Η ΒΙΑΙΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ…

Του Τάσου Φωτόπουλου

Οι συνέπειες της κρίσης δεν είναι ίδιες για όλους. Άλλες είναι για το κράτος και το πολιτικό προσωπικό του, άλλες για τις επιχειρήσεις και τους ιδιοκτήτες τους, άλλες για το τραπεζιτικό – χρηματιστικό κεφάλαιο και άλλες για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους νέους που βγαίνουν για δουλειά. Επειδή λοιπόν διαφορετικές είναι οι συνέπειες, διαφορετικές πρέπει να είναι – ή θα έπρεπε να είναι – και οι πολιτικές-πρακτικές που εφαρμόζονται από αυτούς που προσπαθούν να «φορτώσουν τις συνέπειες» στους άλλους  δηλ. από την κυβέρνηση και το  κεφάλαιο  και από αυτούς που προσπαθούν να μην τις «φορτωθούν», δηλ. από τους  εργαζόμενους, τους άνεργους, τους συνταξιούχους, τους νέους.  «Γενικό καλό ή γενικό κακό» δεν υπάρχει! Όπως δεν υπάρχει και μία πολιτική-πρακτική για τη «δίκαιη κατανομή των βαρών! Γιατί όλα εξαρτώνται τελικά, από το ταξικό συσχετισμό δύναμης.

Τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας  απεικονίζουν μία από τις πολλές αποκρουστικές  μορφές  που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια η οικονομική κρίση και είναι αποκαλυπτικά μιας πραγματικότητας που μόνο όσοι τη ζουν την καταλαβαίνουν:

Α. Σύμφωνα με τα στοιχεία της AMECO, όπως δημοσιεύει ο Η. Ιωακείμογλου στην ιστοσελίδα του, ο λόγος κερδών/μισθών στην Ελλάδα, για τις εταιρίες, από 1.2, που ήταν πάνω κάτω στα χρόνια 1995-2009, έφθασε στο 1.7 το 2013. Στην Ισπανία και Πορτογαλία, οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι περίπου 0.6 (1995-2009) και 0.75 (2013). Στη Γαλλία παραμένει σχεδόν σταθερός στο 0.5 σε όλη την περίοδο 1995-2013 –με μικρή πτωτική τάση στα χρόνια της κρίσης. Στη Γερμανία, υπάρχει μια αύξηση από περίπου 0.5 σε 0.8 μεταξύ 1995 και 2007, για να πέσει σχεδόν στο 0.7 το 2013.

Β. Με βάση τα στοιχεία που προκύψανε από τον «χάρτη» των μισθών και της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα μετά την ηλεκτρονική υποβολή στο πρόγραμμα «εργάνη»  του Υπουργείου Εργασίας, σε σύνολο 1.371.450 εργαζομένων που δήλωσαν οι 196.695 (ή 230.858 μαζί με τα παραρτήματά τους) επιχειρήσεις της χώρας, οι 781.106 (ποσοστό 57%) εισπράττουν – συνήθως με καθυστερήσεις αφού μία στις δύο επιχειρήσεις δεν πληρώνει εντός προθεσμίας – μισθό κάτω από 1.000 ευρώ τον μήνα. Πιο συγκεκριμένα, πάνω από ένα εκατομμύριο (1.018.055), δηλαδή το 75%, παίρνει κάτω από 1.000 ευρώ μικτά. Από αυτούς, οι 263.758 καλούνται να ζήσουν με «μισθό» κάτω από 500 ευρώ μικτά, δηλαδή περίπου 410 ευρώ καθαρά, όταν το όριο της φτώχειας στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ είναι στα 475 ευρώ. Άλλο ένα 55%, δηλαδή 754.297 εργαζόμενοι, παίρνει μεταξύ πεντακοσίων και χιλίων ευρώ.  Ενδεικτικά:

  • Αυτή τη στιγμή υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα 196.695 επιχειρήσεις που απασχολούν έστω και ένα μισθωτό εργαζόμενο.
  • Το 90,21% από αυτές τις επιχειρήσεις είναι πολύ μικρές, καθώς απασχολούν έως 10 εργαζομένους.
  • Το 41,44% από αυτές τις επιχειρήσεις, δραστηριοποιούνται στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο και τις υπηρεσίες εστίασης, ενώ περισσότερες από τις μισές (56,81%) βρίσκονται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) και τις ευρύτερες περιφέρειές τους.
  • Ο συνολικός αριθμός των μισθωτών ιδιωτικού δικαίου σε όλη την Ελλάδα, είναι 1.371.450 άτομα, εκ των οποίων το 53,5% είναι άνδρες.
  • Οι μισθωτοί ιδιωτικού δικαίους τη χώρα, ανέρχονται σε 1.371.450, όταν οι άνεργοι φθάνουν τους 1.365.406 , βάσει των στοιχείων της Στατιστικής υπηρεσίας για τον Αύγουστο, όπου η ανεργία ανήλθε σε 27,3%

Γ.  Σύμφωνα με μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ στο κεφάλαιο, Επίπεδα κατώτατων μισθών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Α΄ Εξάμηνο του 2013 ), αναφέρεται:

«Από την σύγκριση των κατώτατων μηνιαίων μισθών σε ευρώ, προκύπτει ότι οι αποκλίσεις είναι ήδη μεγάλες στην ΕΕ-15, ανάμεσα στις νότιες χώρες μέλη (Πορτογαλία, Ελλάδα και Ισπανία) και στις υπόλοιπες χώρες παλιά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και βέβαια είναι ακόμη μεγαλύτερη η απόσταση που χωρίζει τους κατώτατους μισθούς των νέων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – με εξαίρεση την Μάλτα και την Σλοβενία – από τους αντίστοιχους μισθούς τόσο των χωρών μελών του ευρωπαϊκού νότου όσο κυρίως των υπολοίπων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ειδικότερα, ο κατώτατος μηνιαίος μισθός σε απόλυτα μεγέθη κυμαίνεται:

  • μεταξύ 1264 και 1874 ευρώ, σε μία πρώτη ομάδα χωρών που αποτελείται από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιρλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο,
  • μεταξύ 566 και 784 ευρώ, σε μία δεύτερη ομάδα χωρών που αποτελείται από την Πορτογαλία, την Μάλτα, Ελλάδα, την Ισπανία και την Σλοβενία,
  • τέλος, κυμαίνεται μεταξύ 157 και 377 ευρώ στην Τρίτη ομάδα χωρών (υπόλοιπα νέα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
  • Ο κατώτατος μηνιαίος μισθός σε ευρώ στην Ελλάδα, αποκλίνει πλέον σημαντικά και υστερεί ακόμη περισσότερο έναντι των κατώτατων μισθών των πλουσιότερων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στις οποίες υπάρχει θεσμοθετημένος κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο και ξεπερνά τα 1250 €), δεδομένου ότι μετά την μείωση κατά 22% τον Φεβρουάριο του 2012, ανέρχεται πλέον μόλις στο 46 % περίπου του αντίστοιχου κατώτατου μισθού της πρώτης ομάδας χωρών (από 60% με βάση την ΕΓΣΣΕ πριν το Μνημόνιο ΙΙ).

Πριν την ονομαστική μείωση που επεβλήθη με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (6/2012), ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ήταν υψηλότερος των αντίστοιχων κατώτατων μισθών των χωρών της δεύτερης ομάδας. Μετά όμως από την δραστική μείωση του το 2012, η κατάταξη αλλάζει και σήμερα ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο μισθό στην Σλοβενία, στην Ισπανία και στην Μάλτα.

Συγκεκριμένα ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται πλέον σε 684€ σε 12μηνη βάση (από 877€ με την ΕΓΣΣΕ πριν το Μνημόνιο 2) και είναι χαμηλότερος του αντίστοιχου μισθού στην Σλοβενία (784€), στην Ισπανία (753€) και στην Μάλτα (697 €), ενώ έχει μειωθεί σημαντικά η απόσταση από τον κατώτατο μισθό της Πορτογαλίας (566€).

Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης, μετά την μείωση του Φεβρουαρίου 2012, κατρακυλά στην κατάταξη των είκοσι χωρών από την έβδομη στην δέκατη θέση και είναι πλέον – με εξαίρεση την Πορτογαλία – χαμηλότερος σε όρους αγοραστικής δύναμης από τον αντίστοιχο μισθό της Ισπανίας, της Μάλτας και της Σλοβενίας, ενώ παράλληλα μειώνεται πλέον σημαντικά και η απόσταση από τους αντίστοιχους μισθούς της Πολωνίας και της Ουγγαρίας

Πρόκειται για ακραία μέτρα νεοφιλελεύθερης έμπνευσης που επιβάλλουν δραστική μείωση των αποδοχών των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου επιβάλλεται μείωση των κατώτατων ονομαστικών μισθών, το εύρος της οποίας προκαλεί πρωτοφανείς απώλειες για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους που ξεπερνούν σε ετήσια βάση τους 3 μισθούς, γεγονός που αποδεικνύει εκ του αποτελέσματος ότι στις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα δεν «σώθηκε» ούτε ο 14ος ούτε ο 13ος μισθός αλλά αντίθετα οι χαμηλόμισθοι απώλεσαν και τον 12ο μισθό τους.

Παράλληλα δρομολογείται η αλλαγή στον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού, ο οποίος δεν θα καθορίζεται πλέον από τη διμερή συλλογική διαπραγμάτευση όπως γινόταν επί δεκαετίες στο πλαίσιο της ΕΓΣΕΕ, αλλά από την κυβέρνηση.

Η εφαρμογή των ρυθμίσεων (Μνημόνια 2 & 3) μειώνει τις ετήσιες αποδοχές, για τους άγαμους εργαζόμενους άνω των 25 ετών με προϋπηρεσία 0-3 έτη, κατά 2314,34 ευρώ, περικόπτονται δηλαδή ετησίως 3,08 μισθοί (για τους νέους μέχρι 25 ετών κατά 3366,16 € και 4,5 μισθούς αντίστοιχα) και σε περίπτωση μη καταβολής από τους εργοδότες του επιδόματος γάμου, για τους έγγαμους άνω των 25 ετών με προϋπηρεσία 0-3 έτη, κατά 3366,44 ευρώ, περικόπτονται δηλαδή ετησίως 4,07 μισθοί (για τους νέους μέχρι 25 ετών κατά 4418,26 € και 5,35 μισθούς αντίστοιχα).

Και πιο κάτω:

«Μεταξύ 1984 και 2013, διακρίνονται τρεις περίοδοι:

  • Στην διάρκεια της πρώτης περιόδου (1984-1996) έχουμε σημαντική μείωση των πραγματικών κατώτατων αποδοχών κατά 20 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (από 100 το έτος 1984 ο δείκτης μειώνεται στο 79,3 το έτος 1993 και διατηρείται στα επίπεδα του 80 μέχρι το έτος 1996)
  • Στην διάρκεια της δεύτερης περιόδου (1997-2009) έχουμε ονομαστικές αυξήσεις που υπερβαίνουν σχεδόν συστηματικά τον μέσο πληθωρισμό με αποτέλεσμα μία σταδιακή ανάκτηση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού – που απωλέσθη την προηγούμενη περίοδο – κατά 22 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (από το 80 ο δείκτης ανέρχεται στο 102 το 2009). Το 2009 ο κατώτατος μισθός σε πραγματικούς όρους υπερβαίνει οριακά τα επίπεδα του έτους 1984, πράγμα που σημαίνει ότι οι αυξήσεις αυτές επέτρεψαν απλά και μόνο να καλυφθούν οι απώλειες που υπέστη η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού από τον πληθωρισμό στο σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου, ενώ σημαίνει ταυτόχρονα ότι στην διάρκεια όλων αυτών των ετών, οι αμειβόμενοι με τις κατώτατες αποδοχές δεν επωφελήθηκαν από την όποια αύξηση της παραγωγικότητας
  • Στην διάρκεια της τρίτης περιόδου (2010-2013), η μείωση των κατώτατων πραγματικών αποδοχών κατά 5,2 εκατοστιαίες μονάδες την διετία 2010-2011 είχε ως αποτέλεσμα, ήδη στα τέλη του 2011, να επανέλθει ο κατώτατος μισθός σε όρους αγοραστικής δύναμης σε επίπεδα προ του 1984, ενώ η δραστική μείωση του Φεβρουαρίου 2012 επιδεινώνει δραματικά την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, διαμορφώνοντας τον δείκτη στις 75,6 μονάδες, δηλαδή περίπου 25 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τα επίπεδα του 1984.

Ήδη πριν την κρίση η Ελλάδα κατείχε την πρωτιά στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15, με το υψηλότερο ποσοστό φτωχών εργαζομένων (14%), ποσοστό διπλάσιο από το μέσο όρο της ΕΕ-15 (7%).»

Γράψτε σχόλιο