και σε 365,4 δραχμές το 2000 (πριν την ένταξη στο ευρώ με ισοτιμία 1 € = 340,75 δραχμές). Δηλαδή, στην πιο πάνω 30ετία το δολάριο ανατιμήθηκε απέναντι στη δραχμή κατά 12 φορές, με αντίστοιχη απώλεια της αγοραστικής δύναμης της δραχμής. Αναρωτιέται κανείς τι δραματικό έγινε στη ζωή του ελληνικού λαού όλα αυτά τα 30 χρόνια διαρκούς υποτίμησης της δραχμής, σε σχέση με αυτό που βιώνει σήμερα, όπου η «πάση θυσία» συμμετοχή της στο ευρώ γυρίζει τους Έλληνες εργαζόμενους σε καταστάσεις του 1900.
Η αθέτηση πληρωμής του χρέους δεν συνεπάγεται μόνο δυσκολίες, αλλά δημιουργεί και δυνατότητες. Κατ’ αρχήν, επαναφέρει υπό εθνικό έλεγχο τη χάραξη της συναλλαγματικής και νομισματικής πολιτικής και γενικότερα της μακροοικονομικής πολιτικής.[8] Απεγκλωβίζει την οικονομία από τις ρυθμίσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και την τοκογλυφική πρακτική της ΕΚΤ, ενώ αποφεύγει τα νέα δεσμά που χαλκεύουν οι ιθύνουσες ελίτ της ευρωζώνης με την «ελεγχόμενη πτώχευση». Πάνω απ’ όλα, όμως, η άρνηση πληρωμής του «απεχθούς χρέους» αποτελεί ισχυρό μέσο πίεσης προς τους πιστωτές για επαναδιαπραγμάτευση συνολικά του χρέους, ενώ δίνει βαθιά ανάσα στην ελληνική κοινωνία από την τρομακτική πίεση των δαπανών εξυπηρέτησης. Με τα συγκεκριμένα κονδύλια, που όπως αναφέραμε ξεπερνούν τα 60 δις τον χρόνο ώς το 2014, παρέχεται δυνατότητα χάραξης αυτόνομης μακροοικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής, ανόρθωσης της οικονομίας, αύξησης της απασχόλησης και του εισοδήματος και εν τέλει… κάτι πολύ σημαντικό, ο ελληνικός λαός αποφασίζει για το μέλλον του!
Ο ισχυρισμός «ότι έξω από το ευρώ οι δυσκολίες θα είναι μεγαλύτερες» είναι μία αντίληψη ηττοπαθής, στατική και ανεδαφική που εγκλωβίζει τον ελληνικό λαό και τους λαούς, ιδιαίτερα των περιφερειακών χωρών, στις επιλογές των κυρίαρχων ελίτ του χρηματιστικού κεφαλαίου της ΕΕ. Στην ουσία ισχύει το αντίστροφο: η πάση θυσία παραμονή στην ευρωζώνη εντείνει τα αδιέξοδα και το μόνο που υπόσχεται είναι την οικονομική και κοινωνική παρακμή ιδιαίτερα των χωρών της περιφέρειας. Η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της «παύσης πληρωμών» παρέχει τη δυνατότητα της υπέρβασης των όποιων μειονεκτημάτων της, με την προϋπόθεση ότι θα αξιοποιηθούν σωστά τα κονδύλια των τοκοχρεολυσίων, για τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, αύξηση της παραγωγής και του εισοδήματος, προστασία της αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων, στήριξη των κοινωνικών δαπανών κ.ά., ενώ θα θέσει φρένο στο άγχος του πρόσθετου δανεισμού. Ακόμα δε κι αν προκύψουν έκτακτες ταμειακές ανάγκες, μπορούν σχετικά εύκολα να αντιμετωπιστούν με την έκδοση λαϊκών ομολόγων και έντοκων γραμματίων του δημοσίου από την εσωτερική αγορά.
Προκύπτει, ωστόσο, το ερώτημα: Ποιες άλλες πιέσεις μπορούν να ασκηθούν και ποιος μπορεί να εγγυηθεί την ορθολογική διαχείριση πόρων και τις σωστές αναπτυξιακές επιλογές; Είναι άραγε ρεαλιστικό να προσδοκούμε ότι πολιτικές δυνάμεις που σήμερα ακολουθούν τον «οδικό χάρτη» του νεοφιλελευθερισμού και είναι υποτελείς στην «τρόικα» θα ανταποκριθούν σε αυτόν τον στόχο; Σίγουρα όχι. Ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει να αναγκαστούν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες να καταφύγουν σε παύση πληρωμών. Σε αυτήν την περίπτωση οι συνέπειες στον ελληνικό λαό θα είναι δυσμενέστερες και οι διαδικασίες εξόδου από την κρίση παρατεταμένες. Θα εξαρτηθεί από το επίπεδο παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα κατά πόσο θα βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις. Το πρόβλημα κατά συνέπεια γίνεται πολιτικό. Δηλαδή αφορά στις προϋποθέσεις δημιουργίας μιας ριζοσπαστικής-αριστερής κυβέρνησης που θα διεκδικήσει με αποφασιστικότητα και την ενεργητική στήριξη του λαού την άρνηση πληρωμής του «απεχθούς χρέους» και, παράλληλα, θα προωθήσει ένα πρόγραμμα οικονομικής ανόρθωσης και κοινωνικής αναγέννησης. Κατά συνέπεια, η πρότασή μας δεν περιορίζεται απλά στην αθέτηση πληρωμών και στη φυγή από το ευρώ στα πλαίσια των στενών κερδοσκοπικών επιδιώξεων ή των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων,[9] αλλά αποτελεί εναλλακτική και ρεαλιστική προοπτική κίνησης της κοινωνίας προς τα εμπρός.
Μία τέτοια προοδευτική διέξοδος προϋποθέτει κατ’ αρχήν καταγγελία του «Μνημονίου» και ταυτόχρονα ριζική στροφή στη γενικότερη οικονομική και κοινωνική πολιτική και στους μοχλούς ρύθμισης της οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, σημαίνει εθνικοποίηση και κοινωνικοποίηση των τραπεζών και της Τράπεζας της Ελλάδας, καθώς και αξιοποίηση των λαϊκών αποταμιεύσεων για στήριξη προγραμμάτων ανάπτυξης. Τα τεράστια κονδύλια που με διάφορες μορφές έχουν δοθεί στις τράπεζες, υπερβαίνουν πολλές φορές το μετοχικό τους κεφάλαιο που εκτιμάται σήμερα σε 16-17 δις €,[10] άρα δεν υφίσταται θέμα αποζημιώσεων, παρότι το θέμα είναι πολιτικό παρά οικονομικό.
Δεύτερον, προώθηση προγράμματος παραγωγικής ανόρθωσης με ευρύ πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και κλαδικές πολιτικές, αύξηση απασχόλησης, μείωση της ανεργίας, ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση με πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής, δικαιότερη κατανομή φορολογικών βαρών, αύξηση φορολογίας μεγάλων επιχειρήσεων, off-shore εταιρειών, μεγάλης ακίνητης περιουσίας, εισοδηματιών, Εκκλησίας και άλλων εύπορων στρωμάτων του πληθυσμού.
Τρίτον, ορθολογική διαχείριση πόρων, περικοπή στρατιωτικών δαπανών, κυρίως αυτών που αφορούν σε σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, επιστροφή κερδοφόρων ΔΕΚΟ στον δημόσιο έλεγχο, επέκταση σε τομείς στρατηγικής σημασίας, έλεγχος αγορών και κίνησης κεφαλαίων, καταπολέμηση καρτέλ και της ασυδοσίας των πολυεθνικών, προγράμματα στήριξης της οικογενειακής γεωργίας, των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, στήριξη του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και δημόσιου τομέα υγείας, πρόνοιας, παιδείας καθώς του περιβάλλοντος, δίκαιη αναδιανομή του πλούτου, διασφάλιση της αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων, στήριξη των ανέργων. Ακόμη, ειδικά προγράμματα απασχόλησης για τη νέα γενιά και διασφάλιση δημοκρατικών δικαιωμάτων, ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους για τις πιο ευάλωτες κατηγορίες (μισθωτούς, πολύ μικρές επιχειρήσεις και μικρούς αγρότες), ανασυγκρότηση του κράτους με πάταξη της διαφθοράς, των πελατειακών σχέσεων, της γραφειοκρατίας, εκδημοκρατισμός της δομής-λειτουργιών του κράτους, ουσιαστική προστασία του πολίτη, πολιτιστική αναγέννηση, περιβαλλοντική προστασία, κ.ά.
End, σημαντικό στοιχείο της εναλλακτικής πολιτικής είναι η διεκδίκηση αποπληρωμής του «απεχθούς χρέους» της Γερμανίας προς την Ελλάδα.! Πρόκειται για τις πολεμικές αποζημιώσεις που εκκρεμούν, ένα ζήτημα εθνικό, οικονομικό και πάνω απ’ όλα ηθικό. Από καθαρά οικονομική άποψη, το ύψος των εν λόγω αποζημιώσεων ξεπερνά τα 162 δις €, ένα ποσό ιδιαίτερα σημαντικό στη δύσκολη συγκυρία που βιώνει ο ελληνικός λαός. Δυστυχώς, όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, άλλοτε από «ξενοδουλεία» και «ενδοτισμό», άλλοτε από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και άλλοτε από καθαρή αδιαφορία και από έλλειμμα πολιτικής ευαισθησίας, δεν διεκδίκησαν με αποφασιστικότητα και υπευθυνότητα τις συγκεκριμένες αποζημιώσεις, σε αντίθεση με ό,τι έγινε σε άλλες χώρες. Οι κυβερνήσεις της Γερμανίας, με διάφορες μεθοδεύσεις, κατάφεραν, μέχρι τη σύναψη της οριστικής συνθήκης ειρήνης που υπεγράφη στη Μόσχα το 1990, να αναβάλλουν την εξόφληση του χρέους προς την Ελλάδα. Ωστόσο, από το χρονικό αυτό σημείο και μετά, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, οι παραπάνω οφειλές είναι απαιτητές από τη χώρα μας.[11]
3. Ενδεχόμενα προβλήματα από την «αθέτηση πληρωμών»
Η «αθέτηση πληρωμής» του χρέους θα δημιουργήσει, σύμφωνα με όσους απορρίπτουν τη συγκεκριμένη επιλογή, δυσκολίες δανεισμού από τις διεθνείς χρηματαγορές. Αυτό είναι αλήθεια διότι πάγια τακτική των «αγορών» είναι να θέτουν στη «μαύρη λίστα» τη συγκεκριμένη χώρα. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι αξεπέραστο. Πρώτον, οι αγορές είναι ήδη κλειστές από τη στιγμή που ενταχτήκαμε στον «μηχανισμό στήριξης» και κανείς δεν γνωρίζει πότε θα ανοίξουν. Άρα δεν κλείνουν εξαιτίας της παύσης πληρωμών. Κλειστές είναι, επίσης, οι πόρτες δανεισμού των ελληνικών τραπεζών στη διατραπεζική αγορά. Η μόνη πηγή άντλησης πιστώσεων είναι η ΕΚΤ και αυτή ώς το 2011, ενώ ο δανεισμός τους ξεπέρασε τα 92 δις €, δείχνοντας ότι μία τραπεζική κρίση τύπου Ιρλανδίας βρίσκεται σε επώαση! Από την άλλη, οι πόρτες των αγορών δεν παραμένουν για πάντα κλειστές, αλλά όταν αρχίσει η αναδιαπραγμάτευση, αργά ή γρήγορα, θα ανοίξουν και μάλιστα… οι «αγορές» θα έλθουν γυρεύοντας! Αυτό έχει δείξει η διεθνής εμπειρία. Στο μεταξύ, οι ανάγκες δανεισμού της χώρας θα είναι μικρές λόγω της μη πληρωμής των τοκοχρεολυσίων και εύκολα θα μπορούν να καλυφθούν οι όποιες ανάγκες με εσωτερικό δανεισμό.
Επίσης, οι πιέσεις που θα ασκηθούν σε πολιτικό επίπεδο έχουν όρια τα οποία εξαρτώνται από την αποφασιστικότητα και την αποτελεσματικότητα της διεκδίκησης, καθώς και τις πρακτικές του διεθνούς δικαίου. Σύμφωνα με το τελευταίο, το πλαίσιο επίλυσης διαφορών για τα «διακρατικά δάνεια» είναι όπως αναφέραμε το «Club Παρισίων» ενώ για τα ιδιωτικά το «Club Λονδίνου». Και τα δύο έχουν ως αφετηρία τα συμφέροντα των πιστωτών, πιο διακριτικά το πρώτο και πιο ανοικτά το δεύτερο. Κάθε πλαίσιο εφαρμόζει συγκεκριμένες τεχνικές και κανόνες στους οποίους δεν θα αναφερθούμε αναλυτικά.[12] Το ελληνικό χρέος έχει να κάνει κυρίως με ιδιώτες πιστωτές και η αναδιαπραγμάτευσή του εκ μέρους των τελευταίων θα επιδιωχθεί να γίνει με τις πρακτικές του «Club Λονδίνου». Ωστόσο, υπάρχει και το ελληνικό δίκαιο που δεν πρέπει να το απεμπολήσουμε.
Από την άλλη, υπάρχει μία εξέλιξη που έχει σημασία η επισήμανσή της. Αφορά στην τακτική της ΕΚΤ, η οποία αγοράζει από ξένες εμπορικές τράπεζες ελληνικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά, απαλλάσσοντας τις τελευταίες από τον κίνδυνο παύσης πληρωμών ή αναδιάρθρωσης χρέους («κούρεμα») και μετατρέποντας μία διαφορά μεταξύ ελληνικού δημοσίου και ιδιωτών σε διακρατική διαφορά (μεταξύ ελληνικού δημοσίου και υπερεθνικών οργάνων της ΕΕ). Έτσι, προσθέτει ένα ακόμη νήμα με το οποίο προσδένει τη χώρα στο άρμα της «ελεγχόμενης πτώχευσης». Όλα αυτά βέβαια δεν θα πρέπει να οδηγούν σε παραίτηση από την ιδέα της άρνησης πληρωμής του «απεχθούς χρέους» λόγω δυσκολιών, αλλά δηλώνουν την ανάγκη ολόπλευρης διερεύνησης κρίσιμων πτυχών του θέματος, ορισμένες από τις οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη. Επιπλέον, η χρονική στιγμή της άρνησης πληρωμής έχει μεγάλη σημασία. Όσο ενωρίτερα τόσο καλύτερα, γιατί στο μεταξύ οι πιστωτές παίρνουν τα μέτρα τους, ενώ ο λαός συνεχώς ξεζουμίζεται για την τόνωση των καπιταλιστικών κερδών και την εξασφάλιση των τοκοχρεολυσίων των τραπεζιτών!
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι στη σημερινή κρίση χρέους δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις ούτε ανώδυνες επιλογές. Το πραγματικό δίλημμα είναι αν ο ελληνικός λαός θα υποστεί θυσίες χωρίς αντίκρισμα ή αν οι θυσίες θα πιάσουν τόπο για ένα καλύτερο μέλλον. Η ιστορία διδάσκει ότι οι ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές δεν είναι ούτε «ιστορικοί περίπατοι» ούτε «βελούδινες επαναστάσεις», παρά σκληρές ταξικές, κοινωνικές, πολιτικές και ενίοτε στρατιωτικές συγκρούσεις, χωρίς πάντα νικηφόρα έκβαση για τις λαϊκές δυνάμεις. Η κρίση χρέους της Ελλάδας και των άλλων χωρών της περιφέρειας τείνει να γίνει «κόμβος» όλων των αντιθέσεων της κρίσης,[13] που από τον τρόπο επίλυσής τους θα εξαρτηθεί η γενικότερη πορεία της χώρας στις επόμενες δεκαετίες. Οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις του συστήματος θα κάνουν το παν για να ελέγξουν τις λαϊκές αντιδράσεις, να στρέψουν ή να εκτρέψουν τις κοινωνικές εκρήξεις σε άλλους ατραπούς προκειμένου να αποφύγουν τις προοδευτικού χαρακτήρα ανατροπές. Γι’ αυτό και επεξεργάζονται εναλλακτικά σενάρια διατήρησης της κυριαρχίας τους, συμπεριλαμβανομένων και στρατιωτικών ασκήσεων ετοιμότητας.[14]
Από αυτή την άποψη χρειάζεται να αξιοποιήσουμε γόνιμα τις ιστορικές εμπειρίες τόσο της χώρας μας όσο και άλλων χωρών, από τις καταστάσεις χρεοκοπίας και άρνησης πληρωμής του χρέους. Όπως αναφέραμε ήδη, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όταν μία χώρα βρεθεί σε «κατάσταση ανάγκης» έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την πληρωμή χρεών στους πιστωτές της. Μία τέτοια περίπτωση είχαμε στην Ελλάδα το 1936 όταν η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την εξυπηρέτηση δανείου στη βελγική τράπεζα «Societe Commercial de Belgique». Η κυβέρνηση του Βελγίου προσέφυγε στο «Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου» που είχε ιδρύσει η Κοινωνία των Εθνών, κατηγορώντας την για αθέτηση υποχρεώσεων. Η Ελλάδα, με ειδικό υπόμνημα επί κυβέρνησης Μεταξά (!), απάντησε ότι «τα συμφέροντα του ελληνικού λαού για τη διοίκηση, την οικονομική ζωή, την κατάσταση της υγείας και την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας δεν επιτρέπουν να προβεί η Ελλάδα σε άλλη επιλογή».[15] Το Διεθνές Δικαστήριο αποδέχτηκε το σκεπτικό και δικαίωσε την Ελλάδα, δημιουργώντας ένα νομικό προηγούμενο το οποίο αργότερα αξιοποίησαν άλλες χώρες, όπως η Αργεντινή (2003) κατά την παύση πληρωμών για μονομερή διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους της.[16]
4. Υπερεθνική αναδιαπραγμάτευση και σοσιαλιστική προοπτική
Εκτός από την πολιτική της «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» και της άρνησης πληρωμής «απεχθούς χρέους», υπάρχει και η πρόταση για επαναδιαπραγμάτευση χρέους, η οποία εμφανίζεται τουλάχιστον με τρεις παραλλαγές. Η πρώτη ταυτίζει την επαναδιαπραγμάτευση με την αναδιάρθρωση (επιμήκυνση χρόνου εξόφλησης, μικρό «κούρεμα», μικρή μείωση επιτοκίου, κ.ά.). Η δεύτερη εννοεί την επαναδιαπραγμάτευση με φιλολαϊκούς όρους αλλά τη μεταθέτει σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως προϊόν συνολικότερης ρύθμισης. Η τρίτη συνδέει τη φιλολαϊκή επαναδιαπραγμάτευση χωρίς να αποκλείει την παύση πληρωμών ως μέσο πίεσης. Με άλλα λόγια η πρώτη, παρά τη σημασία κάποιων θετικών ρυθμίσεων, κινείται προς την κατεύθυνση να αποπληρώσουμε στους πιστωτές, μία θέση ανεδαφική από οικονομική και πολιτική άποψη. Η δεύτερη, παρά τις καλές προθέσεις, μεταθέτει την επίλυση του προβλήματος σε γενικότερους πανευρωπαϊκούς συσχετισμούς και αλλαγών στον χαρακτήρα της ΟΝΕ, ενώ η τρίτη συνδέει την αναδιαπραγμάτευση με ριζοσπαστικές αλλαγές χωρίς να προτάσσει την παύση πληρωμών ως αφετηριακό βήμα αποφασιστικής πίεσης στους πιστωτές. Δεν θα σχολιάσουμε την πρώτη και την τρίτη, γιατί θεωρούμε ότι ήδη έχουν απαντηθεί από την ως τώρα ανάλυση. Θα περιοριστούμε στη δεύτερη της αναδιαπραγμάτευσης σε υπερεθνικό επίπεδο, διότι συνδέεται άμεσα με τη γενικότερη στρατηγική και τακτική του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα και στην ΕΕ.
Η μετάθεση της επίλυσης του χρέους με επαναδιαπραγμάτευση σε υπερεθνικό επίπεδο, έχει δύο αδύνατα σημεία. Από τη μια, υποτιμά τις δυσκολίες συνειδητοποίησης και επίτευξης της κοινής διεκδίκησης μεταξύ εργαζομένων και λαών του «κέντρου» και της «περιφέρειας» της ΕΕ. Στην ουσία παραγνωρίζει την ανισόμετρη πολιτική ανάπτυξη του κινήματος. Από την άλλη, υποβαθμίζει τη σημασία του αγώνα σε εθνικό επίπεδο, ως βασική κινητήρια δύναμη ανατροπής των αντιλαϊκών επιλογών στις χώρες που βιώνουν έντονα τις συνέπειες του χρέους. Η μετάθεση του κέντρου βάρους του αγώνα από εθνικό σε υπερεθνικό επίπεδο, χωρίς να υπάρχουν ευνοϊκότεροι συσχετισμοί, μοιάζει σαν αυτό που λέμε, «πετάμε την μπάλα στην εξέδρα», προσδοκώντας λύση «απέξω».
Από την άλλη, ο χαρακτηρισμός της άρνησης πληρωμής χρέους και η έξοδος από το ευρώ ως «καθεστωτικός αριστερός μεταρρυθμισμός», δεν αποδεικνύει την ορθότητα ενός αντίστοιχου «ευρωκεντρικού αριστερού μεταρρυθμισμού» που εκπέμπει η λογική «μέσα στην ευρωζώνη και ξερό ψωμί»! Αντίστοιχα, ο χαρακτηρισμός του αγώνα σε εθνικό επίπεδο ως «εθνοκεντρισμός» και ως «εθνική περιχαράκωση», δεν προωθεί ούτε βήμα τη συζήτηση, όταν απορρίπτει a priori μία πρόταση χωρίς να αποδεικνύεται η εφικτότητα μιας άλλης. Πότε, και κάτω από ποιες συνθήκες ή γεγονότα, η πάλη για ριζοσπαστικές αλλαγές σε εθνικό επίπεδο θεωρείται ξεπερασμένη και ο μόνος δρόμος που απομένει είναι η υπερεθνική διέξοδος;
Το ότι χρειάζεται ο συντονισμός της δράσης των ριζοσπαστικών-αριστερών κινημάτων σε επίπεδο ΕΕ και διεθνώς, είναι αυτονόητο και δεν προσθέτει κανένα νέο στοιχείο στη συζήτηση. Από την άλλη, η αμφισβήτηση της ελπιδοφόρας προοπτικής ενός κινήματος σε εθνικό επίπεδο και η μετάθεση του κύριου πεδίου πάλης σε υπερεθνικό, οδηγεί ουσιαστικά σε μοιρολατρία, κινηματικό αδιέξοδο και τελικά σε εγκατάλειψή της. Αντίθετα, έχοντας ως αφετηρία την πάλη σε εθνικό επίπεδο και επιδιώκοντας συντονισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δημιουργούνται προϋποθέσεις νικηφόρας έκβασης για ριζοσπαστικές αλλαγές σε μία ή σε περισσότερες χώρες και συνολικά στην ΕΕ.
Η ενότητα των εργαζομένων δεν περνάει αναγκαστικά μέσα από την ενότητα και ισχυροποίηση των κεφαλαιοκρατικών μηχανισμών ελέγχου και καταστολής, αλλά από την αποδυνάμωσή τους. Αυτό που προωθούν συστηματικά στην ΕΕ, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι το αλυσόδεμα των λαών και η ένταξη των εργαζομένων σε καθεστώς «χημειοθεραπείας»! Κατά συνέπεια, η πάλη για την ανατροπή του «Μνημονίου» και της «ελεγχόμενης πτώχευσης» δεν αντιβαίνει την αναγκαιότητα του συντονισμού (με κινήματα εργαζομένων και λαών της «περιφέρειας» και συνολικά της ΕΕ), για την επαναθεμελίωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος όταν προκύψουν οι συνθήκες.
Ασφαλώς ο νόμος της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης και η θεωρία του «ασθενούς κρίκου» αποκτούν στις σημερινές συνθήκες μία νέα διάσταση, ιδιαίτερα για τις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης. Ωστόσο, δεν βιώνουν όλες οι χώρες με την ίδια οξύτητα το πρόβλημα. Άρα υπάρχει διαφορά στη συνειδητοποίηση και στη δυνατότητα ταυτόχρονης ρήξης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αν στην Ελλάδα υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες στην κοινή δράση των δυνάμεων της Αριστεράς (παρότι από πλευράς επίσημων θέσεων υπάρχει σημαντική σύγκλιση), σε επίπεδο ΕΕ και ειδικότερα στα πλαίσια του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, η σύγκλιση απόψεων είναι πολύ μικρότερη, πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες εξασφάλισης κοινής δράσης.
Κατά συνέπεια, θεωρούμε ανεδαφική την άποψη ότι η εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς για ριζοσπαστικές αλλαγές με προοπτική τον σοσιαλισμό θα επισυμβεί ταυτόχρονα σε όλες μαζί τις χώρες της ΕΕ. Αν είναι δύσκολο να υπάρξει σοσιαλισμός σε μία χώρα, είναι δυσκολότερο να υπάρξει σοσιαλισμός σε όλες μαζί τις χώρες την ίδια ώρα. Έτσι, το «σενάριο» ριζοσπαστικών αλλαγών σε μία ή περισσότερες χώρες είναι ρεαλιστικότερο από το «σενάριο» της κίνησης όλων μαζί των 27 χωρών στον σοσιαλισμό. Για να το θέσουμε διαφορετικά, αν στην Ελλάδα αναδειχτεί μία ριζοσπαστική-αριστερή κυβέρνηση, μήπως θα ‘πρεπε να αποφύγει την κατάργηση του «Μνημονίου» γιατί ενδεχομένως τούτο να προκαλέσει την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη; Θα ήταν καλύτερη η αναμονή έως ότου ωριμάσει το κίνημα στις υπόλοιπες χώρες; Δίνει ένας τέτοιος προσανατολισμός προοπτική στο λαϊκό κίνημα; Άλλο πράγμα είναι η ομοσπονδιακή ένωση τύπου ΗΠΑ και άλλο η σημερινή κατάσταση στην ΕΕ. Αν στην πρώτη είναι λογικό από κάθε άποψη να κινηθούν όλες μαζί οι Πολιτείες σε ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς, στη δεύτερη περίπτωση οι δρόμοι είναι ανοικτοί σε κάθε εκδοχή (μία, δύο, τρεις και ίσως όλες μαζί), εκτός κι αν αλλάξουν ριζικά τα δεδομένα. Άρα, κέντρο βάρους του αγώνα για την επίλυση των προβλημάτων του χρέους και της κρίσης παραμένει το εθνικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα αναβαθμίζεται η πάλη σε υπερεθνικό επίπεδο. Χρειάζεται, ωστόσο, να δούμε τη δημιουργία των κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων επίτευξης του στόχου. Στο επόμενο κεφάλαιο γίνεται προσπάθεια να δοθεί απάντηση σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα.
[1]. Cicero, De legibus, Book III, part III, sub.VIII
[2]. «Σεισάχθεια» (απόσειση άχθους δηλ. βάρους), ονομάστηκαν οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα (592-1 π.Χ.) για την άμβλυνση των έντονων κοινωνικών αντιθέσεων που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ μεγάλων γαιοκτημόνων-δουλοκτητών και κατώτερων κοινωνικών τάξεων που εξαρτιόνταν από δάνεια που πολλές φορές τους μετέτρεπαν σε δούλους. Ο Σόλων προχώρησε στη διαγραφή των ιδιωτικών και δημόσιων χρεών, στην κατάργηση του δανεισμού «επί σώμασι» (δανεισμό με εγγύηση την προσωπική ελευθερία), κατάργησε επίσης όλα τα χρεωστικά συμβόλαια και υποθήκες στη γη (όλα τα σημάδια που έδειχναν υποθήκη γης), υποτίμησε την αρχαία «μνα» από 75 δραχμές σε 100 δραχμές για να διευκολύνει την εξόφληση χρεών, απελευθέρωσε όσους είχαν γίνει δούλοι εξ’ αιτίας χρεών, μερίμνησε για την προστασία των κοινωνικά μη-προνομιούχων τάξεων από τις σιτοδείες, την αισχροκέρδεια και την τοκογλυφία, κά. («Σόλωνος Νόμοι», Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 2002)
[3]. Στην επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, μπορεί μεταξύ άλλων να τεθούν και άλλοι όροι αποπληρωμής. Για παράδειγμα ο Ισημερινός κατά τη αναδιαπραγμάτευση του έθεσε ως όρο (ρήτρα), το κονδύλι εξυπηρέτησης να μην ξεπερνάει το 10% των συναλλαγματικών εισπράξεων από εξαγωγές. Επίσης η Γερμανία στη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953 για τη ρύθμιση των πολεμικών της χρεών, έθεσε ως ρήτρα ότι θα δεχτεί εξόφληση του 37,5% των δανείων της με την προϋπόθεση ότι το κονδύλι εξόφλησης θα συνδεθεί με τις εξαγωγές της. Εάν οι εξαγωγές μειώνονται θα μειώνεται και η δόση όπως και αντίστροφα. Ανάλογη ρήτρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αύξηση της απασχόλησης ή αύξηση του ΑΕΠ, κά. Το κύριο είναι να υπάρχει βούληση επαναδιαπραγμάτευσης και αποφασιστικής διεκδίκησης με δημιουργική παράλληλα αξιοποίηση της διεθνούς εμπειρίας.
[4]. Το μέτρο της άρνησης πληρωμής χρέους, «αυτό καθ’ αυτό» δεν είναι μέτρο επαναστατικό, αλλά απλά λαϊκο-δημοκρατικό που απαντά στην αδυναμία αποπληρωμής του όσο και στον χαρακτήρα του απεχθούς χρέους. Ότι δηλαδή αποτελεί προϊόν οργανικής διαπλοκής ανάμεσα στο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης, με εγχώριους και διεθνείς κερδοσκόπους και τοκογλύφους. Η δυναμική της «άρνησης» διευκολύνει την προώθηση των μακροπρόθεσμων στόχων.
[5]. Όπως αποκαλύφθηκε στα χρόνια της θητείας του στο υπουργείο άμυνας, ο επί πολλών ετών υπουργός του ΠΑΣΟΚ Άκης Τζοχατζόπουλος πήρε «μίζες-μαμούθ» που ξεπερνούν τα 2 δις €. Ως τώρα έχει αποκαλυφθεί ότι το ύψος της «μίζας» έφθανε το 10% της αξίας των εξοπλιστικών προγραμμάτων (γερμανικά υποβρύχια, ρώσικοι πύραυλοι TORM1, αμερικάνικοι Patriot, κά). Τα τεράστια ποσά διακινούνταν από δεκάδες εξωεγχώριες (off-shore) εταιρίες με έδρα «φορολογικούς παραδείσους», όπως Παρθένοι Νήσοι, Νησιά Κέϊμαν, κά. Το «βρώμικο χρήμα» εκτός από πολυτελή ζωή, αξιοποιείτο σε ακίνητα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του εξωτερικού (Λονδίνο, Παρίσι, Ρώμη, κά), όπως επίσης και συμμετοχές σε διάφορες εταιρίες. Ο Άκης Τζοχατζόπουλος από το Μάη ’12 έχει προφυλακιστεί και βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα για διάφορες πτυχές του σκανδάλου, που αποτελεί μια μόνο περίπτωση του «τζίρου» της ροής πολιτικού χρήματος για εξοπλισμούς. («Καθημερινή», 1.7.12)
[6]. Η Εθνική Τράπεζα υπολογίζει ότι τα καθυστερούμενα δάνεια το 2010 ανέρχονται σε 10% των δανείων ύψους 26 δις €, ενώ το 2011 τα υπολογίζει σε 12% που αντιστοιχούν σε 31 δις (μιλάει για δάνεια νοικοκυριών αλλά αφορά κυρίως επιχειρήσεων). Μέχρι σήμερα η Εθνική έχει πάρει από το δημόσιο γύρω στα 10 δις από τα 28 δις το 2009, επίσης 8,7 δις από τα 25 δις για ενίσχυση ρευστότητας το 2010 και προβλέπεται να πάρει άλλα 4 δις το 2011 από το νέο πακέτο στήριξης ρευστότητας των τραπεζών. Στην ουσία αυτές οι ενισχύσεις πάνε για στήριξη επισφαλών δανείων και τελικά πολλά θα φορτωθούν στο δημόσιο χρέος. Εδώ χρειάζεται να δούμε που πήγαν και ποιοι πήρα τέτοια δάνεια.!
[7]. Σύμφωνα με εμπειρικές έρευες, σε περίπτωση επιστροφής στο εθνικό νόμισμα (δραχμή) και με υποτίμηση της κατά 50%, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας (με όρους συναλλαγματικής ισοτιμίας), τον πρώτο χρόνο θα αυξηθεί μεταξύ 37,2-42,4%, ενώ ο πληθωρισμός θα αυξηθεί μεταξύ 5,3%-9,3%, ενώ τα πλεονεκτήματα της ανταγωνιστικότητας θα εξανεμιστούν σε μια περίοδο 15-16 ετών. (Για μεγαλύτερη ανάλυση βλ. Θ.Μαριόλης & Α.Κατσινός, (2011), Αθήνα.
[8]. Την παταγώδη αποτυχία της ΟΝΕ πολλοί λίγοι είχαν προβλέψει στη Γερμανία κατά την περίοδο της ουτοπικής ευφορίας λίγο πριν το 2000. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Joachim Starbatty, ομότιμος καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Τύμπιγκεν, μαζί με τέσσερις ακόμα καθηγητές (Wilhelm Hankel, Wilhelm Nolling, Karl Albrecht Schachtschneide), τους λεγόμενους «Τέσσερις Ιππότες της Αποκαλύψεως». Χωρίς να συμφωνούμε με τις πολιτικές τους απόψεις, έχουν ενδιαφέρον οι εκτιμήσεις τους για το μέλλον του ευρώ. Σε πρόσφατη συνέντευξη του ο J.Starbatty τόνισε ό,τι υπό τις παρούσες συνθήκες «μία λύση παραμένει: η ευρωζώνη χωρίζεται στα δύο. Οι αδύνατες χώρες επιστρέφουν στα εθνικά τους νομίσματα, κάνουν υποτίμηση για να κερδίσουν ξανά τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους και διαπραγματεύονται νέους όρους με τράπεζες και πιστωτές. Αυτή είναι η κανονική διαδικασία σε περίπτωση εθνικών χρεοκοπιών. Υπήρξε μία παρόμοια κατάσταση στη Νοτιοανατολική Ασία στο τέλος της δεκαετίας του ’90. Μετά το σπάσιμο της φούσκας, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες των εμπλεκόμενων χωρών συντρίφτηκαν. Όμως, αυτή ήταν η έναρξη της αποκατάστασης. Τώρα αυτές οι χώρες είναι σεβαστοί παίκτες στη διεθνή συναυλία της παγκοσμιοποίησης». («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 24.12.10)
[9]. Η άποψη που προβάλλεται ότι η αποχώρηση από το ευρώ εξυπηρετεί επιδιώξεις αντιπάλων της ΕΕ και κυρίως των ΗΠΑ που θέλουν αποδυνάμωση του εν λόγω νομίσματος, είναι εντελώς επιφανειακή και διαψεύδεται από τα γεγονότα. Σε αλλεπάλληλες δηλώσεις του ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμπα έχει ταχθεί υπέρ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης της ευρωζώνης, διότι η ενδεχόμενη κατάρρευση του ευρώ θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στις αμερικανικές τράπεζες και στο πρόγραμμα σταθεροποίησης των ΗΠΑ (Έθνος, 2.12.10). Είναι άλλο πράγμα οι «ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί» και άλλο οι ποικίλες καταστάσεις γενικότερης αποσταθεροποίησης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Γι’ αυτό όσοι ταυτίζουν τις απόψεις εκείνων που ασκούν κριτική στο σύστημα από «αριστερά» με τις απόψεις εκείνων που ασκούν κριτική από «δεξιά», συγχέουν τουλάχιστον τις ενδοκαπιταλιστικές με τις ταξικές αντιθέσεις.
[10]. Η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών τεσσάρων μεγάλων τραπεζών (Εθνικής, Alpha, Eurobank, Πειραιώς) στο τέλος του 2010, κυμαινόταν στα επίπεδα του 1998 και μόλις που ξεπερνούσε τα 11 δις € (Εθνική 5,8 δις, Alpha 2 δις, Eurobank 2 δις και Πειραιώς 1,2 δις), γεγονός που δείχνει ότι τα τεράστια κέρδη της τελευταίας δεκαετίας έγιναν σε μεγάλο βαθμό «σκόνη» από την κερδοσκοπική φούσκα και τις «επισφαλείς απαιτήσεις» που δημιούργησαν.
[11]. Σε ερώτηση που κατέθεσε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή για το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων (1.12.10), αφού τονίζει ότι 66 χρόνια μετά την απελευθέρωση παραμένει εκκρεμές το θέμα των γερμανικών επανορθώσεων από τις καταστροφές που προκάλεσαν τα στρατεύματα κατοχής στον ελληνικό λαό, επισημαίνει τις ιστορικές και πολιτικά εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης, η οποία ακόμα και τώρα που η χώρα πνίγεται στα χρέη δεν διεκδικεί από τη Γερμανία τις αποζημιώσεις, που σύμφωνα με το «Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα» ξεπερνούν σε σημερινή αξία τα 162 δις €. Αναλυτικότερα πρόκειται: een) για 7,1 δις δολάρια (αγοραστικής αξίας 1958) πλέον τους τόκους που μας επιδίκασε η Διεθνής Διάσκεψη των Παρισίων, b) για την εξόφληση του κατοχικού δανείου ύψους 3,5 δις δολάρια, πλέον τους τόκους, γ) για την καταβολή αποζημιώσεων στα θύματα των θηριωδιών του γερμανικού στρατού κατοχής, δ) για την επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών που έκλεψαν τα γερμανικά στρατεύματα και οφείλουν να επιστρέψουν. Η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών και αποζημιώσεων αποκτά σε συνθήκες τροϊκανής «υποδούλωσης» και γερμανικής προκλητικότητας σε βάρος της χώρας, μία νέα εθνική, οικονομική και κοινωνική διάσταση.
[12]. Για αναλυτικότερη παρουσίαση ορισμένων πτυχών αναδιάρθρωση του χρέους διεθνώς, βλ. Αντώνης Μπρεδήμας, Αυγή, 5.10.10.
[13]. Στην ιστορία των οικονομικών κρίσεων, ορισμένες έχουν οδηγήσει σε γενικευμένες κρίσεις του πολιτικού συστήματος κυριαρχίας του κεφαλαίου, τις λεγόμενες «επαναστατικές καταστάσεις». Η ύπαρξη «επαναστατικής κατάστασης» προϋποθέτει τρία στοιχεία. Πρώτον, την εμφάνιση κρίσης κορυφής (δηλαδή αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν την κυριαρχία τους χωρίς αλλαγές στη μορφή της). Δεύτερον, απότομη επιδείνωση των συνθηκών ζωής και της οικονομικής κατάστασης των ευρέων λαϊκών στρωμάτων και βάθεμα των κοινωνικών αντιθέσεων. Τρίτον, σημαντική άνοδο της πολιτικής δραστηριότητας των μαζών. Ο Λένιν, μιλώντας για την επαναστατική κατάσταση, τόνιζε ότι «δεν αρκεί συνήθως να μη θέλουν τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα, αλλά χρειάζεται ακόμα και να μη μπορούν οι κυρίαρχες τάξεις να ζουν με τον παλιό τρόπο» (Ι.Β. Λένιν, Άπαντα, τομ. 26, σελ. 18, ρωσ.). Η επαναστατική κατάσταση χαρακτηρίζεται από αυξανόμενο δυναμισμό, αρχίζοντας από σημάδια μαζικού αναβρασμού, φτάνει σε πανεθνική κρίση που μετεξελίσσεται σε επανάσταση.
[14]. Σε παρέμβαση αριστερών βουλευτών στη Βουλή (Π. Λαφαζάνη – Θ. Δρίτσα από ΣΥΡΙΖΑ και Θ. Παφίλη από ΚΚΕ), τέθηκε το θέμα της στρατιωτικής άσκησης «Καλλίμαχος» στο στρατόπεδο «Κορομηλά» Δήμου Κιλκίς (4.2.11), από την 71η Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία. Το σενάριο της άσκησης περιελάμβανε τρομοκρατική επίθεση, καταστολή διαδηλωτών και εξουδετέρωση βόμβας, ενώ οι επαγγελματίες οπλίτες (ΕΠ.ΟΠ.) έφεραν πλήρη εξοπλισμό ανάλογο με αυτό των ΜΑΤ στις πορείες. Η 71η Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία συμμετέχει σε διεθνές επίπεδο στη «Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης» (NRF) του ΝΑΤΟ, στην «Ταξιαρχία Νοτιοανατολικής Ευρώπης» (SEEBRIE), αλλά και στον «Σχηματισμό Μάχης» (HELBROC) που συναπαρτίζουν Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία και Κύπρος. Στην προσπάθεια να αμβλύνει τις εντυπώσεις, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γ. Πεταλωτής δήλωσε ότι επρόκειτο για εκπαιδευτική άσκηση προκειμένου η «Ταξιαρχία» να εκπληρώσει την αποστολή της, με αντίστοιχα στρατιωτικά σώματα άλλων χωρών, και με αντικείμενο την πρόληψη κρίσεων, τον διαχωρισμό αντιμαχόμενων δυνάμεων, τη σταθεροποίηση, την ανοικοδόμηση και την παροχή βοήθειας σε ανθρωπιστικές επιχειρήσεις, κ.ά. (www.iskra.gr/idex)
[15]. U.N. (1980), «Yearbook of the International Law Commission», V.I., σελ. 25
[16]. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την άρνηση πληρωμής του συγκεκριμένου χρέους και την αξιοποίηση της διεθνούς νομολογίας, βλ. Δ. Καζάκης, Ποντίκι, 25.11.10.