ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΣΕ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

ΣΗΜΑΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

Των ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΕΝΗ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΩΤΗΡΗ *

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί το πρώτο μέρος μιας συλλογικής επεξεργασίας πάνω σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, με πυρήνα την άμεση έξοδο από το ευρώ, τη ρήξη με τη ΕΕ, την άμεση παύση πληρωμών στο χρέος και τη διαγραφή του. Δεν προσπαθούμε να προτείνουμε απλώς τη μορφή που πρέπει να έχει μια προχωρημένη διαδικασία σοσιαλιστικής μετάβασης, με πλήρως κατοχυρωμένη μορφή λαϊκής εξουσίας ή εργατικής δημοκρατίας, με πλήρη αναίρεση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αλλά να δούμε άμεσα βήματα που θα μπορούσαν να παρθούν τώρα από μια αριστερή κυβέρνηση που θα πατούσε πάνω σε ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα και ισχυρούς θεσμούς εργατικής και λαϊκής αντιεξουσίας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ένα πρόγραμμα που μπορεί να εφαρμοστεί και με πλήρως δεδομένη τη σημερινή συνθήκη «νομιμότητας». Αντίθετα, απαιτεί, από ένα σημείο και μετά, μεγάλες θεσμικές τομές, συμπεριλαμβανομένης και μιας «συντακτικής διαδικασίας» για μια ριζικά διαφορετική μορφή θεμελιώδους χάρτη, που θα αναιρούν μεγάλο μέρος από τη σημερινή νομοθετική και συνταγματική προστασία και κατοχύρωση της καπιταλιστικής επιχειρηματικής δράσης. Με αυτή την έννοια, εντάσσεται σαφώς στο πλαίσιο της αναζήτησης μιας επαναστατικής στρατηγικής, που ούτε εύκολη θα είναι, ούτε δεδομένη, ενώ θα αναμετρηθεί με πλήθος αντιφάσεις αλλά και αντεπιθέσεις από την αστική τάξη και τα στηρίγματά της μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς. Άλλωστε, η έννοια του μεταβατικού προγράμματος απαντά ακριβώς στην ανάγκη να διατυπωθούν όχι απλώς οι στόχοι μετασχηματισμού και επαναστατικοποίησης των σχέσεων παραγωγής και των κοινωνικών μορφών, αλλά και οι στόχοι εκείνων των άμεσων βημάτων που θα προσφέρουν ριζική βελτίωση της θέσης των λαϊκών μαζών, θα θέτουν τις βάσεις μιας σύγχρονης εργατικής ηγεμονίας, θα οξύνουν τις αντιφάσεις των καπιταλιστικών κοινωνικών και πολιτικών μορφών στην κατεύθυνση της ρήξης και του ριζικού μετασχηματισμού. Ταυτόχρονα, η εκτίμηση για το αναγκαίο σήμερα μεταβατικό πρόγραμμα πατάει ακριβώς πάνω στην ιδιαιτερότητα της ελληνικής συγκυρίας, δηλαδή το συνδυασμό ανάμεσα σε μια βαθιά κρίση και ύφεση, την πλήρη κατάρρευση ενός προηγούμενου «αναπτυξιακού υποδείγματος», την αποδιάρθρωση προηγούμενων πολιτικών και κοινωνικών εκπροσωπήσεων, γεγονός που συνεπάγεται και δυνατότητα οικοδόμησης μιας ευρύτερης κοινωνικής συμμαχίας που θα είναι έτοιμη να αποδεχτεί ριζικές αλλαγές ως το μόνο δρόμο για την αποφυγή της καταστροφής. Άλλωστε, σε μια συγκυρία καταστροφής, η απόσταση ανάμεσα στα άμεσα μέτρα και το στρατηγικό κοινωνικό μετασχηματισμό αντικειμενικά μειώνεται.

Αυτός ο χαρακτήρας του μεταβατικού προγράμματος σημαίνει ότι θα υπάρχουν διαρκώς κίνδυνοι να παλινδρομήσει σε μια μεταρρυθμιστική κατεύθυνση ή ακόμη και σοσιαλδημοκρατική. Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: παρότι ένα μέρος των μέτρων και των βημάτων αφορούν κυρίως τη δημόσια χρηματοδότηση και δαπάνη (με πυρήνα τη δυνατότητα έκδοσης ξανά εθνικού νομίσματος και την αναδιανομή εισοδήματος) αλλά και τη διαμόρφωση μιας ευνοϊκής μακροοικονομικής συνθήκης (νομισματική επέκταση, ευνοϊκή χρηματοδότηση κ.λπ.), ο πυρήνας μιας σοσιαλιστικής μετάβασης θα είναι η επαναστατικοποίηση των σχέσεων παραγωγής (κοινωνικοποίηση γνώσης, εργατικός έλεγχος, συλλογική οργάνωση και απόφαση, σπάσιμο ιεραρχικών καταμερισμών εργασίας) και η ανάπτυξη μιας μη αγοραίας διαδικασίας κοινωνικοποίησης και συντονισμού των επιμέρους εργασιών και παραγωγικών διαδικασιών (δημοκρατικός σχεδιασμός, μη εμπορευματικές μορφές διανομής και ανταλλαγής, αυτοδιαχείριση και δημοκρατική απόφαση). Αν το ξεχάσουμε αυτό, θα είναι εύκολο να υπαναχωρήσουμε σε μια αστική / καπιταλιστική λογική (που θα αναπαράγεται διαρκώς ως «δύναμη της συνήθειας» για να θυμηθούμε και τα λόγια του Λένιν). Αυτό θα έχει ιδιαίτερη σημασία από τα πρώτα βήματα, αφού πλάι στα μέτρα ανάκτησης ελέγχου στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική και ρήξης με τον υπαρκτό νεοφιλευθερισμό, θα έχουμε μια οικονομική συνθήκη που θα χαρακτηρίζεται, παρά τις εθνικοποιήσεις, την ανάπτυξη του δημόσιου τομέα, τις αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες και τα δίκτυα διανομής / ανταλλαγής χωρίς εμπορευματικό χαρακτήρα, από ισχυρά καπιταλιστικά στοιχεία και όπου δεν έχει αναιρεθεί πλήρως ο χαρακτήρας του χρήματος (και της πίστωσης) ως χρηματική μορφή εμφάνισης της αξίας και ως προεπικύρωση εργασιών ως κοινωνικά αναγκαίων. Σε αυτή τη συνθήκη, στην οποία δεν θα θέλουμε να ισχύουν οι καπιταλιστικές μορφές επίλυσης αντιφάσεων (π.χ. το σπάσιμο φουσκών, η απαξίωση κεφαλαίου κ.λπ.), ο τρόπος αποφυγής προβλημάτων όπως ο πληθωρισμός ή η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο νόμισμα δεν θα είναι ποτέ μόνο ζήτημα «οικονομικής πολιτικής» αλλά και συλλογικής στράτευσης στην προσπάθεια επιβίωσης και μετασχηματισμού.

1. Η ανάγκη του άλλου δρόμου

Η Ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια συνθήκη καταστροφής.Η μνημονιακή πολιτική και η επιλογή της πάση θυσία παραμονής μέσα στο ευρώ και το σχέδιο της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» έχουν οδηγήσει στο σάρωμα κοινωνικών κατακτήσεων στη τρομακτική εκτίναξη της ανεργίας, σε μια ύφεση και καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων που μόνο με τις επιπτώσεις παρατεταμένου πολέμου μπορεί να συγκριθεί, σε μια αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού και στην απόπειρα εμπέδωσης ενός άγριου νεοφιλελευθερισμού που θέλει να μετατρέψει την Ελλάδα σε μια μεγάλη ειδική οικονομική ζώνη επενδυτικής αυθαιρεσίες και εργοδοτικής ασυδοσίας. Απέναντι σε αυτή τη εξέλιξη είναι περισσότερο παρά ποτέ επιτακτικό να υπάρξει ένας άλλος δρόμος που να πατάει πάνω στην προτεραιότητα των συμφερόντων και των αναγκών των υποτελών τάξεων, πρώτα και κύρια των δυνάμεων της εργασίας, ένας δρόμος που είναι εφικτός μέσα στη συνθήκη του λαϊκού ξεσηκωμού, της βαθιάς πολιτικής κρίσης του αστικού μπλοκ και της ριζοσπαστικής αναζήτησης από τη μεριά ευρύτερων κομματιών των λαϊκών τάξεων.

Μόνο που οποιαδήποτε προσπάθεια για ένα τέτοιο άλλο δρόμο περνάει μέσα από τη ρήξη με τη βασική επιλογή της αστικής τάξης στον τόπο μας εδώ και πολλές δεκαετίες: τη συμμετοχή στη διαδικασία της «ευρωπαϊκής ενοποίησης», την ένταξη στην ΕΕ και κυρίως το ευρώ και όλες τις θεσμικές, οικονομικές και πολιτικές δεσμεύσεις που αυτό συνεπάγεται. Σήμερα η επιλογή να μείνει με κάθε κόστος η Ελλάδα μέσα στο ευρώ (και κατ’ επέκταση στην ΕΕ) συμπυκνώνει την πρόσδεση των δυνάμεων του κεφαλαίου σε μια πολιτική άγριου νεοφιλελευθερισμού, καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και αυταρχικής μετάλλαξης.

Για εμάς η έξοδος από το ευρώ είναι και εφικτή και αναγκαία. Όμως, δεν περιλαμβάνει μόνο τεχνικές πλευρές που πρέπει να αντιμετωπιστούν, αλλά πρωτίστως πολιτικές και κοινωνικές. Είναι επιτακτικό να συνδεθεί με μια συνολική εναλλακτική κατεύθυνση για τη χώρα, μια διαφορετική αφήγηση. Απαιτεί πολιτικές τομές, την άνοδο στην εξουσία (τόσο στο επίπεδο της κυβέρνησης όσο και στο επίπεδο των αναγκαίων εκτεταμένων θεσμών λαϊκής εξουσίας, αυτοοργάνωσης, ελέγχου και αλληλεγγύης) μιας πλατιάς λαϊκής συμμαχίας με κέντρο τις δυνάμεις της εργασίας και πολιτικό κορμό μια πραγματικά ριζοσπαστική Αριστερά.

Ιδιαίτερη σημασία έχει ο ιδιαίτερος τρόπος που η ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ είναι συνδεδεμένη με όλο το θεσμικό εξαναγκασμό του καθεστώτος προσχώρησης στην ΕΕ και τις σχετικές συμφωνίες. Ο εμπεδωμένος νεοφιλελευθερισμός της ΕΕ, ο περιορισμός της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας που περιλαμβάνεται ούτως ή άλλως στη διαδικασία της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», η ακραία αντιδραστική μετάλλαξη της ΕΕ μέσα στη συγκυρία της κρίσης, σημαίνουν ότι τόσο η έξοδος από το ευρώ όσο και συνολικά η απαλλαγή από τους μνημονιακούς εκβιασμούς δεν μπορεί παρά να περάσει και μέσα από τη συνολική ρήξη και τελικά την έξοδο από την ΕΕ ως αναγκαίο βήμα.

2. Η έξοδος από το ευρώ ως κόμβος μιας εναλλακτικής πολιτικής

Αυτό σημαίνει ότι το εναλλακτικό σχέδιο που ξεκινά από την έξοδο από το ευρώ δεν αφορά απλώς τηναλλαγή νομισματικής πολιτικής αλλά για ένα σύνολο από κινήσεις που συνδέονται αλληλένδετα μεταξύ τους: την έξοδο από το ευρώ, και την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, την απεμπλοκή από τις χρηματοδοτικές ροές της ΕΕ και του ΔΝΤ, την άμεση παύση πληρωμών του χρέος και τη διαδικασία διαγραφής του. Ο συνδυασμός αυτών των τριών μέτρων δεν συνιστά απλώς «οικονομική πολιτική» αλλά συνολική κατάκτηση δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου πάνω στην οικονομία, σε ρήξη με τη λογική των «αγορών» και προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας. Γι’ αυτό και πρέπει να συνδυαστεί με ανάλογες τομές στο σύνολό της κοινωνίας, αλλά και μια άλλη ποιότητα συλλογικής κοινωνικής στράτευσης και αλληλεγγύης στην κατεύθυνση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Ωστόσο, σε μια πρώτη φάση, στην οποία ο κύριος κορμός της ελληνικής οικονομίας θα εξακολουθεί να επικαθορίζεται από τις δυναμικές των αγορών και να βρίσκεται σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, θα πρέπει η δυναμική του κοινωνικού ελέγχου και του μετασχηματισμού να συνδυαστεί με μακροοικονομικούς όρους οικονομικής ανάπτυξης, ώστε να μην υποστούμε δούμε μια οικονομική καταστροφή που μπορεί να έχει οριακά αποτελέσματα για τα λαϊκά στρώματα.

Η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα σημαίνει πρωτίστως ανάκτηση του δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου πάνω σε όλες τις πλευρές της νομισματικής πολιτικής, από τη ισοτιμία μέχρι τη νομισματική κυκλοφορία και αποτυπώνει τη δυνατότητα του λαϊκού και εργατικού κινήματος να ελέγξουν και να καθορίσουν το σύνολο της οικονομικής πολιτικής που ασκείται από το κράτος. Αυτό περνάει πρώτα και κύρια μέσα από την άμεση αποσύνδεση της Τράπεζας της Ελλάδας από το Ευρωσύστημα και την ΕΚΤ και την ανάκτηση του εκδοτικού δικαιώματος από τη μεριά της. Αυτό, προφανώς, θα πρέπει να συνοδευτεί και από αλλαγή του ρόλου, των στόχων και των προτεραιοτήτων της τραπεζικής πολιτικής, με την έμφαση να είναι πλέον στη διευκόλυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης, την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική αναδιανομή. Θα απαιτηθεί, επίσης, ένα ριζικά διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο, που θα εξασφαλίζει διαφάνεια αλλά και δυνατότητα εργατικού και κοινωνικού ελέγχου.

Μια κατεύθυνση εξόδου από το ευρώ θα σημαίνει αναγκαστικά και μια συνολική ρήξη με την ΕΕ και την έξοδο από αυτή. Αυτό όχι μόνο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως καταστροφή αλλά ως άνοιγμα νέων δυνατοτήτων, εφόσον θα σημαίνει και την απαλλαγή από τις θεσμικές δεσμεύσεις του «εμπεδωμένου νεοφιλελευθερισμού» της ΕΕ. Ιδίως σε μια εποχή που έχουμε ραγδαία αυταρχική μετάλλαξη της ΕΕ σε μια κατεύθυνση μειωμένης εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας και γενικευμένης επιτροπείας, αυτή η ρήξη και η έξοδος αποκτά ξεχωριστή προτεραιότητα και αναγκαιότητα.

Τμήμα αυτής της προσπάθειας ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας αναγκαστικά θα είναι η υποτίμηση του νομίσματος και η έξοδος από τη σημερινή συνθήκη αναγκαστικής νομισματικής ανατίμησης που έχει επέλθει μέσα από το ευρώ ως κοινό νόμισμα χωρών με άνισα επίπεδα ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας. Αυτή η υποτίμηση και διόρθωση της ισοτιμίας αποτελεί μηχανισμό προστασίας της εγχώριας παραγωγικής βάσης από την αθρόα εισβολή εισαγόμενων προϊόντων. Αυτό δεν είναι μόνο θέμα «προστασίας κλάδων» και επιχειρηματικών μονάδων. Τα εισαγόμενα προϊόντα, όταν είναι φτηνότερα, επειδή προέρχονται από χώρες με φθηνότερη εργασία ή / και αυξημένη παραγωγικότητα, λειτουργούν ως μοχλός πίεσης για τη μείωση του κόστους εργασίας (μείωση πραγματικού μισθού) και για καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που ενισχύουν την εκμετάλλευση και καταπίεση των εργαζομένων. Τα σταθερά νομίσματα, οι σταθερές ισοτιμίες και οι νομισματικές ενώσεις, σε όλη την περίοδο της έντονης διεθνοποίησης του κεφαλαίου κατεξοχήν λειτουργούν ως μηχανισμοί επιβολής λιτότητας, νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Αυτή η πίεση πρέπει να ανακοπεί. Με αυτό τον τρόπο, η μείωση των εισαγωγών, πέραν των άλλων, θα δώσει και ένα κίνητρο για τόνωση της εγχώριας παραγωγής, καθώς θα υπάρχει πολύ μεγαλύτερο κίνητρο για εγχώρια παραγωγή κρίσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Προφανώς και στις σημερινές συνθήκες δεν τίθεται θέμα «επιθετικής πολιτικής εξαγωγών» ή «εμπορικών πολέμων», όπως λένε ορισμένοι οπαδοί του καταναγκαστικού φιλοευρωπαϊσμού. Σε κάθε περίπτωση, με αυτούς τους όρους η επιλογή της ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας επιτρέπει – σε συνδυασμό και με άλλες παραμέτρους – μια σχετικά ευνοϊκότερη μακροοικονομική συνθήκη για την τόνωση της εγχώριας παραγωγής, την αύξηση της απασχόλησης, την ενίσχυση του δημόσιου τομέα.

Η διαδικασία του περάσματος στο νέο νόμισμα είναι τεχνικά εφικτή υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει προσπάθεια να κυκλοφορήσει γρήγορα σε φυσική μορφή το νέο νόμισμα, ότι θα γίνουν γρήγορα όλες οι αναγκαίες άμεσες μετατροπές σε επίπεδο καταθέσεων, μηχανημάτων τραπεζών, καρτών κ.λπ. ότι για ένα μεταβατικό διάστημα θα μπορούν να κυκλοφορούν υποκατάστατα όπως είναι «χρεωστικά» για τους δημοσίους υπαλλήλους και όσους συναλλάσσονται με το δημόσιο, τα οποία θα γίνονται αποδεκτά και από το δημόσιο και τα καταστήματα, τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες (και τα οποία θα έχουν ημερομηνία λήξης). Η εγγύηση των καταθέσεων των μικροκαταθετών στο νέο νόμισμα αναμφίβολα θα μειώσει τα προβλήματα πανικού που μπορεί να υπάρξουν ή να καλλιεργηθούν έντεχνα. Αναγκαίο, επίσης, και το να μπει άμεσα φραγμός στις ανεξέλεγκτες αναλήψεις που θα διόγκωναν προβλήματα (ημερήσιο και μηνιαίο όριο στις αναλήψεις χωρίς αιτιολόγηση). Από εκεί και πέρα, ο κίνδυνος είναι προφανώς να υπάρχει διπλή κυκλοφορία και οι πραγματικές συναλλαγές να γίνονται σε ευρώ. Αυτό απαντιέται και με τυπικούς / θεσμικούς όρους, όπως είναι η υποχρεωτικότητα των συναλλαγών στο νέο νόμισμα αλλά – και πάνω από όλα – όρους κοινωνικής συσπείρωσης γύρω από τη νέα πολιτική, δίνοντας τη μάχη ώστε να αγκαλιαστεί ως πλευρά μιας διαδικασίας μετασχηματισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι σε όλες τις περιπτώσεις ιστορικά διπλής κυκλοφορίας, το πρόβλημα ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό μόρφωμα και εν συνεχεία στο νόμισμα. Επομένως, η εμπιστοσύνη στο νέο νόμισμα αφορά τη στράτευση στη συλλογική προσπάθεια.

Ως προς το ενδεχόμενο να έχουμε μια ανεξέλεγκτη υποτίμηση του νέου νομίσματος που θα οδηγήσει σε εκτίναξη του εισαγόμενου πληθωρισμού, αυτό απαντιέται με βήματα και διοικητικές παρεμβάσεις που θα εξασφαλίζουν τη δυνατότητα ρύθμισης της ισοτιμίας του νέου νομίσματος και την εξασφάλιση ότι η όποια υποτίμηση είναι ελεγχόμενη. Κομβικό ρόλο θα έχει εδώ ο περιορισμός – ούτως ή άλλως – της κλίμακας των ροών κεφαλαίου, από και προς την Ελλάδα και άρα η προστασία από τον κίνδυνο νομισματικών επιθέσεων και κερδοσκοπικών παιχνιδιών. Η αποσύνδεση από τις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων (πράγμα αναμενόμενο εφόσον η Ελλάδα θα έχει ταυτόχρονα «αθετήσει» τις υποχρεώσεις της έναντι των πιστωτών στο πλαίσιο της παύσης πληρωμών και της διαγραφής του χρέους και άρα δεν θα μπορεί να «καταφύγει στις διεθνείς αγορές») σίγουρα θα συμβάλει στη δυνατότητα, με σχετικά ήπιες παρεμβάσεις, να ρυθμίζεται η ισοτιμία και να αποφεύγονται ή να αντιμετωπίζονται κερδοσκοπικές επιθέσεις. Άλλωστε, είναι ιδεολογικός μύθος ότι ο πληθωρισμός θα προερχόταν κυρίως από την υποτίμηση. Ο εισαγόμενος πληθωρισμός είναι μικρό μέρος του συνολικού πληθωρισμού. Αντίθετα, όπως έχει αποδειχτεί και στην περίοδο της μνημονιακής λιτότητας, ο πυρήνας του πληθωρισμού βρίσκεται στην επιμονή των επιχειρήσεων, ιδίως των μονοπωλιακών, να εξασφαλίζουν αυξήσεις των κερδών τους μέσα από την αύξηση των τιμών και μέσα από τη διαρκή αύξηση της φορολογίας και της τιμής κρίσιμων αγαθών (ενέργεια, καύσιμα κ.λπ.) Γι’ αυτό άλλωστε θα πρέπει να υιοθετηθεί μια κρατική πολιτική καθήλωσης ή και μείωσης των τιμών των βασικών αγαθών διαβίωσης (τρόφιμα, ένδυση, ενοίκια, ρεύμα νερό, εισιτήρια δημόσιων συγκοινωνιών).

Οι φραγμοί στην κίνηση κεφαλαίων και ειδικότερα στην μαζική φυγή κεφαλαίων, με διοικητική παρέμβαση και σε ρήξη με τις «θεμελιώδεις» ελευθερίες της ΕΕ είναι αυτονόητη πλευρά της όλης κίνησης. Αυτό θα αποτρέψει μια μαζική φυγή κεφαλαίων στον εξωτερικό, αφού θα επιτρέπονται μόνο συγκεκριμένες κινήσεις κεφαλαίων προς τα έξω (αποπληρωμή εμπορευμάτων και υπηρεσιών, εξυπηρέτηση ιδιωτικών δανείων). Το ίδιο πρέπει να γίνει και για τις περισσότερες «βραχυχρόνιες κινήσεις κεφαλαίων» (π.χ. για το χρηματιστήριο, που ούτως ή άλλως σε μεγάλο βαθμό αναγκαστικά θα ανασταλεί η λειτουργία του). Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο θα περιοριστεί η μαζική έξοδος κεφαλαίων αλλά και θα ελεγχθεί καλύτερα η νέα ισοτιμία. Και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ένα από τα πρώτα βήματα που θα έπρεπε να κάνει οποιαδήποτε πραγματικά φιλολαϊκή κυβερνητική εξουσία είναι η άμεση επιβολή φραγμών στη μαζική έξοδο κεφαλαίων,

Το ζήτημα της προμήθειας προϊόντων με συνάλλαγμα επίσης μπορεί να αντιμετωπιστεί. Στο βαθμό που θα μιλάμε για περιορισμένη και ελεγχόμενη μετατρεψιμότητα του νέου εθνικού νομίσματος, θα χρειάζεται προσοχή στη χρήση των συναλλαγματικών διαθεσίμων. Προφανώς και η Ελλάδα δεν θα ξεμείνει ξαφνικά από ξένο νόμισμα: θα διαθέτει ακόμη ευρώ – ως ξένο συνάλλαγμα πλέον –, θα έχει άλλες μορφές διαθέσιμου συναλλάγματος, θα έχει συναλλαγές με το εξωτερικό που θα εισάγουν συνάλλαγμα κ.ο.κ, θα έρχονται ναυτιλιακά και μεταναστευτικά εμβάσματα, θα συνεχίσει να έχει τουρισμό κ.λπ.). Ωστόσο, όντως θα υπάρξει ζήτημα τόσο διαθέσιμου συναλλάγματος όσο και «ακριβότερων εισαγόμενων προϊόντων. Αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί σε ό,τι αφορά πολλά προϊόντα με την τόνωση της εγχώριας παραγωγής και την αναγέννηση με δημόσια πρωτοβουλία και εργατικό έλεγχο κρίσιμων κλάδων (π.χ. μεγάλο μέρος της κλωστοϋφαντουργίας ή του κλάδου ένδυσης) αλλά και με προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της εισαγωγής καυσίμων μέσα από διακρατικές συμφωνίες, ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, συμφωνίες clearing, αλλά και προσπάθεια και προτεραιότητα, ιδίως στην αρχή, στις συλλογικές ανάγκες. Για παράδειγμα, σήμερα, κύρια μέσω της ΕΕ, δεχόμαστε υπέρμετρες πιέσεις για συμμετοχή σε κυρώσεις ενάντια στο Ιράν. Έξω από τέτοιους περιορισμούς μπορούμε να βρούμε και καλύτερες συμμαχίες. Έπειτα, δεν είναι απαραίτητο όλες οι οικονομικές μας πρακτικές να σχετίζονται με την τρέχουσα μορφή της πλήρους χρηματοοικονομοποίησης. Μέχρι και πολύ πρόσφατα οι συμφωνίες clearingεπέτρεπαν συναλλαγές επ’ αμοιβαία ωφελεία χωρίς να διακυβεύονται συναλλαγματικά διαθέσιμα: για παράδειγμα θα μπορούσε μέρος των καυσίμων να καλύπτεται από συμφωνίες ανταλλαγής με αγροτικά προϊόντα.

Από εκεί και πέρα, όντως, στην αρχή μπορεί να υπάρξουν ελλείψεις και αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως επίσης και πιθανή αύξηση των τιμών. Ως προς τις τιμές πέραν της αύξησης που μπορεί να έρθει λόγω υποτίμησης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τη δυνατότητα βελτίωσης της τιμής λιανικής π.χ. των καυσίμων μέσω μείωσης της υπέρμετρης φορολόγησής. Ως προς την ποσότητα (γιατί ούτως ή άλλως τα καύσιμα μεσοπρόθεσμα θα παραμείνουν παράγοντας συναλλαγματικής αιμορραγίας) εκεί δύο παράμετροι θα είναι κρίσιμες: α) Το να τεθούν διοικητικές προτεραιότητες: προφανώς και οχήματα μαζικής μεταφοράς και κοινής ωφέλειας θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα απέναντι στα ιδιωτικά οχήματα. Άλλωστε, συνολικά χρειαζόμαστε μια κατεύθυνση διαμόρφωση πλήρους δικτύου φτηνών και ει δυνατόν δωρεάν δημόσιων συγκοινωνιών β) Το να γίνει προσπάθεια για μείωση της κατανάλωσης κύρια μέσα από τη στροφή προς τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Σε όλα αυτά σημαντική συνεισφορά θα έχει και η πλήρης εθνικοποίηση του ενεργειακού τομέα που θα επιτρέψει και άλλης κλίμακας δημόσια παρέμβαση.

3. Η αναπροσαρμογή της δημόσιας δαπάνης

Η άμεση παύση πληρωμών στο χρέος και η διαγραφή είναι επίσης μια κίνηση με πολλαπλά αποτελέσματα.Αναλογεί και στη γενική απαίτηση για απαλλαγή από την επιτροπεία της Τρόικας, αλλά και είναι αυτή η κίνηση που θα εξασφαλίσει ότι θα υπάρχουν πόροι για τη λειτουργία του κράτους, για μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες (υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται και εντείνεται η συλλογή φόρων από τους έχοντες).

Εθνικό νόμισμα επιτρέπειτην αναγκαία επέκταση της νομισματικής κυκλοφορίας για την ενίσχυση της δημόσιας δαπάνης και της ρευστότητας. Ο δημοκρατικός έλεγχος της οικονομίας, σε συνδυασμό με τον έλεγχο του νομίσματος δίνουν άλλες δυνατότητες για την χρηματοδότηση κοινωνικά αναγκαίων οικονομικών δραστηριοτήτων και τη μείωση της ανεργίας.

Σήμερα η απαλλαγή από τις δαπάνες αποπληρωμής του χρέους θα επέτρεπε να καλυφθούν άμεσα οι περισσότερες από τις ταμειακές ανάγκες του δημοσίου για κοινωνικά αναγκαίους σκοπούς, ιδίως εάν συνδυαστεί με μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση που θα εξασφαλίσει την αναδιανομή εισοδήματος, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δυνατότητα αύξησης της δημόσιας δαπάνης.

Διαγραφή του χρέους σημαίνει επίσης και άρνηση των επόμενων δόσεων από την Τρόικα. Πόσο μάλλον που ούτως άλλως οποιαδήποτε προσπάθεια για απομάκρυνση από τη μνημονιακή πολιτική θα αντιμετωπίσει άμεση διακοπή κάθε δανειακής και χρηματοδοτικής ροής. Αυτό είναι κομβικό στην όλη ριζική αλλαγή πολιτικής που προτείνουμε. Σε όλη την περίοδο που διανύουμε υπήρξε ως κομβική αστική στρατηγική ο περιορισμός της αναδιανομής εισοδήματος από το κεφάλαιο προς την εργασία, επομένως η συρρίκνωση της χρηματοδοτικής βάσης της δημόσιας δαπάνης και η υποκατάσταση αυτού του ελλείμματος από το μηχανισμό του χρέους. Είναι προφανές ότι χρειαζόμαστε μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση, που να επιδιώκει να μην υπάρχει καμιά εξάρτηση από δανειακές ροές από το εξωτερικό και να ξεκινά από την αφετηρία της εσωτερικής αναδιανομής πόρων. Στην πραγματικότητα ο δανεισμός σε σκληρό συνάλλαγμα ήταν ένας από τους βασικούς μηχανισμούς για τη σημερινή κατάσταση και επέτεινε την αναδιανομή πλούτου από τους πολλούς στους λίγους. Η μετάβαση σε καθεστώς νομισματικής κυριαρχίας και η εμπέδωση του κοινωνικού ελέγχου, θα επιτρέψουν την αυτοδύναμη χρηματοδότηση των κρατικών αναγκών (με σεβασμό στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και τις δυνατότητες των παραγωγικών δυνάμεων) και την έμφαση στην άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας και την πλήρη απασχόληση.

Κομβική πλευρά σε αυτή την κίνηση θα είναι καιη αναπροσαρμογή της δημόσιας δαπάνης. Είναι σαφές ότι ακόμη και σήμερα μεγάλο μέρος της δημόσιας δαπάνης πηγαίνει σε σπάταλες και κοινωνικά άχρηστες ή ακόμη και επικίνδυνες δραστηριότητες. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί το διαχρονικό πρόβλημα των υπερκοστολογημένων δημοσίων έργων ή τις δαπάνες για τα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις. Κινήσεις, όπως, η ριζική μείωση των αμυντικών δαπανών και των δαπανών για την αστυνομία, η ακύρωση παραγγελιών εξοπλισμού, η στάση πληρωμών σε προμήθειες που έχουν ήδη γίνει, η πώληση πλεονάζοντος εξοπλισμού, η αξιοποίηση κτιρίων και εκτάσεων, αλλά και η υποχρεωτική μεταφορά μεγάλου μέρους του προσωπικού που απασχολείται στα σώματα ασφαλείας σε άλλες πολύ πιο κοινωνικά χρήσιμες υπηρεσίες και δραστηριότητες του δημοσίου είναι αναπόσπαστο τμήμα μιας τέτοιας προσπάθειας πολύ καλύτερη χρήσης της δημόσιας δαπάνης. Σε αντίστοιχη κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει και ο ριζικός περιορισμός όλου του στρατού των «στελεχών», «συμβούλων» κ.λπ. που αναλαμβάνουν συνήθως το ρόλο της πολιτικής επίβλεψης της διοίκησης.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα χρειαστεί και μια γενναία πολιτική αναδιανομής εισοδήματος και άρδην αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος. Η γενναία φορολόγηση των εταιρικών κερδών, της προσόδου από χρηματοπιστωτικές πρακτικές, της μεγάλης περιουσίας και του συσσωρευμένου πλούτου, η απαγόρευση της δράσης των εξωχώριων και υπεράκτιων εταιρειών ως φορολογικών πλυντηρίων, η διεκδίκηση της καταβολής των υποχρεώσεων των κεφαλαιοκρατών προς το κράτος, όλα αυτά θα εξασφαλίσουν την άμεση αύξηση των φορολογικών εσόδων, την αναδιανομή εισοδήματος και την αύξηση της δημόσιας δαπάνης. Εξυπακούεται ότι κομβική πλευρά της αλλαγής φορολογικής πολιτικής πρέπει να είναι η άμεση ανατροπή της σημερινής ταξικής και άδικης αναλογίας ανάμεσα σε άμεση και έμμεση φορολογία, με αύξηση της άμεσης και ριζική μείωση της έμμεσης. Αυτή η κατεύθυνση δεν αφορά μόνο το θεσμικό πλαίσιο αλλά και τη συλλογική στράτευση ιδίως των αρμόδιων εργαζομένων του δημοσίου στην επιβολή αυτής της πολιτικής αλλά και τη συνολική κοινωνική εμπιστοσύνη ότι η εφαρμογή αυτών των μέτρων θα επιτρέψει την έξοδο από την καταστροφή.

Από την άλλη, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει αντιμετώπιση των κρισιακών ζητημάτων, بدون αντιμετώπιση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους. Ένα μεγάλο μέρος αυτού, ιδίως σε ό,τι αφορά τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις θα πάει σε κατεύθυνση διαγραφής ή ιδιαίτερα ευνοϊκής ρύθμισης, κάτι που θα διευκολυνθεί και από την ύπαρξη ενός εθνικοποιημένου τραπεζικού συστήματος. Από εκεί και πέρα είναι σαφές ότι θα πρέπει να μπει φραγμός στον ανεξέλεγκτο ιδιωτικό δανεισμό, ιδίως των νοικοκυριών. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι αναιρεί τη δυνατότητα να έχουμε στεγαστικές φούσκες ή ενίσχυση μέσω χρέους της αγοράς καταναλωτικών ειδών, αλλά είναι αναγκαία συνθήκη μετασχηματισμού και θα απαιτήσει στροφή στα δημόσια αγαθά, τη δημόσια παροχή π.χ. στέγης και την με κάθε τρόπο εξασφάλιση ότι δεν θα υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε τέτοιου είδους δανεισμό.

4. Η κεντρικότητα της εθνικοποίησης των τραπεζών

Η εθνικοποίηση των τραπεζών έχει φανεί και από τα παραπάνω ότι είναι κομβική πλευρά. Είναι προφανές ότι εδώ δεν μιλάμε για τυπική εθνικοποίηση με την έννοια της επιβολής επιτρόπων. Μιλάμε για πλήρη εθνικοποίηση, πλήρη κυριότητα του δημοσίου, πλήρη έλεγχο και φυσικά χωρίς αποζημίωση, αφού οι ήδη συσσωρευμένες ενισχύσεις από το δημόσιο υπερκαλύπτουν κάθε ανάγκη να καταβληθούν επιπλέον χρήματα για την απόκτησή τους. Μιλάμε ακόμη για πλήρη ανεξαρτητοποίηση από το ευρωσύστημα και τους όρους του. Μιλάμε για πλήρη έλεγχο του ενεργητικού και του πώς αυτό διατίθεται. Εδώ θα χρειαστούν συγκεκριμένα βήματα που θα αφορούν το τι θα γίνει με τα δάνεια (πώς θα δίνονται από εδώ και πέρα και με ποιους όρους, ποια θα διαγραφούν ή θα αποκτήσουν ευνοϊκούς όρους – π.χ. νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ποια αφορούν επιχειρήσεις, και με τι όρους θα εξασφαλιστεί η αποπληρωμή τους, αλλά και πώς π.χ. η χορήγηση δανείων σε επιχειρήσεις θα εξαρτάται και από τους όρους που αυτή θα συμπεριφέρεται, π.χ. τήρηση εργατικής νομοθεσίας, διατήρηση ή και αύξηση των θέσεων εργασίας). Αυτό εκ των πραγμάτων θα απαιτήσει και μορφές εργατικού / κοινωνικού ελέγχου στη λειτουργία των τραπεζών, γιατί μπορεί να αποτελέσουν βασικό εργαλείο στην όλη προσπάθεια. Εθνικό νόμισμα, νομισματική επέκταση, αύξηση της δημόσιας δαπάνης και αποσύνδεση από τις διεθνοποιημένες πρακτικές θα επιτρέψουν να αντιμετωπιστεί πολύ πιο εύκολα το ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης, της κεφαλαιακής επάρκειας κ.λπ. των τραπεζών. Επίσης η ανάκτηση του ελέγχου στο τραπεζικό σύστημα μπορεί να αποτελέσει και εργαλείο άσκησης πολιτικής για την ενίσχυση του δημόσιου και αυτοδιαχειριζόμενου τομέα της οικονομίας. Για παράδειγμα, με ένα εθνικοποιημένο τραπεζικό σύστημα, η δυνατότητα υπερχρεωμένες επιχειρήσεις (από εκείνες που οι ιδιοκτήτες τους τις υπερχρεώνουν την ίδια ώρα που οι ίδιοι αυξάνουν τα ατομικά τους περιουσιακά στοιχεία) να περάσουν στον έλεγχο του δημοσίου και εν συνεχεία στους εργαζομένους καθίσταται πολύ μεγαλύτερη.

Συνολικότερα, μπορούμε να δούμε εδώ ότι τόσο η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας, όσο και η νομισματική επέκταση και η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος συνιστούν και απόπειρα συνολικότερου κοινωνικού ελέγχου στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, όχι μόνο με την έννοια της διαμόρφωσης μιας σχετικά ευνοϊκής μακροοικονομικής συνθήκης (τόνωση ζήτησης, στήριξη εγχώριας παραγωγής κ.λπ.) αλλά και του μετασχηματισμού: ενίσχυση πειραμάτων αυτοδιαχείρισης, συνεταιρισμών, κοινοπρακτικών μορφών, αλλά και της άσκησης βιομηχανικής πολιτικής: ποιοι κλάδοι μπορούν και πρέπει να αναπτυχθούν και με βάση κριτήρια κοινωνικά και όχι απλώς τάσεων της αγοράς.

5. Η πάλη ενάντια στην ανεργία

Σε κάθε περίπτωση όλη αυτή η προσπάθεια θα απαντήσει στο τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας. Ο συνδυασμός ανάμεσα σε αυξημένη δημόσια δαπάνη, τόνωση της εγχώριας παραγωγής, αναγέννηση παραγωγικών κλάδων, ενίσχυση του δημόσιου τομέα, θα επιτρέψει τη δημιουργία θέσεων εργασίας και θα προσφέρει άλλες δυνατότητες για μια πολιτική πλήρους απασχόλησης. Αυτό προϋποθέτει την άσκηση μιας βιομηχανικής πολιτικής, που θα την χαρακτηρίζει η στοχευμένη ενίσχυση συγκεκριμένων κλάδων, με βάση ένα σχεδιασμό για τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και με κριτήριο τη σχετική αυτάρκεια, περιβαλλοντικής προστασίας και μείωσης της εξάρτησης από εισαγωγές, με την παροχή υποδομών, εξοπλισμού και χρηματοδότησης – όχι βέβαια με τους όρους που αυτή ασκήθηκε μέχρι τώρα – αλλά και σε συνάρτηση με άλλους κοινωνικούς όρους: έμφαση στη δημόσια ιδιοκτησία και τα αυτοδιαχειριζόμενα ή συνεταιριστικά εγχειρήματα, ανάπτυξη του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης των αναγκαίων τεχνικών γνώσεων αλλά και την παραγωγή κοινωνικά χρήσιμης έρευνας, αξιοποίηση των θεσμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Προφανώς, ακολουθώντας μια τέτοια κατεύθυνση θα καταδειχθούν οι μυθολογίες περί του αντιπαραγωγικού δημόσιου τομέα, και επομένως δεν θα υπάρχει πρόβλημα για την αύξηση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, ιδίως στις κοινωνικά αναγκαίες πλευρές του, έτσι και η ποιότητα ζωής να βελτιώνεται και η ανεργία να περιορίζεται. Σε πείσμα της λογικής ότι υπάρχει «φυσιολογικό ποσοστό ανεργίας» εμείς πιστεύουμε ότι μια άλλη οικονομική πολιτική, σε ρήξη με τη λογική των αγορών, με έμφαση στο σχεδιασμό, την πραγματική ανάπτυξη, τη διεύρυνση του δημόσιου τομέα της οικονομίας μπορεί να οδηγήσει σε συνθήκη πλήρους απασχόλησης.

Σήμερα οι κυρίαρχες δυνάμεις εκβιάζουν την κοινωνία λέγοντας ότι ο μόνος δρόμος για να αντιμετωπιστεί η τρομακτική ανεργία είναι να υπάρξει εμπέδωση της συμπίεσης του κόστους εργασίας, απελευθέρωση των αγορών, «μεταρρυθμίσεις» και ανάπτυξη. Πέραν του τεράστιου κοινωνικού τιμήματος που θα έχει μια τέτοια πολιτική δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας. Η εμπειρία δείχνει ότι μετά από τόσο μεγάλη ύφεση και απαξίωση επιχειρήσεων ακόμη και εάν έρθει ανάπτυξη, αυτή δεν πρόκειται να σημαίνει αύξηση της απασχόλησης μεγάλη, καθώς οι επιχειρήσεις δεν πρόκειται να επαναπροσλάβουν όσους απέλυσαν εφόσον στο μεταξύ με τις κατάλληλες αναδιαρθρώσεις και την εντατικοποίηση της εργασίας κατάφεραν να δουλέψουν με μικρότερο δυναμικό. Εμείς λέμε ότι μια τέτοια κατεύθυνση όπως αυτή προτείνουμε μπορεί γρήγορα και αποτελεσματικά να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας.

Μπορούμε να μην έχουμε ανεργία εάν:

α) Καλύψουμε όλες τις ανάγκες σε προσωπικό που υπάρχουν στην υγεία την παιδεία, την ασφάλιση,

ب) εάν οι κρατικοποιημένες εταιρείες υποδομών (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, συγκοινωνίες, μεταφορές) λειτουργούν με πλήρες προσωπικό,

γ) Εάν αναπτύξουμε ένα πλήρες ποιοτικό και αναβαθμισμένο σύστημα δημόσιων μεταφορών και συγκοινωνιών σε όλη την Ελλάδα,

δ) Εάν βάλουμε μπροστά από έναν εθνικοποιημένο κατασκευαστικό κλάδο τα έργα που πραγματικά έχουμε ανάγκη και την επισκευή των υποδομών,

ε) εάν επιτρέψουμε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να λειτουργήσουν τις κλειστές σήμερα παραγωγικές μονάδες με νομοθετική ρύθμιση που θα προσφέρει τη δυνατότητα να τις πάρουν χωρίς τα χρέη τους,

στ) Εάν αναζωογονήσουμε τον αγροτικό τομέα

ζ) Εάν ξαναζωντανέψουν είτε με δημόσια λειτουργία είτε με αυτοδιαχείριση κλάδοι που σήμερα είναι σε παρακμή αλλά μπορούν να παράγουν χρήσιμα αγαθά

η) Εάν ο αυτοαπασχολούμενος, ή η μικρή συνεταιριστική επιχείρηση ή ακόμη και η μικρομεσαία μονάδα μπορεί να βρίσκει διέξοδο για τα προϊόντα της.

Επιπλέον, μπορούμε σε όλα αυτά να προσθέσουμε και μια «ρήτρα πλήρους απασχόλησης», μια υποχρέωση του δημοσίου να προσφέρει εργασία με ειδικά προγράμματα σε κοινωφελείς ανάγκες και με βάση τις δεξιότητες των ανέργων σε αντιδιαστολή και προς τη λογική τηςκατάρτισης / ελαστασφάλειαςκαι της απλής επιδότησης της ανεργίας.

6. Εθνικοποιήσεις, δημόσιος τομέας, αυτοδιαχείριση

Όλα αυτά προϋποθέτουν μια ευρεία πολιτική εθνικοποιήσεων. Η δημόσια ιδιοκτησία και ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος των τραπεζών και όλων των στρατηγικών επιχειρήσεων που αφορούν τις κοινωφελείς υποδομές είναι αποφασιστικό εργαλείο για την απασχόληση, για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, τη μείωση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών, την προστασία του περιβάλλοντος, την απαλλαγή από τη υπερβολή χρήση του ΙΧ, την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως οι διαρκείς αυξήσεις των τιμών ή η απομόνωση ολόκληρων περιοχών, επειδή οι εφοπλιστές ή οι αεροπορικές εταιρίες δεν τις κρίνουν συμφέρουσες για να τις εντάξουν στα δρομολόγιά τους. Προϋπόθεση είναι η επιστροφή στην πλήρη δημόσια ιδιοκτησία να μην είναι απλώς μια τυπική υπόθεση, αλλά να συνδυάζεται με νέες μορφές εργατικού και λαϊκού ελέγχου ως προς τις προτεραιότητες και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Αντίστοιχα, η δημόσια ανάληψη των έργων υποδομής και η εθνικοποίηση του κατασκευαστικού κλάδου, που άνθισε απομυζώντας δημόσια δαπάνη, μπορεί να προσφέρει εξοπλισμό αλλά και εργατικό δυναμικό με τεράστια εμπειρία και γνώση για την κατασκευή αναγκαίων έργων και να τονώσει την απασχόληση.

Η απελευθέρωση της δυνατότητας αυτοδιαχείρισης επιχειρήσεων που έχουν κλείσει ή ανάπτυξης συνεταιριστικών εγχειρημάτων είναι κομβική πλευρά της όλης διαδικασίας. Μέσα σε μια διαδικασία ρήξης πολλές επιχειρήσεις θα κλείσουν ή θα τις διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι, ιδίως εάν αναλογιστούμε και τα χρέη τους. Η νομοθετική κατοχύρωση της ανάληψής τους, χωρίς αποζημίωση των ιδιοκτητών και των τραπεζών, από τους εργαζομένους τους θα ανοίξει νέες δυνατότητες για την απασχόληση, την παραγωγή χρήσιμων αγαθών, (ιδίως εάν διαμορφώσουμε εναλλακτικά δίκτυα διανομής προϊόντων), και την ανάδυση εναλλακτικών κοινωνικών σχέσεων. Ένα κύμα αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων μαζί με την επέκταση ενός δημόσιου τομέα εθνικοποιημένων επιχειρήσεων με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, θα ανοίξει δρόμους συνολικότερης αμφισβήτησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων προς όφελος των κοινωνικών αναγκών.

Η αυτοδιαχείριση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως να είναι αντίθετη στο συλλογικό κοινωνικό σχεδιασμό, αλλά ως οργανικό στοιχείο μιας σύγχρονης εκδοχής σχεδιασμού. Άλλωστε, αυτοδιαχείριση σημαίνει συλλογική απόφαση, επαφή και επικοινωνία με δίκτυα αλληλεγγύης και υποστήριξης και αυτό εκ των πραγμάτων βάζει το ζήτημα μιας άλλης ανώτερης μορφής κοινωνικοποίησης.

Η αποκέντρωση οφείλει να είναι βασική πλευρά της διαδικασίας.Η μείωση των ενεργειακών αναγκών, η ισόρροπη προς το περιβάλλον ανάπτυξη, η υπεράσπιση τοπικών παραγωγικών δυνατοτήτων, η ανάπτυξη μη εμπορευματικών δικτύων διανομής, απαιτούν μία νέα έμφαση στο τοπικό επίπεδο και εξασφάλιση της παραμονής των ανθρώπων στις περιοχές τους.

Επιπλέον, μια πολιτική αναδιανομής πλούτου προς αναγκαίες κοινωνικές δραστηριότητες θα δώσει και μια άλλη διάσταση στην αναβαθμισμένη παροχή δημόσιας υγείας, παιδείας, πρόνοιας, πολιτισμού, ενημέρωσης. Η υπέρβαση των σημερινών ελλειμμάτων και ταξικών ανισοτήτων στην πρόσβαση σε αυτά τα αγαθά, η συλλογική εμπιστοσύνη στο μεγάλο και πολύτιμο δυναμικό που υπάρχει σε αυτούς τους χώρους, το σπάσιμο όλων των μορφών άμεσης και έμμεσης ιδιωτικοποίησης μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες αλλαγές. Αυτό δεν πρέπει να το δούμε μόνο ως επένδυση σε εξοπλισμό ή προσωπικό, αλλά και ως μια διαφορετική κατεύθυνση: έμφαση στην πρόληψη, την πρωτοβάθμια υγεία και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και όχι στην «επισκευή» της εργατικής δύναμης (άλλωστε ξέρουμε ότι καθαυτή η μετάβαση σε μια δικαιότερη κοινωνία με μικρότερο άγχος θα βελτιώσει την υγεία), προτεραιότητα στη βελτίωση της πρόσβασης στην παιδεία και την κοινωνικοποίηση της γνώσης (αναγκαία συνθήκη και του μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων), μαζική πρόσβαση και ενίσχυση του Πολιτισμού και της έρευνας.

Όλα αυτά απαιτούν μια άλλης κλίμακας πολιτική σχεδιασμού.Το σπάσιμο όλων των απαγορεύσεων της ΕΕ για εθνικές ενισχύσεις θα επιτρέψει, υπό την προϋπόθεση ότι μιλάμε και για την εξουσίας μιας ευρύτερης λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας, στοχευμένη ενίσχυση παραγωγικών κλάδων, στροφή προς τη δημόσια ιδιοκτησία ως στοιχείο σχεδιασμού, διαμόρφωση πραγματικών αναπτυξιακών σχεδίων και όχι απλώς «ευκαιριών για επένδυση», πραγματικά δημόσια επένδυση και όχι διασπάθιση κοινωνικού πλούτου. Μια τέτοια διαδικασία κεντρικού δημοκρατικού σχεδιασμού απαιτεί ολόπλευρες μορφές συζήτησης και δημοκρατίας και μέσα στην κοινωνία, ανοιχτή και δημόσια αντιπαράθεση για την προοπτική του τόπου, εκπροσώπησης των αντιθεσμών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου και στην κορυφή. Αντίστοιχα, «από τα κάτω» και σε τοπικό επίπεδο η ύπαρξη ενός κινήματος αυτοδιαχείρισης, μη εμπορευματικών δικτύων ανταλλαγής και διανομής, μπορεί να διαμορφώσει στοιχεία «τοπικών σχεδίων» με βάση δημοκρατικές διαδικασίες. Αλλά και μέσα στις αμιγώς δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες η κατοχύρωση μορφών εργατικού και λαϊκού ελέγχου θα δώσει άλλες δυνατότητες για το σχεδιασμό και τον προσανατολισμό με βάση κοινωνικές ανάγκες. Ποιος μπορεί να οργανώσει καλύτερα ένα νοσοκομείο; Ο διορισμένος μάνατζερ που κυρίως θέλει να εξυπηρετήσει συμφέροντα του ιατροφαρμακευτικού κυκλώματος ή η συνέλευση των γιατρών και των άλλων εργαζομένων που θα είναι στρατευμένη στην υπόθεση της λαϊκής υγείας;

7. Για μια διαφορετική αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών

Από εκεί και πέρα προφανώς και η αναζήτηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών και ενεργειακών πόρων που μπορεί να διαθέτει η Ελλάδα, αξιοποιώντας ακόμη και τις δυνατότητες που προσφέρει το διεθνές δίκαιο, όπως είναι η ΑΟΖ, μπορούν να προσφέρουν μεσομακροπρόθεσμες απαντήσεις στο πρόβλημα της επάρκειας καυσίμων.

Πέραν αυτού, οφείλουμε να βλέπουμε ότι σε πείσμα των κάθε είδους τρομοκρατικών αναφορών που γίνονται στα καθεστωτικά ΜΜΕ, η Ελλάδα διαθέτει παραγωγική υποδομή σε ό,τι αφορά προϊόντα πρώτης ανάγκης όπως τα φάρμακα και άρα ούτε εκεί μιλάμε για μια «αυτόματη καταστροφή»: ένας εθνικοποιημένος τομέας φαρμάκων, αξιοποιώντας και το επιστημονικό και ερευνητικό δυναμικό της χώρας θα μπορούσε να καλύψει σημαντικό μέρος των εγχώριων αναγκών, περιορίζοντας την ανάγκη για εισαγωγές. Πιθανώς να εξακολουθούμε να χρειάζεται να εισάγουμε εξοπλισμό ή και φάρμακα, αλλά ακόμη και σε αυτό το επίπεδο π.χ. η στροφή προς την προληπτική ιατρική, τη γενική βελτίωση των υλικών και κοινωνικών συνθηκών (που μπορούν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη βελτίωση τη ζωή των πληθυσμών από ό,τι η εκ των υστέρων ιατρική παρέμβαση), την πρωτοβάθμια περίθαλψη και την αγωγή υγείας, μπορούν να μειώσουν τις ανάγκες για εισαγωγές και να επιφέρουν – σε συνδυασμό με τη μείωση της ανισότητας, της ανασφάλειας και του κοινωνικοοικονομικού στρες και τη συνεπακόλουθη βελτίωση της υγείας – σημαντική εξοικονόμηση πόρων από τον κλάδο της υγείας και της περίθαλψης.

Με την ίδια έννοια και στο θέμα της διατροφικής επάρκειας, διαθέτουμε ήδη υψηλό ποσοστό κάλυψης βασικών αναγκών και μπορούμε με αφετηρία ένα σύγχρονο συνεταιριστικό κίνημα και μια άλλη σχέση ανάμεσα σε παραγωγό και καταναλωτή να δούμε την κάλυψη των βασικών αναγκών. Αυτό θα μπορούσε να συνδυαστεί και με μια άλλη αντίληψη για τη διατροφή, με έμφαση στην τοπικότητα, την εποχικότητα, την ποιότητα κόντρα στις πρακτικές της βιομηχανίας της διατροφής και στο διατροφικό πρότυπο που προβάλλει.

Συνολικά, όμως, θα πρέπει να μπει η κατεύθυνση της μείωσης της εξάρτησης από εισαγωγές. Αυτό περνάει και μέσα από την πρόκληση ενός εναλλακτικού καταναλωτικού προτύπου. Σε γενικές γραμμές, όχι μόνο εδώ αλλά και σε άλλους σχηματισμούς, κυριάρχησε μια επίφαση ευμάρειας που στηρίχτηκε στη φτηνή καταναλωτική πίστη και τη διόγκωση του δανεισμού. Απέναντι σε αυτό δεν μπορούμε να εγγυηθούμε ανάλογη συνέχεια. Αντίθετα, επιδιώκουμε ένα συλλογικό μετασχηματισμό του τρόπου ζωής, των καταναλωτικών πρακτικών και προτεραιοτήτων, των συνηθειών. Στην πραγματικότητα, εδώ είναι μία από τις πλευρές όπου αποτυπώνεται η διαλεκτική ανάμεσα στο μετασχηματισμό και τη ανασυγκρότηση.

Άλλωστε, τόσο η ανάγκη κοινωνικού μετασχηματισμού και αποφυγής της πλήρους αναπαραγωγής μιας καπιταλιστικής εκδοχής για την οργάνωση της παραγωγής και την ανάπτυξη, όσο και οι αναντίρρητοι περιορισμοί στην ανεξέλεγκτη «ανάπτυξη» που θέτει το οικολογικό πρόβλημα της εποχής μας, όντως βάζουν φραγμό σε ένα απλό αίτημα ποσοτικής μεγέθυνσης. Αυτό μπορεί να δίνει μια διάσταση «αποανάπτυξης» αλλά στην πραγματικότητα σημαίνει ότι μπαίνουν διαφορετικές προτεραιότητες και ποσοτικές και ποιοτικές: μείωση ανισότητας, πλήρης απασχόληση, βελτίωση δεικτών υγείας, βελτίωση περιβάλλοντος.

8. Από την ανασυγκρότηση στο μετασχηματισμό

Τώρα σε όλα αυτά υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα. Η παραπάνω περιγραφή λίγο πολύ παραπέμπει σε μια καπιταλιστική οικονομία, με σχετικά αναπτυγμένο δημόσιο τομέα, όπου γίνεται χρήση μακροοικονομικών εργαλείων για την τόνωση της ζήτησης, την ενίσχυση μιας αυτοδύναμης αναπτυξιακής δυναμικής, την πλήρη απασχόληση και τη σχετικά αναδιανομή εισοδήματος, σε συνδυασμό με τον αναπροσανατολισμό τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής δαπάνης προς πιο κοινωνικά χρήσιμα κατευθύνσεις. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι λίγο πολύ διαπερνάται και από κεϋνσιανές αυταπάτες, με την έννοια της έμφασης στη μακροοικονομική συνθήκη, στο τραπεζικό σύστημα και όχι στις κοινωνικές σχέσεις μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή. Η κριτική αυτή θα ήταν επαρκής, εάν περιοριζόταν ο ορίζοντας των πρακτικών και των μετασχηματισμών σε αυτό το επίπεδο. Όμως, δεν μιλάμε απλώς για μακροοικονομικές παρεμβάσεις, αλλά για ένα στοιχείο ανάκτησης δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου στην οικονομική πολιτική και για μια πρώτη ανατροπή του συσχετισμού ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Από εκεί και πέρα, είναι σαφές ότι το κλειδί θα είναι η κλίμακα και το βάθος του μετασχηματισμού της παραγωγικής διαδικασίας με όρους επαναστατικοποίησης των σχέσεων παραγωγής. Αυτό ούτε εύκολο είναι ούτε αυτονόητο, όπως δείχνει η εμπειρία ακόμη και των πιο προχωρημένων πειραμάτων στη Λατινική Αμερική στις μέρες μας. Η συνθήκη που περιγράψαμε είναι ευνοϊκή γι’ αυτό το μετασχηματισμό, αλλά δεν οδηγεί αυτόματα σε αυτόν. Αυτό απαιτεί άλλης κλίμακας παρέμβαση του εργατικού κινήματος και μιας Αριστεράς πραγματικά ριζοσπαστικής, συλλογική επεξεργασία και επινοητικότητα, διαρκή πάλη με όλες τις μορφές της «δύναμης της συνήθειας», με αφετηρία το δημόσιο τομέα και τις αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις, αλλά και τα πειράματα εναλλακτικών μορφών οργάνωσης και συντονισμού της παραγωγής. Και θα είναι πάνω σε αυτή τη βάση που μπορεί να απαντηθεί και το ακόμη πιο στρατηγικό ερώτημα που δεν είναι μόνο η διαμόρφωση μη εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων, αλλά και η αναζήτηση ενός εναλλακτικού τρόπου κοινωνικοποίησης των επιμέρους ατομικών εργασιών που να αποφεύγει τόσο τον καταναγκασμό της αγοράς, όσο και τα όρια του απλού κεντρικού σχεδιασμού, ενός εναλλακτικού κοινωνικού οικονομικού λογισμού.

Όλα αυτά απαιτούν τομές στις μορφές άσκησης της εξουσίας, τόσο με την έννοια αναγκαίων «συντακτικών εθνοσυνελεύσεων» που περιορίζουν τα όρια της ιδιοκτησίας και να κατοχυρώνουν τον κοινωνικό και εργατικό έλεγχο, όσο και με τη μορφή νέων μορφών άσκησης της εξουσίας και του ελέγχου από κάτω. Απαιτούν, τέλος, μια άλλης κλίμακας πολιτικοποίηση της κοινωνίας και στράτευσης στο συλλογικό αγώνα για το μετασχηματισμό, καθώς και μια μεγάλη αξιακή και ηθική ανατροπή.

Είναι σαφές ότι η δική μας οπτική δεν αναφέρεται στην απόπειρα αριστερής διαχείρισης του υπάρχοντος, αλλά στην αναζήτηση μιας αναγκαστικά πρωτότυπης επαναστατικής στρατηγικής, ξεκινώντας από τη διαμόρφωση μια συνθήκης δυαδικής εξουσίας. Άλλωστε, οι δυνάμεις του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, καθώς και οι ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, θα επιχειρήσουν να υπονομεύσουν με κάθε τρόπο αυτή τη διαδικασία. Μα πολύ μικρή πρόγευση πήραμε από τη στάση εγχώριων και ξένων κέντρων στην προεκλογική εκστρατεία του Μάη – Ιούνη 2012, παρότι ήταν σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε πρόγραμμα ουσιαστικής ρήξης. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η προσπάθεια για τσάκισμα και ριζικό μετασχηματισμό των κατασταλτικών μηχανισμών αλλά και η οργάνωση της λαϊκής άμυνας. Το λαϊκό κίνημα σε συνδυασμό με τις απαραίτητες διεθνείς συμμαχίες θα πρέπει να είναι έτοιμο και πολιτικά και οργανωτικά προετοιμασμένο για να αντισταθεί με κάθε μέσο και να περιφρουρήσει τις κατακτήσεις του.

Τέλος, μια τέτοια κατεύθυνση απαιτεί και μια άλλη εξωτερική πολιτική. Οποιαδήποτε διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού θα απαιτήσει και συμμαχίες στο διεθνές περιβάλλον. Αυτό μπορεί να ξεκινάει σήμερα μέσα από την απαίτηση για μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική χωρίς τις δεσμεύσεις της πρόσδεσης στον ιμπεριαλισμό, αλλά απαιτεί να υπάρξουν και άλλοι σχηματισμοί οι οποίοι θα προχωρήσουν σε τομές με τον «υπαρκτό ιμπεριαλισμό». Όμως, σε αυτό είμαστε βέβαιοι ότι θα συνεισφέρουν αποφασιστικά οι ίδιες οι εξελίξεις στην Ελλάδα. Τυχόν αποφασιστικές τομές σε ριζοσπαστική κατεύθυνση στην Ελλάδα, δηλαδή πραγματικές ρήξεις με τη λογική των αγορών και την ΕΕ, αντικειμενικά θα δώσουν μεγαλύτερη ώθηση σε πολιτικά και κοινωνικά κινήματα σε άλλες χώρες να δοκιμάσουν τη δική τους ανατροπή και αυτό θα σημαίνει ότι σταδιακά θα μεγαλώνει ο πόλος της αντίστασης και της αλληλεγγύης μέσα στο διεθνές σύστημα.

*ΠΗΓΗ: http://oallosdromos.gr

Leave a Comment