ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ (1945 – 2013)

leftvogiatz

Αναδημοσίευση από την Iskra

Της ΟΛΓΑΣ ΜΟΣΧΟΧΩΡΙΤΟΥ

«Όταν πεθάνω θέλω να συζητούν για το έργο μου»

Για μας, τους έφηβους της μεταπολίτευσης, ο Λευτέρης Βογιατζής που αποχαιρετούμε σήμερα από το θεατράκι της οδού Κυκλάδων έως την ταφή του στο Α’ Νεκροταφείο στις 5 το απόγευμα, ήταν ο δικός μας «Κάρολος Κουν».

Στην πραγματική ζωή δεν ισχύει το ουδείς αναντικατάστατος.

Όχι, στις σημερινές συνθήκες μπορούμε με ειλικρίνεια να πούμε, ότι μας λείπει ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Κάρολος Κουν, ο Βασίλης Ραφαηλίδης και τώρα θα μας λείψει αφάνταστα ο Λευτέρης Βογιατζής.

Tον θυμάμαι στα μέσα της δεκαετίας του 1970 να παίζει « Λυσιστράτη» μέναν ανδρικό θίασο, σκηνοθετημένο από τον Σπύρο Ευαγγελάτο και μετά «Βατράχους», πάλι υπό την μπαγκέτα του ίδιου, σκαρφαλωμένη στα ορεινά του αρχαίου Ωδείου της Πάτρας, μέρες εξετάσεων , βραδιές Ιουνίου, μαγικές, με τον ενθουσιασμό και την ορμητικότητα της ηλικίας αλλά και του καιρού του ίδιου.

Τον ξανασυναντάω φοιτήτρια πια, καλοκαίρι του 1980, στο δροσερό «Αλσος Παγκρατίου» με την υπόλοιπη τρελοπαρέα της «Ελεύθερης Σκηνής», να συμμετέχει στο ξαναζωντάνεμα της Επιθεώρησης, απολαυστικός κωμικός στο νούμερο «Mια απελπισία, μια συζήτηση» αλλά και στο τραγούδι του Κηλαϊδόνη «Vellow thlipsis, και το Μάρτιο του 1981 δίπλα στην Ελλη Λαμπέτη, στην τελευταία της παράσταση, τη «Σάρα», στο Super Star της Αγίου Μελετίου, σε μια συγκινητική ερμηνεία, σκηνοθετημένη από τον Παντελή Βούλγαρη.

Εκτοτε, ως σκιά του, παρακολουθώ αυτόν τον «σιωπηλό παράξενο καλλιτέχνη» από την «Σκηνή» του 1981, που ιδρύει μαζί με τους άλλους άξιους, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, Αννα Κοκκίνου, Τάσο Μπαντή, Σμαράγδα Σμυρναίου, Δημήτρη Καταλειφό και Ράνια Οικονομίδου, έως το 1987 που η ομάδα διαλύεται και παίρνει ο καθένας δρόμους χωριστούς, αλλά και από το 1988 που ιδρύει μόνος του τη «Νέα Σκηνή» έως τον περσινό του «Αμφιτρύωνα» του Μολιέρου στην Επίδαυρο, που ξέραμε όλοι ότι παράλληλα, έδινε μάχη για τη ζωή του, μπαινοβγαίνοντας στο νοσοκομείο του Αργους.

Η τελευταία του παράσταση στο θεατράκι του Οδού Κυκλάδων ήταν το «Θερμοκήπιο» του Πίντερ (2011), έργο που ξαναδούλευε επί μήνες για να το παρουσιάσει και φέτος, αλλά τον πρόλαβαν τα άλλα

Δεν ήταν δημοφιλής ο Λευτέρης Βογιατζής. Ούτε λαϊκός καλλιτέχνης με την έννοια του συρμού. Δεν κολάκευε ούτε το σινάφι του, ούτε το κοινό του (ακόμα και το παθιασμένο), ούτε τους ηθοποιούς που συνεργαζόταν.

Ηταν δύσκολος και εμμονικός. Εμμονικός με τον κόσμο του, έναν κόσμο που έπρεπε κι εσύ να ανακαλύψεις, αλλιώς σε πέταγε απέξω.

Επρεπε να ψάξεις κι εσύ για την πολύτιμη ύλη που κρύβεται εν σπέρματι στα μεγάλα κείμενα, τα κλασικά και τα σύγχρονα. Αυτόν τον κόσμο, τον θεατρικό, τον έφτιαχνε κάθε φορά εξ αρχής κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση αλλά και έκπληξη για μας, τους απλούς θεατές , που κάθε φορά αντικρίζαμε τον «μη λειτουργικό», ακατέργαστο χώρο της «Οδού Κυκλάδων» (μια παλιά αποθήκη με κολώνες που διασπούσαν τη σκηνή), να μεταμορφώνεται μαγικά.

Αυτό το ξαναγκρέμισμα κάθε σαιζόν της σκηνής, ήταν ουσιαστικά το πρώτο μάθημα. Ο Βογιατζής μας καθιστούσε απτό το γεγονός ότι το «πραγματικά μεγάλο» ανακαλύπτεται και υπάρχει όταν ξεφλουδίσεις τα πράγματα, όταν φτάσεις στην ουσία τους. Ο μινιμαλιστικός του χώρος λοιπόν, μπορούσε να πάρει τα χίλια πρόσωπα, αλλά κάτι τέτοιο ήθελε δουλειά, αυτοσυγκέντρωση, θυσία. Και από τον καλλιτέχνη και από τον θεατή.

Ο Βογιατζής ήταν αυστηρός, ένας ασκητής του θεάτρου, ένα πρόσωπο Καβαφικό που δεν σύρθηκε από τον λαϊκισμό της δεκαετίας του 1980, ούτε απέκτησε συνάφεια με το νεοπλουτισμό της δεκαετίας του 1990 έως τις παραμονές της κρίσης. Ο Βογιατζής διακονούσε το «λιτό θέατρο», τη «λιτή ζωή» με την πλούσια σκέψη, την αποδοχή της δημιουργικής «θλίψης» που δεν αποξενώνει τον άνθρωπο, αλλά τον κοινωνικοποιεί με όρους προσωπικής αξιοπρέπειας και ατομικής ευθύνης. Απόδειξη γι’ αυτά, αποτελεί το σύνολο της καλλιτεχνικής του εργασίας, αλλά και οι μαθητές του, που δεν «έπαιξαν» με την μεγαλομανία των τηλεοπτικών εμφανίσεων και των lifestyle περιοδικών και αντέχουν ακόμα πάνω στο σκληρό θεατρικό σανίδι.

Για τον Λευτέρη Βογιατζή ίσχυαν πάντα όσα έγραψε ο μεγάλος Αλεξανδρινός:

«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς:

μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίεςπηγαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κεκθέτοντάς την

στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία,

ως που να γίνει μια ξένη, φορτική…»

ΟΛΓΑ ΜΟΣΧΟΧΩΡΙΤΟΥ

ΥΓ. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στο ρόλο της Γιαγιάς, στον Κυριακάτικο Περίπατο του Ζορζ Μισέλ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, την Έλλη Λαμπέτη και την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης της επιθεώρησης. Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων: τον Άλφρεντ, στις Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης του Χόρβατ, την επώνυμη ηρωίδα στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, τον Ευρυπίδη στους Βατράχους του Αριστοφάνη, τον Ταρτούφο, στον Ταρτούφο του Μολιέρου κ.ά.

Den 1981 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου Η Σκηνή, με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών.
Siden 1982 έως το 1987 σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα: Η Σπασμένη στάμνα του Χάινριχ φον Κλάιστ, Οι Αγροίκοι του Κάρλο Γκολντόνι, Συμφορά από το πολύ μυαλό του Αλεξάντερ Γκριμπογέντοφ, Σε φιλώ στη μούρητου Γιώργου Διαλεγμένου, για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολου Κουν το 1987.

Den 1988 ίδρυσε τη θεατρική ομάδα Νέα Σκηνή, όπου με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών παρουσίασε συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο. Den 1989 σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στον Θείο Βάνια του Άντον Τσέχωφ (Βάνιας) og 1991 στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ Ρίπερ, Ντένε, Φος (Φος), που ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Παράλληλα, den 1989, στην απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, σκηνοθετώντας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Μία Αντιγόνη κλειστού χώρου, όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού ψιθύρου». Με τους μαθητές του συνεχίζει τη διερεύνησή του στις απαρχές του ελληνικού θεάτρου, ανεβάζοντας την αναγεννησιακή κρητική κωμωδία Κατσούρμπος του Γεωργίου Χορτάτζη.

Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς, den 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη ΚεχαΐδηΕλένης Χαβιαρά Με δύναμη από την Κηφισιά. Ακολουθούν επιτυχημένες παραστάσεις όπως: Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου (1996), Ελένη του Ευριπίδη (1996) σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, η πολυβραβευμένηΝύχτα της κουκουβάγιας του Γιώργου Διαλεγμένου (1998), Οι Πέρσες του Αισχύλου (1999) και Τέφρα και σκιά του Χάρολντ Πίντερ (2000). Den 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, το Καθαροί πια, όπου κρατά τον ρόλο του Τίνκερ. Den 2003, σκηνοθετεί το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Σεσάς που με ακούτε και για δεύτερη φορά έργο της Σάρα Κέην, το Crave (Λαχταρώ).

Ακολουθεί το 2004 ένας δεύτερος Μολιέρος (Το Σχολείο των γυναικών) και τον επόμενο σκηνοθετεί και παίζει σένα ακόμα έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Bella Venezia, για το οποίο αποσπά το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής Κάρολος Κουν. Den 2006 κλείνει το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την Αντιγόνη του Σοφοκλή σε νέο ανέβασμα, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η ίδια παράσταση ανοίγει το Φεστιβάλ Επιδαύρου.

Den 2007 ανεβάζει και πρωταγωνιστεί στην Ήμερη του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ακολουθούν τρία θεατρικά έργα: το Ύστατο σήμερα του Χάουαρντ Μπάρκερ, το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ και Ο Τόκος του Δημήτρη Δημητριάδη, τα οποία σκηνοθετεί και ανεβάζει ο ίδιος στο ανακαινισμένο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, που αποτελεί τη θεατρική του στέγη.

Τον Αύγουστο του 2012 αποθεώνεται στην Επίδαυρο μετά το τέλος της πρεμιέρας του Μολιερικού Αμφιτρύωνα, που έμελλε να είναι και το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε. Τον Απρίλιο του 2013 θα επανερχόταν στη σκηνή του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων με το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ, με ανανεωμένο καστ και τον ίδιο να ερμηνεύει τον ρόλο του Ρουτ. Η πρεμιέρα είχε προγραμματιστεί για τις 8 Απριλίου, αλλά λόγω αδιαθεσίας του οι παραστάσεις ακυρώθηκαν.

Οι εμφανίσεις του στον κινηματογράφο υπήρξαν λιγοστές. Συμμετείχε σχεδόν αποκλειστικά σε ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τον οποίο τον συνέδεε μεγάλη φιλία (Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Αθήνα-Κωνσταντινούπολη, Beautiful people, Ονειρεύομαι τους φίλους μου, Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα, Βαριετέ, Μελόδραμα). Έπαιξε, επίσης, στις ταινίες Ανατολική Περιφέρεια του Βασίλη Βαφέα, Ρόζα του Χριστόφορου Χριστοφή και Ακροπόλ του Παντελή Βούλγαρη.

Tirsdag 7 Μαίου 2013

Leave a Comment