Κρίση και νομισματική πολιτική

money_as_debt

του Ηλία Νικολόπουλου

πρώην αντιπρόεδρος και καθηγητής στο ΤΕΙ Χαλκίδας

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ήρθε να καταδείξει, μετά από μια σειρά χρηματοοικονομικών κρίσεων, τα γενικότερα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα διεθνώς. Η μετατροπή, μάλιστα, της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε δημοσιονομική, με τη μεταφορά δημόσιων πόρων στις τράπεζες για τη διάσωσή τους, πιστοποιεί τη γενικότερη κρίση του κυρίαρχου συστήματος.

Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της συσσώρευσης και της παραγωγής στην Ασία και σε άλλες αναδυόμενες περιοχές έχει άμεσες και σοβαρές επιπτώσεις στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το γεγονός αυτό προκαλεί την αποβιομηχάνιση των εξελιγμένων κεφαλαιοκρατικά χωρών και την επικράτηση σε αυτές του χρηματιστικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η μεταφορά της αναπτυξιακής διαδικασίας, κυρίως, στις αναδυόμενες οικονομικά περιοχές της πρώην περιφέρειας σηματοδοτεί το τέλος της αποκλειστικής ηγεμονίας της Δύσης και την αφετηρία της παρακμής της. Η μετατόπιση αυτή εντείνει την κρίση του εξελιγμένου κεφαλαιοκρατικά κόσμου με αποτέλεσμα να δοκιμάζονται οι πιο αδύνατες περιοχές του, όπως οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.

Διαπιστώνεται, allora, ότι η σημερινή κρίση έχει συστημικά χαρακτηριστικά και μετατρέπει, με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, la contraddizione tra capitale e lavoro in una guerra aperta contro le forze sociali del lavoro. Ένας πόλεμος που εντείνεται με τη συνεχή αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και την κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας οδηγώντας με γρήγορους ρυθμούς στην κοινωνία τους ενός τετάρτου. Di conseguenza, è una crisi che non può essere affrontata con mezzi convenzionali.

Στη χώρα μας η κρίση αυτή έχει προσλάβει οξυμένο δομικό χαρακτήρα λόγω της εκμηδένισης σε μεγάλο βαθμό της παραγωγικής της βάσης από τις πολιτικές του κυρίαρχου πελατειακού δικομματικού συστήματος και της διαπλοκής του με την κυρίαρχη τάξη.

Στις συνθήκες αυτές για να αντιμετωπιστεί το καταστροφικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η κοινωνία μας απαιτούνται ρήξεις και τομές τόσο στο επίπεδο των σχέσεων παραγωγής όσο και στο επίπεδο των θεσμών. Ειδικότερα, για να μπορέσουμε να ανασυγκροτήσουμε παραγωγικά τη χώρα μας απαιτείται η ακύρωση των μνημονίων και η διαγραφή, τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους, του χρέους.

Για να μπορεί, όμως, η πολιτική αυτή να είναι αποτελεσματική επιβάλλεται να στηρίζεται σε μέτρα που οδηγούν σε εναλλακτικές μορφές οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας. Μονάχα σε μια τέτοια βάση και προοπτική μπορούν, άλλωστε, να κινητοποιούνται οι ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις της χώρας μας και να αξιοποιούνται οι παραγωγικές της δυνατότητες.

Μια τέτοια κατεύθυνση για να μπορεί να εκπληρώνει τους σκοπούς της επιβάλλεται να έχει την κατάλληλη νομισματική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε, αφενός, την ολέθρια επιλογή των κυρίαρχων ελίτ για την ένταξή μας στην Ευρωζώνη και, αφετέρου, ότι το ευρώ με τον τρόπο που δημιουργήθηκε και λειτουργεί διαδραματίζει αρνητικό ρόλο για τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι η ανάπτυξη των περισσοτέρων χωρών της Ευρωζώνης υπονομεύτηκε με αποτέλεσμα να είναι χαμηλότερη από ότι επέτρεπαν οι δυνατότητές τους εξαιτίας της ανατίμησης του ευρώ από το 2002 και μετά. Ταυτόχρονα το ευρώ συνέτεινε στην επιτάχυνση της αποβιομηχάνισης των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και όχι μόνο αυτών.

Di conseguenza, το ευρώ, αντίθετα, από ότι υποστηρίζεται από τις κυρίαρχες ελίτ δεν συνέβαλε στη σύγκλιση των χωρών της ευρωζώνης αλλά αντίθετα στην απόκλισή τους.

Η μοναδική, σχεδόν, χώρα που ευνοήθηκε και ευνοείται από το ευρώ είναι η Γερμανία της οποίας το μεγαλύτερο μέρος του εμπορικού της πλεονάσματος προέρχεται από τις συναλλαγές της με τις χώρες της ευρωζώνης. Είναι χαρακτηριστικό, σχετικά, ότι το ευρώ δεν αποκλείει τις ανταγωνιστικές εσωτερικές υποτιμήσεις, όπως συνέβη λ.χ. με τη Γερμανία το διάστημα 2002-2004, η οποία προχώρησε σε ανταγωνιστική εσωτερική υποτίμηση σε βάρος των άλλων χωρών της Ευρωζώνης με αποτέλεσμα, ενώ είχε εμπορικό έλλειμμα το 2000, να πετύχει εμπορικό πλεόνασμα 7,5% esso 2007.

Η καθιέρωση του ευρώ, επίσης, ευνόησε και ενίσχυσε το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο με την ενίσχυση του δανεισμού κρατών, επιχειρήσεων και ιδιωτών με τα χαμηλά επιτόκια που διαμορφώθηκαν γεγονός που συνέτεινε δραστικά στην υπερχρέωση των δανειζομένων.

Το βασικό, συνεπώς, πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι ότι στην Ευρωζώνη επιβάλλεται μία ενιαία νομισματική πολιτική σε ετερογενείς οικονομίες και κοινωνίες επιδεινώνοντας τις διαφορές τους αφού δεν υφίστανται πολιτικές και μηχανισμοί άμβλυνσης και υπέρβασής τους. Η κατάσταση αυτή χειροτερεύει ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που οι Κεντρικές Τράπεζες άλλων χωρών (Η.Π.Α., Κίνας, Ιαπωνίας κ.ά.) ακολουθούν πολιτικές υποτίμησης των νομισμάτων τους ενισχύοντας την οικονομική τους δραστηριότητα όπως και την ανταγωνιστικότητά τους σε βάρος της Ευρωζώνης. Così, δεν είναι τυχαίο ότι σε συνθήκες ευρωπαϊκής κρίσης το ευρώ παραμένει ισχυρό με αποτέλεσμα η κρίση στον ευρωπαϊκό χώρο να επιδεινώνεται και να πλήττει με ιδιαίτερα οξύ τρόπο τις νοτιοευρωπαϊκές χώρες.

Di conseguenza, από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένα κοινό νόμισμα που να είναι σε θέση να εξυπηρετεί τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες των λαών της Ευρωζώνης η επιστροφή στη νομισματική αυτονομία των χωρών που δοκιμάζονται από ένα κατ’επίφαση κοινό νόμισμα είναι περισσότερο από αναγκαία έτσι ώστε οι χώρες αυτές με τη βοήθεια και της νομισματικής πολιτικής και του κατάλληλου νομίσματος να αντιμετωπίσουν την οικονομική και κοινωνική καταστροφή που βιώνουν. Η λύση δεν βρίσκεται εκτός τρόικας και εντός Ευρωζώνης αλλά εκτός τρόικας και Ευρωζώνης και σε αντισυστημική κατεύθυνση.

Leave a Comment