«ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ»: ΜΕΤΩΠΟ Ή ΚΟΜΜΑ;

Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

Ο εσπευσμένος τρόπος δημιουργίας της «Λαϊκής Ενότητας» δεν έδωσε τον αναγκαίο χρόνο για όσμωση απόψεων μεταξύ διαφόρων συλλογικοτήτων στο χώρο των αντιμνημονιακών δυνάμεων για τη δημιουργία ενός πολιτικού φορέα που θα μπορούσε εν δυνάμει να «στεγάσει» όλες τις αντιμνημονιακές (αριστερές, ριζοσπαστικές, πατριωτικές, δημοκρατικές) δυνάμεις. Ωστόσο κάτω από τη πίεση του χρόνου έγινε ένα μεγάλο βήμα με τη δημιουργία της «Λαϊκής Ενότητας», στην οποία ήδη συμμετέχουν πολλές συλλογικότητες ευρέως φάσματος, ενώ συγκροτήθηκαν ήδη προσωρινά όργανα (Πολιτικό Συμβούλιο και Γραμματεία), καθώς και εκατοντάδες τοπικές και κλαδικές επιτροπές ΛΑΕ σε όλη τη χώρα.

Ήλθε λοιπόν η στιγμή και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, τα οποία ασφαλώς δημιουργούν πρόσθετες δυσκολίες, να προχωρήσουμε τόσο σε αναλυτική διατύπωση των προγραμματικών θέσεων της ΛΑΕ, όσο και στην αποσαφήνιση του οργανωτικού πλαισίου συγκρότησης και λειτουργίας της. Παρότι στην «Ιδρυτική Διακήρυξη» είναι σαφές ότι πρόκειται για «μετωπικό» σχήμα, απουσιάζει η αναλυτική αναφορά για τον τρόπο εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας. Ασφαλώς η κεκτημένη αριστερή «κουλτούρα» των συλλογικοτήτων που συμμετέχουν στην ΛΑΕ, διευκόλυνε να λυθούν επείγοντα οργανωτικά ζητήματα της εκλογικής μάχης. Ωστόσο είναι καιρός να προσδιορίσουμε το οργανωτικό πλαίσιο της συνεργασίας, ώστε να ενισχυθεί η δυναμική του εγχειρήματος, τόσο σε οργανωτικό, όσο κυρίως σε πολιτικό και κινηματικό επίπεδο.

Ειδικότερα εκτός από τον πολυπληθή αριθμό «συλλογικοτήτων» (πολιτικών οργανώσεων) που συμμετέχουν στο εγχείρημα, χρειάζεται να λάβουμε υπόψιν, ότι στις επιτροπές βάσης της ΛΑΕ έχει ενταχθεί σημαντικός αριθμός μελών που δεν είναι ενταγμένοι σε καμιά από τις «συλλογικότητες» την ΛΑΕ. Επίσης υπάρχει άμεση ανάγκη ανάδειξης οργάνων με δημοκρατικές διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα (από κάτω προς τα πάνω), καθώς και σε βοηθητικές επιτροπές (τμήματα). Όλα αυτά απαιτούν τη διατύπωση οργανωτικών αρχών στα πλαίσιο ενός κανονισμού ή καταστατικού της ΕΛΕ.

Το κρίσιμο ζήτημα που προκύπτει είναι πως θα συναρθρωθούν οι αυτοτελείς οργανώσεις (συλλογικότητες), με τους ανένταχτους/τες πολίτες-μέλη, καθώς την εφαρμογή δημοκρατικών διαδικασιών ανάδειξης οργάνων, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της κινηματικής δράσης. Δηλαδή χρειάζεται να βρούμε τη «χρυσή τομή» ανάμεσα στη «δημοκρατική λειτουργία» του νέου πολιτικού φορέα και στην «αποτελεσματικότητα δράσης». Ωστόσο υπάρχει μια ακόμα παράμετρος που αφορά το στρατηγικό στόχο της ΛΑΕ ο οποίος επηρεάζει το οργανωτικό σχήμα. Η μορφή συγκρότησης της θα πρέπει να διευκολύνει τη συσπείρωση ευρέως κοινωνικού φάσματος δυνάμεων που έχουν ζωτικό συμφέρον από την επίλυση της «κυρίαρχης αντίθεσης» («μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών» δυνάμεων), ενώ για την επίλυση της «βασικής αντίθεσης» (εργασίας και κεφαλαίου), είναι ζήτημα που αφορά πρωτίστως την εργατική τάξη η οποία παρότι είναι πολυπληθέστερη είναι πολιτικά διασπασμένη. Η επίλυση της «κυρίαρχης αντίθεσης» ανοίγει αντικειμενικά το δρόμο για την επίλυση και της «βασικής». Κατά συνέπεια οι εναλλακτικές επιλογές συγκρότησης της ΛΑΕ είναι δύο: είτε ως «πολυκομματικός» φορέας, είτε ως «πολυτασικό» κόμμα.

Πριν αξιολογήσουμε την πρόσφατη εμπειρία μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ από πολυκομματικό φορέα των «συνιστωσών», σε ενιαίο «πολυτασικό» κόμμα, θα ήταν χρήσιμο να δούμε έστω και συνοπτικά, συγκεκριμένες ιστορικές εμπειρίες του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα, στη συγκρότηση και λειτουργία «μετωπικών» σχημάτων και την αξιοποίηση των διδαγμάτων διαλεκτικά και όχι μεταφυσικά, στις σημερινές συνθήκες.

Ιστορικές εμπειρίες συγκρότησης «Μετώπου» αριστερών, ριζοσπαστικών, πατριωτικών, προοδευτικών δυνάμεων

Α. Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΕΑΜ

Η συγκρότηση του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου» (ΕΑΜ) esso 1941, έγινε ως γνωστόν με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και τη συμμετοχή του «Σοσιαλιστικού Κόμματος», της «Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας» και του «Αγροτικού Κόμματος». Βασικός κορμός των δυνάμεων του ΕΑΜ και των «θυγατρικών» του οργανώσεων (ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, Εθνική Αλληλεγγύη, Εργατικό-ΕΑΜ και ΟΠΛΑ) ήταν το ΚΚΕ, το οποίο διατηρώντας την αυτοτελή οργανωτική του συγκρότηση και λειτουργία, περνούσε την εξωστρεφή πολιτική του δράση κυρίως μέσω του ΕΑΜ, έχοντας κομματικούς «πυρήνες» σε όλα τα επίπεδα και εξασφαλίζοντας την ενιαιομετωπική δράση και την οργανωτική συνοχή του «Μετώπου». Στην ΚΕ του ΕΑΜ και στα διάφορα σώματα (πανελλαδικές και περιφερειακές συνδιασκέψεις) συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των ΕΑΜικών κομμάτων, ενώ από τις χιλιάδες απλά μέλη του ΕΑΜ, μόνο ένα μέρος ήταν μέλη του ΚΚΕ (στην απελευθέρωση το ΕΑΜ είχε γύρω στα 2 εκατ. μέλη από τα οποία 450.000 ήταν και μέλη του ΚΚΕ). Στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, υπό τον ηγεμονικό (πολιτικό και οργανωτικό) ρόλο του ΚΚΕ, το συγκεκριμένο «Μέτωπο» λειτούργησε αποτελεσματικά, ανεξάρτητα από τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις.

Β. Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΔΑ

Η συγκρότηση της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) έγινε το 1951 με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και τη συμμετοχή του «Σοσιαλιστικού Κόμματος» (Γιαν.Πασαλίδης), του «Αγροτικού Κόμματος» (Κ.Γαβριηλίδης), του «Ριζοσπαστικού Κόμματος» (Μ.Κύρκος), καθώς ανένταχτες προσωπικότητες της αριστεράς (Στ.Σαράφης, Μ.Αυγερόπουλος, κά). Το ΚΚΕ μετά τον εμφύλιο σημαντικό μέρος των ηγετικών του στελεχών ήταν σε φυλακές και εξορίες και μέρος στις Ανατ. Χώρες, ενώ διατηρούσε παράλληλα παράνομες οργανώσεις στην Ελλάδα. Με τη δημιουργία της ΕΔΑ τα μέλη του ΚΚΕ εντάχτηκαν στις γραμμές της και με μορφή «κομματικών πυρήνων» συμμετείχαν σε όλα τα όργανα, ενώ περνούσαν την εξωστρεφή πολιτική του δράση κυρίως μέσα από την ΕΔΑ. E 1956 αποφασίστηκε η μετατροπή της ΕΔΑ σε ενιαίο κόμμα, ενώ το 1958, μετά τη μεγάλη εκλογική νίκη της ΕΔΑ (24,6%), το ΚΚΕ αποφάσισε τη διάλυση των παράνομων οργανώσεων και τη διάχυση των μελών του μέσα στην ΕΔΑ. Αυτή η επιλογή εκτιμήθηκε μεταγενέστερα από την ηγεσία του ΚΚΕ ως σοβαρό λάθος, διότι οδήγησε σε ουσιαστική αυτοδιάλυση του, με σοβαρές πολιτικές και ιδεολογικές παρενέργειες, οι οποίες έγιναν ιδιαίτερα εμφανείς με την επιβολή της δικτατορίας του ’67.

Γ. Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ

Στα τέλη της δεκαετίας ’80, στην προσπάθεια υπέρβασης της διάσπασης των αριστερών δυνάμεων στη χώρα, ξεκίνησαν προσπάθειες συγκρότησης ενός νέου «μετωπικού» αριστερού σχήματος. Με πρωτοβουλία του ΚΚΕ (Χ.Φλωράκη) έγινε συνάντηση με την ΕΑΡ (Λ.Κύρκο) για δημιουργία «μετωπικού» φορέα της Αριστεράς. Στην πρωτοβουλία προσχώρησαν η ΕΔΑ (Α.Λεντάκης), η «Νέα Πορεία» (Ν.Κωνσταντόπουλος), η ΕΣΠΕ (Στ.Παναγούλης), το ΚΟΔΗΣΟ (Χ.Πρωτόπαπας), το «Αγροτικό Κόμμα» (ένα μέρος), καθώς και ανένταχτες προσωπικότητες της ευρύτερης αριστεράς (Μ.Δρετάκης, Απ.Λάζαρης, Στ.Γιώτας, Ρ.Κακλαμανάκη, κά).

Στις εκλογές Ιουνίου ’89, ο «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου» έλαβε 13,2% και άνοιξε ο δρόμος για ουσιαστική παρέμβαση της Αριστεράς στην πολιτική ζωή της χώρας. Ωστόσο η κρίση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και εν συνεχεία η εσωτερική κρίση στο ΚΚΕ, οδήγησαν σε αποχώρηση του ΚΚΕ από το ΣΥΝ (1991), με παραμονή ωστόσο μεγάλου μέρους των στελεχών και μελών του στο ΣΥΝ, οι οποίοι ίδρυσαν την πολιτική «Κίνηση Νέας Αριστεράς». Ο ΣΥΝ προχώρησε σε πανελλαδικό σώμα και στην εκλογή ΚΠΕ με πολυκομματική εκπροσώπηση. Ωστόσο στο συνέδριο του 1992 αποφασίστηκε η μετατροπή του ΣΥΝ σε ενιαίο πολυτασικό κόμμα. Μια επιλογή που αργότερα αξιολογήθηκε ως βεβιασμένη διότι δεν είχαν αποσαφηνισθεί θεμελιώδεις στρατηγικοί προσανατολισμοί, οι οποίοι διαφάνηκαν με αφορμή τη Συμφωνία του Μαάστριχτ, ενώ υπήρχαν και μεγάλες ασάφειες στο ρόλο και στη λειτουργία των τάσεων. Στις εκλογές Σεπτέμβρη ’93, ο ΣΥΝ δεν μπήκε στη Βουλή. Ωστόσο με την αλλαγή ηγεσίας επέστρεψε το 1995, χωρίς ωστόσο να ξεφύγει λόγω της αμφίσημης πολιτικής του φυσιογνωμίας, από τα όρια της κοινοβουλευτικής πολιτικής επιβίωσης, ως τις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Δ. Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

Στις αρχές δεκαετίας 2000 με πρωτοβουλία του ΣΥΝ, δημιουργήθηκε ο «Χώρος Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς», με πρώτο άτυπο βήμα, τη διεύρυνση των ψηφοδελτίων του ΣΥΝ στις εκλογές 2000. Η συνεργασία πήρε επίσημο χαρακτήρα στις εθνικές εκλογές και ευρωεκλογές του 2004, με δημιουργία «μετωπικού» σχήματος «Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Syriza). Τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα οδήγησαν στην επίσημη συγκρότηση πολυκομματικού φορέα, ο οποίος στις εκλογές 2007 πέτυχε ενίσχυση των δυνάμεων του, ενώ έκανε αισθητή την παρουσία του στο κοινωνικό πεδίο. Στη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπούνταν όλες οι «συνιστώσες» (συλλογικότητες), οι αποφάσεις παίρνονταν με βάση την αρχή της μέγιστης δυνατής «συναίνεση», ενώ οι τοπικές επιτροπές είχαν πολυκομματική σύνθεση.

Ωστόσο με το ξέσπασμα της κρίσης και την αντιμνημονιακή στάση και αγωνιστική παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ, πέτυχε στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 να γίνει εκτίναξη της πολιτικής του επιρροής στο 26%. Ταυτόχρονα υπήρξε έντονη πίεση από τη βάση (μεγάλος αριθμός ανένταχτων) αλλά και αναστοχασμοί στην ηγεσία, για υπέρβαση του ΣΥΡΙΖΑ των «συνιστωσών» και τη δημιουργία ενιαίου πολυτασικού ΣΥΡΙΖΑ. Στην πανελλαδική συνδιάσκεψη (Δεκέμβρης ’12) συγκροτήθηκε σε ενιαίο κόμμα, ενώ στο πρώτο ιδρυτικό συνέδριο (2013) ολοκληρώθηκε η διαδικασία μετεξέλιξης από πολυκομματικό σε πολυτασικό φορέα, με αποκλίνουσες ωστόσο στρατηγικές στοχεύσεις μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας, κυρίως στο θέμα τα συμμετοχής της χώρας στην ευρωζώνη.

Από την άλλη το υφιστάμενο «δημοκρατικό έλλειμμα» (απουσία ουσιαστικού ρόλου της κομματικής βάσης στις επιλογές της ηγεσίας), με τη μετατροπή του σε κόμμα αντί να κλείσει διευρύνθηκε. Ο προεδρο-κεντρικός χαρακτήρας του νέου κόμματος και η συμπεριφορά της ηγετικής ομάδας να αγνοεί συστηματικά τα θεσμικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ (ΚΕ και ΠΓ), οδήγησαν ιδιαίτερα μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας το Γενάρη ’15, σε ουσιαστική αποξένωση της ηγεσίας από το κομματικό σώμα, με αποκορύφωμα τη συμφωνία με τους «θεσμούς» και την υπογραφή του ΓΜνημονίου. Στις κρίσιμες επιλογές, ούτε η ΚΕ, ούτε η ΠΓ, ούτε τα στελέχη, ούτε και μέλη του κόμματος ρωτήθηκαν ποτέ, κατά παράβαση των αποφάσεων του Συνεδρίου και του Καταστατικού, για ΣΥΡΙΖΑ «κόμμα των μελών» του.!

Προκύπτουν κατά συνέπεια κρίσιμα ερωτήματα; Α) πως και με ποιες ασφαλιστικές δικλείδες, θα αποτρέπεται η παραχάραξη της βούλησης των μελών και των αντιπροσωπευτικών οργάνων; Β) κάτω από ποιες προϋποθέσεις ένας «μετωπικός» φορέας μπορεί να μετεξελίσσεται σε ενιαίο πολιτικό κόμμα (πολυτασικό ή μη); Ασφαλώς το ζήτημα δεν είναι απλά οργανωτικό αλλά πρωτίστως πολιτικό, διότι τα οργανωτικά σχήματα ως πολιτικά υποκείμενα, εξυπηρετούν κατά προτεραιότητα πολιτικούς στόχους. Τα συγκεκριμένα ερωτήματα, όσο και οι ιστορικές εμπειρίες από τη δημιουργία αριστερών «μετωπικών» σχημάτων στην Ελλάδα, αποκτούν με αφορμή τη δημιουργία της «Λαϊκής Ενότητας» μια επικαιρότητα. Από τη σωστή απάντηση των ερωτημάτων στις σημερινές συνθήκες, θα εξαρτηθεί «εν πολλοίς» και η μελλοντική πορεία της ΛΑΕ.

Ε. Η ”ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ”, ”ΜΕΤΩΠΟ” Ή ΚΟΜΜΑ

Η «Λαϊκή Ενότητα» δημιουργήθηκε ως «Μέτωπο» αντιμνημονιακών (αριστερών, ριζοσπαστικών, πατριωτικών, δημοκρατικών) δυνάμεων και ως τέτοιο θα πρέπει να προχωρήσει τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον. Πρώτον, διότι οι «συλλογικότητες» που συμμετέχουν επιθυμούν κατά κανόνα τη διατήρηση της οργανωτικής, πολιτικής και ιδεολογικής τους αυτοτέλειας. Δεύτερον, το «μετωπικό» σχήμα διευκολύνει ένταξη νέων «συλλογικοτήτων» στο εγχείρημα και τρίτον, διότι ο «στρατηγικός στόχος» για επίλυση της «κυρίαρχης αντίθεσης» αντί της βασικής, ενδιαφέρει όλες τις συλλογικότητες του «μετώπου». Κατά συνέπεια ο «κοινός τόπος» σε πολιτικό επίπεδο είναι η «Προγραμματική Διακήρυξη» και οι προγραμματικές θέσεις προϊόν συλλογικών αποφάσεων. Σε οργανωτικό επίπεδο η ΛΑΕ ως «μετωπικός» (πολυκομματικός) φορέας θα πρέπει να εξασφαλίζει την αντιπροσωπευτική και αναλογική εκπροσώπηση στα κεντρικά όργανα (Πολιτικό Συμβούλιο και Γραμματεία), ενώ οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται με βάση την αρχή της ομοφωνίας ή τουλάχιστον της μέγιστης δυνατής συναίνεσης. Επίσης πρέπει να διασφαλίζεται η συλλογικότητα και ο σεβασμός των αποφάσεων και να καταπολεμούνται φαινόμενα παραγοντισμού, αρχηγισμού και γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού.

Η «Λαϊκή Ενότητα» πρέπει να είναι ανοικτή στην ένταξη και άλλων αντιμνημονιακών «συλλογικοτήτων», με βάση ορισμένα κριτήρια (πολιτικής αξιοπιστίας και κινηματικής παρουσίας) και όχι μόνο φραστικών αντιμνημονιακών διακηρύξεων. Η στελέχωση των οργάνων σε όλα τα επίπεδα, πρέπει να γίνεται με δημοκρατικές διαδικασίες και αξιοκρατικά κριτήρια. Ο κανόνας της περιορισμένης σταυροδοσίας στη διαδικασία εκλογής των οργάνων, μπορεί να διασφαλίσει την πλουραλιστική εκπροσώπηση των «συνιστωσών» (συλλογικοτήτων). Για μεγαλύτερη διασφάλιση της πλουραλιστικής εκπροσώπησης θα πρέπει να προηγούνται διαδικασίες διαβούλευσης και συναίνεσης, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαθεσιμότητες και η δυνατότητα αποτελεσματικής προσφοράς. Αναλυτικότερες ρυθμίσεις μπορούν να γίνουν στα πλαίσια ειδικού κανονισμού ή του καταστατικού.

ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΡΕΥΜΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Η διαφορά με όλες τις άλλες «συλλογικότητες» που συμμετέχουν στη ΛΑΕ, είναι ότι το «Αριστερό Ρεύμα» (ΑΡ), είχε ως τώρα χαρακτήρα «τάσης», αρχικά στο ΣΥΝ και αργότερα στο ΣΥΡΙΖΑ. Στις νέες συνθήκες, με τη «μετωπική» συγκρότηση της ΛΑΕ, θα πρέπει να συγκροτηθεί σε αυτοτελή πολιτικό οργανισμό και συγκεκριμένα σε πολιτικό κόμμα. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει θετικά αποτελέσματα τόσο για τη ΛΑΕ, όσο και για τις στρατηγικές στοχεύσεις που επιδιώκει ως συλλογικότητα. Η συγκρότηση του ΑΡ σε κόμμα, με οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική αυτοτέλεια, με καταστατικό, μέλη, εσωτερική κομματική ζωή, εκλεγμένα όργανα, συλλογική λειτουργία και έχοντας ως στρατηγική επιδίωξη το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, θα ενισχύσει αντικειμενικά (αριθμητικά και πολιτικά) τη ΛΑΕ και την αποτελεσματική της δράσης. Είναι προφανές ότι η εξωστρεφής του παρέμβαση, θα περνάει βασικά μέσα από τη ΛΑΕ, χωρίς να αποκλείεται σε εδικές περιπτώσεις, η αυτοτελής παρουσία του ως πολιτικού κόμματος.

Ασφαλώς οι παράλληλες διαδικασίες «κόμματος» και «μετώπου», θα «φορτώνουν» σε πρόσωπα και όργανα πρόσθετα καθήκοντα και συνεδριάσεις, που συνεπάγονται πρόσθετο κόπο και απώλεια χρόνου. Ωστόσο οι συγκεκριμένες διαδικασίες θα είναι εξαντικειμένου περιορισμένες (σε κρίσιμα ζητήματα) αφού η πλατιά πολιτική δράση θα περνάει από τη ΛΑΕ. Από την άλλη το αποτέλεσμα της «θυσίας» χρόνου θα προσμετράται θετικα από πλευράς συνοχής και αποτελεσματικής δράσης της ΛΑΕ. Σε κάθε περίπτωση, όπως έχει δείξει και η ιστορική εμπειρία των «μετωπικών» σχημάτων, το κρισιμότερο ζήτημα δεν είναι «αυτό καθεαυτό» το οργανωτικό, αλλά οι πολιτικές επιλογές και η επιτυχής ενεργοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων που το «μέτωπο» εκφράζει για την υπεράσπιση και την προαγωγή των ζωτικών τους συμφερόντων. Η δημιουργία από τις δυνάμεις του «Αριστερού Ρεύματος», ενός κόμματος «πυλώνα» στα πλαίσια της ΛΑΕ, θα συμβάλλει αποφασιστικά στην προώθηση των επιδιώξεων της, ενώ θα αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για τη σοσιαλιστική προοπτική και για ένα ελπιδοφόρο μέλλον της ελληνικής κοινωνίας.

Leave a Comment