Πώς αντέδρασε το αμερικανικό προλεταριάτο κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1929 *

του Bruno Astarian

Η σημερινή οικονομική κρίση συχνά παρομοιάζεται με τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Για μας και οι δύο είναι εποχές στις οποίες ο καπιταλισμός δυσκολεύεται να αναπαράγει τον εαυτό του. Αν κοιτάμε πίσω στην ιστορία είναι πάντα για δύο λόγους: πρώτον, για να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος και δεύτερον, για να εμπνευστούμε. Πιστεύουμε ότι η παρακάτω αφήγηση βοηθάει και στα δύο.

Κατά τα χρόνια 1930-33 η κατάσταση του αμερικανικού προλεταριάτου χειροτέρευσε δραματικά. Αν και δεν έβαλε την καπιταλιστική κυριαρχία στην άκρη, το προλεταριάτο κάθε άλλο παρά απαθές ήταν στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Εδώ θα συνοψίσω τις διάφορες μορφές και φάσεις της αντίστασης του αμερικανικού προλεταριάτου στην επιδείνωση των όρων αναπαραγωγής του.

Μετά από μια πολύ σύντομη παρουσίαση της καπιταλιστικής επίθεσης κατά τη διάρκεια της κρίσης, θα αναφέρω με χρονολογική σειρά τους αγώνες των προλετάριων. Όπως θα δούμε, κατευθείαν με το ξέσπασμα της κρίσης η επιβίωση ήταν ο κύριος λόγος κινητοποίησης για τους άνεργους προλετάριους. Αργότερα οι αγώνες στράφηκαν στα ζητήματα των μισθών και των εργασιακών συνθηκών.

Ι.  καπιταλιστική επίθεση / αυξανόμενη ανεργία / μείωση μισθών

Η οικονομική κρίση ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1929. Τα επόμενα χρόνια η ανεργία εκτοξεύτηκε (2,7 εκατομμύρια περισσότεροι άνεργοι, σύμφωνα με επίσημες στατιστικές). Τέσσερα χρόνια αργότερα έφθασε στο υψηλότερο σημείο (σχεδόν 13 εκατομμύρια άνεργοι). Οι μισθοί μειώνονταν συνεχώς την ίδια περίοδο με το δείκτη μισθών το 1933 να αποτελεί λιγότερο από το 75% του αντίστοιχου το 1929.

ΙΙ.  Οι διάφορες μορφές της προλεταριακής αντίστασης

Οι πρώτοι αγώνες προφανώς σχετίζονταν με την ανεργία: διαδηλώσεις για περισσότερες παροχές, πορείες για την πείνα, λεηλασίες, ομάδες αυτοβοήθειας κ.λ.π. Οι συγκρούσεις όσον αφορά την ίδια την εργασία μπήκαν αργότερα στο παιχνίδι, αρχικά ενάντια στις περικοπές των μισθών.

ΙΙ -1. Οργάνωση και αγώνες των ανέργων

Από τις αρχές του 1930, οι προλετάριοι λόγω της ανεργίας και της απουσίας επιδομάτων ανεργίας αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε κάθε είδους μέσα, συχνά μαζικά και σε πολλές περιπτώσεις οργανωμένα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα κατάφερε να μείνει ορατό σε αυτό το μέτωπο. Μέσα στο 1930 οργάνωσε καταλήψεις δημαρχείων από ανέργους και δημιούργησε το “Εθνικό Συμβούλιο Ανέργων” με πολλές τοπικές οργανώσεις, που έγινε γνωστό για την αντίσταση στις εξώσεις μαύρων από τα σπίτια τους. Την ίδια χρονιά εμφανίζονται πολλά ‘’εγκλήματα λόγω ανεργίας’’, π.χ. η αυθόρμητη επίθεση σε δύο φορτηγά μεταφοράς αρτοποιημάτων στο Μανχάταν.

ΙΙ -1-1. Οργανωμένες λεηλασίες – Πορείες πείνας

Άλλες πρωτοβουλίες ξεκίνησαν από ανέργους το 1931, όπως η λεηλασία των καταστημάτων. Τον Ιούλιο του 1931 300 άνεργοι διαδήλωσαν ενάντια σε καταστηματάρχες στην Henryetta της Οκλαχόμα απαιτώντας τρόφιμα, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πρόκειται για επαιτεία και απειλώντας να χρησιμοποιήσουν βία αν χρειαστεί. Το 1932, οι οργανωμένες λεηλασίες είχαν γίνει εθνικό φαινόμενο. Τις περισσότερες φορές οι καταστηματάρχες δεν καλούσαν την αστυνομία. (I. Bernstein, The Lean Years, σ. 422)

Υπήρξαν πολλές πορείες πείνας με τις περισσότερες να περιορίζονται σε μία μόνο πόλη ή περιοχή. Παράδειγμα η Πορεία Κατά της Πείνας που οργάνωσε το Κ.Κ. το Δεκέμβριο του 1931 με τη συμμετοχή 71 φορτηγών και 1.600 διαδηλωτών. Το κύριο αίτημά τους: επιδόματα ανεργίας.

Τον Ιανουάριο του 1932 12.000 άτομα βάδισαν από την Πενσυλβανία στην Ουάσιγκτον, απαιτώντας μέτρα ανακούφισης, δημόσια έργα και φορολογία των πλουσίων.

Το Μάρτη του 1932 ήρθαν οι ταραχές στο Dearborn: Το Κ.Κ. οργάνωσε μια πορεία 3.000 ανέργων στο εργοστάσιο της Ford στο River Rouge. Απαιτούσαν εργασία, καταβολή του πενήντα τοις εκατό των μισθών τους, 7 ώρες εργάσιμης ημέρας, επιβράδυνση του ρυθμού της παραγωγής, καμιά διάκριση εναντίον των μαύρων, δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, δωρεάν κάρβουνο, ανάληψη των υποθηκών από τις εταιρίες, 50 δολάρια επίδομα χειμώνα κ.α. Η αστυνομία άνοιξε πυρ στο πλήθος, σκοτώνοντας αρκετούς διαδηλωτές. Για την κηδεία έγινε μια τεράστια διαδήλωση, αλλά από το Κ.Κ. δε δόθηκε καμία συνέχεια.

ΙΙ-1-2. Αντιπραγματισμός2 και άλλες μέθοδοι επιβίωσης.

Εν τω μεταξύ οι άνεργοι άρχισαν να συγκεντρώνονται για να οργανώσουν την επιβίωσή τους. Συγκροτούν κέντρα αυτοβοήθειας  για να προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες επιβίωσης σε κατάσταση ανεργίας.

Στις αστικές περιοχές

Το πρώτο κέντρο αυτοβοήθειας, που έγινε στο Σιάτλ το καλοκαίρι του 1931, ονομάστηκε Unemployed Citizen’s League (Σύνδεσμος  Άνεργων Πολιτών). Από 12.000 μέλη στα τέλη του 1931 έφτασε να αριθμεί 80.000 σε όλη την Πολιτεία της Ουάσιγκτον ένα χρόνο αργότερα. Ο στόχος ήταν τριπλός: αυτοβοήθεια, περίθαλψη, αναζήτηση εργασίας. Η πόλη είχε διαιρεθεί σε 22 κέντρα, το καθένα από τα οποία έστελνε 5 μέλη σε μια εβδομαδιαία κεντρική συνάντηση. Δεν υπήρχε καμιάς μορφής αμοιβή, ενώ εθελοντές χειρίζονταν τη γραμματεία.

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του ’31 ο Σύνδεσμος λειτούργησε αρκετά καλά, κανόνιζε ανταλλαγές, πήρε άδεια από κάποιους αγρότες για το μάζεμα πατατών ή φρούτων από τα χωράφια τους, πήρε δάνεια για αγορά οχημάτων, οργάνωσε τις γυναίκες στην ανταλλαγή ραπτικής με προϊόντα. Από το χειμώνα του ’31-’32 τα πράγματα πήραν στροφή προς το χειρότερο και ο Σύνδεσμος ζήτησε χρηματοδότηση από το δήμο, την οποία και έλαβε. Ο Σύνδεσμος αντικατέστησε την κοινωνική πρόνοια της πόλης, όντας αρκετά αποτελεσματικός και ικανός στη διαχείριση των οικονομικών θεμάτων (το ένα τρίτο των ψηφοφόρων ανήκαν στο Σύνδεσμο). Ο νέος δήμαρχος όμως επανάκτησε τον έλεγχο πάνω στην κοινωνική πρόνοια και απείλησε με βία ενάντια στις διαδηλώσεις των ανέργων.

Κατά την ίδια περίοδο, παρόμοιες ενέργειες εμφανίστηκαν στην Καλιφόρνια. Ανταλλαγή χωρίς την χρήση χρήματος αναπτύχθηκε και στην πολιτεία του Λος Άντζελες, με την έκδοση πρόχειρων τοπικών χαρτονομισμάτων. Τα τοπικά χαρτονομίσματα χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και για την ανταλλαγή με εργασία, πράγμα παράνομο, που γρήγορα έφερε την επίθεση από τα συνδικάτα. Στις αρχές του 1933, οι κομμουνιστές άρχισαν να διεισδύουν στο κίνημα του Λος Άντζελες.

Το κίνημα αυτοβοήθειας εξαπλώθηκε από τη Δυτική Ακτή στο υπόλοιπο της χώρας με κύριο στόχο την οργάνωση κέντρων αντιπραγματισμού. Παρ’ όλα αυτά, τα μέλη του κινήματος – συνολικά 300.000, οργανωμένα σε 330 κέντρα σε 37 πολιτείες- ήταν ελάχιστα σε σύγκριση με το συνολικό πληθυσμό ανέργων. Επιπλέον, το σύστημα αντιπραγματισμού έπεσε σύντομα θύμα παραχαρακτών που κατασκεύαζαν ψεύτικα τοπικά χαρτονομίσματα, όπως συνέβη και στην Αργεντινή κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2001.

Επιστροφή στην επαρχία

Κατά τη διάρκεια της ύφεσης αναπτύχθηκε μια ξεκάθαρη τάση επιστροφής στην επαρχία, που υποστηρίχθηκε από τους επιχειρηματίες και τις αρχές με τη χορήγηση δημόσιου χρήματος για την αγορά μικρών αγροκτημάτων από το 1931. Αυτά τα δάνεια μάλλον σχεδιάστηκαν από τις αρχές με σκοπό να ξεφορτωθούν τους ανέργους από τις πόλεις.

Παράνομη εξόρυξη άνθρακα

Αυτή η πρακτική, ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Πενσυλβανία, εκτελούνταν από κάποια μικρή ομάδα ατόμων που έσκαβε μια τρύπα σε εδάφη μιας εταιρείας εξόρυξης. Το 1931 ο “κλεμμένος” άνθρακας υπολογίζονταν περίπου στους 500.000 τόνους. Από το 1933 είχε εξελιχθεί σε μια μικρής κλίμακας βιομηχανία, από την οποία εξαρτιόνταν  ολόκληρες πόλεις  για την επιβίωσή τους. Οι ανθρακωρύχοι απέκτησαν φορτηγά για να πωλούν στην πόλη την δική τους παραγωγή άνθρακα. Αυτή η δραστηριότητα δημιούργησε περίπου δεκαπέντε με είκοσι χιλιάδες θέσεις εργασίας. Η εκτιμώμενη παραγωγή το 1934 ήταν πέντε εκατομμύρια τόνοι.

Οι εξορύξεις αυτού του είδους αποτέλεσαν μια μορφή αυτοδιαχείρισης, που χρησίμευσε ως πρότυπο για τη μελλοντική επανάσταση. Ο Mattick υποστήριξε αυτή τη δράση, η οποία κατά την άποψή του, έδειξε ότι: “Όλα αυτά είναι πράγματι αναγκαία να γίνουν από τους εργάτες προκειμένου να αποτρέψουν τη μιζέρια τους, να εκτελούν απλά πράγματα, μακριά από τις παγιωμένες αρχές της ιδιοκτησίας … και να αρχίσουν να παράγουν για τον εαυτό τους … Η απουσία της σοσιαλιστικής ιδεολογίας που δυστυχώς υπήρχε ανάμεσα στους εργάτες, στην πράξη δεν τους εμπόδιζε από το να ενεργούν αντικαπιταλιστικά, σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες. [Η δράση των ανθρακωρύχων] είναι μια σημαντική εκδήλωση ταξικής συνείδησης –που δείχνει ότι τα ζητήματα των εργατών μπορούν να επιλυθούν μόνο από τους ίδιους.” (Quoted by Howard Zinn, A People’s History of America, σ. 386)

II-2 Τα τρία κύματα απεργιών στη δεκαετία του ‘30

Κύματα απεργιών εμφανίζονται κατά το 1932, το 1934 και στη συνέχεια από το 1937. Αυτά τα τρία κύματα διαφέρουν μεταξύ τους στη φύση τους, ενώ μόνο τα δύο πρώτα αντανακλούν αυθεντικά την αντίδραση των εργατών στο ξέσπασμα της κρίσης του 1929.

II-2-1 Πρώτο κύμα απεργιών (1932)

Οι απεργίες γίνονται ενάντια στις περικοπές μισθών που προωθούν οι εργοδότες.

Απεργία ανθρακωρύχων στο Ιλλινόις

Τον Απρίλιο του ’32 η  United Mineworkers of America (Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής) υπέγραψε συμφωνία για τη μείωση των μισθών. Οι 150.000 απεργοί την απέρριψαν δύο φορές. Οι απεργοί δέχτηκαν ένοπλες απειλές. Τον  Αύγουστο του 1932 25.000 ανθρακωρύχοι βάδισαν προς την πόλη Franklin. Η αστυνομία άνοιξε πυρ όταν διέσχισαν τα όρια της πόλης, σκοτώνοντας αρκετούς ανθρώπους. Η εξέγερση όμως κέρδισε έδαφος και τελικά έγινε αναγκαία η επέμβαση της Εθνικής Φρουράς, που τρομοκράτησε ολόκληρη την περιοχή.

Απεργία εργαζομένων κλωστοϋφαντουργίας στη Βόρεια Καρολίνα

Τον Ιούλιο του ’32, αρκετές εκατοντάδες εργαζομένων σε έξι εργοστάσια καλτσοποιίας στο High Point κατέβηκαν σε απεργία κατά της περικοπής του 25% της αμοιβής τους με το κομμάτι (η δεύτερη στο ίδιο έτος). Το κίνημα εξαπλώθηκε σε όλη την περιοχή. Την επόμενη μέρα εκατό εργοστασιακές μονάδες από τον τομέα των επίπλων έκλεισαν. Η γενική απεργία άρχισε στα Kernesville, Jamestown, Lexington, και Thomasville. Δυο μέρες μετά απεργοί στο High Point λεηλάτησαν ένα κινηματογράφο, στον οποίο τους είχαν αρνηθεί την είσοδο χωρίς εισιτήριο. Δεδομένου ότι η απεργία εξαπλωνόταν, με τη μεσολάβηση του κυβερνήτη οι περικοπές των μισθών στο High Point ακυρώθηκαν. Οι απεργοί επέστρεψαν στην δουλειά τους σταδιακά. Το κίνημα ήταν απολύτως αυθόρμητο, χωρίς οργανωτές από το Κομμουνιστικό Κόμμα ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα. Ωστόσο, οδήγησε στο σχηματισμό στο High Point ενός εργοστασιακού συνδικάτου3, που την εποχή εκείνη μετρούσε 4.000 μέλη. (I. Bernstein, The Lean Years, and J. Brecher, Strike!, σ. 148)

II-2-2  Το New Deal (1933)

Η ψήφιση του National Industrial Recovery Act4 (NIRA -Νόμος για την Εθνική Βιομηχανική Ανάκαμψη ) άνοιξε το δρόμο για μια νέα ώθηση στην οικονομία με βάση το κεϋνσιανό μοντέλο. Στο περίφημο άρθρο 7 αναγνωριζόταν το δικαίωμα οργάνωσης σε συνδικάτα, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να συρρέουν σ’ αυτά. Έλπιζαν ότι με τη βοήθεια του Ρούζβελτ τα συνδικάτα θα ανάγκαζαν τους εργοδότες να πάρουν πίσω τις μειώσεις των μισθών και την αύξηση του ρυθμού της παραγωγής –δύο ζητήματα που θίχτηκαν σε πολλούς τομείς. Τα συνδικάτα καλωσόρισαν τα νέα μέλη, προσπαθώντας ορισμένες φορές να τους οργανώσουν κλαδικά, χωρίς αυτό να γίνει αποδεκτό από τους ίδιους τους εργαζόμενους (π.χ. Akron). Ωστόσο, δεν έδειξαν μεγάλη μαχητικότητα στα ζητήματα των εργαζομένων. Ένα νέο κύμα απεργιών, συχνά άγριων, θα ακολουθούσε.

II-2-2 Δεύτερο κύμα των απεργιών (1934)

Ακολουθούν περιγραφές απεργιών που είναι οι πιο γνωστές, θεωρώντας ότι είναι αρκετά αντιπροσωπευτικές ενός ευρύτερου κινήματος.

Απεργία της Longshoremen στη Δυτική Ακτή

Μετά την ψήφιση του NIRA οι εργαζόμενοι εντάχθηκαν μαζικά στα συνδικάτα. Χαρακτηριστικά το 1933, το 95% των λιμενεργατών του Σαν Φρανσίσκο ανήκε στην International Longshoremen’s Association (ILA -Διεθνής Ένωση Φορτοεκφορτωτών Πλοίων).

Το 1934, η βάση του ILA πίεζε την ηγεσία της Ένωσης να αμφισβητήσει  μια διαδικασία που οι ίδιοι ονόμαζαν «σκλαβοπάζαρο», με τους εργοδηγούς να διαλέγουν κάθε πρωί εκείνους που ήθελαν για την ημέρα. Οι φορτοεκφορτωτές απαίτησαν την αντικατάσταση με ένα σύστημα προσλήψεων κάτω από τον έλεγχο του συνδικάτου. Οι γραφειοκράτες του ILA δεν τους υποστήριζαν. Μέλη του Κ.Κ. ήταν ενεργά στη βάση.

Η ηγεσία του ILA πρότεινε συμβιβασμό με τα αφεντικά που δεν έγινε δεκτός και το Μάιο του 1934 οι φορτοεκφορτωτές αποχώρησαν από κάθε λιμάνι της Δυτικής Ακτής.  Μέσα σε τέσσερις ημέρες οι οδηγοί φορτηγών αποφάσισαν να μην μεταφέρουν εμπορεύματα που εκφορτώνονταν από απεργοσπάστες. Άλλοι ναυτεργάτες (ναύτες, καμαρότοι, μάγειρες, πυροσβέστες κλπ.) εντάχθηκαν στο κίνημα. Στις 21 Μαΐου συστάθηκε η Κοινή Επιτροπή Απεργίας Ναυτεργατών, με εκπροσώπους από κάθε συνδικάτο που συμμετείχε στην απεργία. Η απεργία, όχι χωρίς συγκρούσεις, κράτησε για εβδομάδες. Πολλές απόπειρες διαμεσολάβησης αποδοκιμάστηκαν από τη βάση. Δυο μήνες αργότερα, στο τέλος μιας μέρας συγκρούσεων, ο κυβερνήτης κάλεσε την Εθνική Φρουρά. Οι απεργοί επέστρεψαν στη δουλειά.

Η βίαιη καταστολή ισχυροποίησε την ιδέα για μια γενική απεργία, που συζητιόταν εδώ και βδομάδες από τα συνδικάτα της AFL5 . Παρά τη διαφωνία της ηγεσίας της AFL στο Σαν Φρανσίσκο, η γενική απεργία ξέσπασε στα μέσα Ιουλίου. Περίπου 130.000 εργαζόμενοι προχώρησαν σε απεργία και η πόλη ουσιαστικά παρέλυσε. Η AFL προσπάθησαν να ελέγξει την απεργία με τη θέσπιση της  Γενικής Επιτροπής Απεργίας, η οποία έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να σαμποτάρει τις πρωτοβουλίες της βάσης. Η γενική απεργία έληξε μετά από τέσσερις ημέρες, και ο φορτοεκφορτωτές υποχώρησαν στα σημαντικότερα αιτήματά τους. (Brecher, Strike!, σ. 150)

Μινεάπολη, απεργία οδηγών φορτηγού

Στις αρχές του 1934, το συνδικάτο μπλόκαρε τις 65 από τις 67 υπαίθριες αποθήκες κάρβουνου της πόλης διεκδικώντας την επίσημη αναγνώρισή του. Το πέτυχε μέσα σε τρεις μέρες και στο εργοστασιακό συνδικάτο συνέρρευσαν χιλιάδες νέα μέλη. Υποτίθεται ότι τον τοπικό έλεγχο του συνδικάτου τον είχαν τροτσκιστές.

Μόλις αναγνωρίστηκε, το συνδικάτο προσπάθησε να καταλήξει σε συμφωνία με τους εργοδότες, οι οποίοι αρνήθηκαν. Το Μάιο του ’34 οργανώνει απεργία. Η πόλη αποκλείστηκε και οι μεταφορές παρέλυσαν. Η απεργία ήταν πολύ καλά οργανωμένη, με το επιτελείο να βρίσκεται σε ένα γκαράζ στο κέντρο, σε συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία με όλα τα μέλη σε πικετοφορία. Κάθε στιγμή υπήρχαν τουλάχιστον 500 άτομα στο επιτελείο, έτοιμα να στηρίξουν άμεσα τα μέλη σε πικετοφορία οπουδήποτε  στην πόλη. Στο γκαράζ σερβίρονταν 1000 γεύματα τη μέρα από 120 μάγειρες, υπήρχε ομάδα ιατρικής βοήθειας και ομάδα μηχανικών για τη συντήρηση των 100 οχημάτων της απεργιακής επιτροπής. Η επίσημη απεργιακή επιτροπή αποτελούνταν από 100 μέλη της βάσης. Συνελεύσεις γίνονταν τακτικά.

Η αντεπίθεση των αφεντικών επίσης ήταν πολύ καλά οργανωμένη, συσπειρωμένη γύρω από τη Συμμαχία Πολιτών, που είχε φροντίσει να κρατήσει τα συνδικάτα έξω από την πόλη για 25 χρόνια.

Συνέβαιναν ανοιχτές μάχες. Η δεύτερη μάχη, την ενδέκατη μέρα της απεργίας, ήταν μια αδιαμφισβήτητη νίκη των εργατών, οι οποίοι συμμετείχαν μαζικά και εκδίωξαν τους μπάτσους από την πόλη. Αν και τίποτα δεν είχε διευθετηθεί, η δουλειά ξανάρχισε, ενώ κάθε πλευρά προετοιμαζόταν για την επόμενη αιτία αντιπαράθεσης. Τον Ιούλιο μια δεύτερη απεργία ξέσπασε, ακόμα καλύτερα οργανωμένη από αυτή του Μαΐου και υποστηρίχθηκε σθεναρά από την κοινή γνώμη. Την τέταρτη μέρα η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους. Αυτό πυροδότησε τεράστιες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Ο κυβερνήτης κήρυξε πολεμικό νόμο και κάλεσε την Εθνοφρουρά. Οι πικετοφορίες άρχισαν όμως ξανά με ανανεωμένη θέρμη. Οι αρχές, οι οποίες είχαν συλλάβει τα ηγετικά μέλη και είχαν καταλάβει το επιτελείο της απεργίας, αναγκάστηκαν να αποτραβηχτούν και στη θέση τους κατέλαβαν την έδρα της Συμμαχίας Πολιτών. Μετά από ένα μήνα απεργίας με την πόλη ακινητοποιημένη, οι εργοδότες υποχώρησαν.

Απεργία κλωστοϋφαντουργών, Σεπτέμβριος 1934

Η βιομηχανία απάντησε στην κρίση με περικοπή μισθών και ωρών εργασίας. Η United Textile Workers (UTW  -Ένωση Εργατών Κλωστοϋφαντουργίας) συνεργάστηκε ανοιχτά και απομόνωσε την πρώτη απεργία (Αλαμπάμα, Ιούλιος ’34). Τελικά μια γενική απεργία από όλους τους εργάτες στην κλωστοϋφαντουργία ξέσπασε στις 3 Σεπτεμβρίου. Δύο ημέρες μετά 65.000 εργάτες βγήκαν στους δρόμους στη Βόρεια Καρολίνα, ενώ συνολικά 325.000 εργάτες απεργούσαν. Τα «ιπτάμενα σμήνη», μια τακτική αποτελεσματική και σε ευρεία χρήση, αποκηρύχθηκε από την ηγεσία της UTW. Πενήντα σμήνη στην Καρολίνα αποτελούμενα από 200 έως 650 απεργούς το καθένα, εξασφάλιζαν ότι στις πόλεις μέσα στις οποίες κινούνταν, τα κλωστήρια θα έμεναν κλειστά. Μέσα σε μια βδομάδα κλήθηκε η Εθνική Φρουρά και κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος, ενώ οι ιδιοκτήτες των κλωστηρίων επιστράτευαν πολυάριθμους ιδιωτικούς φρουρούς. Μετά από μια ένοπλη αντιπαράθεση, στην οποία σκοτώθηκαν 7 απεργοί, η απεργία έγινε ισχυρότερη οργανωτικά και κέρδισε την υποστήριξη εργατών και σε άλλους βιομηχανικούς κλάδους, παρά την αποτροπή της AFL. Μέσα σε λίγες μέρες η απεργία εξαπλώθηκε κατά μήκος της Ανατολικής Ακτής. Μετά από νικηφόρες μάχες των απεργών με την Εθνοφρουρά, ο κυβερνήτης κάλεσε σε βοήθεια ομοσπονδιακά στρατεύματα. Με την έγκριση των συνδικάτων δήλωσε ότι αυτή δεν ήταν μια απεργία του τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, αλλά μια κομμουνιστική εξέγερση.

Στις 20 Σεπτεμβρίου, παρόλο που νέοι απεργοί εξακολουθούσαν να εντάσσονται στο κίνημα (421.000 στο απόγειό του), ορισμένα κλωστήρια ξανάρχισαν να δουλεύουν. Η Εξεταστική Επιτροπή που διορίστηκε από τον  Ρούζβελτ κάλεσε τους απεργούς να σταματήσουν την απεργία και δεσμεύτηκε ότι θα μελετήσει τα διάφορα ζητήματα της αντιπαράθεσης. Η Επιτροπή Απεργίας αντιμετώπισε αυτή την έκβαση ως νίκη και, στις 22 Σεπτεμβρίου, ζήτησε από τους απεργούς να επιστρέψουν στη δουλειά.

II-2-3 Σημαντική άνοδος των άγριων καθιστικών απεργιών (wildcat sit-down)

Οι απογοητευμένοι εργάτες έφευγαν μαζικά από τα συνδικάτα. Μια νέα τακτική εμφανίστηκε –η καθιστική απεργία- που ξεκάθαρα πηγάζει από την απειθαρχία των εργατών στη μαζική παραγωγή. Η καθιστική απεργία είναι μια μορφή άγριας απεργίας μέσα στο χώρο εργασίας. Συχνά είναι μερική, σύντομη («quickies»), αλλά προκαλεί μεγάλη αναστάτωση στη  γραμμή παραγωγής. Αυτή η μορφή αγώνα φαίνεται ότι αντιστοιχεί συγκεκριμένα στο φορντικό μοντέλο της μαζικής παραγωγής. Οι άγριες καθιστικές απεργίες υποσκελίστηκαν από τις καταλήψεις εργοστασίων χάρη στην πειθώ των συνδικαλιστικών ηγεσιών.

II-2-4 Το τρίτο κύμα των απεργιών: καταλήψεις εργοστασίων 1936-7

Goodyear (Akron), Φεβρουάριος-Μάρτιος, 1936

Μετά από αρκετές προσπάθειες, μια καθιστική απεργία ξέσπασε στις 14 Φεβρουαρίου του 1936. Το συνδικάτο οδήγησε τους εργάτες έξω από το εργοστάσιο. Την έκτη ημέρα της απεργίας, η C.I.O.6 έστειλε εκπροσώπους και η  United Rubber Workers (Ένωση Εργατών Ελαστικών) τελικά επικύρωσε την απεργία. Μέχρι τότε όμως όλα  είχαν γίνει από τη βάση: πικετοφορίες γύρω από το εργοστάσιο που είχε τεράστια περίμετρο, συντονισμός της απεργίας εκλεγμένος από τους ίδιους τους απεργούς, ένα συσσίτιο σούπας. Αργότερα, λόγω της  φήμης για επίθεση κατά των απεργών, το συνδικάτο ενημέρωνε όλη τη νύχτα τους εργάτες μέσω ραδιοφώνου, για να είναι έτοιμοι να σπεύσουν όπου χρειαζόταν. Πρόταση για τη διαμεσολάβηση από τον Ρούσβελτ απορρίφθηκε από τους εργάτες. Μετά από περισσότερο από ένα μήνα, η Goodyear δέχθηκε σχεδόν όλα τα αιτήματα, όχι όμως και την αναγνώριση του συνδικάτου. Η απειθαρχία των εργατών παρέμεινε σημαντική και μετά την επιστροφή τους στο εργοστάσιο, με πολλές καθιστικές απεργίες. Η κατάσταση αυτή φέρνει στο νου την εξέγερση των εργατών μαζικής παραγωγής κατά τη δεκαετία του ΄60.

Αυτοκινητοβιομηχανία 1936-37

Η ίδια ατμόσφαιρα επικρατούσε και στην αυτοκινητοβιομηχανία, όπου η αύξηση του ρυθμού παραγωγής δημιουργούσε συνεχώς δυσαρέσκεια. Οι εργάτες οργανώνονταν ανεπίσημα με σκοπό να αντισταθούν στις πιέσεις των εργοδοτών. Ήδη από το 1934, η ένταση αυξανόταν στην αυτοκινητοβιομηχανία, με τους εργάτες μαζικά να πιέζουν τα συνδικάτα προς την οργάνωση μιας απεργίας. Η AFL ωστόσο έβαζε συνεχώς φρένο. Τελικά η ηγεσία της AFL ζήτησε από τον πρόεδρο Ρούσβελτ να παρέμβει και να απαιτήσει την αναβολή της απεργίας. Οι τοπικοί εκπρόσωποι συμφώνησαν τελικά να την ακυρώσουν, παρόλο που ο συμβιβασμός που πρότεινε ο Ρούσβελτ ήταν στην πραγματικότητα μεγάλη ήττα για τους εργάτες. Αυτοί σύντομα συνειδητοποίησαν ότι είχαν προδοθεί και εγκατέλειψαν το συνδικάτο. Όσοι με αγωνιστική διάθεση παρέμειναν στράφηκαν προς τη CIO. (Αυτή την περίοδο η CIO ήταν ακόμα μέρος της AFL.) Αυτό ήταν και το σημείο εκκίνησης για τις καθιστικές απεργίες στην αυτοκινητοβιομηχανία. Η αναδυόμενη συμμαχία των εργοστασιακών συνδικάτων της CIO καθοδήγησε αυτό το κύμα της αμφισβήτησης στο να βγάλει ρίζες και να κερδίσει την αναγνώριση των συνδικάτων από τα αφεντικά. Στα τέλη του 1936 πολλές απεργίες ξέσπασαν στην αυτοκινητοβιομηχανία, συνήθως με πρωτοβουλία της βάσης (οργανωμένης ή μη σε συνδικάτα) και ενάντια στη βούληση των στελεχών της United Auto Workers (UAW -Ένωση Εργατών Αυτοκινητοβιομηχανίας).

General Motors, 18 Νοεμβρίου 1936 – 11 Φλεβάρη 1937

Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο ξεκίνησε και η μεγάλη απεργία στη GM. Για μήνες, τα συνδικάτα, ακόμη και σε τοπικό επίπεδο, ήταν εμφανώς μη αναμεμειγμένα στις πολλές καθιστικές απεργίες που συνέβαιναν. Ωστόσο, το Δεκέμβριο του 1936, το συνδικάτο μετέτρεψε την καθιστική απεργία σε κατάληψη εργοστασίου. Συνοπτική παρουσίαση:

•  Ατλάντα, εργοστάσιο Fisher Body, 18/11/36: Εικοσιτετράωρη κατάληψη του εργοστασίου.

•  Kansas City, 15/12/36: Κατάληψη του εργοστασίου για να διαμαρτυρηθούν για την απόλυση ενός μέλους του συνδικάτου. Το συνδικάτο έληξε την κατάληψη (αλλά όχι και την απεργία) λόγω των δυσκολιών στη σίτιση των καταληψιών.

• Κλίβελαντ, 28/12/36: Απεργία με πρωτοβουλία της βάσης. Η διοίκηση απαίτησε την εκκένωση του εργοστασίου. Έφυγαν όλοι εκτός από 259 υπαλλήλους (από τους 7200).

•  Flint, 30/12/36: Τα δύο εργοστάσια Fisher Body (1.000 και 7.300 εργαζόμενοι) έκλεισαν, το πρώτο αυθόρμητα και το δεύτερο μετά την πρωτοβουλία του συνδικάτου.

•  Άλλα εργοστάσια της GM: 13 από αυτά έκλεισαν κατά τις επόμενες ημέρες για διάφορα διαστήματα.

Οι καταλήψεις οργανώθηκαν με βάση ένα στρατιωτικό μοντέλο. Πειθαρχία, συντήρηση εξοπλισμού και εγκαταστάσεων, όχι αλκοόλ, όχι γυναίκες, όχι διασκέδαση. Μία συνέλευση την ημέρα. Ο αριθμός των απεργών ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό αυτών που συμμετείχαν και στην κατάληψη, π.χ. περίπου 450 απεργοί ήταν στην κατάληψη του δεύτερου εργοστασίου Fisher Body (FB2) στο Flint στις 5 Ιανουαρίου, και μόνο 17 στις 26 Ιανουαρίου. «Το πρόβλημα στο Flint  ήταν μάλλον να πειστούν να μείνουν μέσα αρκετά άτομα από τους απεργούς ώστε να μπορούν να κρατηθούν τα κατειλημμένα εργοστάσια.» (Fine, σ. 168)  Ορισμένοι κρατήθηκαν στις εγκαταστάσεις παρά τη θέλησή τους. Μέλη της UAW από άλλα εργοστάσια ήρθαν να λάβουν μέρος στην κατάληψη. Παρά τις δυσκολίες αυτές, οι καταληψίες απώθησαν επιτυχώς την έφοδο της αστυνομίας  στο FB2 τη δέκατη μέρα της απεργίας, που έγινε παρότι ούτε ο κυβερνήτης, ούτε η διοίκηση ήθελαν τη βίαιη έξωση των καταληψιών.

Η απεργία διήρκεσε 44 ημέρες, και έπειτα η GM συμφώνησε να αναγνωρίσει και να διαπραγματευτεί με τα συνδικάτα στα υπό κατάληψη εργοστάσια. Επίσης υποσχέθηκε να μην προβεί σε συμφωνίες με οποιαδήποτε άλλη οργάνωση μέσα σε αυτά για 6 μήνες. Αυτό το μονοπώλιο των 6 μηνών έδωσε τη δυνατότητα στην UAW να εδραιώσει τη θέση της στα εργοστάσια της εταιρείας. Ο επικεφαλής της απεργιακής επιτροπής στο FB1 δήλωσε «Δεν ήταν αυτό για το οποίο αγωνιζόμασταν» και οι εργάτες παρατήρησαν ότι δεν υπήρχε καμιά αλλαγή σχετικά με τον ρυθμό παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, η εργασία ξανάρχισε. (Πηγές: Jeremy Brecher, Strike!, Boston, 1972. Sidney Fine, Sit Down, Ann Arbor, 1969)

Συμπερασματικά

Με βάση τα παραπάνω, η αντίδραση του προλεταριάτου στην κρίση αναπτύχθηκε σε ορισμένα στάδια:

•  Η πρώτη αντίδραση προήλθε από ανέργους που οργανώθηκαν προκειμένου να αγωνιστούν για την επιβίωση τους.

•  Απεργίες ενάντια στις περικοπές μισθών αρχίζουν αργότερα, από το 1932.

•  Το 1934, ένα δεύτερο κύμα απεργιών συνδυάζει την εναντίωση στις περικοπές μισθών με το αίτημα της αναγνώρισης των συνδικάτων (στα πλαίσια του NIRA). Οι απεργίες κέρδισαν σε ορισμένους βασικούς κλάδους (αυτοκινήτων, μεταφορές) και ηττήθηκαν σε άλλους (κλωστοϋφαντουργία).

•  Το 1936-37, το τρίτο κύμα απεργιών ήδη δηλώνει την έλευση της εποχής μετά-την-κρίση. Οι έντονοι αγώνες ενάντια στη γραμμή παραγωγής οδήγησαν σε μία νέα μορφή συνδικαλισμού, προσαρμοσμένη στο φορντισμό, κάτι που έμελλε να επικρατήσει σε όλες τις βιομηχανοποιημένες χώρες. Όπως και στη Γαλλία το 1968, ήταν το συνδικάτο και όχι οι εργάτες που ωφελήθηκε κυρίως από τις καταλήψεις εργοστασίων. Έτσι με τη συνεργασία της κυβέρνησης, η οποία δημιούργησε ένα άκαμπτο θεσμικό πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις (νόμος Wagner -19357 και Εθνικό Συμβούλιο Σχέσεων Εργασίας) η C.I.O8κατόρθωσε να κατευθύνει το κίνημα των καθιστικών απεργιών πίσω σε μορφές οργάνωσης οι οποίες, αντί να αμφισβητούν την εξουσία της διοίκησης, στην πραγματικότητα ενίσχυαν τη δικιά τους εξουσία πάνω στους εργάτες.

Παρόλο που οι αναμετρήσεις των εργατών με την εργοδοσία ήταν δυναμικές, καμιά ομάδα ή «επαναστατικό» κόμμα δεν κατάφερε να αποκτήσει σταθερό έρεισμα. Το προλεταριάτο, με όλη την αποφασιστικότητά του στην προάσπιση των δικαιωμάτων του, φαίνεται ότι συνεχώς δίσταζε να θέσει θέμα εξουσίας, ακόμα και σε τοπικό επίπεδο (ενώ οι αυταπάτες για τον Ρούσβελτ ήταν εμφανώς διάχυτες).

Εάν η ανάλυση για τα τρία κύματα απεργιών έχει νόημα, αυτό σημαίνει ότι η αδιαμφισβήτητη ενεργητικότητα του προλεταριάτου κατά τη διάρκεια της κρίσης αφιερώθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, στην εδραίωση των συνδικάτων. Τότε μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι στους στόχους του αμερικανικού προλεταριάτου κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 ήταν  να κερδίσει την αναγνώριση των συνδικάτων από τις επιχειρήσεις και να επιβάλει τον εργοστασιακό συνδικαλισμό.

 

 

Σημειώσεις

* Το παρόν κείμενο είχε δημοσιευθεί στο rebelnet.gr 16/10/2012 όπου υπάρχει και το πρωτότυπο κείμενο στην αγγλική.

2. Αντιπραγματισμός ονομάζεται η ανταλλαγή προϊόντων μεταξύ τους, μια εμπορική πράξη χωρίς τη χρήση χρήματος.

3. To εργοστασιακό συνδικάτο (industrial union) αναφέρεται στην οργάνωση όλων των εργατών μιας βιομηχανίας σε ένα συνδικάτο ανεξαρτήτως της δουλειάς που κάνει μέσα σε αυτή ο καθένας. Αντίθετα ο κλαδικός συνδικαλισμός (craft unionism) προωθεί την οργάνωση σε ξεχωριστά συνδικάτα με βάση την κοινή ειδική εργασία. Στις ΗΠΑ ο κλαδικός συνδικαλισμός παραδοσιακά αναφερόταν κυρίως σε πιο εξειδικευμένους εργαζόμενους π.χ. λιθογράφους, μηχανικούς σιδηροδρόμων και σχετιζόταν με την επιβολή κανόνων εργασίας, τον έλεγχο της μαθητείας κτλπ.

4.  Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20 οι προσπάθειες των εργατών να οργανωθούν προσέκρουαν σε νομοθεσίες ενάντια στις κοινοπραξίες και τα μονοπώλια. Αυτό άλλαξε με τον NIRA, που ανήκε στο νομοθετικό πρόγραμμα του που έθεσε σε εφαρμογή ο πρόεδρος Ρούσβελτ το 1933 προκειμένου να αντιμετωπίσει τη Μεγάλη Ύφεση. Ο NIRA επέτρεπε τα μονοπώλια, εξήγγειλε ένα πρόγραμμα δημόσιων έργων και με το άρθρο 7 εγγυόταν το δικαίωμα των εργατών να σχηματίζουν εργατικές οργανώσεις και να διαπραγματεύονται συλλογικά μέσω αντιπροσώπων της εκλογής τους για τους μισθούς, τα ωράρια και τις συνθήκες εργασίας. Μετά τον NIRA υπήρξε μαζική είσοδος στα συνδικάτα. Ο νόμος καταργήθηκε ως αντισυνταγματικός το 1935, αλλά συνέχεια του άρθρου 7 αποτέλεσε ο νόμος Wagner που ψηφίστηκε την ίδια χρονιά.

5.  H Αmerican Federation of Labor (AFL –Αμερικανική Συνομοσπονδία Εργασίας) είναι μια συνομοσπονδία συνδικάτων, η οποία ιδρύθηκε το 1886. Από το 1907 και μετά συμμάχησε με τους Δημοκρατικούς. Στη συνέχεια υποστήριξε τον Α’ Παγκόσμιο, έχασε πολλά μέλη μέσα στη δεκαετία του ’20, έδειξε ενθουσιασμό για το New Deal και ανέκαμψε χάρη στις ευνοϊκές διατάξεις του για το συνδικαλισμό. Η ΑFL υπήρξε πάντα πολύ εχθρική στους κομουνιστές, ιδιαίτερα επειδή αυτοί ήταν πολυάριθμοι στο αντίπαλο δέος της CIO. Μεταξύ των δύο υπήρχε έντονος ανταγωνισμός για την εγγραφή νέων μελών, αν και η AFL ήταν πάντα μεγαλύτερη, που εκδηλωνόταν ακόμη και βίαια. Η CIO θεωρούνταν ριζοσπαστικότερη, δέχονταν ανοιχτά μαύρους, και στήριξε το New Deal με τον ίδιο ενθουσιασμό.

6.  Το Congress of Industrial Organizations (CIO – Σύνοδος Εργοστασιακών Οργανώσεων) αποσπάστηκε από την AFL, σχηματίζοντας μια νέα συνομοσπονδία συνδικάτων το 1935. Ο λόγος της διάσπασης ήταν ότι η CIO υποστήριζε τον εργοστασιακό συνδικαλισμό, σε αντίθεση με την AFL, η οποία ήταν παραδοσιακά συνδεδεμένη με τον κλαδικό συνδικαλισμό. Τα εργοστασιακά συνδικάτα της CIO πίστευαν ότι το να χωρίζονται οι εργαζόμενοι στην ίδια επιχείρηση σε διαφορετικές ειδικότητες και σε ξεχωριστά συνδικάτα καθένα με τα αιτήματά του μόνο ελάττωνε τη διαπραγματευτική δύναμη των εργατών και άφηνε την πλειοψηφία, που δεν είχε ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις, τελείως χωρίς αντιπροσώπευση.

7.  Με το νόμο Wagner του 1935 προασπίζονται τα δικαιώματα των εργατών όπως είχαν καθιερωθεί από το άρθρο 7 του NIRA έναντι των αντιδράσεων των εργοδοτών στον ιδιωτικό τομέα. Ο νόμος προβλέπει την απρόσκοπτη συμμετοχή των εργατών σε εργατικές οργανώσεις, την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω αντιπροσώπων της εκλογής τους, την υποχρέωση των εργοδοτών να διαπραγματεύονται με αυτούς τους αντιπροσώπους. Τέλος, προβλέπει ότι αυτές οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα γίνονται για κάθε μονάδα εργαζομένων από ένα μόνο αποκλειστικό αντιπρόσωπο της εκλογής τους –δηλαδή οι εργάτες πρέπει να επιλέξουν σε ποιο συνδικάτο θα ανήκουν (ή αν δεν θέλουν συλλογικές διαπραγματεύσεις). Η συνδικαλιστική αντιπροσώπευση εκλέγεται με διαδικασίες των οποίων η αξιοπιστία ελέγχεται από το  Εθνικό Συμβούλιο Σχέσεων Εργασίας. Με άλλα λόγια, με αυτό το νομοθετικό πλαίσιο προστατεύεται η ελεύθερη συνδικαλιστική αντιπροσώπευση και ταυτόχρονα επιβάλλεται ως η μόνη μέθοδος συλλογικών διαπραγματεύσεων.

8.   Μετά από πολλά χρόνια έντονης αντιπαράθεσης, η CIO και η AFL επανενώθηκαν το 1955 σχηματίζοντας την AFL-CIO, που υπάρχει μέχρι σήμερα.

*

Γράψτε σχόλιο