Ευρωπαϊκή Ένωση – Εθνική και πολιτική κυριαρχία: Η επικαιρότητα της Λενινιστικής προσέγγισης
Αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο που είχε δημοσιευθεί στο τεύχος 96 του περιοδικού ΟΥΤΟΠΙΑ το Σεπτέμβριο 2011, το οποίο διατηρεί και σήμερα την επικαιρότητά του, αποτελώντας μια σημαντική συμβολή στο διάλογο για το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τις δυνατότητες υπέρβασης των αξεδιάλυτων κρισιακών φαινομένων που συνδέονται με το συγκεκριμένο οικοδόμημα.
του Δημήτρη Καλτσώνη
H οικονομική κρίση επιβεβαιώνει, κατά τη γνώμη μου, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο τη λενινιστική ανάλυση για την ουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το παρόν άρθρο θα ασχοληθεί μόνο με την πλευρά της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας[1].
Όπως σημείωνε ο Λένιν, “οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς είτε είναι απραγματοποίητες είτε είναι αντιδραστικές”[2]. Δυο βασικούς σκοπούς διέκρινε ότι θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο εγχείρημα: ο ένας είναι η αντιμετώπιση από κοινού του επαναστατικού κινήματος και ο άλλος η από κοινού αναζήτηση μεγαλύτερου μεριδίου στην κατανομή των ζωνών επιρροής.
Εκμετάλλευση κρατών
Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο είχε ήδη επισημάνει τη μεταφορά υπερκερδών και υπεραξίας από τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες στις περισσότερο ισχυρές[3]. Στην περίοδο της κρατικομονοπωλιακής βαθμίδας του καπιταλισμού παρατηρείται πιο έντονα το φαινόμενο αυτό. Έτσι ο Λένιν υποστήριξε ότι η ιμπεριαλιστική περίοδος του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται ακριβώς από την «εκμετάλλευση ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού μικρών ή αδύνατων εθνών από μια μικρή χούφτα πλουσιότατα ή ισχυρότατα έθνη»[4], και συγκεκριμένα από λίγες «εθνικοκρατικές ομάδες των χρηματιστών», από «μια χούφτα κράτη – τοκογλύφους»[5]. Σημείωνε επίσης ότι «ιμπεριαλισμός σημαίνει ότι το κεφάλαιο ξεπέρασε τα πλαίσια των εθνικών κρατών, σημαίνει επέκταση και επιδείνωση της εθνικής καταπίεσης πάνω σε νέα ιστορική βάση»[6]. Στο τελευταίο μάλιστα έργο του χρησιμοποιεί και πάλι τον όρο «εκμετάλλευση ορισμένων κρατών από τα άλλα»[7].
Αυτές οι σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης διαθέτουν δυο διαλεκτικά δεμένες πλευρές.
Η μια είναι η οικονομική κυριαρχία και εκμετάλλευση. Η άλλη είναι η πολιτική ανισοτιμία, η κάμψη της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας που είναι αντανάκλαση της οικονομικής εκμετάλλευσης αλλά και ένα αποτελεσματικό μέσο για την ένταση της εκμετάλλευσης των λαών των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών και τη μεταφορά κοινωνικού πλούτου στις αναπτυγμένες χώρες. Αξίζει να θυμηθεί κανείς την επισήμανση του Λένιν ότι το μονοπωλιακό κεφάλαιο έχει μεγαλύτερο όφελος από μορφές εκμετάλλευσης που συνδέονται «με την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας των χωρών»[8]. Τούτο ισχύει είτε αυτή είναι καθολική, όπως στην περίπτωση των αποικιών και των κατακτημένων στρατιωτικά χωρών, είτε είναι μερική όπως στην περίπτωση της συμμετοχής σε ενώσεις και συμμαχίες όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πραγματικότητα αναδεικνύει «ολόκληρη σειρά από μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης»[9].
Στο εσωτερικό της ΕΕ
Σχέσεις ανισοτιμίας και εκμετάλλευσης διαμορφώνονται και στο εσωτερικό της ΕΕ και όχι μόνο στις σχέσεις της με τρίτες χώρες. Ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης λειτουργεί στο εσωτερικό της ΕΕ. Οι κοινοί σκοποί των κρατών μελών της ΕΕ (από κοινού αντιμετώπιση επαναστατικού κινήματος, ισχυροποίηση διεθνούς θέσης) δεν σημαίνει ότι εξαλείφονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στα αστικά κράτη στο εσωτερικό της, ούτε, πολύ περισσότερο, ότι εξαλείφονται ή αποδυναμώνονται οι ανισότιμες σχέσεις μεταξύ των κρατών που την απαρτίζουν.
Δεν μπορεί στην πραγματικότητα να νοηθεί ως μαρξιστική, ή αριστερή, οποιαδήποτε θέση δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός της ύπαρξης σχέσεων ανισομετρίας και της ύπαρξης σχέσεων κυριαρχίας στο εσωτερικό της ΕΕ[10]. Η ένωση ισότιμων κρατών στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων αποτελεί, στην καλύτερη περίπτωση, ουτοπία. Ακόμη και ανάμεσα στα ισχυρά κράτη μέλη της ΕΕ αναπτύσσονται οξύτατοι ανταγωνισμοί. Δεν αποκλείονται ακόμη και επιμέρους διαφοροποιήσεις, μυστικές συμφωνίες που παραβιάζουν τις επίσημες συνθήκες, όπως για παράδειγμα φαίνεται από τη στάση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στον πόλεμο στη Λιβύη[11].
Η λενινιστική ανάλυση υπογράμμιζε ότι πίσω από την τυπική ισοτιμία των κρατών υπάρχουν στην πραγματικότητα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που διαμορφώνουν σχέσεις πραγματικής ανισοτιμίας, εκμετάλλευσης και καταπίεσης ανάμεσα στα κράτη. Η ανάλυση αυτή ισχύει στο ακέραιο για την ΕΕ. Η καθημερινή πραγματικότητα, η καταθλιπτική κυριαρχία του γερμανογαλλικού άξονα, τόσο πριν όσο κυρίως μετά την εκδήλωση της κρίσης, παρέχει άφθονα παραδείγματα.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας και τις άλλες αδύναμες χώρες, η οικονομική κρίση ανέδειξε επίσης με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο το γεγονός ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ ενέτεινε την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και ευρύτερα των μεσαίων στρωμάτων της κοινωνίας σε όφελος του δυτικοευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου, μαζί και του ελληνικού. Ο ανταγωνισμός, ιδιαίτερα των γερμανικών και γαλλικών πολυεθνικών, για την καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας και του δημόσιου πλούτου της χώρας μας, αναδεικνύεται ανάγλυφα από τις τρέχουσες εξελίξεις.
Το πλάσμα της «εκχώρησης» κρατικής κυριαρχίας
Η ειδική μορφή με την οποία πραγματοποιείται η οικονομική εκμετάλλευση και η απώλεια της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας των λαών των ασθενέστερων κρατών της ΕΕ είναι η τυπική ισοτιμία των κρατών μελών και η “εθελοντική” προσχώρησή τους στην ΕΕ.
Η εκμετάλλευση των λαών των πλέον αδύναμων οικονομιών της ΕΕ επιτυγχάνεται καταρχήν μέσα από ένα θεσμικό πλαίσιο τυπικής ισοτιμίας[12]. H αρχή της ομοφωνίας στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (και όχι μόνο) αποτελούσε το εχέγγυο της τήρησης της τυπικής ισοτιμίας ανάμεσα στα κράτη μέλη. Είναι περισσότερο από εύλογο ότι πίσω από αυτή την τυπική ισοτιμία το ειδικό οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό βάρος κάθε κράτους είναι διαφορετικό, όχι μόνο ποσοτικά αλλά πολλές φορές και ποιοτικά. Έτσι, ακόμη και σε συνθήκες τυπικής ισοτιμίας ο ισχυρός εξασφαλίζει την επιβολή της θέλησής του. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που σημάδεψε τη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία είναι η επιβολή από τη Γερμανία της αναγνώρισης από την ΕΕ της ανεξαρτησίας της Κροατίας κατόπιν αφόρητων πιέσεων και εκβιασμών[13]. Ανάλογα παραδείγματα μπορούν να αντληθούν άφθονα από τη σημερινή συγκυρία, τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης και την επιβολή των επιδιώξεων της Γερμανίας και της Γαλλίας δευτερευόντως.
Η κυρίαρχη θέση των ισχυρών κρατών εκφράστηκε στη συνέχεια και θεσμικά με την παραβίαση της τυπικής ισοτιμίας στο πλαίσιο των οργάνων της ΕΕ. Η κάμψη της ομοφωνίας και του δικαιώματος του veto αποτελούν τη νομική – θεσμική αντανάκλαση της διαδικασίας περαιτέρω ενίσχυσης του ρόλου των ισχυρών κρατών σε βάρος των λιγότερο αναπτυγμένων και των ασθενέστερων. Οι ισχύοντες, αλλά ιδίως οι υπό διαμόρφωση, θεσμοί οικονομικής επιτήρησης των ασθενέστερων οικονομικά κρατών της ΕΕ πραγματοποιούν και άλλα βήματα σε αυτή την κατεύθυνση.
Πρόκειται για πλευρά ενός γενικότερου φαινόμενου του καπιταλισμού. Σε περιόδους ασθενούς παρουσίας των λαϊκών κινημάτων αμφισβητείται μερικά η τυπική ισοτιμία (είτε των κρατών είτε των πολιτών) σε όφελος μορφών θεσμικής ανισοτιμίας.
Βέβαια, η συμμετοχή στην ΕΕ γίνεται εθελοντικά. Όμως, «είναι πέρα για πέρα δυνατό, ο ιμπεριαλισμός παράλληλα με την πολιτική του άμεσου στραγγαλισμού των μικρών εθνών, από την οποία δεν θα μπορέσει να παραιτηθεί εντελώς, να εφαρμόσει σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτική «εθελοντικής» (δηλαδή που την προκάλεσε μόνο ο οικονομικός στραγγαλισμός) συμμαχίας με μικρά έθνη κράτη» [14].
Στην περίπτωση της Ελλάδας η απώλεια της κυριαρχίας καταγράφεται τόσο στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία όσο και στην παραβίασή τους. Το ίδιο το άρθρο 28 του Συντάγματος και ιδίως, η ερμηνευτική δήλωση που προστέθηκε στην αναθεώρηση του 2001, αλλά πολύ περισσότερο η παραβίαση και αυτών ακόμη των συνταγματικών διατάξεων μέσω του τρόπου ψήφισης του Μνημονίου, της μη κύρωσης των αντισυνταγματικών δανειακών συμβάσεων και της πληθώρας νόμων που ψηφίστηκαν κατ” εντολή της τρόικα αποτελούν αντανάκλαση του φαινομένου[15].
Χαρακτηριστικό επίσης παράδειγμα είναι οι αποικιοκρατικού τύπου συμβάσεις, όπως η περιβόητη σύμβαση για τα υποβρύχια που κυρώθηκε με το ν. 3885/2010, οι παλαιότερες συμβάσεις για την εκποίηση στο ξένο (πρώτιστα) και εγχώριο μονοπωλιακό κεφάλαιο των ναυπηγείων, των ΔΕΚΟ, οι λεόντειες συμβάσεις με γερμανικές και γαλλικές πολυεθνικές για το αεροδρόμιο, τη γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου και πολλά, πολλά άλλα.
Η απώλεια μέρους έστω της κυριαρχίας, εκτός από τις οικονομικές επιπτώσεις στο λαό και στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας, καθιστά οξύτερο το πρόβλημα της δημοκρατίας, καθιστά την αστική δημοκρατία λιγότερο ευάλωτη στις λαϊκές πιέσεις αφού η μετατόπιση αυτή ευνοεί την ακόμη μεγαλύτερη αυτονόμηση και ισχυροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας (σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο) καθώς και των αντίστοιχων γραφειοκρατικών μηχανισμών και των αφανών κέντρων εξουσίας.
Cui bono?
Ποιος ωφελείται από την εθνική καταπίεση και την απώλεια εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας που διακρίνει γενικά τις σχέσεις των καπιταλιστικών κρατών και, στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, των κρατών μελών της ΕΕ; Το έθνος στον καπιταλισμό είναι διασπασμένο σε ανταγωνιστικές τάξεις. Επομένως, οι παραπάνω συνέπειες δεν κατανέμονται σε όλες τις τάξεις του έθνους. Οι σχέσεις εκμετάλλευσης, καταπίεσης των ασθενέστερων εθνών από τα ισχυρότερα θίγουν κύρια την εργατική τάξη των πρώτων η οποία υφίσταται μια διπλή αφαίμαξη. Αγγίζει επίσης τα στρώματα των μικροϊδιοκτητών (κύρια της αγροτικής οικονομίας) τα οποία υφίστανται μια μεγαλύτερη πίεση και εκμετάλλευση, όχι μόνο από το εγχώριο μονοπωλιακό κεφάλαιο αλλά και από εκείνο των αναπτυγμένων κρατών.
Η αστική τάξη των ασθενέστερων εθνών των κρατών της ΕΕ δεν θίγεται κατά κανόνα από τη σχέση αυτή αλλά αντίθετα ευνοείται πολιτικά και οικονομικά. Η σχέση αυτή ποικίλει ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας. Πάντως γενικά οι όποιες αντιθέσεις προκύπτουν ανάμεσα σε αυτή και στην άρχουσα τάξη των ισχυρών χωρών καθίστανται αντικειμενικά δευτερεύουσες. Η βασική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία είναι εκείνη που σηματοδοτεί και χρωματίζει όλες τις άλλες. Έτσι, η διαφαινόμενη σχετική υποβάθμιση της άρχουσας τάξης της Ελλάδας σε τίποτα δε διαφοροποιεί τη συναίνεσή της στο σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται. Για τους ίδιους λόγους η ελληνική αστική τάξη και οι βασικοί πολιτικοί της εκφραστές πρωτοστατούν στην περαιτέρω εκχώρηση πολιτικής κυριαρχίας.
Με αυτή την έννοια η ανάκτηση της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας την περίοδο του ιμπεριαλισμού δεν μπορεί να γίνει υπόθεση της αστικής τάξης. Γενικά, θεωρητικά, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η αστική τάξη κάποιας χώρας, ή ένα μέρος της τάξης αυτής, θα μπορούσε να διεκδικήσει την πολιτική της ανεξαρτησία έναντι των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Τούτο όμως προϋποθέτει δυο τουλάχιστον βασικούς όρους: α. την αναβάθμιση της θέσης της τάξης αυτής και της δυνατότητας της να αποκτήσει ένα καλύτερο ρόλο στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και β. τη δυνατότητά της να ελέγξει ή να κρατήσει εντός ορίων την αντίθεση κεφαλαίου εργασίας στο εσωτερικό της έτσι ώστε να μην κινδυνεύσει τη εξουσία της και να μη χρειαστεί τη συνδρομή των ισχυρών αστικών κρατών.
Τέτοια παραδείγματα μπορούμε να δούμε στη Λ. Αμερική. H περίπτωση της Βραζιλίας είναι ίσως η πλέον χαρακτηριστική. Η ισχυροποίηση, πρώτα απ’ όλα σε οικονομικό επίπεδο, της εγχώριας αστικής τάξης σε συνδυασμό με την υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο διεθνή περίγυρο ως συνέπεια της μεταβολής του παγκόσμιου συσχετισμού των δυνάμεων, επέτρεψαν την ανάκτηση της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας της χώρας έναντι των ΗΠΑ. Η αναβάθμιση της εγχώριας αστικής τάξης τόσο στην εσωτερική αγορά όσο και στο διεθνές επίπεδο υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας.
Στην Ελλάδα η αστική τάξη υπήρξε από τη συγκρότησή της βαθιά συνδεδεμένη με το κεφάλαιο της Δυτικής Ευρώπης. Στον 20ό αιώνα συνδέθηκε στενότερα μαζί του όχι μόνο για λόγους οικονομικούς αλλά και για λόγους πολιτικούς: χρειάστηκε τη βοήθειά του προκειμένου να αντιμετωπίσει το επαναστατικό κίνημα. Η διαφαινόμενη, πιθανή, υποβάθμιση του ελληνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια διεκδίκηση της πολιτικής κυριαρχίας εκ μέρους του. Αντίθετα, όλα δείχνουν ότι οι σχέσεις καθίστανται στενότερες και ότι η παραχώρηση εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας γίνεται εντονότερη[16].
Έτσι, τουλάχιστον με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν φαντάζει πιθανή μια πρωτοβουλία ενός ισχυρού τμήματος του ελληνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου για έξοδο από την ΕΕ. Είναι άλλο ζήτημα, βέβαια, η τυχόν αποβολή της Ελλάδας από το ευρώ που, αν γίνει, θα γίνει με πρωτοβουλία των ισχυρών της ΕΕ, με όρους τέτοιους και με σκοπό την μεγαλύτερη απομύζηση του κοινωνικού μας πλούτου και την αποσόβηση της μεταφοράς της κρίσης στην υπόλοιπη ευρωζώνη.
Η ανάκτηση της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας
Η εθνική – πολιτική κυριαρχία αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της δημοκρατίας. Για να μπορέσει η εργατική τάξη και ο λαός να ασκήσουν μεγαλύτερο έλεγχο στην υπάρχουσα εξουσία και, πολύ περισσότερο, για να μπορέσουν να οικοδομήσουν μια δική τους εναλλακτική πρόταση απαιτείται, ανάμεσα σε άλλα, η ανάκτηση της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας.
Ο Λένιν τόνιζε ότι η εργατική τάξη «δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση, αν δεν προετοιμάζεται γι’ αυτή με τον αγώνα για δημοκρατία… Χωρίς αγώνα για δικαιώματα αμέσως, αυτή τη στιγμή, χωρίς διαπαιδαγώγηση των μαζών στο πνεύμα αυτού του αγώνα ο σοσιαλισμός είναι ανέφικτος»[17]. Και η διεκδίκηση της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας είναι ακριβώς μέγιστο ζήτημα δημοκρατίας.
Τίθεται, κατά συνέπεια, επί τάπητος η ανάκτηση της κυριαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διακοπεί ο θεσμικός ομφάλιος λώρος που συνδέει τη χ