«Λέξη προς Λέξη» Το νέο βιβλίο του Κ.Λαπαβίτσα

 

 του Γιάννη Τόλιου, διδάκτορα οικονομικών

 Το νέο βιβλίο του Κώστα Λαπαβίτσα, «Λέξη προς Λέξη: Κείμενα για την ελληνική κρίση 2010-13» (εκδ. «Τόπος», σελ.158 ή 52.500 ….λέξεις), έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή. Οι συνέπειες από τα μέτρα του Μνημονίου έχουν σωρεύσει στον ελληνικό λαό πρωτοφανή δεινά και ερείπια στην οικονομία, τα οποία ούτε σε συνθήκες παρατεταμένου πολέμου δεν υπήρξαν ανάλογα. Από την άλλη το οικοδόμημα της ευρωζώνης αποκτά όλο και πιο αντιδραστικά χαρακτηριστικά, βυθίζοντας λαούς και χώρες, ιδιαίτερα της «περιφέρειας», σε οικονομική και κοινωνική παρακμή, ενώ η «νέα Ευρώπη» που οικοδομείται διασφαλίζει το Imperium της Γερμανίας.

Το νέο βιβλίο του Κ.Λ, είναι ένα «οδοιπορικό», όπου «βήμα-βήμα» αναλύει, σε σειρά άρθρων και συνεντεύξεων της περιόδου 2010-13, τις σημαντικότερες πτυχές της κρίσης στην Ελλάδα και τις συνέπειες των μέτρων της «τρόϊκας» και των ελληνικών κυβερνήσεων, καταθέτοντας παράλληλα μέτρα πολιτικής με επίκεντρο τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και της χώρας. Ο Κ.Λ. είναι από τους πρώτους που εντόπισαν τις ενδογενείς αντιφάσεις μεταξύ των χωρών του «πυρήνα» και «περιφέρειας» της ευρωζώνης και τις αρνητικές συνέπειες της ΟΝΕ και του ευρώ στις χώρες με χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα θέτοντας με τόλμη την ανάγκη αποδέσμευσης της Ελλάδας από το ευρώ, ως πρώτο βήμα μιας εναλλακτικής πολιτικής προοδευτικής εξόδου από την κρίση.

Το νέο βιβλίο του Κ.Λ. ξεκινά με μια συνέντευξη που έδωσε στις αρχές του 2010 στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Λάρισας, όπου με προφητικό θα λέγαμε τρόπο, παρουσίασε τα αίτια και την εξέλιξη της κρίσης, αλλά και τον κίνδυνο χρεοκοπίας της Ελλάδας, σε αντίθεση με τους συστημικούς αναλυτές της περιόδου, που λοιδορούσαν όσους μιλούσαν για τον κίνδυνο χρεοκοπίας και ορισμένους διανοούμενους της αριστεράς που τους ακολουθούσαν. Ο Κ.Λ. έδειξε ότι η κρίση χρέους ήταν αποτέλεσμα τόσο της πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών, όσο και της δομής της ευρωζώνης. Σε άρθρο του στην αγγλική εφημερίδα «Guardian» την ίδια περίοδο, ανάλυσε το ρόλο της ευρωζώνης στην επιδείνωσης της κρίσης των περιφερειακών οικονομιών. Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των τελευταίων, σε συνδυασμό με το πάγωμα μισθών στη Γερμανία, οδήγησαν σε αύξηση εισαγωγών και υψηλό δημόσιο δανεισμό για κάλυψη των ελλειμμάτων εμπορικού ισοζυγίου και κρατικού προϋπολογισμού. Η απουσία ουσιαστικής εποπτείας από την ΕΚΤ στην ανεξέλεγκτη πιστωτική επέκταση των τραπεζών και στα χαμηλά επιτόκια δανεισμού δημιούργησαν μια ευφορία την αρχική περίοδο. Ωστόσο γρήγορα αποδείχτηκε ότι ο δανεισμός ήταν «παγίδα για τις περιφερειακές χώρες» οι οποίες δημιούργησαν τεράστια χρέη, ενώ η λιτότητα που τους επεβλήθη έγινε όχημα μακροχρόνιας ύφεσης. «Η άρνηση πληρωμών στο χρέος και η επανεξέταση της συμμετοχής τους στο ευρώ δεν είναι πλέον αδιανόητα βήματα», συμπεραίνει ο Κ.Λαπαβίτσας. (σελ.28)

Οι δύο προτάσεις του ήταν «κεραυνός εν αιθρία» για τις δυνάμεις του αστικού συστήματος στην Ελλάδα, ενώ από την άλλη έφεραν σε αμηχανία και τις δυνάμεις της Αριστεράς που κυριαρχούνταν ιδεολογικο-πολιτικά από έναν αφηρημένο «ευρωπαϊσμό». Το ενδεχόμενο της «στάσης πληρωμών» σήμαινε για την κυρίαρχη ελίτ σύγκρουση με τα συμφέροντα των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών (που είχαν τη μεγαλύτερη «έκθεση» σε ελληνικά ομόλογα) και κατ’ επέκταση έθεταν σε κίνδυνο τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη. Οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου, όχι μόνο δεν έκαναν καμία κίνηση αμφισβήτησης της πληρωμής του χρέους (η μόνη που μπορούσε να την βγάλει σχετικά αλώβητη από την κρίση), αλλά έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Με κυρίαρχη γραμμή την επιλογή «πάση θυσία» παραμονή στο ευρώ, προχώρησαν στην υπογραφή των επαχθών δανειακών συμβάσεων με «τρόϊκα» (ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ) και των Μνημονίων, επιβάλλοντας ακραία μέτρα λιτότητας και μερική αναδιάρθρωση χρέους στη συνέχεια (το γνωστό PSI), που διασφάλιζαν τα συμφέροντα των πιστωτών σε βάρος της χώρας. Τα δάνεια «σωτηρίας» της Ελλάδας, στην ουσία είχαν στόχο να σώσουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες και το ευρώ από την κατάρρευση. Γιαυτό έχουν τεράστιες ευθύνες που κάποια στιγμή πρέπει να λογοδοτήσουν στον ελληνικό λαό.

Η πρόταση άρνησης πληρωμών του χρέους, ως μοχλού πίεσης για τη διαγραφή του και αποτροπής των μέτρων λιτότητας, έγινε αντικείμενο έντονης πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα. Η ιδέα δημιουργίας μιας ειδικής επιτροπής ελέγχου του χρέους, για τον εντοπισμό του απεχθούς τμήματος (επονείδιστου και εν πολλοίς παράνομου), οδήγησαν, με τη δραστήρια συμμετοχή του Κ.Λαπαβίτσα στη συγκρότηση Πρωτοβουλίας για δημιουργία «Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου» (ΕΛΕ), η οποία το Μάη 2011 διοργάνωσε στην Αθήνα διεθνές συνέδριο αναδείχνοντας την αναγκαιότητα διαγραφής του σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Κατά τον Κ.Λ. «η ΕΛΕ μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο, συμβάλλοντας στην απαραίτητη διαφάνεια. Θα πρόκειται για μια διεθνή επιτροπή που θα απαρτίζεται από ειδικούς των αναδιαρθρώσεων, νομικούς, ειδικούς του δημοσιονομικού λογιστικού ελέγχου, οικονομολόγους, συνδικαλιστές, εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών και άλλους…. και θα στηρίζεται σε πλήθος άλλων επιτροπών και φορέων που θα μπορούν να κινητοποιήσουν ευρύτερα λαϊκά στρώματα να πιέσουν για διαφάνεια με τον δικό τους τρόπο» (σελ.55). Η ιδέα της ΕΛΕ ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση των κοινωνικών κινημάτων και των πολιτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα στο χώρο της Αριστεράς, στη διεκδίκηση της διαγραφής του χρέους, παρ’ ότι αρχικά υπήρξαν αμφισημίες και ταλαντεύσεις εκ μέρους των ηγεσιών της.

Η εφαρμογή των πολιτικών του Μνημονίου, επιδείνωσε όπως ήταν αναμενόμενο, την ύφεση και επιτάχυνε τις διαδικασίες φτωχοποίησης ευρύτερων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Εκτός από την έκρηξη της ανεργίας, ιδιαίτερα στους νέους, είχαμε ραγδαία μείωση του ΑΕΠ, ένταση της παραγωγικής αποδιάρθρωσης, διάλυση εργασιακών σχέσεων και χειροτέρευση της σχέσης χρέους προς ΑΕΠ. Η ανάγκη διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους ως προϋπόθεση ανακούφισης της ελληνικής κοινωνίας, ήλθε με μεγαλύτερη ένταση στο προσκήνιο. Στις παραμονές των εκλογών του Ιουνίου ’12 ο Κ.Λ. επισημαίνει, ότι το πιο επείγον θέμα για την Ελλάδα σήμερα είναι η απαλλαγή από τα δεσμά του Μνημονίου και η ανόρθωση της οικονομίας και της κοινωνίας, ενώ παράλληλα πρέπει να απαλλαγεί από το άχθος του χρέους. «Χωρίς αυτά τα δύο βήματα δεν πρόκειται να ανασάνει η ελληνική οικονομία». (σελ.90)

Παρά τις αρνητικές συνέπειες του Μνημονίου, η νέα κυβέρνηση που δημιουργήθηκε μετά τις εκλογές (συνεργασία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ), συνέχισε την ίδια πολιτική. Οι όποιες αντιστάσεις και «διαπραγματεύσεις» με την τρόϊκα, έφθαναν στο σημείο που δεν έθεταν σε κίνδυνο τη στρατηγική της παραμονή «πάση θυσία» στην ευρωζώνη. Ως βασικό μοχλό «ενίσχυσης» της ανταγωνιστικότητας, η νέα κυβέρνηση έθεσε την «εσωτερική υποτίμηση» της αξίας της εργατικής δύναμης. Τα εργατικά δικαιώματα τσακίστηκαν, η ανεργία αυξήθηκε, μεγάλα τμήματα των εργαζόμενων εξαθλιώθηκαν, η παραγωγική βάση αποδιαρθρώθηκε, ιδιαίτερα της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής. Η εργατική τάξη δέχτηκε μεγάλα πλήγματα, τόσο με μείωση μισθών και συντάξεων και υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών, όσο με τα πρόσθετα φορολογικά βάρη που εξανεμίζουν διαχρονικά το εργατικό εισόδημα. Σε άρθρο του το καλοκαίρι του 2013, ο Κ.Λ. επισημαίνει ότι καμιά οικονομία του μεγέθους της ελληνικής δεν μπορεί να έχει καλές προοπτικές ανάπτυξης χωρίς ισχυρό δευτερογενή τομέα, ο οποίος φυσικά δε θα προκύψει μέσω χαμηλών μισθών, αποκρατικοποιήσεων και ξένων επενδύσεων, ούτε με «εσωτερική υποτίμηση» αλλά με δημόσια παρέμβαση στο πεδίο της τεχνολογίας, με νέους μηχανισμούς μακροχρόνιας πίστωσης για παραγωγικούς σκοπούς, εκτενείς δημόσιες επενδύσεις, κά. «Αυτές είναι οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα και όχι η κωμωδία που παίζεται σήμερα». (σελ. 104)

Αποφασιστικό βήμα εξόδου από την κρίση, είναι η αποδέσμευση από την ευρωζώνη και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Ωστόσο η ανάκτηση του δικαιώματος της συναλλαγματικής πολιτικής από μόνη της δεν αρκεί, παρ’ ότι μπορεί να τονώσει την εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα και να ενισχύσει τους βαθμούς ελευθερίας στη χάραξη οικονομικής πολιτικής. Χρειάζεται επίσης η άρνηση πληρωμής του χρέους για την άσκηση πίεσης διαγραφής του και ταυτόχρονα η κατάργηση του Μνημονίου. Ο Κ.Λ. δεν υποτιμά τις δυσκολίες και τα προβλήματα που θα προκύψουν με την αποδέσμευση από το ευρώ, αλλά θεωρεί ότι αυτά θα είναι προσωρινά και σε κάθε περίπτωση ασύγκριτα λιγότερα σε σχέση με την παραμονή στην ευρωζώνη (διαρκή λιτότητα, Μνημόνια, κηδεμονία της τρόϊκας κά). Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει «αν η Ελλάδα επιμείνει στην τωρινή πολιτική εντός της ευρωζώνης, η οικονομία της θα συρρικνωθεί και θα λιμνάσει. Η χώρα θα γίνει πιο φτωχή, ηλικιωμένη και βαθιά άνιση γωνιά της Ευρώπης, μια νέο-αποικία σε όλα εκτός από το όνομα… Το κόστος της εξόδου θα είναι σημαντικό, αλλά μάλλον πολύ μικρότερο από τους πρόχειρους υπολογισμούς των ερευνητικών τμημάτων διαφόρων τραπεζών. Θα υπάρξει παράλληλη κυκλοφορία της νέας δραχμής, του ευρώ και πιθανώς άλλων μορφών χρήματος αναγκαστικής κυκλοφορίας…. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων θα χρειαστεί δυναμική κρατική παρέμβαση που θα περιλαμβάνει εθνικοποίηση των τραπεζών, ελέγχους ροής κεφαλαιακών ροών και σειρά διοικητικών μέτρων για να αντιμετωπιστούν οι βραχυπρόθεσμες ελλείψεις. Η Ελλάδα θα μπορέσει κατόπιν να ξεκινήσει την αργή διαδικασία της επούλωσης των πληγών…. Οι προοπτικές ανάπτυξης είναι καλές, αρκεί να χάσουν την ισχύ τους τα διεφθαρμένα και αργυρώνητα στρώματα που κυβερνούν για δεκαετίες». (σελ.76-78)

Τα γεγονότα του ακολούθησαν την τραπεζική κρίση της Κύπρου και την ένταξη της στο μηχανισμό των Μνημονίων, ανέδειξαν συμπεριφορές των κυρίαρχων κύκλων της ευρωζώνης και της ΕΚΤ, που δεν αφήνουν χώρο αμφιβολιών για τα ανύπαρκτα περιθώρια εφαρμογής εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής εντός της ευρωζώνης με προτεραιότητα τα λαϊκά και εθνικά συμφέροντα. Το «ναι» της κυβέρνησης Αναστασιάδη στο Μνημόνιο δεν ήταν μονόδρομος για την Κύπρο. Απεναντίας το «όχι» θα άνοιγε μια ελπιδοφόρα πορεία στη βάση της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό που χρειαζόταν η Κύπρος κατά τον Κ.Λ. «ήταν πολιτική γενναιότητα και ψυχραιμία, προσόντα που δυστυχώς μόνο το ΑΚΕΛ επέδειξε προτείνοντας άλλη πορεία με έξοδο από την ΟΝΕ. Δεν κατάφερε να αποτρέψει το «ναι», έβαλε όμως πολύτιμη παρακαταθήκη για το μέλλον. Η ριζοσπαστική του πρόταση ήλθε ακριβώς τη στιγμή που η ευρωπαϊκή Αριστερά άρχισε επιτέλους να αντιλαμβάνεται ότι στα λαϊκά στρώματα της Ευρώπης φουσκώνει η αγανάκτηση με το ευρώ, όπως δείχνουν οι πρόσφατες δηλώσεις του Όσκαρ Λαφοντέν στη Γερμανία. Οι εξελίξεις προοιωνίζονται γοργές και στην ευρωπαϊκή πολιτική και στην κυπριακή κοινωνία». (σελ.122)

Το τελευταίο κείμενο στο βιβλίο «Λέξη προς Λέξη», γραμμένο από τον Κ.Λ. στις 7.7.13, αφιερώνεται στο ΣΥΡΙΖΑ, όπου θέτει το κρίσιμο ερώτημα: «Θέλει και  μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει στάση πληρωμών»; Εξετάζοντας τις θέσεις του, σημειώνει από τη μια ότι «στόχος του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είναι η επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων, η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και η αποπληρωμή όσου απομένει μετά από μια περίοδο χάριτος – ανάλογα με το ρυθμό ανάπτυξης….. Ωστόσο δεν αναφέρει πουθενά ότι θα προβεί σε μονομερείς ενέργειες, ούτε και υπάρχει λέξη για διακοπή πληρωμής των τόκων όσο θα διαρκεί η διαπραγμάτευση…. Μας πληροφορεί ότι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων είναι πιθανόν να υπάρξουν εκβιασμοί …τους οποίους θα αντιμετωπίσει με όλα τα όπλα που διαθέτει».

Ο Κ.Λ. διακρίνει ένα έλλειμμα σαφήνειας στην επίσημη θέση του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το θέμα της στάσης πληρωμών και στην άσκηση πίεσης για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, το οποίο σε συνδυασμό με τις αμφίσημες τοποθετήσεις στο θέμα της ευρωζώνης («καμιά θυσία για το ευρώ» και ταυτόχρονα «παραμένουμε στην ευρωζώνη»), μειώνουν την αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ στην εφαρμογή των διακηρύξεων του. Όπως επισημαίνει, «είναι πολύ πιθανό, οι διαμορφωτές της πολιτικής του γραμμής να ενοχλούνται σφόδρα από τη συνεχή ανακίνηση του θέματος της στάσης πληρωμών και της εξόδου από το ευρώ. Μπορεί ακόμα και να πιστεύουν ότι κάμει ζημιά στις προοπτικές της κυβέρνησης της Αριστεράς… Στην πραγματικότητα όμως η χώρα δεν έχει άλλο διαπραγματευτικό χαρτί από το να θέσει η ίδια θέμα εξόδου από την ΟΝΕ και παύση πληρωμών. Μόνο με αυτό το ενδεχόμενο στο τραπέζι μπορεί η Ελλάδα να αποκτήσει ρόλο στη διαπραγμάτευση, αντί να άγεται και να φέρεται από τους δανειστές. Αλίμονο της όμως αν το κάνει χωρίς να το εννοεί και χωρίς να είναι προετοιμασμένη τεχνικά, πολιτικά και ψυχολογικά». (σελ.158, 111)

Η τελευταία επισήμανση αποτελεί όντως κρίσιμο στοιχείο στην αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ. Η πορεία προς την κυβερνητική εξουσία και κυρίως η διατήρηση της με την υλοποίηση του προγράμματος του, δεν θα είναι περίπατος, αλλά πορεία σκληρών αγώνων με τις δυνάμεις του συστήματος, εντός και εκτός της χώρας. Κατά συνέπεια η σαφήνεια στη στρατηγική, η πολύπλευρη προετοιμασία, η συσπείρωση και μαχητική ανάταση του λαού, με στόχο τη μεγάλη ανατροπή που χρειάζεται ο τόπος, είναι πολύ κρίσιμο ζήτημα. Οι αντιφάσεις, ελλείψεις, ψευδαισθήσεις κά, δεν επιλύονται με υπεκφυγές του «τύπου» ό,τι ορισμένοι επιχειρούν να βάλουν τάχα «αριστερόμετρο» σε άλλους. Αντίθετα η γόνιμη κριτική και η ολόπλευρη θεώρηση των προβλημάτων για νικηφόρα έκβαση του αγώνα της μεγάλης ανατροπής που επωάζεται στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, αποτελεί προϋπόθεση να ανοίξει ο δρόμος σε ένα ελπιδοφόρο μέλλον στη χώρα και στον ελληνικό λαό.

Το νέο βιβλίο του Κ.Λ. συμβάλλει σε αυτήν την κατεύθυνση και γιαυτό αξίζει να διαβαστεί, ιδιαίτερα από τους νέους.

                                                                                 

 

 

 

 

 

Γράψτε σχόλιο