Paul Murphy Betingelser forlod ud af krisen

MURPHY Paul

Σύντροφοι και συντρόφισσες,

Θέλω να μεταφέρω την αλληλεγγύη μου από την Ιρλανδία. Επίσης θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ για την πρόσκληση να συμμετέχω σε αυτή την πολύ σημαντική συζήτηση. Όχι απλώς λόγω πολύ καλύτερου καιρού στην Ελλάδα, αλλά επειδή όλοι αντιμετωπίζουμε κοινούς αγώνες – στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και σε όλη την Ευρώπη, οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε κοινούς αγώνες. Αντιμετωπίζουμε τον ίδιο εχθρό, την Τρόικα, που χρησιμοποιεί το ίδιο όπλο της λιτότητας και ως διεθνιστές, έχουμε χρέος να διδαχθούμε από τους επιμέρους αγώνες μας και να προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε τα διδάγματα που μαθαίνουμε.

Θα ήθελα να ξεκινήσω από τα πλούσια διδάγματα που πρόσφερε η εμπειρία της Κύπρου κατά τις τελευταίες εβδομάδες, διότι αυτό που συνέβη υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι πολιτικές λιτότητας δεν είναι μια προσπάθεια να επιλυθεί η κρίση.

Αντιθέτως, είναι ένα όπλο σε έναν ταξικό πόλεμο, ώστε να αξιοποιηθεί η κρίση προς όφελος των συμφερόντων των κύριων Ευρωπαϊκών τραπεζών, μετόχων και μεγάλων εταιριών. Τα γεγονότα δείχνουν επίσης ότι, καθώς επιδιώκει την καταλήστευση των καταθέσεων, των δημόσιων υπηρεσιών, των μισθών και των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών, δεν υπάρχει καμία γραμμή, την οποία η Τρόικα δεν είναι διατεθειμένη να περάσει.

Δείχνει, επίσης, κατά την άποψη μου, ότι το πεδίο διαπραγματεύσεων με την Τρόικα είναι εξαιρετικά στενό: αυτοί δεν είναι άνθρωποι που μπορεί κανείς να διαπραγματευτεί ή να συζητήσει ούτε μπορούν να πειστούν για τα λογικά επακόλουθα των μέτρων λιτότητας τους στην οικονομία και στην κοινωνία.

Επιδιώκουν έναν ταξικό πόλεμο και είναι διατεθειμένοι να το πράξουν δίχως έλεος και άσχετα από τις επιπτώσεις στην κοινωνία, στο λαό ή ακόμα και στις οικονομίες. Και για μένα, τέλος, αποδεικνύει ότι, αν μια αριστερή κυβέρνηση έρθει στην εξουσία σε οποιαδήποτε από τις περιφερειακές χώρες, θα έρθει αντιμέτωπη με μια επιλογή – επί της ουσίας, με δύο δρόμους.

Ο ένας ξεκινά με την αποδοχή του Μνημονίου και την αποπληρωμή του χρέους και τη γενικότερη αποδοχή των κανόνων της ΕΕ και της Ευρωζώνης στις οποίες αναφέρθηκε ο Νίκος [Χουντής]. Αυτός ο δρόμος οδηγεί στην υλοποίηση όλων των επιταγών της Τρόικα, την ισοπέδωση εκατομμυρίων εργαζόμενων και το άνοιγμα σε αντιδραστικές δυνάμεις.

Ο άλλος ξεκινά με την ακύρωση του Μνημονίου, την άρνηση πληρωμής του χρέους και το σπάσιμο όλων των κανόνων. Αυτός ο δρόμος οδηγεί σε ένα θεμελιώδη αγώνα για το ποια τάξη θα κερδίσει την κοινωνία και μια ευκαιρία για επαναστατική σοσιαλιστική αλλαγή.

Κατά την άποψη μου, δεν υπάρχει μεσαία οδός. Δε μπορεί να υπάρξει εποικοδομητική συζήτηση με την Τρόικα – αντιθέτως, πρέπει να διεξάγουμε υπέρ πάντων αγώνα ενάντια σε αυτή.

Βεβαίως, πιστεύω ότι ο δρόμος που πρέπει να πάρουν οι εργαζόμενοι σε Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, κά., είναι καθαρός: η άρνηση αναγνώρισης του χρέους και η ακύρωση του Μνημονίου.

Αυτά, ωστόσο, νομίζω ότι είναι τα πρώτα βήματα για μια αριστερή κυβέρνηση, αλλά όχι τα τελευταία, διότι οι επιπτώσεις θα είναι μια παντοδύναμη οικονομική και πολιτική επίθεση από τις καπιταλιστικές τάξεις σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι σαφές ότι η Τρόικα θα διακόψει τη χρηματοδότηση των κρατών, όπως στην Κύπρο η ΕΚΤ διέκοψε τη ρευστότητα στις τράπεζες, και με αυτό τον τρόπο, το αποτέλεσμα αυτού του δρόμου θα είναι ο διωγμός από την Ευρωζώνη.

Όμως, η επιστροφή στην ιρλανδική λίρα ή στην ελληνική δραχμή, με τη συνέχιση της ηγεμονίας του ιδιωτικού κεφαλαίου και του ελέγχου των τραπεζών ή της βιομηχανίας από τους ιδιώτες, δε θα επιλύσει την κρίση. Αντιθέτως, θα προκαλέσει μια τεράστια οικονομική απορρύθμιση και ένα τεράστιο «οικονομικό σοκ». Η υποτίμηση του νομίσματος θα είναι ένα ακόμα όπλο στα χέρια των εθνικών καπιταλιστικών τάξεων, προκειμένου να ωθήσουν τους μισθούς προς τα κάτω και να επωμιστούν οι εργαζόμενοι τις επιπτώσεις.

Så, για να αποφευχθούν βαθύτερες κρίσεις, η έξοδος από την Ευρωζώνη πρέπει να συνοδευτεί από ριζοσπαστικά σοσιαλιστικά μέτρα. Απαιτείται παγίωση του δημοκρατικού ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας. Για να αποτραπεί η ολοκληρωτική κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, θα χρειαστεί δημόσια ιδιοκτησία των κύριων τραπεζών, με τους μετόχους και τους μεγαλοκαταθέτες να επωμίζονται τις απώλειες και την αριστερή κυβέρνηση να μπορεί να προσφέρει πίστωση στους μικροεπιχειρηματίες και στους μικροκαλλιεργητές. Απαιτείται, επίσης, άμεση επιβολή κεφαλαιακού ελέγχου, ώστε να σταματήσει η διαφυγή κεφαλαίου εκ μέρους των πλουσίων από τη χώρα, όπως έχει ήδη συμβεί στην Ελλάδα και στην Κύπρο.

End, θα χρειαστεί να αντιμετωπιστεί μια επίθεση εκ μέρους του κεφαλαίου, την οποία έχουμε ήδη δει στην Ιρλανδία και στην Ελλάδα. Επομένως, αυτή ήδη υπάρχει, αλλά θα εντεινόταν ιδιαίτερα και θα πολλαπλασιαζόταν, αν μια αριστερή κυβέρνηση ερχόταν στην εξουσία: η τελευταία θα αντιμετώπιζε μια «παράλυση» ολόκληρου του ιδιωτικού τομέα και την πλήρη απουσία επενδύσεων.

Αυτό θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει μια αριστερή κυβέρνηση, πρώτον, μέσω της κατάσχεσης του επενδυόμενου πλούτου των μεγάλων επιχειρήσεων, της επένδυσης σε προγράμματα μεγάλων δημόσιων έργων και των πολιτικών τόνωσης της απασχόλησης ˙ δεύτερον, τοποθετώντας στρατηγικούς τομείς της οικονομίας (κατασκευές, ενέργεια, ναυπηγεία, μεταφορές) κάτω από δημοκρατική δημόσια ιδιοκτησία, ώστε να σχεδιάζονται οι επενδύσεις και με ελεγχόμενο τρόπο, να αναπτυχθούν ξανά οι οικονομίες μας με βιώσιμους όρους.

Φυσικά, αυτά τα μέτρα χτυπούν στην ίδια την καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος και έτσι, δε θα γίνονταν αποδεκτά: ίσα – ίσα, θα συναντούσαν ισχυρότατη αντίσταση από την ιρλανδική καπιταλιστική τάξη, την ελληνική καπιταλιστική τάξη και τους συμμάχους τους σε όλη την Ευρώπη, οι οποίοι, ανά πάσα στιγμή, θα προσπαθούσαν να εμποδίσουν, να αντισταθούν σε αυτές τις δημοκρατικές αλλαγές. Så, δε νομίζω ότι αυτές οι αλλαγές μπορούν να επιτελεστούν απλώς «από τα πάνω», ακόμα και με μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Ο μόνος τρόπος για να αρθούν αυτά τα εμπόδια και να σπάσει αυτή η αντίσταση θα ήταν η μαζική λαϊκή συμμετοχή «από τα κάτω», οι μαζικές κινητοποιήσεις, αλλά και η σύσταση λαϊκών συνελεύσεων σε χώρους εργασίας και στις κοινότητες, ώστε ο λαός να αρχίσει να παίρνει ο ίδιος τον έλεγχο της κοινωνίας.

Δεν ισχυρίζομαι ότι τα παραπάνω είναι εύκολα. Είμαι, όμως, βέβαιος ότι η επιλογή που έχουμε όλοι εμείς στην περιφέρεια της Ευρώπης μπροστά μας είναι ξεκάθαρη: είτε θα γονατίσουμε μπροστά στη δικτατορία των αγορών ή θα κινηθούμε προς το δρόμο της θεμελιώδους και ριζοσπαστικής σοσιαλιστικής αλλαγής.

Κάτι σημαντικό, νομίζω, που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη είναι αυτό που κατάφερε ο καπιταλισμός στο πιο αδύναμο κρίκο της Ευρώπης, που, κατά την άποψη μου, είναι η Ελλάδα: δε μιλάμε για έναν «ξεκομμένο» αγώνα των Ελλήνων εργατών, των Ιρλανδών εργατών ή των Πορτογάλων εργατών – όλοι είναι κομμάτι του πανευρωπαϊκού αγώνα που διεξάγεται ανάμεσα σε τάξεις. Τους τελευταίους έξι μήνες, με τους Έλληνες εργαζόμενους στην πρώτη γραμμή του μετώπου ενώθηκαν οι Πορτογάλοι και Ισπανοί εργαζόμενοι. Στις δύο αυτές χώρες, έγιναν συγκεντρώσεις άνω του ενός εκατομμυρίου και σημαντικές, καλά οργανωμένες απεργίες. Στις δύο αυτές χώρες, το εργατικό κίνημα είναι σε τέτοιο επίπεδο, που έχει τη δυνατότητα να ρίξει τις κυβερνήσεις και να διώξει την Τρόικα. Είναι, επομένως, εξαιρετικά σημαντικό, καθώς η Τρόικα έχει πλέον να αντιμετωπίσει μαζική αντίσταση σε τρεις χώρες ταυτόχρονα.

Στην Ιρλανδία, είμαστε ακόμα πίσω. Ωστόσο, δεν είναι η χώρα της επιτυχημένης και αποδεκτής λιτότητας, όπως απεικονίζεται από την [αστική] προπαγάνδα. Η λιτότητα έχει επίσης ρημάξει την ιρλανδική οικονομία. Είναι η πρώτη χώρα της ΕΕ, η οικονομία της οποίας βιώνει πτωτική τάση για πέντε χρόνια: οι μισθοί στο δημόσιο τομέα έχουν πέσει κατά 20%, οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έχουν πέσει κατά 10%, η ανεργία είναι τεράστια, όπως και η μετανάστευση (2% του πληθυσμού εγκατέλειψε τη χώρα μόλις πέρσι).

Υπάρχει μαζική αντίθεση στη λιτότητα – όμως, σε αυτό το σημείο, εμποδίζεται από τη συνδικαλιστική ηγεσία που συνδέεται με το κυβερνόν Εργατικό Κόμμα. Ακόμη κι έτσι, [η αντίθεση] φαίνεται στη συντριβή του Εργατικού Κόμματος σε κάποιες τοπικές εκλογές μερικές μέρες πριν, όπου σε αντίστοιχες εκλογές πριν ένα περίπου χρόνο πήρε δέκα χιλιάδες ψήφους και τώρα λιγότερες από χίλιους. Φαίνεται, επίσης, στη μαζική αντίσταση στο φόρο πρώτης κατοικίας (50% των πολιτών συνεχίζουν να τον μποϊκοτάρουν) και στη μαζική άρνηση πληρωμής και κινητοποίηση ενάντια στο φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας που συνεχίζεται.

Πιστεύω ότι έχουμε καθήκον να αναπτύξουμε ισχυρότατες συντεταγμένες αντιστάσεις στη λιτότητα, αλλά πιστεύω, επίσης, ότι αυτές θα είναι ανεπαρκείς η καθεμιά από μόνη της. Καθώς αντιμετωπίζουμε μια συντονισμένη επίθεση ενάντια στην τάξη μας σε όλη την Ευρώπη, πρέπει να σκεφτούμε μια συντονισμένη και ενωμένη αντεπίθεση. Η 14η Νοέμβρη έγινε ημέρα απεργιακής δράσης σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Κύπρο και Μάλτα και έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει ένα σημαντικό σημείο ανάκαμψης. Ωστόσο, πρέπει να δομηθεί με πίεση «από τα κάτω» για μια πραγματικά 24ωρη γενική απεργία σε όλες τις περιφερειακές χώρες της Ευρώπης, ως δείγμα πανευρωπαϊκής συνδικαλιστικής κινητοποίησης.

Επιτρέψτε μου να θέσω ένα τελευταίο ερώτημα: τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα ή κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης διαρρήγνυε τους κανόνες της ΕΕ και του καπιταλισμού; Θα έμενε απομονωμένη;

Νομίζω ότι αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο. Δείτε τις επιπτώσεις από τις εξεγέρσεις σε Αίγυπτο και Τυνησία, τη διάδοση των ιδεών και τακτικών αυτών των αγώνων σε όλο τον κόσμο. Έχουμε εξαιρετικά όμοιες συνθήκες σε Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ιρλανδία με υψηλά επίπεδα ταξικής πάλης και εργαζόμενους που αντιμετωπίζουν τις ίδιες επιθέσεις.

Επομένως, πιστεύω ότι πιθανότατα μια χώρα που θα επέλεγε το δρόμο της ρήξης με τους κανόνες του καπιταλισμού δε θα έμενε μόνη της σε αυτό το δρόμο για πολύ. Θα είχε συμμάχους και φίλους στα εργατικά κινήματα σε όλη την Ευρώπη γενικά, men især i andre lande, snarere Syd, hvor venstreorienterede regeringer kan komme til magten. Det ville være en vigtig faktor i modstanden mod angreb af kapitalismen og imperialismen: for eksempel, vi kunne have en føderation af socialistiske stater i det sydlige Europa, som virkelig ville gøre en forskel i den økonomiske plan, με τη διεξαγωγή του εμπορίου σε μια δίκαιη βάση και με αμοιβαία βοήθεια σε έρευνα και επενδύσεις – ακόμα ενδεχομένως και ένα κοινό νόμισμα ανάμεσα σε αυτές τις χώρες.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν υπάρχει εργατική τάξη που πρέπει να δώσει μόνη της αυτό τον αγώνα και αν ολόκληρος ο καπιταλισμός σπάσει σε μια χώρα της Ευρώπης, έχει τη δυνατότητα να ανάψει τη φλόγα της επανάστασης σε όλη την ήπειρο και να ανοίξει νέες δυνατότητες σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας μας.

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

Leave a Comment