Χρηματιστικοποίηση και διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο*

 

Σηφάκη – Καπετανάκη Κατερίνα

(CREG, Université de Grenoble, France)

Εισαγωγή

Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, η παγκοσμιοποίηση και η χρηματιστικοποίηση είναι οι σημαντικότερες αλλαγές που σημάδεψαν το καπιταλιστικό σύστημα, ιδιαίτερα το δυτικό καπιταλισμό, τις τελευταίες δεκαετίες. Τα τρία αυτά φαινόμενα βρίσκονται σε ουσιώδη σύζευξη αλληλεπιδρώντας μεταξύ πους. Ancora, ενώ πολλά έχουν γραφτεί για το νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση [Dumenil G. (2000) ; Helleiner E. (1994) ; OCDE (2001)] η χρηματιστικοποίηση έχει προσελκύσει μέχρι σήμερα πολύ λιγότερο την προσοχή, αν και σταδιακά αναδεικνύεται ως το μείζον στοιχείο της τριάδας.

Η χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού [Stockhammer E., 2004 ; Palley T., 2007] σηματοδοτείται από τον αυξανόμενο έλεγχο των χρηματιστικού κεφαλαίου πάνω στην πραγματική οικονομία και αντανακλάται στον αυξανόμενο ρόλο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματιστηριακών αγορών, των χρηματιστικών κινήτρων, καθώς και των χρηματοπιστωτικών ελίτ στη λειτουργία της οικονομίας και στα κέντρα εξουσίας τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Η χρηματιστικοποίηση συμβαδίζει με την αποδυνάμωση της βιομηχανικής βάσης της Δύσης. Στηρίχτηκε στην απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων, στην ανάπτυξη των χρηματιστηριακών αγορών και, ιδιαίτερα, στην πλήρη απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίου που ολοκληρώθηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1990 [Sifakis – Kapetanakis C. 2007].

Η απελευθέρωση αυτή οδηγεί στην άνοδο μιας νέας μορφής χρηματιστικού κεφαλαίου, που σταδιακά αποκτά δεσπόζοντα ρόλο στην παγκόσμια οικονομία. Αποκαλούμε αυτή τη μορφή του κεφαλαίου Global Finance. H απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και της κίνησης κεφαλαίων ανταποκρίνεται στα νέα συμφέροντα του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου, ιδιαίτερα του αμερικάνικου. Ανταποκρίνεται επίσης στα γεωοικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ.

Η άνοδος της Global Finance έχει σημαντικές και ποικίλες επιδράσεις που σταδιακά οδηγούν σε ένα συστημικό μετασχηματισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. επηρεάζοντας ιδιαίτερα τους στόχους, τα κριτήρια επιδόσεων και τις στρατηγικές των επιχειρήσεων. Ο μοναδικός στόχος της μεγάλης καπιταλιστικής επιχείρησης γίνεται η «δημιουργία αξίας» για τους μετόχους [Jürgens U. et alii, 2000 ; Gehrke I., 2002 ; Huffschmid J., 2007]. Η άνοδος της Global Finance έχει επίσης σημαντικές μακροοικονομικές συνέπειες, ιδίως όσον αφορά τις επενδύσεις, την ανάπτυξη, το δημόσιο δανεισμό, την κατανάλωση, τη διανομή του εισοδήματος όπως επίσης και την οικονομική πολιτική .

Αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών είναι η ριζική αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας προς όφελος του κεφαλαίου.

Στο πρώτο μέρος (Ι) της μελέτης αυτής αναλύονται οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο της Global Finance. Το δεύτερο μέρος (ΙΙ) της μελέτης αναφέρεται στα διάφορα κανάλια και μηχανισμούς μέσω των οποίων η άνοδος της Global Finance οδηγεί στη χρηματιστικοποίηση των οικονομιών.

/ Αίτια της ανόδου και χαρακτηριστικά της Global Finance

Α/ Η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα

Το πρώτο βήμα προς την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι η δημιουργία στη δεκαετία του 1960, της αγοράς ευρωδολαρίου με την ενεργό υποστήριξη των ΗΠΑ και της βρετανικής κυβέρνησης. Στόχος ήταν οι αμερικάνικες πολυεθνικές εταιρείες να μπορέσουν να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα μίας απελευθερωμένης αγοράς χρήματος, με παράλληλη διατήρηση του συστήματος ελέγχων πού επέβαλαν οι συμφωνίες του Bretton Woods, το οποίο αποτελούσε στοιχείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας

Όμως η διαδικασία χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης ξεκινά ουσιαστικά τη δεκαετία του 1970 με την κατάρρευση του Συστήματος του Bretton Woods, και επιταχύνεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 [Morin F. 2006, 2000]. Η διαδικασία αυτή οδηγεί διαδοχικά

  • στην απελευθέρωση των αγορών συναλλάγματoς,
  • την προοδευτική απελευθέρωση των τραπεζικών συστημάτων,
  • την ανάπτυξη των αγορών χρηματοπιστωτικών παραγώγων,
  • την απελευθέρωση των αγορών ομολόγων και του καθορισμού των μακροπρόθεσμων επιτοκίων,
  • την τιτλοποίηση (« titrisation »),
  • τη δημιουργία των πιστωτικών παραγώγων και, τέλος και το σημαντικότερο,
  • την πλήρη απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων.

Κύριος στόχος της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης που ολοκληρώνεται στην Ευρώπη τη δεκαετία 1990 στα πλαίσια της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Ενιαίας Πράξης, είναι να ενισχυθεί το μερίδιο των χρηματιστηριακών αγορών – στα πλαίσια των οποίων οι οργανισμοί της Global Finance παίζουν κυρίαρχο ρόλο – τόσο στη συγκέντρωση των αποταμιεύσεων όσο και στη χρηματοδότηση της οικονομίας. Καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη των χρηματιστηριακών αγορών στην Ευρώπη ήταν η απόφαση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων κατά την περίοδο 1984-1992, να καλύπτουν τις ανάγκες δημοσίου δανεισμού σχεδόν αποκλειστικά μέσω έκδοσης ελεύθερα διαπραγματεύσιμων τίτλων στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές («τιτλοποίηση» του δημόσιου χρέους).

Β/ Κύρια χαρακτηριστικά της Global Finance

Η Global Finance αποτελείται κύρια από τρεις κατηγορίες ιδρυμάτων :

  • η πρώτη περιλαμβάνει τις «γενικές» και τις επενδυτικές τράπεζες οι δραστηριότητες των οποίων είναι πλέον πλήρως διεθνοποιημένες. Ανάμεσα τους και τα μεγαθήρια («too big to fail»), πραγματικά supermarket των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, Citygroup, Deutsche Bank, HSBC, J. P. Morgan, BNP, Banque of America, Société Générale, Credit Agricole, κλπ.
  • Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους «Θεσμικούς» Επενδυτές (ΘΕ) : συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, και οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες [Lorenzi J.- H. (2008) ; Plihon D., 2003]. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι οργανισμοί αυτοί είναι οι μεγάλοι ωφελημένοι των θεσμικών μεταρρυθμίσεων των τελευταίων τριάντα χρόνων πού οδήγησαν στη θεσμοθέτηση της αποταμίευσης, την ανάπτυξη της τραπεζοασφάλισης (bancassurance) και τη σημαντική επέκταση των συνταξιοδοτικών συστημάτων κεφαλαιοποίησης.
  • Την περίοδο 1980 – 2000 αναπτύσσονται καινούργιες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ιδιαίτερα διάφορες κατηγορίες εταιρειών επενδυτικών κεφαλαίων [Lorenzi J.-H. (2008) ; Aglietta et alii, 2010]: Hedge Funds (αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου), private equity funds (PEF) (ιδιωτικά αμοιβαία κεφάλαια), “vautourfunds (ληστρικά αμοιβαία κεφάλαια) κλπ. Αυτά τα ιδρύματα προέρχονται από τη συγκέντρωση ιδιωτικών κεφαλαίων πλουσίων ιδιωτών, μεγάλων τραπεζών, θεσμικών επενδυτών κλπ. Η ανάπτυξή τους, ευνοήθηκε από την αυξανόμενη συγκέντρωση και ανισοκατανομή της διεθνούς αποταμίευσης, προς όφελος του κεφαλαίου και των πιο πλούσιων νοικοκυριών.

Στο σύνολο τους, τα παραπάνω ιδρύματα :

  • εφαρμόζουν μετοχικό «ακτιβισμό»,
  • επιδίνονται σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες και,
  • ορισμένα από αυτά, ιδιαίτερα τα Ηedge Funds και ταληστρικάαμοιβαία κεφάλαια, έχουν την έδρα τους σχεδόν αποκλειστικά σε φορολογικούς παράδεισους.

Η ανάπτυξη αυτών των ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών σε ένα διεθνές πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από το αδυνάτισμα των Κρατών και του δημόσιου έλεγχου οδηγεί σε μια πρωτοφανή όξυνση και παγκοσμιοποίηση του ανταγωνισμού του κεφαλαίου.

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συνθέτουν τη Global Finance έχουν ανάμεσα τους ιδιαίτερα στενές κεφαλαιακές σχέσεις. Αποτελούν την πιο προχωρημένης μορφής συγχώνευση του τραπεζικού και του παραγωγικού κεφαλαίου.

Οι μεγάλες «γενικές» τράπεζες ελέγχουν σημαντικό αριθμό Hedge Funds, και την πλειοψηφία των εταιριών αμοιβαίων κεφαλαίων ενώ παράλληλα έχουν σημαντική παρουσία στον τομέα των ασφαλίσεων (bancassurance). Ασφαλιστικές εταιρείες αποκτούν επίσης τον έλεγχο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ιδιαίτερα τραπεζών.

Οι τράπεζες και, ιδιαίτερα, οι θεσμικοί επενδυτές και τα ιδιωτικά αμοιβαία κεφάλαια (private equity funds) έχουν σημαντικές συμμετοχές αντίστοιχα σε εισηγμένες και μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών. Τα ιδρύματα αυτά («γενικές» τράπεζες, Hedge Funds ; “Vautourfunds) ελέγχουν επίσης το μεγαλύτερο μερίδιο των τίτλων δημοσίου χρέους των ευρωπαϊκών κρατών και τις εταιρείες εκμετάλλευσης των χρηματιστηριακών αγορών (Euronext, New York Stock Exchange….)

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι νέες μορφές συγχώνευσης του κεφαλαίου-χρήματος και του παραγωγικού κεφαλαίου πού αναπτύσσονται, ιδιαίτερα στα πλαίσια των private equity funds. Οι επενδύσεις στον παραγωγικό τομέα διενεργούνται σήμερα κατά μεγάλο ποσοστό μέσω των private equity funds και παίρνουν τη μορφή εξαγοράς επιχειρήσεων μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο. Οι ιδιοκτήτες των private equity funds χρηματοδοτούν τις εξαγορές αυτές με ποσοστά μέχρι 90% μέσω τραπεζικών δανείων. Τα δάνεια δεν συνάπτονται στο όνομα των private equity funds που τα εισέπραξαν αλλά στο όνομα των επιχειρήσεων που εξαγοράστηκαν. Οι εν λόγω επιχειρήσεις καλούνται και να τα ξεπληρώσουν αφού υποστούν μεγάλες αναδιαρθρώσεις, συχνά πολύ δαπανηρές από την άποψη των θέσεων εργασίας. Μετά τις αναδιαρθρώσεις που έχουν σαν στόχο την αύξηση σε σύντομο χρονικό διάστημα της αγοραίας αξίας τους, οι επιχειρήσεις αυτές ή τμήματα αυτών πουλιούνται στο χρηματιστήριο εξασφαλίζοντας έτσι μεγάλες υπεραξίες στους πωλητές. Ένας Αμερικανός μισθωτός στους επτά και ένας Γάλλος μισθωτός στους δέκα δουλεύουν σήμερα σε εταιρείες που ελέγχονται από PEF.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των private equity funds είναι η αυξημένη δυνατότητα ταχείας εμπλοκής και απεμπλοκής από τις επιχειρήσεις του παραγωγικού τομέα που παρέχουν στο κεφάλαιο. Così, η νομική μορφή των PEF ενισχύει ακόμα περισσότερο τη μεγάλη κινητικότητα που επιτρέπει στο κεφάλαιο το σημερινό πλαίσιο της πλήρους ελευθερίας κινήσεων κεφαλαίου.

Η αύξηση της κινητικότητας του κεφαλαίου και η ανάπτυξη στρατηγικών βραχυπρόθεσμης μεγιστοποίησης του κέρδους που την συνοδεύουν αποτελούν ένα από τα μείζονα χαρακτηριστικά σημαντικής μερίδας του σύγχρονου παραγωγικού κεφαλαίου, ιδιαίτερα των χωρών της Δύσης [Chesnais F.,1996]. Το φαινόμενο αυτό είναι ενδεικτικό της επέκτασης της λογικής της Global Finance στο παραγωγικό κεφάλαιο. Eχει ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα, γιατί εμποδίζει την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων στρατηγικών από τις βιομηχανικές επιχειρήσεις συμβάλλοντας έτσι στην παρακμή του δυτικού καπιταλισμού.

C/ Τα αίτια της ανόδου της Global Finance

Η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση είναι προϊόν μιας σειράς πρωτοβουλιών και αποφάσεων των αμερικάνικων κυβερνήσεων που σηματοδοτούν ρήξη με την κληρονομιά του συστήματος του Bretton Woods [Helleiner E., 1994].

Οι πρωτοβουλίες αυτές είναι κατά πρώτο λόγο αποτέλεσμα πιέσεων του αμερικάνικου κεφαλαίου, καταρχήν του τραπεζικού και στη συνέχεια των αμερικάνικων πολυεθνικών εταιρειών.

Ο τραπεζικός τομέας των ΗΠΑ χαρακτηρίζεται από τα τέλη του Πολέμου μέχρι τη δεκαετία του 1970 από μεγάλη γεωγραφική εξειδίκευση και σημαντικό δημόσιο έλεγχο. Ο στενός δημόσιος έλεγχος ήταν προϊόν της κρίσης του 1929 η οποία είχε ως συνέπεια η χρηματοπιστωτική σταθερότητα να αποκτήσει πρωταρχική σημασία για την αμερικάνικη κυβέρνηση. Η μείωση της κερδοφορίας των αμερικανικών τραπεζών τη δεκαετία του 1960 ενίσχυσε τις συνεχείς πιέσεις που ασκούσαν αυτές από το τέλος του πολέμου υπέρ της ελάφρυνσης του δημοσίου ελέγχου και της απελευθέρωσης των δραστηριοτήτων τους.

Η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση εξυπηρετούσε επίσης τα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των αμερικάνικων, οι οποίες όλο και περισσότερο διεθνοποιούνται. Η διεθνοποίηση των βιομηχανικών επιχειρήσεων εκφράζει την έμφυτη τάση του κεφαλαίου για επέκταση του πεδίου αναπαραγωγής του και αναπτύσσεται κυρίως από τη δεκαετία του 1960. Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που κορυφώνεται κατά τη διάρκεια της κρίσης της δεκαετίας 1970, ευνόησε την επιτάχυνση του φαινομένου.

Η διεθνοποίηση της παραγωγής επηρέασε τη στάση του βιομηχανικού κεφαλαίου όσον αφορά το δημόσιο έλεγχο των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα τον έλεγχο κινήσεων κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, ενώ το αμερικάνικο μονοπωλιακό κεφάλαιο είχε υποστηρίξει αρχικά το σύστημα του Bretton Woods, η στάση του αλλάζει σταδιακά, λόγω των αρνητικών επιπτώσεων των ελέγχων που αυτό επέβαλε πάνω στις όλο και πιο έντονα διεθνοποιημένες δραστηριότητές του.
Κατά δεύτερο λόγο, η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση, ιδιαίτερα η μεγάλη ανάπτυξη των χρηματιστηριακών αγορών και η πλήρης απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίου, εξυπηρετούν τα αμερικάνικα γεω-οικονομικά συμφέροντα.

Μέχρι τη δεκαετία 1980, το σημαντικότερο ποσοστό της παγκόσμιας αποταμίευσης κατευθυνόταν μέσω των μεγάλων τραπεζών προς τις χώρες του Τρίτου Κόσμου για την κάλυψη των αυξημένων χρηματοπιστωτικών αναγκών τους μετά την «πετρελαϊκή» κρίση του 1973.

Η απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίου και η ανάπτυξη των χρηματιστηριακών αγορών είχαν σαν στόχο την αλλαγή της ροής και των διαύλων διοχέτευσης της παγκόσμιας αποταμίευσης : στροφή του διεθνούς κεφαλαίου στην αγορά τίτλων σε $ και στις αμερικάνικες χρηματιστηριακές αγορές που είναι οι πιο ανεπτυγμένες και οι πιο ανταγωνιστικές παγκόσμια. Η ισχυρή αυτή έλξη που ασκούν στη διεθνή αποταμίευση οι αμερικάνικες χρηματιστηριακές αγορές επιτρέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες να μην προχωρήσουν στην προσπάθεια που απαιτεί η μείωση των δίδυμων ελλειμμάτων τους δηλαδή την αύξηση φόρων και τη συμπίεση των δημοσίων ελλειμμάτων και των στρατιωτικών δαπανών.

Η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων επιτρέπει επίσης στη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ να επηρεάζει τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική των άλλων κρατών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εμπειρία της απότομης αύξησης των αμερικάνικων επιτοκίων από τον Paul Volcker το 1980. Η άνοδος αυτή προκάλεσε τη σκλήρυνση των νομισματικών πολιτικών παγκόσμια και την αύξηση των επιτοκίων. Η κατακόρυφη άνοδος των επιτοκίων προκάλεσε με τη σειρά της όχι μόνο την κρίση χρέους των χωρών του Τρίτου Κόσμου αλλά και την ανατίμηση ορισμένων νομισμάτων, ιδιαίτερα του γερμανικού μάρκου, με την οποία η Γερμανία ήταν μέχρι τότεσθεναρά αντίθετη, παρά τις αμερικάνικες πιέσεις. Με τον τρόπο αυτό, χάρη στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να επηρεάζουν την οικονομική κατάσταση και την οικονομική πολιτική των άλλων χωρών ενισχύεται σημαντικά.

Η επικράτηση μιας φιλελεύθερης παγκόσμιας οικονομικής τάξης πραγμάτων ενισχύει επίσης τη θέση του $ ως διεθνούς νομίσματος.

Τέλος, στην απελευθέρωση των οικονομικών μηχανισμών και τον θρίαμβο των νέο-φιλελεύθερων ιδεών συνέβαλε και η χαμηλή κοινωνική αντίσταση που οφειλόταν στην αποτυχία των κεϋνσιανών οικονομικών πολιτικών να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του στασιμοπληθωρισμού.

Η διαδικασία οικονομικής φιλελευθεροποίησης και η απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών που ξεκίνησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες εξαπλώνονται σταδιακά μέσα από μια διαδικασία ανταγωνιστικής απορρύθμισης σε ολόκληρο τον κόσμο, πρώτα στη Βρετανία (City of London) κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της M. Thatcher, και στη συνέχεια στην Ιαπωνία και την Ευρώπη. Η επιτάχυνση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την Ενιαία Πράξη (1986), και την πλήρη απελευθέρωση το 1992 των κινήσεων κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένου και του μη ευρωπαϊκού και χωρίς να απαιτείται αμοιβαιότητα) διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην επέκταση του φαινομένου συνέβαλαν επίσης :

  • η επιθυμία για οικονομικό άνοιγμα μεγάλων αναπτυσσόμενων οικονομιών,
  • τα χρηματοδοτικά πλεονάσματα ορισμένων χωρών (Ιαπωνία) και,
  • η πίεση του ευρωπαϊκού πολυεθνικού κεφαλαίου, ιδιαίτερα του χρηματιστικού.

Η διεθνοποίηση και στη συνέχεια η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, είχαν πολύ σοβαρές συνέπειες. Οδήγησαν σε μια διαδικασία μετεγκατάστασης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων σε περιφερειακές χώρες, ιδιαίτερα σε πρόσφατα βιομηχανοποιημένες χώρες. Αυτή η διαδικασία μετεγκατάστασης στην οποία συμμετείχε και το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, αρχικά βρισκόταν κάτω από το έλεγχο των πολυεθνικών εταιρειών. Η διαδικασία αυτή συνέβαλε στην ανάπτυξη εθνικής βιομηχανίας στις χώρεςαποδέκτες των επενδύσεων και ιδιαίτερα στην Κίνα, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα - με λίγες εξαιρέσεις – την αμερικάνικη και την ευρωπαϊκή βιομηχανία.

Η απειλή μετεγκατάστασης ενισχύει επίσης τη διαπραγματευτική δύναμη του πολυεθνικού κεφαλαίου απέναντι στις κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και την ικανότητά του να επηρεάζει την οικονομική πολιτική προς την κατεύθυνση των συμφερόντων του. Τέλος, η αποδυνάμωση της βιομηχανικής βάσης της Δύσης αυξάνει το βάρος του χρηματιστικού κεφαλαίου στο σύνολο του παγκόσμιου πολυεθνικού κεφαλαίου και των (σε μεγάλο βαθμό κερδοσκοπικών) χρηματιστικών δραστηριοτήτων στον κύκλο εργασιών των αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολυεθνικών εταιρειών. Ενδεικτικά, μια μελέτη της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών που έγινε το 1994 [Chesnais F.,1996], δείχνει ότι στις συναλλαγές swaps πού σημείωσαν τη χρονιά αυτή εκρηκτική ανάπτυξη, οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν σχεδόν το 50% των swaps συναλλάγματος και πάνω από 35% των swaps επιτοκίων. Επίσης, σύμφωνα με τις απαντήσεις σε ερωτηματολόγιο που υπέβαλε το περιοδικόFortune”, η συντριπτική πλειοψηφία των διευθυντών των 200 μεγαλύτερων αμερικάνικων εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα δεν σκόπευαν να αποσυρθούν από τις (έντονα κερδοσκοπικές) αγορές παραγώγων, θεωρώντας ότι αυτά αποτελούν κομμάτι του στρατηγικού τους ορίζοντα. Αποκαλυπτική είναι τέλος μια μελέτη του ΔΝΤ (1993) που αναφέρει ότι εάν τα Ηedge Funds ενήργησαν ως εμπροσθοφυλακή της επίθεσης του κερδοσκοπικού χρηματιστικού κεφαλαίου εναντίον του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος το 1992, οι θεσμικοί επενδυτές και οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν την ουσιαστική δύναμη κρούσης .

 

ΙΙ / Ανοδος της Global Finance και χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού

Α/ Global Finance και χρηματιστικοποίηση των στρατηγικών των επιχειρήσεων

Οι καπιταλιστικές οικονομίες της Δύσης γνώρισαν τις τρείς πρώτες δεκαετίες μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου μια περίοδο σημαντικής οικονομικής ευημερίας που χαρακτηρίστηκε σαν «Golden Age ». Το πεδίο αξιοποίησης του κεφαλαίου την περίοδο αυτή ήταν κύρια οι εθνικές οικονομίες. Ο ρόλος του Κράτους μετρίαζε, ιδιαίτερα στις ευρωπαϊκές χώρες, τη δύναμη του κεφαλαίου ( ο γαλλικός καπιταλισμός χαρακτηρίζονταν για παράδειγμα σαν «καπιταλισμός χωρίς κεφάλαιο»). Στο επίπεδο των επιχειρήσεων σημαντική ήταν η δύναμη των μάνατζερ («technostructure»). Η μεγιστοποίηση του ποσοστού κέρδους και της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων αποτελούσαν βασικό αλλά όχι μοναδικό άμεσο στόχο των μεγάλων επιχειρήσεων. Ανάμεσα στους στόχους αυτούς συγκαταλέγονταν και η αύξηση του μεριδίου των επιχειρήσεων στην αγορά, η ενίσχυση της επιρροής τους απέναντι στο Κράτος, κλπ…

Η «πετρελαϊκή» κρίση του 1970 σηματοδοτεί πτώση της κερδοφορίας του Δυτικού κεφαλαίου η οποία ευνοεί τη διεθνοποίηση και στη συνέχεια, την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, και τέλος τη χρηματιστική παγκοσμιοποίηση.

Η άνοδος της Global Finance ευνοεί ένα δομικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού [Plihon D., 2004]. Η άνοδος αυτή εκφράζεται στην πρωτοφανή ανάπτυξη και την παγκόσμια επέκταση των συμμετοχών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε επιχειρήσεις. Το φαινόμενο αυτό είναι ενδεικτικό μιας (ανατρέψιμης) τάσης για δημιουργία παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης.

Αν εξετασθούν καθεμία χωριστά, οι συμμετοχές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αντιπροσωπεύουν (με εξαίρεση τα private equities funds) μικρό ποσοστό του κεφαλαίου των εταιριών και καθένα από τα ιδρύματα αυτά είναι μειοψηφών μέτοχος. Αλλά αν προστεθούν οι συμμετοχές του συνόλου των οργανισμών αυτών στο κεφάλαιο κάθε μίας από τις εταιρείες, οι αριθμοί που προκύπτουν είναι εντυπωσιακοί. Το γεγονός ότι το σύνολο των μετόχων έχουν ταυτόσημο στόχο, τη μεγιστοποίηση βραχυπρόθεσμα της απόδοσης των μετοχών (χωρίς να ενδιαφέρονται για τη στρατηγική των εταιρειών), τους επιτρέπει να κατευθύνουν αποτελεσματικά τη διοίκηση των επιχειρήσεων προς το στόχο αυτό.

Θεμελιώδης στόχος της επιχείρησης γίνεται η «δημιουργία αξίας» για τους μετόχους (Brissaud L., Menetrier R., 2000, Batsch L. 2002). Αυτός ο όρος δεν σημαίνει απλώς τη μεγιστοποίηση της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, η οποία υπήρξε πάντοτε βασικός στόχος των μετόχων. Σημαίνει επίσης τον καθορισμό υπερβολικά υψηλών στόχων αποδοτικότητας (15%).

Ο στόχος της «δημιουργίας αξίας» για τους μετόχους οδηγεί στη δημιουργία νέων κριτηρίων και δεικτών αξιολόγησης των επιχειρήσεων, όπως ο δείκτης EVA (Economic Value Added). Ο δείκτης αυτός εκφράζει τη ρευστότητα που μένει διαθέσιμη στην επιχείρηση -και η οποία μπορεί να διανεμηθεί στους μετόχους- αφού αφαιρεθούν όχι μόνο το σύνολο των δαπανών της επιχείρησης (μισθοί, εξόφληση προμηθευτών, λοιπά έξοδα, τόκοι, φόροι….) αλλά και αυτό που θεωρείται σαν «κανονική» αμοιβή του κεφαλαίου. Μια θετική EVA σημαίνει, επομένως, δημιουργία επιπλέον αξίας για τους μετόχους που προστίθεται στη «δίκαιη» ή « κανονική» απόδοση του κεφαλαίου.

Οι εταιρείες που απαρτίζουν αυτούς τους ομίλους θεωρούνται από τους μετόχους σαν απλά περιουσιακά στοιχεία, των οποίων η χρηματιστηριακή αξία πρέπει να μεγιστοποιείται βραχυπρόθεσμα και οι οποίοι διανέμουν ταυτόχρονα το μέγιστο δυνατό μέρισμα. Το ευρύτερα χρησιμοποιούμενο μέσο για την μεγιστοποίηση του κέρδους είναι η συμπίεση του κόστους παραγωγής και ιδιαίτερα του κόστους εργασίας.

Βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου χρηματιστικού κεφαλαίου και θεμέλιο της ισχύος του είναι η μεγάλη κινητικότητα που το χαρακτηρίζει. Η κινητικότητα αυτή σε ένα πλαίσιο πλήρους απελευθέρωσης των κινήσεων κεφαλαίου του επιτρέπει να βάζει σε ανταγωνισμό τους εργαζόμενους όλων των χωρών. Το γεγονός αυτό ευνοεί μια ριζική αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας προς όφελος του κεφαλαίου. Επιτρέπει στους παίκτες της Global Finance και το πολυεθνικό κεφάλαιο να απαιτούν από τις εταιρείες στις οποίες έχουν συμμετοχές -υπό την απειλή πώλησης των ελεγχόμενων μετοχών- ποσοστά κέρδους τουλάχιστον ίσα με αυτά που θα μπορούσαν να επιτύχουν σε οποιαδήποτε άλλη αγορά. Η απειλή αυτή αποτελεί σημαντικό μέσο πίεσης των μετόχων πάνω στη διοίκηση των επιχειρήσεων στο μέτρο που μαζικές πωλήσεις θα οδηγούσαν σε πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών με συνέπεια τη μείωση της αξίας και των stocks options των μάνατζερ.

Η αυξανόμενη επιρροή του χρηματιστικού κεφαλαίου έχει σαν αποτέλεσμα την «χρηματιστικοποίηση» των στρατηγικών των επιχειρήσεων η οποία επηρεάζει βαθιά τις δραστηριότητες, τη χρηματοδοτική δομή και τις αρχές διοίκησης τους : οι χρηματιστηριακές δραστηριότητες αντιπροσωπεύουν αυξανόμενο μερίδιο του εισοδήματος των βιομηχανικών εταιριών, μεγάλη μείωση των ιδίων κεφαλαίων που οδηγεί σε πολύ ψηλά ποσοστά δανεισμού με σκοπό τη μεγιστοποίηση της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, σημαντική ανάπτυξη των πρακτικών της υπεργολαβίας και μετεγκατάστασης δραστηριοτήτων σε άλλες χώρες. Το πολυεθνικό κεφάλαιο τείνει να διατηρήσει τον έλεγχο της επινόησης προϊόντων και καινοτομίας όπως επίσης και των κυκλωμάτων διάθεσης των προϊόντων ενώ οι ενδιάμεσες δραστηριότητες οι οποίες απαιτούν σημαντικές ακινητοποιήσεις κεφαλαίου μετεγκαθίστανται σε χώρες της περιφέρειας.

Τα παραδείγματα της στρατηγικής αυτής αφθονούν. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες διατηρούν τον έλεγχο των δύο άκρων της αλυσίδας παραγωγής – σχεδιασμός των μοντέλων από τη μία, συναρμολόγηση και διάθεση των προϊόντων από την άλλη – ενώ οι ενδιάμεσες δραστηριότητες γίνονται αντικείμενο μετεγκατάστασης κύρια σε αναπτυσσόμενες χώρες. Επιχειρήσεις όπως η Nike και η Benetton εφαρμόζουν την ίδια στρατηγική :διατήρηση του ελέγχου της «σύλληψης» και διάθεσης των προϊόντων τους τα οποία όμως δεν παράγουν πλέον οι ίδιες. Ο Serge Tchuruk πρόεδρος της Alcatel δήλωνε το 2001 «Επιδιώκομε να γίνομε σύντομα επιχείρηση χωρίς εργοστάσια» [Βatsch L., 2002].

Η «χρηματιστικοποίηση» των στρατηγικών των επιχειρήσεων συντελεί αναμφισβήτητα στη δημιουργία αξίας για τους μετόχους. Μακροπρόθεσμα όμως οδηγεί στην απώλεια της ανταγωνιστικότητας του Δυτικού πολυεθνικού κεφαλαίου.

Β/ Χρηματιστικοποίηση των οικονομιών

Η ενδυνάμωση του χρηματιστικού κεφαλαίου και η εδραίωση αρχών διαχείρισης των επιχειρήσεων που αποβλέπουν αποκλειστικά στη «δημιουργία αξίας» για τους μετόχους έχουν σημαντικές συνέπειες και σε μακροοικονομικό επίπεδο τις οποίες εκφράζει ο όρος «χρηματιστικοποίηση» της οικονομίας [Palley T., 2007].

Η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας έχει κατά πρώτο λόγο αρνητικές επιπτώσεις στις παραγωγικές επενδύσεις [Sifakis – Kapetanakis C., 2008, Orhangazi Ö., 2008]:
• Η πολιτική διανομής υψηλών μερισμάτων αποδυναμώνει την ικανότητα αυτοχρηματοδότησης των επενδύσεων.
• Οι προοπτικές χρηματοδότησης των επενδύσεων μέσω αύξησης του μετοχικού κεφάλαιου μειώνονται σημαντικά στο μέτρο που η έκδοση νέων μετοχών, ενέχει για τους παλιούς μετόχους τον κίνδυνο πτώσης – λόγω αύξησης της προσφοράς –της χρηματιστηριακής τιμής των μετοχών με αποτέλεσμα την μείωση των αναμενόμενων υπεραξιών κεφαλαίου. Η επιθυμία να διατηρηθεί η τιμή της μετοχής σε υψηλά επίπεδα ευνοεί επίσης τον πολλαπλασιασμό των πράξεων επαναγοράς ιδίων μετοχών από τις επιχειρήσειςπου χρηματοδοτούνται μέσω αύξησης του δανεισμού. Το φαινόμενο παίρνει τόσο μεγάλες διαστάσεις στις χρηματιστηριακές αγορές (Stati Uniti d'America, Γαλλία) ώστε επί πολλά έτη το συνολικό μέγεθος επαναγορών ιδίων μετοχών από τις επιχειρήσεις υπερβαίνει την έκδοση νέων μετοχών. Αυτό σημαίνει ότι προοδευτικά οι χρηματιστηριακές αγορές χάνουν τον παραδοσιακό και βασικό ρόλο ύπαρξης τους, ο οποίος είναι η χρηματοδότηση των επενδύσεων και της οικονομικής ανάπτυξης.
• Η χρηματιστικοποίηση των οικονομιών και το δίδυμο φαινόμενο της, η παγκοσμιοποίηση, ευνοούν επίσης στρατηγικές εξωτερικής μεγέθυνσης των επιχειρήσεων -μεγάλη ανάπτυξη των πράξεων συγχωνεύσεων και απορροφήσεων επιχειρήσεων- εις βάρος στρατηγικών εσωτερικής μεγέθυνσης που βασίζονται στην άνοδο των παραγωγικών επενδύσεων και ευνοούν τn οικονομική ανάπτυξη [Kechidi M., 2004]. Η απειλή μετεγκατάστασης επιχειρήσεων στο Εξωτερικό οδηγεί επίσης τις χώρες του «Κέντρου» να επιβάλλουν πολιτικές απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και περικοπές στο κόστος εργασίας πού έχουν αρνητική επίδραση στη ζήτηση και κατά συνέπεια και στις επιχειρηματικές επενδύσεις.

Η χρηματιστικοποίηση οδηγεί επίσης στην αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης των δανειακών αναγκών του Δημοσίου. Ο δανεισμός μέσω έκδοσης ελεύθερα διαπραγματευόμενων τίτλων στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές («titrisation») προοδευτικά γίνεται ο -σχεδόν- μοναδικός τρόπος δανεισμού του Δημοσίου.

Η μεταρρύθμιση αυτή που ολοκληρώθηκε στην Ευρώπη τις δεκαετίες 1980 και 1990 στο πλαίσιο της διαδικασίας της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης καθιστά τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δέσμιες των χρηματιστηριακών αγορών και προαναγγέλλει – δεδομένων των σημαντικών ατελειών του θεσμικού πλαισίου της ευρωζώνηςτις μελλοντικές κρίσεις δημοσίου χρέους στην Ευρώπη.
Χρηματιστικοποίηση και παγκοσμιοποίηση συντελούν επίσης στην αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών. Η αύξηση του δανεισμού αντισταθμίζει τη στασιμότητα της αγοραστικής δύναμης των μισθών τα τελευταία τριάντα χρόνια και, βραχυπρόθεσμα, ευνοεί την αύξηση της κατανάλωσης. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, οι θετικές επιδράσεις του χρέους εξουδετερώνονται από την αύξηση του ιδιωτικού δανεισμού που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική υποβάθμιση της φερεγγυότητας των νοικοκυριών, η οποία με τη σειρά της συντελεί στη χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης των τραπεζών.

Η χρηματιστικοποίηση των καπιταλιστικών οικονομιών επιδρά επίσης στην κατανομή του εισοδήματος: αύξηση εσόδων από χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες στο καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων, των εισοδημάτων του κεφαλαίου στο Εθνικό εισόδημα και αυξανόμενες ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος.

Τέλος, τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου που υποστηρίζονται από την επιχειρηματική κοινότητα στο σύνολο της οδηγούν ήδη από τη δεκαετία του 1980 σε μια ριζική αλλαγή της κατεύθυνσης των οικονομικών πολιτικών με στόχο την αποκατάσταση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, που σημείωσε πτώση τη δεκαετία 1970. Η κατεύθυνση των οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζονται στην Ευρώπη από τις αρχές της δεκαετίας 1990 στο πλαίσιο του σχεδίου νομισματικής ενοποίησης επιδεινώνει τις αρνητικές συνέπειες της χρηματιστικοποίησης για τους ευρωπαίους εργαζόμενους [Palley T., 2007]. Το νέο πλαίσιο έχει ως αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό τους σε ένα είδος κουτιού οι τέσσερεις πλευρές του οποίου αποτελούνται α/ από την παγκοσμιοποίηση, β/ την εγκατάλειψη του στόχου πλήρους απασχόλησης, γ/ το αδύνατο Κράτος, και 4/ την ευέλικτη αγορά εργασίας. Οι πολιτικές που υπαγορεύουν οι τέσσερις πλευρές του κουτιού τους ασκούν πίεση, η οποία εξηγεί την αποσύνδεση της εξέλιξης των μισθών από την αύξηση της παραγωγικότητας και τις αυξημένες ανισότητες: οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα υπόκεινται την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης. Οι υπάλληλοι του Δημοσίου υφίστανται το αδυνάτισμα του Κράτους και το σύνολο των εργαζομένων απειλούνται από την αυξανόμενη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, και την εγκατάλειψη της πλήρους απασχόλησης ως βασικού στόχου της οικονομικής πολιτικής

* Είναι η εισήγηση που έγινε στο επιστημονικό συνέδριο του ΜΑΧΩΜΕ με θέμαΤαξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας” που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα 21,22 & 23 Νοεμβρίου 2014.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Aglietta M., Khanniche S. et Rigot S. (2010) Les Hedge Funds, éditions Perrin

atsch L. (2002), Le capitalisme financier, Repères, La Découverte

Chesnais F. (1996), « Déséquilibres mondiaux et instabilité financière : la responsabilité des politiques libérales », La mondialisation financière, Genèse, coût, enjeux, Syros

Dumenil G. (2000), Crise et sortie de crise : ordre et désordres néolibéraux, PUF

Gehrke I. (2002), « Valeur actionnariale : le rattrapage de l’Allemagne », dans Plihon D., Ponssard J.P. (sous la direction de), La montée en puissance des fonds d’investissement, Parigi, 147-162

elleiner E. [1994], States and the Re-emergence of Global Finance, Cornell University Press

Huffschmid J. (2007), « From Finance for Investment to Financial Investment. Background and Consequences of the New Role of Financial Markets and Investors in Developed Economies», communication à la conférence Finance-led capitalism? Macroeconomic effects of changes in the financial sector, Berlin, 26-28 octobre

Hürgens U., Naumann K., Rupp J. (2000), “Shareholder value in an adverse environment, the German case”, Economy and Society, Volume 29, 1, 54-79

Kechidi M. (2004), « Fusions et acquisitions : La financiarisation des logiques de concentration”, dans L’économie industrielle en mutation, Revue clés, automne

Lorenzi J.-H. et Trainard Ph. (2008), « Les nouveaux acteurs de la Finance », Regards Croisés sur l’Economie, La Découverte, 1, 3

Morin F. (2006), Le nouveau mur de l’argent : essai sur la finance globalisée, éditions du Seuil

Morin F. (2000) “A transformation in the French model of shareholding and management” Economy and Society, Volume 29, 1, 36-53

OCDE (2001), Le nouveau visage de la mondialisation industrielle. Fusions/acquisitions et alliances stratégiques transnationales, OCDE

Orhangazi Ö. (2008), « Financialisation and capital accumulation in the non-financial corporate sector », Cambridge Journal of Economics

Palley T. (2007) « Financialization : what it is and why it matters”, The Levy Economics Institute, WP 525

Plihon D. (2004) “Les grandes entreprises fragilisées par la finance » dans Chesnais F. La finance mondialisée, La Découverte, Parigi, 125-145

Plihon D. (2003), Le nouveau capitalisme, La découverte, collection Repères, Parigi

Sifakis- Kapetanakis C. (2007), « The European Monetary Integration process and Financial Globalization », International Journal of Political Economy, Primavera, 75-90

Sifakis – Kapetanakis C .(2008) « Financiarisation et transformations de la structure financière des entreprises industrielles européennes », Colloque de l’Association des Etudes Keynésiennes, Sfax

Stockhammer E. (2004), « Financialisation and the slowdown of accumulation », Cambridge Journal of Economics, 28, 719-741

Την εισήγηση αυτή μπορείτε να τηνκατεβάσετεκαι απο τα παρακάτω link:

Σηφάκη – εισήγηση (3)

ή

Σηφάκη – εισήγηση (3)

Leave a Comment