Η ΣΟΚΑΡΙΣΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΟΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

thess1Min ven og kollega Dimitris læst og sendt os interviewet en fange af koncentrationslejrene, ο οποίος κατόρθωσε να επιβιώσει και καταθέτει τη μαρτυρία του που καταγράφει η Σοφία Χριστοφορίδου.

Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης μπορεί να διαβάσει όποιος ενδιαφέρεται πατώντας ΕΔΩ.


Είναι Εβραίος από τη Θεσσαλονίκη. Μιλάει για τις οδυνηρές μνήμες των διώξεων και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, για τις σχέσεις με τους χριστιανούς αλλά και τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, τον φόβο που αλλοίωνε τις συνειδήσεις και επηρέαζε τις συμπεριφορές, για τους καταδότες, για αυτούς που τον βοήθησαν. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στο σήμερα και στην άνοδο του νεοναζισμού.

Παρά τις οδυνηρές εμπειρίες του, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, δηλώνει αισιόδοξος και κρατά σφιχτά φυλαγμένη την ελπίδα πως δεν είναι δυνατόν να γυρίσουμε πίσω. Όπως χαρακτηριστικά λέει προς το τέλος της συνέντευξης: “Δεν πάω πίσω εγώ, είμαι αισιόδοξος. Δεν πάω πίσω”.

Ο τίτλος της ανάρτησης ήταν ο ακόλουθος:

“Επέζησα από τα στρατόπεδα των Ναζί, δεν έχω χρόνο να φοβηθώ”

Η συνέντευξη ξεκινά με τα ακόλουθα λόγια:

Η οικογένειά του τον φώναζε χαϊδευτικά Μπίνο. Για να σωθεί από το γκέτο και τις διώξεις “βαφτίστηκε” Γιάννης και πολλοί τον φωνάζουν Γιαννάκη, ακόμη και σήμερα. Διέφυγε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, όμως δεν γλίτωσε ούτε εκεί. Ανήλικος ακόμα, μεταφέρθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Εκεί έγινε ο αριθμός 182486. Den Βενιαμίν Καπόν είναι ένας από τους ελάχιστους εβραίους της πόλης που κατάφερε να επιζήσει και να γυρίσει ζωντανός από τα ναζιστικά στρατόπεδα, καθώς το 96% της άλλοτε ακμαίας εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης εξοντώθηκε.
Σήμερα διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής του και μιλά για την φρίκη του Ολοκαυτώματος, τη “Χρυσή Αυγή” αλλά και τις σκοτεινές σελίδες στην ιστορία της Θεσσαλονίκης. “Εμείς γεννηθήκαμε εδώ. Ο παππούς μου το 1856, ο μπαμπάς μου το 1900, εγώ το 1927. Στη Θεσσαλονίκη είμαστε από το 1492 που μας έδιωξε η Ισαβέλλα της Ισπανίας. Διατηρήσαμε τη γλώσσα μας. Τώρα βλέπω ότι τα παιδιά μας λίγο καταλαβαίνουν αλλά δεν μιλάν τα λαντίνο. Εμείς είμαστε οι τελευταίοι. Θα φύγουμε εμείς και η γλώσσα θα χαθεί…» λέει.

Ακολουθεί μια ενότητα που έχει να κάνει με τις σχέσεις των Εβραίων της Θεσσαλονίκης με τη χριστιανική κοινότητα στην ίδια πόλη. Μιλάει για μια αρμονική συνύπαρξη. Δεν αρνείται ότι υπήρχαν πάντα αυτοί που τους καταδίωκαν, αυτοί που ήθελαν την εξόντωσή τους. Αποκαλυπτικός είναι όταν παραδέχεται ότι πάντα υπάρχουν οι καταδότες. Παραθέτουμε τα λόγια του για το συγκεκριμένο θέμα:

Ε, βέβαια, υπήρχαν καταδότες. Και εβραίοι καταδότες υπήρχαν, δεν ήταν μόνο χριστιανοί. Καταδότες υπάρχουν σε όλο τον κόσμο. Ορισμένοι είναι γεννημένοι να γίνουν προδότες» απαντά συγκαταβατικά ο κ. Καπόν. «Εγώ νομίζω -ήμουν και μικρός τότε- ήθελαν ορισμένοι να εξαφανίσουν τους Εβραίους. Να μην υπήρχαν Εβραίοι δηλαδή… Ενώ ήταν η κουλτούρα της Θεσσαλονίκης… Σε 100.000 κατοίκους οι 60.000 ήταν Εβραίοι. Άλλοι λυπήθηκαν και άλλοι ευχαριστήθηκαν. Πήραν τα έπιπλα, πήραν τα σπίτια των Εβραίων…».

Η συνέντευξη – λίγο παρακάτω – συνεχίζει με τις αναμνήσεις από τη ζωή και το κυνηγητό των Εβραίων στη διάρκεια της Κατοχής.

Στη διάρκεια της Κατοχής θυμάται τις επιγραφές “Juden unerwunscht” (Εβραίοι ανεπιθύμητοι) στα καταστήματα. Ώσπου, det 1943 ήρθε η ώρα του γκέτο. Όσοι μπορούσαν να πληρώσουν κάποιους για να τους βοηθήσουν έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη. «Πολλοί δεν είχαν μέσο να φύγουν. Διότι υπήρχε πολύ φτώχια εδώ. Οι Εβραίοι δεν ήταν πλούσιοι, ήταν φτωχοί. Είχε συνοικισμούς στο σταθμό, το Ρεζη Βαρντάρ που λέγαν, det 151, το Χιρς…». Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε. «Έλεγαν ‘θα σε πάνε στην Πολωνία, θα δουλέψεις θα πληρώνεσαι’, σου δίναν και πολωνέζικο νόμισμα, το ζλότι… Πολλοί νόμιζαν ότι θα δουλέψουν και θα γυρίσουν, αλλά πού να φανταστείς το τι θα γινόταν εκεί πέρα …». [...]

Ακολουθεί μια αναφορά στην περίπτωση του τότε δημάρχου και του μητροπολίτη της Ζακύνθου, οι οποίοι αρνήθηκαν να παραδώσουν στους ναζί τα ονόματα των Εβραίων του νησιού. Γίνεται και ο ανάλογος σχολιασμός για τη στάση των αρχών – θρησκευτικών και μη – στη Θεσσαλονίκη.

Διαβάζουμε σχτη συνέχεια τη διήγησή του για το πώς προσπάθησε να διαφύγει μέχρι την τελική σύλληψή του, που καταλήγει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

«… Εγώ πρόλαβα το γκέτο μια δυο μέρες. Δεν έβαλα κονκάρδα, έφυγα για την Αθήνα». Η αδερφή μου είχε μια φιληνάδα, χριστιανή. Ο πατέρας της έκανε μαύρη αγορά και λέει ‘δώστε μου το παιδί να το μεταφέρω στην Αθήνα’. Εγώ ήμουν ο μικρότερος, είχα δυο αδελφές ακόμη. Όντως… Πήρα την ταυτότητα του γιου του- Γιάννης Πούρης ήταν το όνομα του γιου του, ακόμα και τώρα οι φίλοι μου με φωνάζουν Γιαννάκη- πήγαμε στο ιταλικό προξενείο και εγώ έκανα τον φυματικό για να πάρω χαρτί ότι πρέπει να πάω για αλλαγή κλίματος στην Κύμη- από εκεί ήταν αυτός, από ένα χωριό Μονόδρι θυμάμαι. [...] Πήγαμε στο Λουδία, πήραμε ένα καΐκι και πήγαμε στην Αθήνα. Μεταπολεμικώς είχαμε και σχέσεις» λέει ο κ. Καπόν.
Ο 16χρονος τότε “Γιάννης” έφυγε με ένα καΐκι και λίγο αργότερα ήρθε όλη η οικογένεια στην Αθήνα. «Ανοίξαμε δουλειά στην Αθήνα, διότι ήμασταν ελεύθεροι». Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, det 1943, η οικογένειά του άρχισε να κρύβεται. Όμως παντού υπήρχαν προδότες «Υπήρχαν πολλοί φίλοι και γνωστοί χριστιανοί που μας φιλοξένησαν. Μετά κρυφτήκαμε σε ένα τρελοκομείο, στο Ψυχικό, του Βλαστού, μας πρόδωσαν και εκεί. Μετά κάποιος άλλος μας έδωσε μια βίλα στο νομισματοκοπείο, αυτή λέγεται Τσακό. Κρυφτήκαμε και από εκεί μας πρόδωσαν. Τέλος πάντων, μας πιάσαν…». Οι γονείς του, οι δύο αδελφές του και ο ίδιος συλλαμβάνονται και στις 11 Απριλίου 1944 μεταφέρονται με τραίνο στην Πολωνία, στο στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς ΙΙ Μπίρκεναου.

ΗΤΑΝ ΠΑΡΩΝ ΟΤΑΝ ΕΚΑΨΑΝ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ

«Φύγαμε 11 Απριλίου του 1944 από την Αθήνα. Κάναμε οκτώ μέρες για να φτάσουμε. Για αυτό έχω την ακριβή ημερομηνία που έκαψαν την μάνα μου. Από τους 2.500 της αποστολής μας μπήκαμε στο στρατόπεδο 328 γυναίκες και 648 άνδρες. Τους ηλικιωμένους και όσους δεν μπορούσαν να εργαστούν τους ανέβαζαν στα φορτηγά. Μεταξύ τους ήταν και η μητέρα μου, που είχε ημιπληγία και δεν μπορούσε να περπατήσει. Τότε δεν ξέραμε πού τους πάνε. Την επομένη, που είδαμε τις καμινάδες και μυρίσαμε τη μυρωδιά, καταλάβαμε…».
»Εγώ ήμουν με τον πατέρα μου, με θείους και ξαδέρφια. Όταν κατεβήκαμε από το βαγόνι μας χωρίσαν- άντρες χωριστά γυναίκες χωριστά. Τους πιο ηλικιωμένους θείους τούς έκαψαν εκείνη την ημέρα, μαζί με τη μάνα μου. Έμεινε ο πατέρας μου με έναν ξάδερφο από τη μια μεριά και εγώ με έναν άλλον ξάδερφο από την άλλη. Ο ένας ο ξάδερφός μου είχε πλατυποδία και κάνουν ‘ματσαραγκιά’ για να πάει με το φορτηγό. Η τύχη του ήταν να τον παν κατευθείαν στον φούρνο. Ο πατέρας μου πέρασε στη δική μας την ουρά έτσι μπήκαμε στο στρατόπεδο εγώ, ο πατέρας μου και ο άλλος ο ξάδερφος. Τι σου είναι η τύχη. Ο πατέρας σκέφτηκε ‘’να προστατέψω τα παιδιά’’, ο άλλος ‘’να πάω με το αυτοκίνητο που δεν μπορώ να περπατήσω’’. Πού να διανοηθεί τι επρόκειτο να συμβεί; Όλοι οι άλλοι, 1852 άτομα χάθηκαν, και μπήκαμε εμείς στο στρατόπεδο». Όσοι μπήκαν στο στρατόπεδο, για τους ναζί δεν ήταν πια άνθρωποι. Ήταν οι αριθμοί από 182.440 έως 182.759 για τους άνδρες, από 76.000 μέχρι 77.182. «Εγώ έλαβα τον αριθμό 182486. Αυτά συμβαίνουν στην Πολωνία. Μετά ερχόντουσαν οι Ρώσοι, ανατίναζαν τα κρεματόρια. Και μεταφέρθηκα στην Γερμανία, σε άλλα πέντε στρατόπεδα».

-Πώς ήταν η ζωή στο στρατόπεδο;
-«Στην αρχή δουλεύαμε σε διάφορα κομάντος να φτιάχνουμε δρόμους μέσα στο στρατόπεδο. Μετά μας πήγαν σε ένα εργοστάσιο που φτιάχναμε ‘βαλίτσες’ (σαμπρέλες) για τα πλοία».
»Ξεγυμνωνόμασταν έξω από την παράγκα με –40 βαθμούς θερμοκρασία, γυμνοί για να πάμε στο ντους. Μας πήγαιναν στο ντους κάναμε υποχρεωτικά με ζεστό και μετά το κρύο, τελειώναμε, βγαίναμε γυμνοί και περιμέναμε να μας φέρουν τα ρούχα από τον κλίβανο.
»Τον ξάδερφο, που μπήκαμε μαζί στο στρατόπεδο, τον βάλαν αριστερά σε μια διαλογή. Λέει ο πατέρας μου ‘δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μας στη δεξιά σειρά;’. Λέει ‘θείε ο καθένας με την τύχη του’. Τον πήραν αυτόν να δουλέψει στους φούρνους να καίει τους ανθρώπους, κι εμάς για δουλειά. Ο καθένας, τι είναι μοίρα του δεν το ξέρει… Αυτοί ήταν στο δικό τους το κτίριο, απομονωμένοι, να μην έρθουν σε επαφή με μας. Μετά τον σκότωσαν για να μην μαθευτεί το πώς έκαιγαν».

«ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΔΕΝ ΕΦΤΑΝΑΝ ΟΙ ΦΟΥΡΝΟΙ»

Ο Βενιαμίν Καπόν άλλαξε 6 στρατόπεδα- Auschwitz II-Birkenau, Sachsenhausen, Ohrdruf, Oranienburg, Buchenwald, Bergen-Belsen. «Μας μετακινούσαν γιατί ερχόταν οι σύμμαχοι και δεν είχαν πού να μας παν». Παντού η φρίκη ήταν η ίδια.
»Το μυρίζαμε, το βλέπαμε ότι τους έκαιγαν στους φούρνους. Συνεχώς γινόταν διαλογές. Καθόμασταν γυμνοί επί ώρες και οι γιατροί αποφάσιζαν αν ήμασταν για το φούρνο ή για δουλειά. Στο τέλος δεν έφταναν οι φούρνοι, άνοιξαν ορύγματα και πετούσαν τα πτώματα μέσα. Όσοι δεν άντεχαν άλλο αυτό το μαρτύριο ακουμπούσαν το χέρι στα ηλεκτροφόρα σύρματα και πέθαιναν ακαριαία. Αλλά εμείς είχαμε μια ελπίδα, ότι έστω και μια στο εκατομμύριο μπορεί να σωθούμε. Όλη η οικογένεια ήταν σε διαφορετικά στρατόπεδα δεν ξέραμε ο ένας για τον άλλον αν ζει ή αν πέθανε. Η μόνη σκέψη ήταν η επιβίωση». Πέρασε δώδεκα μήνες φρίκης, μόνος, μακριά από τους δικούς του, μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης από τους Άγγλους, τον Απρίλιο του 1945.

«ΦΑΓΑΜΕ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΝΕΚΡΟΥΣ…»

-Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή που μπορείτε να ανακαλέσετε στη μνήμη σας;
-«Στο τελευταίο στρατόπεδο νομίζω, στο στρατόπεδο Μπέργκεν Μπέλσεν. Έπεσα με τύφο, με 41 πυρετό, ψειριασμένος… Κάτω δεν έβλεπες χώμα, ήταν όλοι νεκροί. Ξαπλώναμε στους νεκρούς απάνω, φάγαμε και λίγο νεκρούς…».

Στις 15 Απριλίου του 1945 μπήκαν στο Μπέργκεν Μπέλσεν οι Άγγλοι στρατιώτες.
«Μπήκαν με σκάφανδρα και στολές και μας πήραν από εκεί με γερανούς, γιατί δεν μπορούσαν καν να μπουν. Μας πήγαν σε μια κωμόπολη, το Τσέλε. Και τύχη! Έβλεπα που έκαναν ενέσεις φαινόλη στους ασθενείς και παρακαλούσα σε έναν γιατρό στο νοσοκομείο να μου κάνει και εμένα την ένεση. Πήγα με εξανθηματικό τύφο, από ψείρα, και σε 5 λεπτά έβλεπα ότι σπαρταρούσε ο άλλος και πέθαινε. Ευτυχώς δεν μου έκανε την ένεση και έζησα. Με τύφο, με 41 πυρετό, ψειριασμένος και παρόλα αυτά έζησα. Μόνος μου χωρίς να ξέρω τι γίνονται οι άλλοι».

-Το πρώτο πράγμα που σας είπαν οι Άγγλοι;
-«Μπήκε μέσα θυμάμαι ένα αυτοκίνητο με μεγάφωνο, μεσημεράκι ήταν, κι απάνω ήταν στην πόρτα ο διοικητής του στρατοπέδου ο Γερμανός με άσπρο μανίκι και το μεγάφωνο να λέει ‘σας ελευθερώσαμε ακολουθούν τρόφιμα κλπ Έπεσαν όλοι στο φαΐ απότομα και11.000-12.000 πέθαναν. Από την ευκοιλιότητα. Μετά μας πήγαν στο Τσέλε. Συμπτωματικώς στο ίδιο στρατόπεδο βρέθηκα με τη μία μου αδερφή και μας πήραν από εκεί. Καταγράφηκαν 122 έλληνες εβραίοι στο Τσέλε».

ΥΠΟΔΟΧΗ ΜΕ ΛΟΥΚΟΥΜΙ ΚΑΙ ΕΛΙΑ

-Τι έγινε μετά την απελευθέρωση;
-«Μετά η Ελλάδα έστειλε σύνδεσμο στρατιωτικό, έναν ταξίαρχο Μέξη, να μαζέψει όλους τους Έλληνες από τα στρατόπεδα που ζουν, για να τους επαναπατρίσει. Εντωμεταξύ ο πατέρας μου ελευθερώθηκε από τους αμερικάνους και δήλωσε ότι είναι γάλλος γιατί τους έπαιρναν πιο γρήγορα τους γάλλους. Εκεί, στο Παρίσι, είχε ένα κέντρο που καθημερινώς ενημερωνόταν για τους διασωθέντες. Έτσι μας εντόπισε ο πατέρας μου και πιάνει τον Μέξη και του λέει θέλω να μου φέρεις τα παιδιά μου εδώ. Του έδωσε γράμμα φωτογραφία, μας το έφερε, αλλά δεν μπορέσαμε να συναντηθούμε, δεν είχαμε και λεφτά να πάμε στη Γαλλία.
»Όλοι συναντηθήκαμε στην Ελλάδα. Εγώ και η αδερφή μου ήρθαμε πρώτοι. Την 1η Σεπτεμβρίου 1945 φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Μας έδωσαν ένα λουκούμι και μια ελιά εκεί που μας υποδέχτηκαν. Μας έδωσαν και μια ταυτότητα του ερυθρού σταυρού γιατί δεν είχαμε και πού να πάμε (ασχέτως που εγώ είχα να με παραλάβουν άλλοι δεν είχαν πού να παν) και μας πήγαν σε ένα σχολείο… Μετά γύρισε ο πατέρας μου. Τη μία την αδερφή μου την είχαμε για νεκρή και της κάναμε μνημόσυνο. Αλλά αυτή ελευθερώθηκε στο Άουσβιτς από τους Ρώσους και την πήγαν στην Ρωσία. Ξαφνικά γύρισε μέσω Ρουμανίας μαζί με κάποιον εβραίο Έλληνα που είχε γνωρίσει εκεί και παντρεύτηκαν. Ήμασταν από τις λίγες σπάνιες οικογένειες που έφυγαν οι πέντε και γύρισαν οι τέσσερις».

Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Η οικογένεια Καπόν ήταν από τις τυχερές, γιατί επέζησαν τέσσερα από τα πέντε μέλη της. Όμως η Θεσσαλονίκη στην οποία γύρισαν ήταν μια διαφορετική πόλη. Από τους σχεδόν 60.000 εβραίους της πόλης λιγότεροι από 3.000 γλίτωσαν από το Ολοκαύτωμα. Συγγενείς, φίλοι, γείτονες είχαν χαθεί. Επιστρέφοντας, η οικογένειά του δεν είχε καν σπίτι να μείνει.

Ακολουθούν αναφορές στην τύχη που είχαν οι περιουσίες τους, τα σπίτια και τα μαγαζιά πριν από την Κατοχή. Κάποιοι συνάνθρωποι φάνηκαν ΑΝΘΡΩΠΟΙ και συνεπείς, κάποιοι ήταν καταχραστές. Ανα φέρεται και στην καταστροφή και λεηλασία του εβραϊκού νεκροταφείου, κάτι που τον πονάει ακόμη και σήμερα, γιατί δεν σεβάστηκαν τη μνήμη και τους νεκρούς αιώνων. Μπορείτε να διαβάσετε τις σχετικές λεπτομέρειες και να παραπεμφθείτε στους σχετικούς συνδέσμους, αν επισκεφθείτε την ιστοσελίδα στην οποία σας παραπέμπουμε παραπάνω.
Δεν παραλείπει να απαντήσει και σε ερωτήσεις για την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Λέει χαρακτηριστικά: [...] Ανατριχιάζω όταν τους βλέπω. Είναι η κατάσταση τέτοια που τους έφερε εκεί. Η ανεργία είναι μήτηρ πάσης κακίας. Ο Χίτλερ πώς ανέβηκε στην εξουσία; Με την ανεργία. Αν ξεπεράσουμε την κρίση δεν θα έχει η ”Χρυσή Αυγή” τέτοια δύναμη”.

Η συνέντευξη κλείνει με τα λόγια του Βενιαμίν Καπόν, λόγια που ο χρόνος τα έχει απαλύνει, όπως φαίνεται να παραδέχεται:

[...] 70 χρόνια περάσαν και τι να κάνουμε; Να κρατήσω κακία; Αλλάζουν τα πράγματα”.

-Όταν επιστρέψατε στη Θεσσαλονίκη, το αίσθημα της ελευθερίας, που καταφέρατε να επιζήσετε, φαντάζομαι ήταν ανάμεικτο με πίκρα για αυτούς που χάθηκαν…

-«Δεν υπάρχει αμφιβολία, αν μετρήσω το σόι μου χάνω το μέτρημα. Βέβαια υπάρχει πίκρα. Δεν ξεχνάς, αλλά ο χρόνος κουράρει- έχουμε μια ισπανοεβραϊκή παροιμία. el tiempo cura alienco. O χρόνος σε βοηθάει να θεραπευτείς…

-Τι λέγατε στα παιδιά σας όταν σας ρωτούσαν για το νούμερο;

-«Εγώ πήγα και τα παιδιά στα στρατόπεδα αλλά ό,τι και να τους πω, ό,τι και να είδαν, δεν μπορεί να φανταστούν, να το νιώσουν. Δεν γίνεται. Και τα εγγόνια μου, ρωτάν για το νούμερο, ακούν που μιλάμε καμιά φορά. Όλη η παρέα μου, όλο η κουβέντα γύριζε στο στρατόπεδο. Εμένα δεν μου άρεσε να μιλάω για αυτά. Έχω μια λίστα όσοι έχουμε μείνει, με αριθμό στο χέρι. Όλοι έτοιμοι για φευγάλα. Γυναίκες είναι 12 εν ζωή και άνδρες είμαστε 4. Αυτοί μείναμε, και είμαστε όλοι γύρω γύρω εκεί».

-”Φοβάστε;” τον ρωτάω λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συνέντευξη.

-”Δεν έχω φοβηθεί τίποτε, δεν έχω χρόνο για να φοβηθώ πια, δεν φοβάμαι τίποτε”.

Αυτά επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε κρατώντας σταθερή τη θέση μας να αξιοποιούμε υλικό που κρατά τη μνήμη ζωντανή και που αποτρέπει την επανάληψη της φρίκης του ναζισμού.

 

Source: Το blog των Λαμπράκηδων
www.lamprakides.gr/blog

Leave a Comment