Ελλάδα και γεωστρατηγικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο

melas k2

Κώστα Μελά

«Η καλύτερη στρατηγική είναι να αφήσεις τον αντίπαλο να ηττηθεί μόνος του»

Σουν Τσου.

Εισαγωγή.

Η γεωστρατηγική, ως υποσύνολο της γεωπολιτικής, μελετά τους συσχετισμούς δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο (παγκόσμιο ή περιφερειακό) και συνδέεται με την έννοια της πολιτικής ισχύος και της εξωτερικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, η γεωστρατηγική αναφέρεται στην πολιτική που έχει ως αντικείμενο γεωγραφικές περιοχές που ενδιαφέρουν το συγκεκριμένο κράτος και επηρεάζουν την ασφάλειά του ή τα εθνικά του συμφέροντα. Υποστηρίζει τη στρατηγική, η οποία αποτελεί τον τρόπο της χρήσης/σύζευξης των υπαρχόντων μέσων για την επίτευξη των εθνικών/πολιτικών σκοπών.[1]

Η εξέταση των γεωστρατηγικών σχέσεων προσφέρει ένα πλαίσιο σκέψης πιο ανθεκτικό όσον αφορά στα εθνικά θέματα. Δεν επικεντρώνεται μόνο σε μία χώρα, αλλά στις σχέσεις της με τις άλλες και στις σχέσεις που μπορεί να έχουν μεταξύ τους. Με αυτόν τον τρόπο, η προσέγγιση του χώρου είναι πολλαπλή και εμπλουτίζει την έννοια των συνόρων που δεν είναι πλέον μονοδιάστατα και στατικά, όπως συνηθίζουμε να τα κοιτάζουμε. Αυτό το δυναμικό βλέμμα των γεωστρατηγικών σχέσεων υποστηρίζει και μια ιστορική προσέγγιση της γεωγραφίας κι ερμηνεύει φυσιολογικά τα κλειστά κι ανοιχτά σύνορα, δίχως τις γεωγραφικές δυσκολίες.

Οι ευρύτεροι χώροι, μέσα στους οποίους εκδιπλώνει ένα έθνος την πρωτογενή του ενέργεια με ποικίλους (οικονομικούς, πολιτισμικούς, στρατιωτικούς κτλ) τρόπους, αλλά πάντα σε συνάφεια με υπέρτερους πολιτικούς σκοπούς, συνιστούν το γεωπολιτικό του δυναμικό. Οι χώροι αυτοί προφανώς δεν επιλέγονται αυθαίρετα , αλλά συναρτώνται με το βεληνεκές της πρωτογενούς ενέργειας του έθνους, με τη γεωγραφία και με τα ιστορικά προηγούμενα. Συναρτώνται επίσης με τις κινήσεις εχθρικών δυνάμεων, οπότε ένας χώρος, ο οποίος καθ’ εαυτόν ελάχιστα ενδιέφερε τη μια πλευρά, έρχεται στο επίκεντρο της προσοχής της επειδή σ’ αυτόν διεισδύει ήδη η αντίπαλη.

Στην περίπτωση μικρών ή μεσαίων Δυνάμεων το γεωπολιτικό τους δυναμικό, με τη παραπάνω έννοια , έχει ουσιώδη σημασία ως προς τον προσδιορισμό των σχέσεών τους με πλανητικές Δυνάμεις , οι οποίες αναζητούν περιφερειακούς δορυφόρους, τοποτηρητές ή εταίρους. Έμμεσα, έτσι, η μικρή ή μεσαία Δύναμη γίνεται παράγοντας της πλανητικής πολιτικής και, ανεξάρτητα από την πρωτογενή της ενέργεια, το γεωπολιτικό της δυναμικό αυξομειώνεται ανάλογα με την πλανητική σπουδαιότητα του ευρύτερου χώρου όπου εκδιπλώνει την ενέργεια αυτή.

Η πλανητική πολιτική δημιουργεί μια κατάσταση, μέσα στην οποία όλες οι πλευρές αναγκάζονται λίγο-πολύ, έμμεσα ή άμεσα, να προσδιορίσουν την πολιτική τους συμπεριφορά με κριτήριο τον συσχετισμό δυνάμεων πάνω σ’ ολόκληρο τον Πλανήτη, μολονότι η ακτίνα δράσεως της κάθε Δύναμης είναι διαφορετική. Η παγκόσμια κατάσταση αντικαθρεφτίζεται σε κάθε περιφέρεια του πλανήτη μέσα στους συσχετισμούς που προκύπτουν από την εκεί παρουσία των πλανητικών Δυνάμεων καθώς και από τις συναφείς δράσεις και αντιδράσεις των τοπικών Δυνάμεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι, με δεδομένη μια σχετικά μεγάλη πυκνότητα της πλανητικής πολιτικής, δεν υπάρχει πια σε περιφερειακό επίπεδο διεθνής πολιτική δίχως πλανητικές επόψεις και επιπλοκές.

Το διακύβευμα της γεωπολιτικής και της γεωστρατηγικής και ο χαρακτήρας των δρώντων υποκειμένων.

Το διακύβευμα είναι ένα πάγιο και μοναδικό:

Η συμμετοχή των δρώντων υποκειμένων από συνεχώς καλύτερη θέση στον πλανητικό καταμερισμό ισχύος.

Δρώντα υποκείμενα στην σημερινή εποχή είναι τα κρατικά μορφώματα με όποια μορφή εμφανίζονται. Η μεγάλη πλειοψηφία για να μην πω το σύνολο εμφανίζονται ακόμη και σήμερα ως εθνικά κράτη[2]. Μάλιστα ο αριθμός τους στον ΟΗΕ συνεχώς αυξάνει.

Κατατάσσονται σε μεγάλες – μεσαίες – μικρές δυνάμεις ανάλογα με τη γεωπολιτική ισχύ που διαθέτουν αλλά και την γεωστρατηγική που ακολουθούν και εφαρμόζουν. Από τις μεγάλες δυνάμεις μπορεί να υπάρξει κάποια η οποία να είναι κυρίαρχη σε μια ιστορική φάση. Με την έννοια κυρίαρχη σηματοδοτείται εκείνη η δύναμη η οποία μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της το σύνολο της ισχύος των υπολοίπων δυνάμεων. Θα μπορούσαμε να θεωρηθεί ότι τέτοια είναι (;) οι ΗΠΑ[3].

Η οικονομική «αναρχία» της φιλελεύθερης παγκόσμιας αγοράς πρέπει σε κάθε ιστορική περίοδο να έρχεται σε σχέση ισορροπίας με το πολιτικό καθεστώς του διεθνούς συστήματος, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη (και επομένως και τα ιδιαίτερα συμφέροντα) ενός πλήθους εθνικών κρατών.

Τούτο σημαίνει απλά:

η διεθνής σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο βαθμό που επέρχεται μια σχέση λειτουργικής αντιστοιχίας μεταξύ των διαφορετικών λογικών λειτουργίας οι οποίες καθορίζουν τις σχέσεις της παγκόσμιας αγοράς και την πολιτική των εθνικών κρατών.

Στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, αυτή η οργάνωση πραγματοποιείται από μια ηγεμονική δύναμη, «η οποία με τα μέσα της προσπαθεί να ρυθμίσει σφαιρικά τη λειτουργία οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών».

Η αναφορά στο πρόσφατο και απώτερο παρελθόν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι μορφές διεθνούς ρύθμισης απορρέουν από την κυριαρχία της ηγεμονεύουσας μεγάλης δύναμης. Για τη Μ. Βρετανία του 19ου αιώνα και τις Η.Π.Α. του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα ο διεθνής ρόλος τους δεν θεμελιωνόταν σε κάποια αμφισβητούμενη «δι – εθνή κυριαρχία», αλλ’ απέρρεε ως προέκταση της δικής τους εσωτερικής ισχύος και κυριαρχίας.

Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η οικονομική ρύθμιση πάντοτε προϋποθέτει την έννοια της κυριαρχίας. Για να δύναται το Κράτος να επιβάλλει φόρους, μεταβιβάσεις πόρων, να προβεί σε ανακατανομή εισοδήματος και να ασκήσει γενικά οικονομική πολιτική προαπαιτείται jus imperium, που απορρέει από την «εθνική κυριαρχία».

Η ηγεμονία δεν πραγματοποιείται, ούτε στην εθνική ούτε στη διεθνή πολιτική, αποκλειστικά με την άμεση εφαρμογή καταναγκασμού ή βίας.

Η σταθερότητα της βασίζεται πολύ περισσότερο στην εξασφάλιση κανόνων και ρυθμίσεων που αναγνωρίζονται (από την άποψη της νομιμοποίησης της πολιτικής κυριαρχίας) μέσα σε μια «ηγεμονική συμμαχία».

Στο διεθνές σύστημα όλα τα μέσα για την εξασφάλιση της ηγεμονίας είναι συγχρόνως εθνικά μέσα της ηγεμονικής δύναμης – το εθνικό νόμισμα της ηγεμονικής δύναμης είναι συγχρόνως και παγκόσμιο νόμισμα. Γι’ αυτό και συμβαίνει η κρίση του εθνικού νομίσματος της ηγεμονικής δύναμης να μετατρέπεται αναγκαστικά σε κρίση του παγκόσμιου νομίσματος και αντιστρόφως.

Η ηγεμονική δύναμη μπορεί να υπάρξει μόνο αν, αφ’ ενός, αναπαράγει συνεχώς στο εσωτερικό της τις πηγές της υπεροχής της και αν, αφ’ ετέρου, ξέρει να εκμεταλλευτεί τη διεθνή ρύθμιση του παγκόσμιου συστήματος σαν πηγή της ηγεμονίας της.

Μα τι είναι όμως μεγάλη δύναμη ή παγκόσμια δύναμη; Αυτό είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα της διεθνούς πολιτικής. Είναι πιο εύκολο να απαντηθεί ιστορικά, απαριθμώντας τις μεγάλες δυνάμεις σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, από το να δώσουμε έναν ορισμό (το οποίον βεβαίως δε θα αποφύγουμε), γιατί ανέκαθεν υπήρξε ευρεία συμφωνία περί των υφισταμένων μεγάλων δυνάμεων. Από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι ΗΠΑ, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία και Κίνα είναι μεγάλες δυνάμεις. E 1939 ήταν οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ρωσία και η Ιαπωνία.

E 1914 ήταν η Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρο-Ουγγαρία, Ρωσία, Ιταλία, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία. E 1815 ήταν η Βρετανία, Ρωσία, Αυστρία, Πρωσία και Γαλλία. Ως εκ τούτου ο ορθότερος ορισμός της μεγάλης δύναμης πρέπει να είναι ιστορικός καταδεικνύοντας ότι μεγάλη δύναμη είναι εκείνη που έχει κάνει αυτά κι αυτά. Όπως για παράδειγμα: ότι μια μεγάλη δύναμη αποκαλύπτεται ολοκληρωτικά διαμέσου κάποιου πολέμου ή ότι μια μεγάλη δύναμη δεν περιμένει να αναγνωριστεί, αλλά παρουσιάζεται μόνη της. Παρόλα αυτά, θα μπορούσε να ορισθεί μια μεγάλη δύναμη στη βάση ορισμένων συντελεστών ισχύος – πληθυσμό, έκταση εδαφών, οικονομικούς πόρους, κοινωνική οργάνωση, στρατιωτική δύναμη, μηχανικό εξοπλισμό, ιστορική παράδοση, πολιτιστικό επίπεδο και επιθυμία για δόξα.

Δίπλα στα παραπάνω, ένα ακόμα κριτήριο είναι το ότι οι μεγάλες δυνάμεις είναι δυνάμεις με γενικά συμφέροντα, δηλαδή πλατιά όσο και του ίδιου του συστήματος κρατών, πράγμα που σήμερα σημαίνει παγκόσμια.

Εκλογικεύοντας τα χαρακτηριστικά της Μεγάλης Δύναμης, αυτά είναι: η πολιτική κυριαρχία του συγκεκριμένου κράτους, η στρατιωτική ισχύς, η οικονομική ευρωστία αλλά και το πολιτιστικό του πρότυπο.

Εκ των σημείων αυτών θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πολιτική κυριαρχία νοούμενη όχι ως εσωτερική κυριαρχία σ’ όλο το έδαφος της χώρας, αλλά ως (dominant) δεσπόζουσα περισσότερο από άλλες στη διεθνή κονίστρα και η στρατιωτική ισχύς καθορίζουν τους διεθνείς ρυθμιστικούς κανόνες μέσω των οποίων λειτουργεί απρόσκοπτα η οικονομία. Η οικονομική ισχύς αποτελεί «εκ των ων ουκ άνευ» της δημιουργίας του ισχυρού νομίσματος.

Το νόμισμα υποτίθεται ότι σημασιολογεί τον χαρακτήρα, την «ισχύ» της οικονομίας, την οποία αυτό συντονίζει ως γενικό μέσο οικονομικής ή/και χρηματιστικής ανταλλαγής. Συνεπώς οι «επιδόσεις» του οικονομικού συστήματος μοιραία επιδρούν στην αγοραστική αξία του νομίσματος. Πίσω από τον ανταγωνισμό των νομισμάτων διαγράφεται ο άνισος δυναμισμός των αντίστοιχων οικονομιών.

Κοινωνικοϊστορικά δρώντα υποκείμενα.

Τα δρώντα υποκείμενα στην ιστορική τους πορεία δεν μένουν στατικά και αναλλοίωτα.

Υπόκεινται στη βάσανο των κοινωνικών διεργασιών οι οποίες λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό τους και οι οποίες καθορίζουν τις κοινωνικοϊστορικές εξελίξεις . Επομένως δεν αποτελούν στο διηνεκές σταθερά μεγέθη. Συνεπώς χρειάζεται να διευκρινισθεί ο κοινωνικοϊστορικός χαρακτήρας των δρώντων πολιτικών υποκειμένων στο σημερινό πλανητικό πλαίσιο. Όπως έχουμε αναφέρει οι ερμηνευτικές προσβάσεις στην γεωπολιτική ανάλυση εντάσσονται σε μια ενιαία αντίληψη επαναλαμβανόμενη σε κάθε ευκαιρία. Όμως αυτές οι ερμηνευτικές προσβάσεις είναι πολλαπλές και αφορούν ταυτόχρονα στο διπλωματικό, στρατιωτικό, γεωγραφικό, φυλετικό, θρησκευτικό, οικονομικοκοινωνικό, πολιτικό και ψυχολογικό status των δρώντων υποκειμένων. Η προσπάθεια κατατείνει στη σύλληψη ενός πολυμερούς όλου.

Η διαπίστωση αυτή δεν συνεπάγεται κάποια θεωρητική προάσπιση του πρωτείου της εσωτερικής πολιτικής. Δεν σημαίνει ότι υπάρχει περίπτωση οι κοινωνικοί παράγοντες που υπερισχύουν τη δεδομένη ιστορική στιγμή στο εσωτερικό μπορούν να αρνηθούν την αναγκαιότητα άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Η αναγκαιότητα άσκησης εξωτερικής πολιτικής προηγείται από την απόφαση , αποτελεί μια ανεξάρτητη σταθερά.

Όποιος κατευθύνει την εξωτερική πολιτική είναι αναγκασμένος να υπηρετήσει το σκοπό που έχουμε αναφέρει, αλλά μπορεί να το πράξει μόνο με τα μέσα και τις μεθόδους που προσιδιάζουν στον κοινωνικοπολιτικό του χαρακτήρα. Ανεξάρτητα από τους λόγους, οι οποίοι γεννούν καθ ’εαυτήν την επιδίωξη ισχύος στην εξωτερική πολιτική, η επιδίωξη τούτη αρθρώνεται σε μορφές ανταποκρινόμενες στον κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα του πολιτικού υποκειμένου, δηλ. της κυρίαρχης ομάδας ή τάξης στο εσωτερικό του. Ή να το πούμε διαφορετικά, τα δρώντα υποκείμενα αναλύονται με βάση το σύνολο των υπαρχόντων χαρακτηριστικών τα οποία είναι κοινά σε όλα. Όμως τα στοιχεία (οικονομία, κοινωνία, γεωγραφία, πολιτική, ιδεολογία…) είναι ανισομερώς ανεπτυγμένα σε κάθε δρών υποκείμενο. Συνεπώς το κάθε δρων υποκείμενο, συμμετέχει στη διεθνή κονίστρα με εκείνο το στοιχείο το οποίο προέχει στην εσωτερική του οργάνωση.

Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε μια παραλληλότητα ανάμεσα στις μεγάλες φάσεις της πλανητικής πολιτικής και στις αποφασιστικές μεταβολές της κοινωνικής ιστορίας των Νέων Χρόνων.

Ως εκ τούτου χρειάζεται με σαφήνεια να μελετηθεί το συγκεκριμένο πλανητικό πλαίσιο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τα οποία το διαφοροποιούν από το προηγούμενο[4].

Η περιοχή : Ανατολική Μεσόγειος

Η Ανατολική Μεσόγειος είναι το τμήμα εκείνο της Μεσογείου που κατά κοινή παραδοχή αποτελεί το σημαντικότερο από οικονομικής, γεωπολιτικής και στρατηγικής απόψεως. Πρόκειται για το τμήμα εκείνο που εκτείνεται ανατολικά του υποθαλάσσιου αναβαθμού που ενώνει τη Σικελία με την Τύνιδα (ακρωτήριο Bonn) . Το εύρος του δυτικού αυτού ορίου δεν υπερβαίνει τα 72 ν.μ. και στην επιφάνεια σχηματίζει τον Πορθμό της Σικελίας . Το μέγιστο μήκος κατά την έννοια ΑνατολήΔύση (ακρωτήριο Bonn – κόλπος Αλεξανδρέττας) είναι 1080 ν.μ., ενώ το μέγιστο πλάτος κατά την έννοια Βορράς – Νότος (μυχός Αδριατικής – κόλπος Μεγάλης Σύρτεως) είναι περίπου 920 ν.μ Για να ολοκληρωθεί η γεωγραφική εικόνα της Ανατολικής Μεσογείου, θεωρείται αναγκαία η επισήμανση ορισμένων ιδιαίτερων γεωγραφικών χαρακτηριστικών της, η ύπαρξη των οποίων ισχυροποιεί τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική της θέση.

Συγκεκριμένα αναφερόμεθα στα εξής:

• Στις δύο θαλάσσιες πύλες της Ανατολικής Μεσογείου μέσω των οποίων επικοινωνεί με άλλες θάλασσες και δι’ αυτών με σημαντικούς (οικονομικά και στρατηγικά) χώρους ή τους εξασφαλίζει έξοδο σε αυτή. Πρόκειται για τα στενά των Δαρδανελίων διά των οποίων η Μεσόγειος δια του Αιγαίου, επικοινωνεί με τον Εύξεινο Πόντο και τις παρευξείνιες χώρες, ενώ γι’ αυτές εξασφαλίζεται η έξοδος στις ανοικτές (θερμές) θάλασσες. Επίσης, για τη διώρυγα του Σουέζ, διά της οποίας η Μεσόγειος επικοινωνεί με την Ερυθρά Θάλασσα, Περσικό Κόλπο και Ινδικό Ωκεανό, αποτελούσα έτσι την οδό επικοινωνίας και ανεφοδιασμού της Ευρώπης και όχι μόνο, με τα πετρέλαια της περιοχής του Περσικού Κόλπου και το εμπόριο Ασίας και Ανατολικής Αφρικής. Επίσης μέσω Δυτικής Μεσογείου δια του Γιβραλτάρ με τον Ατλαντικό Ωκεανό. Έτσι διαμορφώνονται οι δύο κύριοι στρατηγικοί άξονες: Ατλαντικός-Μεσόγειος-Ερυθρά Θάλασσα-Ινδικός και Μαύρη Θάλασσα-Αιγαίο-Μεσόγειος-Ινδικός.

• Στις δύο χερσονήσους, τη Βαλκανική και Ιταλική, οι οποίες εισχωρώντας βαθιά εντός του θαλάσσιου χώρου, διευκολύνουν την πρόσβαση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στη Μεσόγειο και Βόρειο Αφρική. Αντίστροφα, φέρουν σε ταχύτερη επαφή τις χώρες της Βόρειας Αφρικής με την Ευρώπη. Επί πλέον οι δύο αυτές χερσόνησοι διαχωρίζουν την Ανατολική Μεσόγειο σε επί μέρους θαλάσσιους χώρους (Αδριατική, Ιόνιο, Αιγαίο), διαχωρισμός που διαφοροποιεί επιχειρησιακά την Ανατολική Μεσόγειο από τη λοιπή, η οποία θεωρείται ως ανοικτή θάλασσα.

• Στην ύπαρξη των τριών μεγάλων νησιών Κύπρου, Κρήτης και Μάλτας στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ευρωπαϊκών και αφρικανικών ακτών, που διευκολύνει, αλλά και επηρεάζει σημαντικά τις γραμμές συγκοινωνιών της Μεσογείου, καθώς και την ασφάλειά τους.

Η γεωπολιτική και γεωστρατηγική εικόνα της Ανατολικής Μεσογείου ολοκληρώνεται, εάν επισημανθεί η εγγύτητά της προς τη Μέση Ανατολή, με την οποία πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι αποτελεί ενιαίο στρατηγικό χώρο, τουλάχιστον η ανατολική της λεκάνη, αλλά και η εγγύτητα με την πετρελαιοπαραγωγική περιοχή των χωρών του Περσικού Κόλπου, η ανοικτή επικοινωνία με την οποία είναι ζωτικής σημασίας παράγων για τις οικονομίες Ευρώπης και Αμερικής. Επίσης από το γεγονός ότι, μετά τις δραματικές εξελίξεις των αρχών της δεκαετίας 90 και επέκεινα, το ανατολικό όριο του Δυτικού Κόσμου(ΕΕ-ΝΑΤΟ και όχι μόνο) μεταφέρθηκε ανατολικότερα στη Γραμμή Ουράλια όρη – Ουράλης ποταμός – Καύκασος, Ευφράτης π. – Ανατολική Μεσόγειος – Κύπρος, ενώ το βλέμμα των δυτικών έχει αρχίσει να αλληθωρίζει\ στρέφεται και προς τη βόρειο Αφρική\αφρικανική ήπειρο

Οι μεγάλοι παίκτες.

Οι ΗΠΑ.

Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι η κατ’ εξοχή πλανητική δύναμη στην περιοχή. Στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, και της περιοχής που καλύπτεται από τις χώρες Ιράν, Αφγανιστάν, Πακιστάν τα συμφέροντά τους είναι πολλαπλά: εκτός των κλασικών προβλημάτων κυριαρχίας και εξάπλωσης ενός πολιτισμικού ιμπεριαλισμού έτσι ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία αντιπάλου πολιτισμικού προτύπου, υπάρχουν τα πετρέλαια και το Ισραήλ. Η ΗΠΑ την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα κυρίως παρουσιάζουν μια υπερβολικά μονοδιάστατη εξάρτηση από τη βία προκειμένου να επιβάλλουν λύσεις σε προβλήματα τα οποία έχουν βαθιές ρίζες σε ιστορικές και πολιτισμικές διαφορές. Παράλληλα οι στρατιωτικές επεμβάσεις ως μέσον επίλυσης των προβλημάτων απεδείχθησαν όχι μόνο δημοσιονομικά επιβαρυντικές, καταδικαστέες νομικά αλλά και πολιτικά αναποτελεσματικές. Αυτό φαίνεται από το ότι οι ΗΠΑ «τρέμοντας» στο ενδεχόμενο η Συρία να βυθισθεί σε μια εμφύλια σύρραξη – συμπαρασύροντας ολόκληρη την περιφέρεια, με πιθανή εμπλοκή του σιϊτικού Ιράν αλλά και ισχυρών «proxy» κινημάτων, όπως Χεζμπολάχ και Χαμάςδιστάζουν να εμπλακούν σε ακόμη μία στρατιωτική επιχείρηση, παρόμοια με εκείνη της Λιβύης.

Οι ΗΠΑ έχασαν επίσης κυβερνήτες που τους εξυπηρετούσαν, είτε με την πρόθυμη υπακοή τους στις αμερικανικές επιθυμίες (Μουμπάρακ, Μπεν Αλί), είτε με την ψευδεπίγραφη επίδειξη δύναμης και αντιπαλότητας (Καντάφι). Αυτό δεν σημαίνει ότι τώρα πια επικρατεί ένας νέος αντιαμερικανισμός στην περιοχή, αλλά όλοι ελπίζουν στην οικοδόμηση σχέσεων βασισμένων σε αμοιβαίο σεβασμό και ισότιμη μεταχείριση

Ποια είναι η γεωστρατηγική της πρόταση σε σχέση με τις αραβικές εξεγέρσεις;

Με τη Ρωσία; Επιθυμεί να την αποκλείσει και να την περιορίσει στα σύνορά της; Ή μήπως την έχει αποδεχθεί ως ένα συζητητή επιπέδου; Επιθυμεί να υποσκάψει την υπόσταση του «κράτους με τα αφύσικα σύνορα;».

Επί παραδείγματι, η τωρινή υπερδύναμη του διεθνούς συστήματος, οι ΗΠΑ, επιδίωξαν (ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) και επιδιώκουν την ύπαρξη ικανής στρατιωτικήςπολιτικής παρουσίας στην περιοχή1, ώστε να είναι δυνατή τόσο η πρόσβαση, όσο και ο έλεγχος της νευραλγικής για τα αμερικανικά συμφέροντα περιοχής της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε πως η Ουάσιγκτον προώθησε διαχρονικά τα συμφέροντά της στην Ανατολική Μεσόγειο, δημιουργώντας δύο βασικούς φιλο-αμερικανικούς πόλους σταθερότητας, ήτοι αυτού μεταξύ ΗΠΑΑιγύπτουΙσραήλ αφενός και αφετέρου αυτού μεταξύ ΗΠΑΤουρκίαςΙσραήλ. Όμως ο βασικός μοχλός επέμβασης και κυριαρχίας των ΗΠΑ στην περιοχή είναι το ΝΑΤΟ.

To NATO και η επέκταση του προς τον Νότο

Από τις αρχές του 21ου αιώνα, το ΝΑΤΟ προωθείται συστηματικά προς τα νότια και νοτιοανατολικά, δηλαδή προς την αραβική Μέση Ανατολή και τις περιοχές της Κασπίας Θάλασσας, προσπαθώντας να εδραιώσει την παρουσία του στις πιο ευαίσθητες –από πλευρά ενεργειακών πόρων και γεωπολιτικών ισορροπιών– περιοχές του πλανήτη. Το ΝΑΤΟ έχει ήδη διασφαλίσει την παρουσία του στη μεσαία ζώνη ανάμεσα στις δύο περιοχές: στην Τουρκία (που είναι μέλος του), στο Αφγανιστάν (όπου διατηρεί ισχυρή στρατιωτική δύναμη, αν και σε φάση αποχώρησης) και σε μικρότερο βαθμό στο Ιράκ, όπου η Ατλαντική Συμμαχία εκπαιδεύει τον «νέο ιρακινό στρατό». Η γαλλική επιρροή που ανταγωνιζόταν τις ΗΠΑ έχει σημαντικά εξουδετερωθεί μετά την προεδρεία του Νικολά Σαρκοζύ, ο οποίος επέλεξε να προσεγγίσει την Ουάσιγκτον ως «φίλος» και αποφάσισε να επανέλθει στη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ.

Η απουσία κάθε αξιόπιστου ανταγωνιστικού τοπικού συστήματος αποκλείει την ύπαρξη σημαντικών εμποδίων εκ των έσω στην επέκταση του ΝΑΤΟ προς την αραβική περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ο Σύνδεσμος Αραβικών Κρατών δεν είναι στην ουσία παρά ένα κατακερματισμένο, διχασμένο φόρουμ συνάντησης μιας περιφερειακής δομής και απειλείται να διασπαστεί από τη στρατηγική συμμαχία Ισραήλ– Ηνωμένων Πολιτειών και ΝΑΤΟ, και να μετατραπεί σε μια «Μεγαλύτερη Μέση Ανατολή», μιαν εναλλακτική ευρύτερη δομή ασφαλείας στην οποία το Ισραήλ θα αναγνωριστεί ως ζωτικός κυρίαρχος εταίρος.

Η επέκταση προς τον Νότο ενισχύθηκε με την υπογραφή μιας συνθήκης από την Αίγυπτο και το ΝΑΤΟ το 2007, η οποία θα διασφαλίσει το Πέρασμα Σαλαχουντίν (στα σύνορα της Αιγύπτου με τη Λωρίδα της Γάζας). Η Αίγυπτος είναι η δεύτερη –μετά το Ισραήλ το 2006– χώρα της Μέσης Ανατολής που υπέγραψε μια παρόμοια συνθήκη με το ΝΑΤΟ.

Οι δύο συνθήκες με την Αίγυπτο και το Ισραήλ υπογράφηκαν στο πλαίσιο των Ατομικών Προγραμμάτων Συνεργασίας (Individual Cooperation Programmes – ICP), που έχουν σκοπό να προωθήσουν τους πολιτικούς και στρατιωτικούς δεσμούς με τις ευρωατλαντικές και μεσογειακές περιοχές, καθώς και μια συνεργασία ασφάλειας με το ΝΑΤΟ και τους εταίρους του Μεσογειακού Διαλόγου (ΜΔ) προκειμένου να βελτιώσουν την περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα στη Μεσόγειο. (Αίγυπτος, Αλγερία, Ισραήλ, Μαρόκο, Μαυριτανία, Τυνησία, Λιβύη 2012). Ακολούθησε το 2009 ανάλογη συνθήκη και με την Ιορδανία.

Τα Ατομικά Προγράμματα Συνεργασίας προήλθαν από την Πρωτοβουλία Συνεργασίας της Κωνσταντινούπολης (Istanbul Cooperation Initiative – ICI), που υιοθετήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Κωνσταντινούπολη στις 28/29 Giugno 2004 και είχε στόχο να δώσει προτεραιότητα στα αραβικά κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council – GCC Μπαχρέϊν, Κατάρ, Κουβέϊτ, ΗΑΕ) να εισέλθουν στη συμμαχία με σύναψη εταιρικής σχέσης. Τόσο τα Ατομικά Προγράμματα Συνεργασίας όσο και η Πρωτοβουλία Συνεργασίας της Κωνσταντινούπολης δημιουργήθηκαν ως μηχανισμοί κατάλληλοι να παρακάμψουν το καταστατικό του ΝΑΤΟ, το οποίο περιορίζει την επέκταση του οργανισμού στην Ευρώπη και στις βορειοατλαντικές περιοχές.

Ο ΜΔ ήταν το όχημα που χρησιμοποίησε το ΝΑΤΟ, για να συνάψει εταιρικές σχέσεις στην περιοχή. Αυτός ο διάλογος ξεκίνησε αρχικά με πρωτοβουλία των Ευρωπαίων ιδρυτών του ΝΑΤΟ, για να προωθήσουν την οικονομική και πολιτική συνεργασία με τους Άραβες γείτονές τους στον Νότο· το 2002 ο ΜΔ αναβαθμίστηκε σε θέματα ασφάλειας και το 2004 το ΝΑΤΟ ενίσχυσε το κύρος του διαλόγου με τη δημιουργία αυθεντικών εταιρικών σχέσεων και με ένα διευρυμένο πλαίσιο συνεργασίας. Ο ΜΔ παρέκαμψε τον κατά πολύ παλαιότερο αραβοευρωπαϊκό διάλογο, που ξεκίνησε στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα ως οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό φόρουμ, που όμως δεν είχε καμιά σχέση με το ΝΑΤΟ και τις στρατιωτικές προοπτικές.

Οι διακανονισμοί συνεργασίας των Ατομικών Προγραμμάτων και της Πρωτοβουλίας Συνεργασίας της Κωνσταντινούπολης περιλαμβάνουν κοινές στρατιωτικές πολεμικές ασκήσεις, στρατιωτική εκπαίδευση, αμυντικές μεταρρυθμίσεις, αντιμετώπιση της τρομοκρατίας με πόλεμο, αντιμετώπιση της ισλαμικής μαχητικότητας, ανταλλαγή στρατιωτικών πληροφοριών και πληροφοριών ασφάλειας, έλεγχο των συνόρων, αποστρατιωτικοποίηση του πλεονάσματος παλιών και απαρχαιωμένων αποθεμάτων πυρομαχικών και απόσυρση πολεμικών εφοδίων που δεν έχουν εκραγεί, εξυπηρέτηση των πλοίων του ΝΑΤΟ στα λιμάνια των εταίρων, φιλοξενία περιφερειακών Κέντρων Ασφάλειας και Συνεργασίας που υποστηρίζονται από το ΝΑΤΟ, παροχή υλικοτεχνικής υποδομής στις ειρηνευτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, συνδρομή στο ΝΑΤΟ για την περιπολία της Μεσογείου και των περιφερειακών υδάτων, αντιμετώπιση της εξάπλωσης των όπλων μαζικής καταστροφής· τέλος, άνοιγμα των Σχολών Άμυνας του ΝΑΤΟ σε στρατιωτικούς αξιωματούχους των κρατών-εταίρων, καθώς και άλλους μηχανισμούς που θα βελτιώσουν σε πρακτικό επίπεδο τη συνεργασία της περιφερειακής σταθερότητας και ασφάλειας.

Συγκεκριμένα, οι συνθήκες που υπέγραψε το ΝΑΤΟ με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, η συνεργασία του με την Ιορδανία, ο Λίβανος που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του και οι διαρκείς περιπολίες του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο δημιουργούν ένα εξωτερικό τείχος του ΝΑΤΟ, το οποίο ενισχύει τα εσωτερικά τείχη της στρατιωτικής κατοχής που ανυψώνει το Ισραήλ για να εντείνει την πολιορκία του ενάντια στον παλαιστινιακό λαό. Σήμερα με την εξαίρεση της Συρίας, του Λιβάνου και της Κύπρου όλες οι μεσογειακές χώρες συμμετέχουν στα προγράμματα του ΝΑΤΟ, μετατρέποντας τη Μεσόγειο σε νατοϊκή λίμνη.

Παράλληλα όμως, η μετακίνηση του ΝΑΤΟ προς το Νότο συμβάλλει και στον περιορισμό των κινήσεων της Τουρκίας στην περιοχή. Η σχέση Τουρκίας– ΗΠΑ, ως σχέση στρατηγικής συνεργασίας, έχει τεθεί σε αμφισβήτηση από το 2003, και η αναδιατύπωση μιας νέας ισορροπίας δεν είναι εύκολη. Η Τουρκία, η οποία έχει τόσο στην περιοχή της Κασπίας όσο και στη Μέση Ανατολή μεγάλα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα, απειλεί να δυσχεράνει την επέκταση του ΝΑΤΟ στο Νότο, προκαλώντας ρωγμές στον ευρύτερο νατοϊκό σχεδιασμό. Η αλλαγή του δόγματος της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, από τον παραδοσιακό κεμαλισμό σε έναν δυτικόστροφο νεο-οθωμανισμό με βάση την αντίληψη περί «στρατηγικού βάθους», αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη των τουρκικών προθέσεων.

Σταδιακά η περιοχή της Κασπίας Θάλασσας αναδεικνύεται σε μια από τις πιο εύφλεκτες περιοχές του κόσμου, ενώ η εμπλοκή του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ τη συνδέει αναπόσπαστα με την ήδη χειμαζόμενη από τους πολέμους περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η εμπλοκή του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ έχει ως αποτέλεσμα τέσσερα κράτη γύρω από την Κασπία –Αζερμπαϊτζάν, Καζαχστάν, Ρωσία και Τουρκμενιστάν που ανήκουν στο πρόγραμμα Partnership for Peace (PfP) του ΝΑΤΟ, αλλά και το Ιράν– να βρίσκονται σε επιφυλακή. Την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των πολεμικών πλοίων στην Κασπία έχει διπλασιαστεί, ενώ οι παράλιες υποδομές ενισχύονται με ταχύ ρυθμό. (Χώρες του PfP είναι επίσης οι Αρμενία, Λευκορωσία, Γεωργία, Κυργιζία, Μολδαβία, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Ουκρανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, FYROM, Μαυροβούνιο, Σερβία, Αυστρία, Ιρλανδία, Φινλανδία, Μάλτα, Σουηδία, Ελβετία)

Σε ευρύτερη κλίμακα, η ουσιαστική εμπλοκή του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στις δύο αυτές περιοχές προκαλεί την αμυντική στρατηγική αντίδραση της Κίνας και της Ρωσίας, που γεωπολιτικά θεωρούν τις δύο αυτές περιοχές, αλλά την Κασπία ιδιαίτερα, ως περιοχή επιρροής τους. Από αυτό προκύπτουν και ο αυξανόμενος διμερής συντονισμός των δύο κρατών καθώς και οι όλο και πιο στενές σχέσεις με το Ιράν, που είναι ο περιφερειακός μεγάλος παίκτης που έχουν βάλει στο στόχαστρο το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ.

Μέσα στα σχέδια του ΝΑΤΟ υπάρχει και η προοπτική παροχής ασφάλειας στον πετρελαιαγωγό Μπακού–Τιφλίδα–Τσεϊχάν, ο οποίος διατρέχει την Τουρκία, μια χώρα-εταίρο του ΝΑΤΟ, και τη Γεωργία, μία υπό ένταξη στο ΝΑΤΟ χώρα. Η σύγκρουση Ρωσίας– Γεωργίας τον Αύγουστο του 2008, φαίνεται να αναστέλλει αυτή την προοπτική, καθώς τα δεδομένα στην περιοχή έχουν αλλάξει. Παρά ταύτα ο διάλογος για το ρόλο του ΝΑΤΟ στη διαφύλαξη κρίσιμων υποδομών συνεχίζεται.

Την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τον Νότο πρόκειται να ακολουθήσει σε λίγα χρόνια και η δημιουργία της Μεσογειακής Ένωσης. Η διαδικασία που ακολουθείται στην περίπτωση αυτή είναι η ίδια που υιοθετήθηκε και στην περίπτωση των χωρών του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού – πρώτα ενσωμάτωση στο ΝΑΤΟ και αργότερα στην ΕΕ. Ένας μεγάλος αριθμός χωρών οι οποίες συμμετέχουν στα προγράμματα συνεργασίας του ΝΑΤΟ θα συμμετάσχουν και στη Μεσογειακή Ένωση – η μη πλήρης συμμετοχή στο ΝΑΤΟ συνοδεύεται από πλήρη συμμετοχή, στην πραγματικότητα από μια ειδική σχέση, στις διαδικασίες της ΕΕ. Η οικονομική κρίση της ΕΕ έχει αναστείλει προς το παρόν τις εξελίξεις στο τομέα αυτό

Με τις σημερινές ισορροπίες δυνάμεων μεταξύ των χωρών της Δύσης, η πρωτοβουλία των κινήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο βρίσκεται στα χέρια των Αγγλοσαξόνων και του ΝΑΤΟ, ενώ ο έλεγχος της Δυτικής Μεσογείου επαφίεται στον γαλλογερμανικό άξονα.

Η Κύπρος εξακολουθεί να έχει μεγάλη σημασία, αλλά όχι στρατηγική σημασία, για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Οι ανάγκες του ΝΑΤΟ εξυπηρετούνται από τις βρετανικές βάσεις στο νησί, η δε επέκτασή του υπερφαλαγγίζει την Κύπρο ως ένα νότιο ορμητήριό του στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Κύπρος για το ΝΑΤΟ θεωρείται δεδομένη –σε ό,τι αφορά τους σχεδιασμούς του– από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, και οι ΗΠΑ μπορούν να υλοποιήσουν τους στρατιωτικούς τους σχεδιασμούς στην Ανατολική Μεσόγειο μέσα από τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις στην Κύπρο, την Κρήτη και την Ιταλία.

Η ΕΕ

Δύο μόνο λόγια: Εκ του αποτελέσματος κρίνεται ότι η άμεσα γειτνιάζουσα Ευρώπη αρχικά ακολουθούσε τα γεγονότα και οι όποιες πρωτοβουλίες της (π.χ. ο «Μεσογειακός Διάλογος», η μέχρι την τελευταία στιγμή στήριξη των ανατραπέντων αραβικών καθεστώτων) υπήρξαν ανεπαρκείς, ατυχείς και εξαρτημένες από την γενικότερη πολιτική των Η.Π.Α[5].. Όλα τούτα παρότι πρώτος και βασικός αποδέκτης των οι όποιων εξελίξεων στις γειτονικές περιοχές της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής θα ήταν η ΕΕ. Μεταξύ των μεγάλων χωρών της ΕΕ η Γερμανία είναι αυτή η οποία εμφανώς φαίνεται ότι δεν έχει αίσθηση του γεωστρατηγικού παιχνιδιού το οποίο συντελείται στην συγκεκριμένη περιοχή.

Η Ρωσία.

Τέλος, πέραν των δυνάμεων που θαλασσοκράτησαν στη Μεσόγειο, η εν λόγω περιοχή αποτελούσε παράγοντα, αλλά και επιδίωξη χωρών, οι οποίες στόχευαν στο να αυξήσουν ή να αποκτήσουν κάποιο ρόλο και συμφέρον επ’ αυτής, όπως για παράδειγμα η Ρωσία, για την οποία η απόκτηση ασφαλούς και απρόσκοπτης διόδου προς την Ανατολική Μεσόγειο αποτελούσε και αποτελεί, από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου ως και τις μέρες μας πάγιο γεωστρατηγικό στόχο.

Μάλιστα ο Κ. Μαρξ [6] υποστηρίζει με απόλυτη σαφήνεια και ιδιαίτερη έμφαση την άποψη του Engels[7] ότι η Ρωσία ήταν κατακτητικό έθνος έναν αιώνα πριν το 1789, την οποία εξηγεί με καθαρά κριτήρια πολιτικοστρατιωτικού ανταγωνισμού δίχως αναφορά σε κάποια οικονομικά κίνητρα. Η περιγραφή της βαθμιαίας επέκτασης της Ρωσίας από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, σύμφωνα με τον Marx, μπορεί να εξηγηθεί με βάση τρεις παράγοντες: γεωγραφικούς, ιστορικούς και η επιθυμία εξόδου σε θερμές θάλασσες. Η τελευταία συναρτάται με την γενική επιδίωξη υπεροχής στην Ευρώπη[8]. Η βαθμιαία επέκταση της Ρωσίας από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου ακολουθεί , σύμφωνα με τον , μια διαδικασία με δική της εσωτερική λογική, τη λογική της ισχύος και των κατακτήσεων.

Στη σημερινή φάση, ζούμε την επανάληψη του έργου το οποίο ήταν γνωστό ως «Ανατολικό ζήτημα», με διαφοροποιημένο το επίπεδο της ιστορικής ανάπτυξης των ιστορικών υποκειμένων τα οποία συμμετείχαν στη συγκεκριμένη διένεξη. Η σημερινή Ρωσία ως ιστορικοκοινωνικό καθεστώς λίγη σχέση μπορεί να έχει με τη Ρωσία ,ως ιστορικοκοινωνικό καθεστώς, της περιόδου του 17ου -18ου -19ου αιώνα.

Η Ρωσία διατηρεί σήμερα, τη μοναδική της ναυτική βάση[9] στη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου στο συριακό λιμάνι της Ταρσούς (σημερινή ονομασία Ταρτούς).

Η Ρωσία ξεκαθάρισεενόψει τυχόν αλλαγών στην περιοχή ή στην Συρίαότι δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει τη ναυτική βάση υλικοτεχνικής υποστήριξης στο συριακό λιμάνι Ταρσό (τη σημερινή Ταρτούς). Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι ρώσοι ιθύνοντες προκειμένου να στηρίξουν αυτής τους την απόφαση «ντύνονται με ενδύματα διεθνούς διάστασης» όπως ότι η βάση αυτή, είναι απαραίτητη στην Μόσχα για την εκτέλεση της αντιπειρατικής αποστολής στον Κόλπο του Άντεν- δηλαδή για μια αποστολή που έχει το μομέντουμ του ΟΗΕ. Βεβαίως όλα αυτά είναι μόνο λόγια τα οποία αποσκοπούν σε «τυπικές δικαιολογίες» όταν είναι γνωστόν ότι κινούνται προς ή περί την Ταρσό και την Συρία πλοία που συγκροτούν μια (μεσαία) ρωσική αρμάδα από 10 πολεμικά και 10 βοηθητικά πλοία εκτελώντας καθήκοντα προγραμματισμένης μαχητικής προετοιμασίας στην Μεσόγειο.

Παράλληλα υπάρχουν και ρητές δηλώσεις γεωπολιτικού χαρακτήρα οι οποίες κινούνται στο παρακάτω μήκος κύματος: Η Ρωσία διεκδικεί θέση ναυτικής δύναμης, και γι’ αυτό πρέπει να διαθέτει αγκυροβόλια, λιμάνια και ακόμη καλύτερα ναυτικές βάσεις. Η Ρωσία αποσύρθηκε από το Καμράν του Βιετνάμ και το Άντεν. Κατόπιν τούτου η Ταρσός έμεινε το μοναδικό σημείο για αγκυροβόλι, ανεφοδιασμό και ανάπαυση των πληρωμάτων των ρωσικών πολεμικών και εμπορικών πλοίων.

Σήμερα η μονάδα της Ταρτούς για να μιλήσουμε με ακρίβεια είναι δύσκολο να ονομαστεί ναυτική βάση. Εκεί υπάρχει μόνο μια πλωτή μονάδα επισκευών για συντήρηση των πολιτικών και πολεμικών πλοίων. Το λιμάνι δεν είναι διαμορφωμένο ως βάση, παρ’ όλ’ αυτά αυτό είναι δυνατό να γίνει. Όπως είναι αυτονόητο στο βαθμό, που η ένταση γύρω από τη Συρία κλιμακώνεται, αυξάνεται και η πιθανότητα στρατιωτικής επέμβασης στις εξελίξεις. Εξαιτίας αυτού η ρωσική βάση στην Ταρσό αποκτά μεγάλη γεωπολιτική σημασία.

Εάν η Ρωσία χάσει αυτή τη βάση δεν θα μπορεί στη Μεσόγειο ούτε να ανεφοδιάζεται, ούτε να επισκευάζει τα πλοία της. Υπάρχει και ένα δεύτερο πολύ βασικό πρόβλημα. Αμέσως μόλις η Ρωσία χάσει τη βάση στην Ταρσό, ταυτοχρόνως χάνει τώρα και τη Συρία. Επομένως και αυτό είναι πολύ πιθανό ως μια από τις δυνατές εκδοχές, θα αρχίσουν εχθροπραξίες στην περιοχή προς την κατεύθυνση του Ιράν. Και τότε θα προκύψουν εξαιρετικά δύσκολα προβλήματα για τις ρωσικές δυνάμεις στον Καύκασο. Γι’ αυτό και όταν γίνεται λόγος για τη Συρία πρέπει ευθέως να αναγνωρίζουμε ότι μιλάμε και για το Ιράν και για τα ρωσικά στρατεύματα στον Καύκασο.

Είναι φανερό ότι η Ρωσία επιχειρεί με σαφήνεια να ξεκαθαρίσει την πρόθεσή της να διατηρήσει τη βάσηή πρός το παρόνκέντρουλικοτεχνικής υποστήριξης στη Συρία. Προφανώς αυτό είναι μια βασική παράμετρος κατοχύρωσης των γεωπολιτικών συμφερόντων της στη θάλασσα και μέσα από τα όσα υποστηρίζονται στην ανταπόκριση δείχνει ότι δεν το διαπραγματεύεται

Πολλοί στη Δύση πιστεύουν ότι η ρωσική στήριξη προς τη Συρία πηγάζει από την επιθυμία της Μόσχας να κερδίσει από την πώληση όπλων προς την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Ασαντ και να διατηρήσει τη ναυτική βάση της στο λιμάνι της Ταρσού. Αυτές οι εκτιμήσεις όμως είναι λανθασμένες. Για να το πούμε απλά, οι πωλήσεις ρωσικών όπλων προς τη Συρία δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη Ρωσία ούτε από εμπορική ούτε από στρατιωτική-τεχνολογική πλευρά. Η Ρωσία μπορεί εξίσου εύκολα να πουλήσει αυτά τα όπλακαι ιδιαίτερα τα προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη και τους αντιαεροπορικούς πυραύλουςσε άλλους πελάτες, χωρίς οικονομική ζημιά. O πραγματικός λόγος που η Συρία αντιστέκεται στις ισχυρές διεθνείς πιέσεις είναι ο φόβος της για την εξάπλωση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού και την απώλεια του ρόλου της ως υπερδύναμης, σε έναν κόσμο όπου τα δυτικά έθνη αναλαμβάνουν όλο και συχνότερα μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις.

Η τρέχουσα πολιτική της Ρωσίας στη Συρία αποσκοπεί βασικά στην αποφυγή μιας ξένης στρατιωτικής επέμβασης για την ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ, όπως συνέβη στη Λιβύη. Πολλοί Ρώσοι πιστεύουν ότι μια πιθανή κατάρρευση της κυβέρνησης Ασαντ θα σημάνει την απώλεια του τελευταίου συμμάχου της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και την πλήρη εξουδετέρωση της πάλαι ποτέ σοβιετικής επιρροής στην περιοχή. Πιστεύουν ότι μια δυτική επέμβαση στη Συρία (την οποία η Ρωσία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει στρατιωτικά) θα αποτελέσει την ηθελημένη βεβήλωση ενός από τα τελευταία εναπομείναντα σύμβολα του στάτους της Ρωσίας ως μεγάλης διεθνούς δύναμης.

Η προσέγγιση αυτή ενισχύεται και από την απαισιοδοξία πολλών Ρώσων για τα αποτελέσματα της Αραβικής Άνοιξης, και ιδιαίτερα της επανάστασης στη Συρία. Οι περισσότεροι ρώσοι αναλυτές πιστεύουν ότι οι αραβικές επαναστάσεις έχουν οδηγήσει σε πλήρη αποσταθεροποίηση της περιοχής και άνοιξαν τον δρόμο για την ανάληψη της εξουσίας από τους ισλαμιστές. Για τη Μόσχα λοιπόν, οι κοσμικές απολυταρχικές κυβερνήσεις σαν του Ασαντ αποτελούν τη μοναδική ρεαλιστική εναλλακτική λύση σε μια πλήρη κυριαρχία των ισλαμιστών.

Η Ρωσία αισθανόμενη ότι απειλείται από την εξάπλωση των αραβικών εξεγέρσεων και φοβούμενη μην εξαπλωθούν στον Καύκασο όπου υπάρχουν σημαντικές μουσουλμανικές μειονότητες, λειτουργεί ως εγγυητής του συριακού status quo, απορρίπτοντας οποιοδήποτε σχέδιο του Συμβουλίου Ασφαλείας για ανατροπή του ΄Ασαντ. Επίσης φρόντισε για την ναυτική παρουσία της στη Μεσόγειο προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντά της στην περιοχή (κυρίως τα ενεργειακά) και να υπενθυμίσει ότι αποτελεί και εκείνη σημαντικό δρώντα στα τεκταινόμενα στη Μεσόγειο.

Ο ισλαμισμός ως γεωπολιτικό στοιχείο.

Ενώ ο ισλαμισμός αποτελεί έναν συνδετικό παράγοντα σε όλα τα καθεστώτα της περιοχής, εκτός Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδος, και χωρών της Βαλκανικής (εκτός Βοσνίας – Ερζεγοβίνης) η σημειωθείσα από τον 7ο αιώνα διάσπασή του σε σουνιτικό και σιϊτικό ισλαμισμό δημιουργεί έντονες γεωστρατηγικές διαφοροποιήσεις στην περιοχή οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψην.

Στην περιοχή που παρεμβάλλεται μεταξύ του Ιράν, της Αραβικής Χερσονήσου και των ακτών της Ανατολικής Μεσογείου, η Τεχεράνη ασκεί σημαντική επιρροή, με κύριο όπλο το σιιτικό ισλαμικό δόγμα. Η επιρροή αυτή αποτελεί σοβαρή στρατηγικού χαρακτήρα απειλή όχι μόνο για το Ισραήλ, αλλά και για τα κράτη της Αραβικής Χερσονήσου (Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) καθώς και για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, της Αγγλίας και εν γένει της Δύσης.

Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένα εν δυνάμει σουνιτικό μπλοκ στην περιοχή, με την Τουρκία, τους Κούρδους, τους σουνίτες του Ιράκ, την Ιορδανία, τους σουνίτες της Συρίας και του Λιβάνου. Στόχος είναι η αποδυνάμωση και σταδιακά η αποκοπή του Ιράν από το Νότιο Ιράκ, τη Συρία και το Λίβανο.

Στο μπλοκ αυτό, κομβικός φαίνεται να είναι ο ρόλος της Τουρκίας, η οποία είναι η μόνη χώρα της περιοχής που είναι ενσωματωμένη στους δυτικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ, Συμβούλιο της Ευρώπης κ.λπ.), είναι σουνιτική (ποσοστό 75-80%) και διαθέτει αξιόλογο στρατό, σε σχέση με τις γειτονικές χώρες-στόχους.

Δηλαδή ,με απλά λόγια, η παρουσία των δύο αντιτιθέμενων μπλοκ και η σύγκρουση μεταξύ τους η οποία ειρήσθω εν παρόδω , έχει αρχίσει με τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, , αποτελεί παράγοντα δημιουργίας μεγάλης ρευστότητας και ανεβάζει την αβεβαιότητα στην περιοχή στα ύψη.

Η στάση που κράτησε η Χεζμπολάχ στις αραβικές εξεγέρσεις σκιαγραφούν με μεγάλη σαφήνεια την εσωτερική διαμάχη του ισλαμικού κινήματος. Ενώ υποστήριξε φανερά όλες τις αραβικές επαναστάσεις στις Τυνησία, Αίγυπτο, Λιβύη, Υεμένη και στο Μπαχρέιν, πήρε μια πολύ εχθρική στάση απέναντι στην επανάσταση της Συρίας, στάση που ερμηνεύτηκε από τους λαούς της περιοχής – που ανήκουν στην συντριπτική τους πλειοψηφία στο σουνιτικό δόγμα, ως στάση που απορρέει από το σιιτικό δόγμα της οργάνωσης και που εντάσσεται στο πλαίσιο των προσπαθειών του Ιράν να επικρατήσει στην περιοχή ως πολιτικός και θρησκευτικός (σιιτικός) ηγεμόνας, με σύμμαχο το καθεστώς του Άσαντ. Μάλιστα συμμετείχε και στον εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό του Ασαντ.

Σίγουρα τα ισλαμικά κινήματα ήταν από τους πρώτους κερδισμένους, γεγονός που διαπιστώνει κανείς από τα αποτελέσματα των εκλογών που διεξήχθησαν σε αρκετές αραβικές χώρες. Δεν αληθεύει όμως η άποψη ότι οι ισλαμιστές εκμεταλλεύτηκαν τις επαναστάσεις των νέων ώστε να έρθουν στην εξουσία, γιατί η νίκη τους ήταν δεδομένη σε οποιαδήποτε καθαρή εκλογική αναμέτρηση, χάρη στα δίκτυα κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας που έχουν σχηματίσει εδώ και δεκαετίες, αποκτώντας προσβάσεις σε διάφορες κοινωνικές τάξεις. Επίσης σύμφωνα με την αποτίμηση της διεθνούς εταιρίας Geopolicity οι οικονομίες της Αιγύπτου, της Συρίας και της Λιβύης ζημιώθηκαν από την «Αραβική Άνοιξη» συνολικά, 60 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η Αραβική Άνοιξη και οι «νέοι»[10] παίκτες που δημιούργησε.

Ο μέχρι στιγμής απολογισμός της σφοδρής αραβικής λαϊκής εξεγέρσεως είναι η πτώση των καθεστώτων στην Τυνησία, στη Λιβύης, στην Υεμένης, στο Μπαχρέιν και την Αίγυπτο, ενώ κλυδωνίζονται οι ηγεσίες, της Αλγερίας, της Ιορδανίας, του Μαρόκου και άλλων αραβικών κρατών και επί του παρόντος είναι δυσχερής η πρόβλεψη των εξελίξεων στη Συρία[11]. Η Δύση ανησυχεί εύλογα για την διάδοχη πολιτική κατάσταση στα αραβικά κράτη και την νέα διαμόρφωση γεωπολιτικών ισορροπιών της περιοχής, για στρατηγικούς, ενεργειακούς, οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους. Οι ηγεσίες των προαναφερθέντων αραβικών κρατών, αν και είχαν δημιουργήσει αυταρχικά καθεστώτα (η κατάληξη των αντιιμπεριαλιστικών εθνικιστικών μπααθικών κινημάτων), έχαιραν της Δυτικής υποστηρίξεως και συνεργασίας, και συνέβαλλαν στην σχετική σταθερότητα στην περιοχή Μεσογείου και της Μ. Ανατολής αποδεχόμενες την ύπαρξη του Ισραήλ και απέτρεπαν στο εσωτερικό την υφαρπαγή της εξουσίας από το ακραίο Ισλάμ.

Τα τελευταία, εν τούτοις γεγονότα, εξανάγκασαν την αιφνιδιασμένη και αμήχανη Δύση σε καθυστερημένη αποστασιοποίηση. Τα κύρια αιτήματα που έθεσαν οι αραβικές λαϊκές εξεγέρσεις ήταν πολιτικοκοινωνικής φύσεως και συμπεριελάμβαναν την θέσπιση δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών (ο καθένας από τους συμμετέχοντες είχε κατά μου το δικό του πρότυπο), συμμετοχή στη διακυβέρνηση της χώρας, διαφάνεια στην κρατική άσκηση της εξουσίας καθώς και αντιμετώπιση της ανεργίας και της φτώχειας μέσω της οικονομικής αναπτύξεως. Όλοι όσοι είχαν υιοθετήσει την αισιόδοξη πρόβλεψη της κατακτήσεως των λαϊκών αυτών αιτημάτων και περίμεναν ότι θα σήμαινε και την αποδυνάμωση του φονταμενταλιστικού Ισλάμ, απογοητεύθηκαν πλήρως. Από τις πρώτες πολιτικές αναμετρήσεις (πχ Αίγυπτος ,Τυνησία), το κοινωνικό έργο των «αδελφών μουσουλμάνων», επί σειρά ετών προσφορά στον ξεχασμένο από τα καθεστώτα λαό, συνεπικουρούμενο και από την αραβική καχυποψία προς την Δύση, συνέβαλε στην άνοδο του Ισλάμ στην εξουσία (όχι απαραιτήτως του μετριοπαθούς).

Στη Λιβύη τα πράγματα οδηγούνται προς την ουσιαστική διάλυση των κεντρικών δομών του κράτους και στην κατάταξή του σε rogue state. Είναι γεγονός ότι πολλά κόμματα της αριστεράς, καθώς και φιλελεύθερα κόμματα της Μέσης Ανατολής, είχαν μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε εικονικά κόμματα, επειδή ήταν μακριά από τη πραγματικότητα που ζούσε ο απλός καθημερινός κόσμος και δεν έδειχναν το απαραίτητο σεβασμό στις παραδόσεις και τις θρησκευτικές αντιλήψεις της περιοχής. Το χειρότερο για τα φιλελεύθερα κόμματα ήταν πως δέχονταν και χρηματική ενίσχυση από δυτικές χώρες κυρίως τις ΗΠΑ με πρόσχημα τη στήριξη της δημοκρατίας. Αποδεικνύεται επίσης απερίφραστα ότι ο συνεχής διωγμός των αριστερών κομμάτων από τα αυταρχικά καθεστώτα ελάχιστα τα οφέλησε. Άρα το ερώτημα που τίθεται είναι: μήπως «Αραβική Άνοιξη» ουσιαστικά σημαίνει «Ισλαμική Άνοιξη»;

Οι επιπτώσεις της Αραβικής Άνοιξης στη γεωστρατηγική σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου.

Το υπό διαμόρφωση νέο τοπίο στον αραβικό κόσμο, ενδέχεται να θέσει σε δοκιμασία την αμερικανική ηγεμονία και τα Δυτικά εν γένει συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, ενώ τίποτε δεν φαίνεται να είναι όπως την προηγούμενη εποχή όπου επικρατούσαν τα παλαιά καθεστώτα. Μπορούν να αναφερθούν συγκεκριμένα τα παρακάτω:

(α) Η Αίγυπτος.

Είναι γνωστό ότι, για λόγους ιστορικούς και πολιτιστικούς, η Αίγυπτος αποτελεί βαρόμετρο των εξελίξεων στα υπόλοιπα αραβικά κράτη, συνδέεται άμεσα με την σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής και ελέγχει το Σουέζ. Οι εκλογές του Φεβρουαρίου 2012 ανέδειξαν πρώτη δύναμη τη Μουσουλμανική Αδελφότητα της οποίας η πολιτική στάση που θα τηρήσει έναντι της Δύσεως και του Ισραήλ, προβληματίζει, παρά τις μετριοπαθείς δηλώσεις των εκπροσώπων της. Οι αρχικές αμερικανικές επίσημες δηλώσεις συμπαραστάσεως στον πρόεδρο Μουμπάρακ (ενδεχομένως επηρεασμένες και από ανάλογη στάση του Ισραήλ), έδωσαν γρήγορα την θέση τους σε παροτρύνσεις αμέσου εγκαταλείψεως της εξουσίας από αυτόν, ενώ η Ευρώπη ακολούθησε για άλλη μία φορά τον μεγάλο της σύμμαχο, δίχως να αναπτύξει αυτόνομη και έγκαιρη πολιτική πρωτοβουλία, ως άμεσα ενδιαφερόμενη. Η βιωσιμότητα της αραβοϊσραηλινής συνθήκης του Καμπ Ντέϊβιντ, βασικότατη για το πώς θα διαμορφωθεί το μέλλον η περιοχή θα εξαρτηθεί από την φύση του νέου Αιγυπτιακού καθεστώτος. Σε κάθε περίπτωση δεν αναμένεται πλέον ότι η Αίγυπτος θα συνδράμει το Ισραήλ στην αντιμετώπιση των Παλαιστινίων στη Γάζα, ενώ το Παλαιστινιακό θέμα συνολικά, θα τεθεί σε νέα βάση. Παράλληλα ο επηρεασμός της εξωτερικής της πολιτικής από κράτη που κυριαρχεί το πολιτικό Ισλάμ θα είναι καθοριστικός.

(b) Το Ισραήλ.

Οι ανησυχίες ασφαλείας του Ισραήλ λόγω του γεωπολιτικού του περιβάλλοντος αναμένεται να ενταθούν σημαντικά σε περίπτωση εμφανίσεως ακραίων ισλαμικών αραβικών κρατών. Ακόμη και στην περίπτωση επικρατήσεως του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ στα αραβικά κράτη, η χερσαία απομόνωση του Ισραήλ θα ενταθεί, γεγονός το οποίο αν συνδυασθεί με την πίεση του Ιράν (άμεση απειλή, επιρροή σε Λίβανο και Ιράκ) και την επιδείνωση των σχέσεών του με την Τουρκία, θα το εξαναγκάσει να επιδιώξει συνεργασίες με χώρες της περιοχής οι οποίες θα μπορούσαν να αποδειχθούν σημαντικοί παίκτες στην περιοχή. Η Ελλάδα και η Κύπρος βρίσκονται στο πρώτο επίπεδο αυτών των χωρών, ενώ ακολουθούν σε απόσταση αναπνοής η Ρουμανία και η Βουλγαρία.

Όλες οι χώρες χαρακτηρίζονται ως «ιστορικοί αντίπαλοι της Τουρκίας» οι οποίοι ανησυχούν για τις προθέσεις της και την εν γένει δραστηριοποίησή της το παρόν διάστημα. Το Ισραήλ έχασε έναν πολύτιμο συνεργάτη, στο πρόσωπο του Μουμπάρακ, στην πιο σημαντική αραβική χώρα, την Αίγυπτο. Οι εξελίξεις στο παλαιστινιακό μιλάνε από μόνες τους. Η συνεχής κατάρρευση αραβικών καθεστώτων με τα οποία είχε εξευρεθεί παρασκηνιακά τρόπος επικοινωνίας και η στάση της Τουρκίας και του Ιράν που παρακολουθούν την κατάσταση με σκοπό να αξιοποιήσουν για τα συμφέροντά τους τις εξελίξεις, έχουν αναγκάσει το Ισραήλ να αναζητά συμμάχους για την αντιμετώπιση της απειλής. Στην προσπάθεια εξισορρόπησης της ισλαμικής «πλημμυρίδας» που σαρώνει το τελευταίο διάστημα τη γεωπολιτική περιφέρειά του το Ισραήλ, έχει συμπεριλάβει εκτός των χωρών που αναφέρθηκαν παραπάνω και χώρες (δεύτερη ομάδα) που ανήκουν στην Αφρική (Κένυα, Ουγκάντα, Αιθιοπία, Τανζανία, Νιγηρία, Νότιο Σουδάν) και ανησυχούν πολύ για την ισλαμική τρομοκρατία, κάτι που τους οδήγησε στο να συνάψουν σχέσεις και να τις εμβαθύνουν διαρκώς με το Ισραήλ. Υπάρχει και μια τρίτη ζώνη χωρών, δεν κατονομάζεται για ευνόητους λόγους από τους Ισραηλινούς, πρόκειται για αραβικά κράτη τα οποία ανησυχούν σφόδρα για τη δράση του Ιράν, οπότε με αυτό το κίνητρο έχουν αναπτύξει σχέσεις και συνεργάζονται σε πολλαπλά επίπεδα, παρά τα αρνητικά στερεότυπα που επικρατούν στις κοινωνίες τους.

Προς το παρόν, το ενδιαφέρον των Ισραηλινών είναι να κρατήσουν ανοιχτούς τους διαύλους συνεννόησης με τους Αιγύπτιους, ασχέτως του αν στην κυβέρνηση θα βρίσκονται οι ισλαμιστές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, έστω κι αν οι διμερείς σχέσεις δεν είναι τόσο στενές όπως στο πρόσφατο παρελθόν. Οι Ισραηλινοί ευελπιστούν ότι οι Αιγύπτιοι δεν θα επιθυμούν να επιστρέψουν οι δυο χώρες στην εποχή όπου συγκρούονταν στρατιωτικά με αποτέλεσμα τον αχρείαστο θάνατο χιλιάδων ανθρώπων…

(c) Η Τουρκία

Η Τουρκία, της οποίας ο πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν χαίρει της εκτιμήσεως και του σεβασμού του αραβικού κόσμου λόγω της στάσεώς του έναντι του Ισραήλ, φρόντισε να λάβει θέση εγκαίρως υπέρ των εξεγέρσεων και των δικαίων αιτημάτων τους, αυξάνοντας έτσι τα ερείσματά της στην περιοχή. Επιπλέον η χώρα αυτή επιδιώκει να εμφανίζεται με ένα σύγχρονο πρόσωπο, με σημαντική οικονομική ανάπτυξη και τον επιτυχημένο (στα μάτια του αραβικού κόσμου) συνδυασμό «δημοκρατίας» και μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ, προσπαθεί να προτείνει το μοντέλο αυτό διακυβερνήσεως, ως την ενδεδειγμένη λύση της επόμενης ημέρας των αραβικών εξεγέρσεων, αποβλέποντας στην έτι περαιτέρω αύξηση της επιρροής της.

Η προσπάθεια όμως χειραγώγησης του μουσουλμανικού πληθυσμού και οι εσπευσμένες επισκέψεις του κ. Ερντογάν σε Αίγυπτο, Συρία και Λιβύη προκειμένου να αποκομίσει οικονομικά και πολιτικά οφέλη, δεν απέδωσαν σημαντικά: i) Στη Αίγυπτο η προσπάθεια προσέκρουσε στους ακραίους Σαλαφιστές μουσουλμάνους που επιδιώκουν να επιβάλουν την Σαρία, και δεν δέχονται την επικράτηση ενός μετριοπαθούς και ήπιου πολιτικού Ισλάμ που τους προωθεί η Τουρκία. ii) Στη δε Λιβύη που πίστευαν οι Τούρκοι ότι θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο, βρέθηκαν απέναντι στα συμφέροντα της Γαλλίας και Αγγλίας, χώρες που έχουν τον πρώτο λόγω στη Λιβύη, στη μετά Καντάφη εποχή, καθόσον ήταν οι κύριοι συντελεστές της ανατροπής του. iii) Στη Συρία η αμέριστη υποστήριξη στην επαναστατημένη αντιπολίτευση, βρέθηκε απέναντι σε ένα καλά οργανωμένο και ανθεκτικό μπααθικό καθεστώς, το οποίο τελεί υπό την πλήρη στήριξη της Ρωσίας και Κίνας. Η όποια υπερβολή της Τουρκίας στο θέμα της Συρίας πιθανώς να έχει σοβαρές επιπτώσεις στις σχέσεις της με τις δύο αυτές ανερχόμενες δυνάμεις. Ήδη η τροπή που λαμβάνουν τα πράγματα στην Συρία μόνο ευνοϊκά δεν είναι για το καθεστώς Ερντογάν. Άλλωστε δεν ήταν καθόλου εύκολη η όλη προσπάθεια των κυβερνήσεών του να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη στην περιοχή.[12] Η Τουρκία εκτός των προβλημάτων με τους γείτονες , έχει έντονα προβλήματα στο εσωτερικό της , κυρίως με τους Κουρδικούς πληθυσμούς, αλλά και τελευταία με τους Αλεβίδες αλλά και τα δυτικότροπα στρώματα των πόλεων, όπως έδειξε η τελευταία εξέγερση με αφορμή το πάρκο Γκεζί.

(d)Τυνησία, Λιβύη, Υεμένη.

Τα Αραβικά κράτη της Β. Αφρικής γειτνιάζουν με την Ευρώπη και οι εξελίξεις σε αυτά την επηρεάζουν άμεσα (π.χ. προμήθεια ενέργειας κυρίως από την Λιβύη, τυχόν μελλοντικά ακραία ισλαμικά καθεστώτα, μαζική μετανάστευση, κ.λ.π.), ενώ η Υεμένη ελέγχει τα στενά του κέρατος της Αφρικής από τα οποία διέρχεται η διεθνής ναυσιπλοΐα από και προς το Σουέζ. ). Χαρακτηριστική ήταν η στάση των ΗΠΑ στο ζήτημα της Λιβύης, με την αρχική απροθυμία να συμμετάσχουν στην επέμβαση διάσωσης των συμφερόντων των Νατοϊκών Ευρωπαίων συμμάχων της (Αγγλίας – Γαλλίας – Ιταλίας). Τυχόν επικράτηση του ακραίου Ισλάμ σε αριθμό αραβικών χωρών, θα επιτείνει το πρόβλημα της τρομοκρατίας και της μεταναστεύσεως στην Δύση και ιδιαίτερα στην Ευρώπη.

(e)Το Μπαχρέϊν

Το Μπαχρέιν είναι σημαντικό καθόσον κατέχει κομβική θέση στον Περσικό κόλπο, αποτελεί τόπο μεγάλων επενδύσεων δυτικών κεφαλαίων και διαθέτει σημαντικά ενεργειακά κοιτάσματα. Η αλλαγή καθεστώτος στο Μπαχρέιν πιθανόν να συμπαρασύρει την Σ. Αραβία (πλειοψηφία σιιτών πολιτών στις ανατολικές της επαρχίες) η οποία ως γνωστόν είναι η πλουσιότερη σε αποθέματα υδρογονανθράκων και πνευματικό κέντρο των Αράβων.

(f) Το Ιράν

Η ισλαμική επανάσταση του Αγιατολλάχ Χομεϊνί, με το πέρασμα του χρόνου, απεδείχθη τελικά καθαρά σιιτική επανάσταση που δεν δίσταζε να επιδιώκει εμφανώς την εξάπλωση του δόγματος της. Έτσι η πολιτική του Ιράν , από την επανάσταση μέχρι σήμερα, αφορά κυρίως δυο σημεία: πρώτον οι συνεχείς προσπάθειες του να «εξάγει» την σιιτική του επανάσταση στις αραβικές χώρες, και, δεύτερον, η κακή μεταχείριση στην οποία υπόκεινται οι σουνίτες (περίπου 20%) και οι αραβόφωνοι Ιρανοί, αν και οι τελευταίοι ανήκουν στο σιιτικό δόγμα.

Για παράδειγμα αναφέρουμε ότι τα τελευταία χρόνια καταβλήθηκαν στη Συρίαμε την ανοχή και τη διευκόλυνση του καθεστώτοςτρομερές προσπάθειες για τον προσηλυτισμό Σύρων πολιτών στο σιιτικό δόγμα. Τεράστια χρηματικά ποσά δαπανήθηκαν για την ανέγερση σιιτικών ιδρυμάτων, ισχυροί άνδρες και απόστρατοι αξιωματικοί εξαγοράστηκαν, η παρουσία χιλιάδων ιρακινών σιιτών προσφύγων βοήθησε στο έργο αυτό, ενώ οι αντιδρώντες κατηγορήθηκαν πως ανήκουν στο σαλαφισμό και διωχτήκαν σκληρά. Συνεπώς το Ιράν όλο και περισσότερο παρουσιάζεται σαν εκπρόσωπος του σιιτικού δόγματος κάτι που το οδηγεί σε πλήρη αντιπαράθεση με το σουνιτικό δόγμα. Όλα αυτά βεβαίως υποκρύπτουν μόνον επιδιώξεις κυριαρχίας του ιρανικού καθεστώτος έτσι ώστε να καταστεί περιφερειακή δύναμη στην περιοχή.

Η περιοχή των Βαλκανίων.

Οι τελευταίες εξελίξεις στα Βαλκάνια αυξάνουν τη ρευστότητα της περιοχής, ενισχύουν τον αλβανικό παράγοντα και διευρύνουν την επιρροή της Τουρκίας. Di conseguenza, ενδιαφέρουν άμεσα την Ελλάδα, διότι αναμιγνύουν σοβαρές εν δυνάμει απειλές και μεγάλες ευκαιρίες που, παρά τα φαινόμενα, ανατιμούν την αξία της στο ευαίσθητο πεδίο της διεθνούς γεωστρατηγικής. Προϋπόθεση είναι να ασκηθεί ευέλικτη εξωστρέφεια και να μη μεσολαβήσει η παράφρων μεταβλητή που ελλοχεύει στον κονιορτό των κομμάτων.

Η Μεσοβαλκανική Ζώνη αποτελεί το συντομότερο γεωστρατηγικό διάδρομο Αδριατική-Εύξεινος Πόντος-Υπερκαυκασία-Κασπία. Ελέγχει την ασφάλεια των ενεργειακών πηγών και τη μεταφορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Ο βαλκανικός χώρος, όπου αναμετρώνται οι αγωγοί Δύσης – Ρωσίας, έχει κατακερματιστεί σε μικρά ανίσχυρα κράτη, άμεσα ή έμμεσα δυτικά προτεκτοράτα, στα οποία επικρατούν ισχυρές φυγόκεντρες μειονότητες, αμοιβαίες διεκδικήσεις, οργανωμένο έγκλημα και ευμετάβλητο πολιτικό καθεστώς. Στις δύο ακτές της και στην ξηρά της λειτουργούν οι ισχυρότερες στην Ευρώπη αμερικανικές βάσεις.

Η αξία αυτού του γεωπολιτικού πεδίου αυξάνεται κατακόρυφα όσο η Δύση κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών στη Βόρειο Αφρική και στη Μέση Ανατολή, όπου τα πράγματα οδηγήθηκαν σε μεγάλη ρευστότητα μετά τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη», που έφερε στην εξουσία ισλαμιστικά καθεστώτα και προκάλεσε εμφυλίους.

Ζωτικό υπογάστριο του βαλκανικού χώρου είναι η Ελλάδα. Παρά την ολόπλευρη βαθιά κρίση της, παραμένει από κάθε άποψη η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα.

Η Ελλάδα.

Οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να μελετήσουν σοβαρά όλες τις προηγουμένως αναφερθείσες αναλύσεις και να αντιληφθούν ότι το γεωστρατηγικό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο απαιτεί συστηματικό και σφαιρικό τρόπο αντιμετώπισης. Οι παίκτες είναι πολλοί και ως εκ τούτου καθιστούν το παιχνίδι σύνθετο , πολύπλοκο και εξαιρετικά δύσκολο. Το προς τα πού οδηγούν οι διασταυρώσεις των βουλήσεων όλων των παικτών είναι δύσκολο να προβλεφθεί με αποτέλεσμα την αύξηση της εντροπίας του πεδίου. Πάντως είναι ενδιαφέρον και δείχνει την ικανότητα των παικτών αναδεικνύοντας ουσιαστικά την πολιτική στην «πρώτη σελίδα».

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ



[1] Dr. John Garafano (5–9 July 2004) (PDF). Alternate Security Strategies: The Strategic Feasibility of Various Notions of Security. International Peace Research Foundation. http://www.afes-press.de/pdf/Garafano_Alternate_Secutity.pdf. Ανακτήθηκε στις 2006-05-19.

[2] Έχει σημασία να υπογραμμισθεί ότι η εθνική ιδεολογία των σημερινών αναδεικνυόμενων κρατικών μορφωμάτων έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους εθνικισμούς του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

[3] Σίγουρα όμως μπορούν να θεωρηθεί ότι οι ΗΠΑ αποτελούν τη μοναδική πλανητική δύναμη. Τούτο διότι είναι η μόνη χώρα που διαθέτει πυκνό και παγκόσμιο στρατηγικό-στρατιωτικό δίκτυο που τους επιτρέπει επεμβάσεις σε κάθε θέση του πλανήτη.

[4] Για παράδειγμα: στη σημερινή εποχή εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στην «εποχή του κλασικού ιμπεριαλισμού» όπως αυτός περιγράφεται από τον Λένιν και το Μπουχάριν;

[5] Δες: Κ. Μελάς , Η σαστισμένη Ευρώπη , Εξάντας 2009.

[6] K. Marx, Το τουρκικό ζήτημα. Οι Times. Η ρωσική επέκταση. New York Daily Tribune,14Giugno 1853.

[7] F. Engels, Το πραγματικό πρόβλημα της Τουρκίας, New York Daily Tribune, 12 April 1853.

[8] K. Marx, Η ρωσική πολιτική απέναντι στην Τουρκία.. New York Daily Tribune, 14July 1853.

[9] Η Ρωσία μέχρι πριν λίγο καιρό διατηρούσε μια πολύ σημαντική για τα συμφεροντά της ναυτική βάση στην Συρία. Πρόσφατα όμως και λόγω του ότι οι Ρώσοι δεν θα ήθελαν να πέσει στα χέρια των ανταρτών και των αμερικανών συμμάχων τους η δική τους τεχνολογία λίγοπολύ τηναποψίλωσαντόσο από σημαντικά υλικά (όπως παραδείγματος χάριν τα αντιπυραυλικά της συστήματα) όσο και από προσωπικό. Μία τυχόν κακή για τον Άσαντ έκβαση του εμφυλίου στην Συρία, θα είχε ως αποτέλεσμα την κατά πάσα πιθανότητα οριστική απώλεια της ναυτικής βάσης της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ένα τεράστιο γεωπολιτικό πλήγμα, που θα περιόριζε με πολλούς τρόπους την δυνατότητα παρέμβασης της στην Ανατολική Μεσόγειο και ως εκ τούτου την προσβασή της στηνευαίσθητηπεριοχή της Μέσης Ανατολής.

[10] Με την έννοια των νέων κυρίαρχων κοινωνικοοικονομικών υποκειμένων.

[11] Παρότι φαίνεται ότι οι δυνάμεις του Ασάντ έχουν καταφέρει να επιβληθούν κανείς δεν γνωρίζει τι θα συμβεί στο προσεχές μέλλον και ειδικά μετά την απόφαση του προέδρου Ομπάμα να βοηθήσει εμπράκτως τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις.

[12] Όλα αυτά αναλύονται στο: Σ.Λυγερός –Κ. Μελάς, Μετά τον Ερντογάν τι; Εκδόσεις Πατάκη Απρίλιος 2013.

Leave a Comment