Ποιο είναι το μέλλον του ενιαίου νομίσματος *

της Κατερίνας Καπετανάκη-Σηφάκη

CREG (Κέντρο Οικονομικών Ερευνών της Grenoble) και

Οικονομική Σχολή, UPMF, Πανεπιστήμιο της Grenoble, Γαλλία

* Αυτή η εργασία αποτελεί εισήγηση που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1996 στη Γκρενόμπλ με τίτλο « Ποιο είναι το μέλλον του ενιαίου νομίσματος» κατά τη διάρκεια σεμιναρίου του Κέντρου Μελετών για την Οικονομική Σκέψη και τα Οικονομικά Συστήματα (CEPSE). De asemenea, sa discutat în forma sa finală la atelierul de pe "Sisteme financiare și sisteme de producție", organizat de Centrul de Cercetare pentru gândire economică și economice sisteme de 27 Νοεμβρίου του 1997 στην Γκρενόμπλ, καθώς και στην έβδομη Διεθνή Συνάντηση για την « Κριτική Οικονομία » στη Μάλαγα της Ισπανίας, το Μάρτιο 1998 με τίτλο «Το σχέδιο επιβολής ενός ενιαίου νομίσματος στην Ευρώπη: ποιά οικονομική αξιοπιστία;».

Εισαγωγή

Το σχέδιο οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης της Ευρώπης έχει συμπληρώσει έξι χρόνια ύπαρξης. Οι εκτιμήσεις για τις πιθανότητες επιτυχίας του αποκλίνουν σημαντικά. Το σχέδιο αυτό αποτελεί μια μοναδική ιστορική εμπειρία. Πράγματι, οι πλήρεις Νομισματικές Ενώσεις (ΝΕ) create ca parte a sistemului economiei de piață au fost până în prezent entități teritoriale din cadrul aceleiași națiuni. Στις εμπειρίες αυτές συγκαταλέγονται και η νομισματική ενοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας τα τέλη του 19ου αιώνα. Επιπλέον, acestea NE a creat într-un moment de bani și politici economice – coordonarea care ridică probleme majore pentru integrare monetară în Europa - a jucat un rol mult mai mic decât în ​​prezent.

Planul enopoiisis monetar interesul european reînnoit în teoriile mai vechi și preocupări care ar putea lumineze factorii de decizie politica si a publicului cu privire la posibilitățile și condițiile de reușită a acestui proiect. Μεταξύ αυτών μπορούμε να αναφέρουμε τη θεωρία των «Βέλτιστων» Νομισματικών Ζωνών (ΒΝΖ) (Mundell, McKinnon ….) (7), το θέμα της ομοσπονδοποίησης της δημοσιονομικής πολιτικής (40) (41), precum și coordonarea politicii monetare și fiscale îmbogățit semnificativ cu noi analize teoretice (13) (36) (37). Acest proiect a sporit, de asemenea, dezvoltarea de noi preocupări în ceea ce privește, de exemplu, relația dintre starea operațională a băncii centrale și credibilitatea politicii monetare.

Ορισμένες μελέτες υπογραμμίζουν τα οικονομικά πλεονεκτήματα της νομισματικής ενοποίησης της Ευρώπης. Στα πλεονεκτήματα αυτά συμπεριλαμβάνονται:

- reducerea riscului de schimb valutar și costurile de tranzacție pentru întreprinderi,

- ajutor semnificativ pentru țările europene să echilibreze nevoia de balanței comerciale, având în vedere importanta greutatea specifică a comerțului intra-UE în comerțul total al acestor țări,

- a crea un nou echilibru de putere în relația transatlantică, care va permite Europei să negocieze cu americanii o politică a cursului de schimb mai în conformitate cu interesele europene,

- γενικότερα, η ανάδειξη μιας ισχυρής Ευρώπης, σαν αποτέλεσμα τόσο του οικονομικού βάρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αλλά και της καινούργιας δυναμικής πού θα δημιουργούσε η ευρωπαϊκή ενοποίηση και τέλος,

- η ολοκλήρωση και η εδραίωση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.

Πολυάριθμες μελέτες έχουν επίσης υπογραμμίσει τα κόστη και τους κινδύνους του σχεδίου, ιδίως για τις χώρες με ασθενές νόμισμα, αν λάβομε υπόψη τόσο τους συγκεκριμένους όρους του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής ενοποίησης (ΟΝΕ), όσο και την ετερογένεια των δομών και το άνισο επίπεδο ανάπτυξης των ευρωπαϊκών χωρών (1) (19) (23).

Στα κόστη και τους κινδύνους αυτούς, ιδιαίτερα για τις λιγότερο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, inclusiv încetinirea ritmului de creștere ca urmare a efortului de îndeplinire a criteriilor de la Maastricht, imposibilitatea de a răspunde crizelor "asimetrice", ca urmare a pierderii de instrumente cheie de politică economică, το μίγμα των σχεδιαζόμενων οικονομικών πολιτικών και το ανεπαρκώς ανεπτυγμένο δημοσιονομικό ομοσπονδιακό σύστημα στην Ευρώπη.

Ωστόσο, există o diferență fundamentală între avantajele economice ale proiectului UEM și costurile și riscurile implicate. Οι περισσότερες από τις αναμενόμενες θετικές συνέπειες του εγχειρήματος δεν θα μπορούσαν να προκύψουν παρά μόνο μακροχρόνια. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι το σχέδιο να αποδειχθεί βιώσιμο. Acest lucru se aplică în special la posibilitatea de a negocia cu SUA o politică de curs de schimb mai favorabil intereselor europene. Αυτό αφορά επίσης τη δυνατότητα ανάδειξης μιας « ισχυρής » Ευρώπης αλλά σε κάποιο βαθμό, και την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς. Spre deosebire de costurile și riscurile de implementare a proiectului sunt de cea mai directă și pot submina durabilitatea.

Scopul acestui studiu este de a analiza viabilitatea financiară a integrării economice și monetare în programul Europa. Viabilitatea economică a planului, care este o funcție a impactului acestuia asupra calității vieții popoarelor europene. Η θέση που υποστηρίζεται είναι ότι το σχέδιο της ΟΝΕ στερείται οικονομικής αξιοπιστίας. Το σχέδιο αυτό δημιουργεί σημαντικούς κινδύνους και κόστη, κυρίως για τα κράτη-μέλη με « αδύνατο » νόμισμα, σαν αποτέλεσμα ιδιαίτερα του αυξημένου κίνδυνου « ασύμμετρων » κρίσεων. În timp ce statele lipsindu-le o dată la politici de stabilizare oportunitate care să le permită să facă față acestor riscuri și cheltuieli.

Unele dintre aceste costuri sunt inerente în introducerea unei monede comune și a politicii monetare unice, mai ales atunci când banda cu moneda unică de la nivel heterogenității și inegale structurale de dezvoltare ale țărilor care sunt. Altele decât aceste costuri vor rezulta din condițiile specifice de integrare economică și monetară în Europa, astfel cum sunt definite prin Tratatul de la Maastricht.

O condiție esențială pentru succesul proiectului este să își asume responsabilitatea colectivă pentru costurile și riscurile IT, prin coordonare / centralizare a politicilor economice, în special prin procesul federalism de financiar, politic *. Aceste condiții sunt extrem de dificil de realizat și implică costuri semnificative -chrimatika și non-cash- care ar trebui să fie suportate de țări cu monedă "puternic". Aceste costuri pot favoriza doar o respingere oprire a acestor politici de către țări cu monedă "puternic", η οποία αναπόφευκτα υπονομεύει τη συνοχή και την οικονομική αξιοπιστία του σχεδίου οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης της Ευρώπης.

____________________

* Οι ισχυρισμοί για βιωσιμότητα της ΝΕ βασίζονται στην υπόθεση ότι το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο είναι μεν ατελές (και κατά συνέπεια ασταθές), Cu toate acestea, o posibilă criză ar duce state europene mortale pentru a completa prin federația a transferului financiar, politic și venituri dezvoltare din țările bogate.

 

Μια Οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) που θα περιλάμβανε μόνο τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες δεν θα αποτελούσε πιο αξιόπιστο σχέδιο. Πράγματι, η δημιουργία μίας περιορισμένης γεωγραφικά ΟΝΕ θα μείωνε αρκετά ορισμένα από τα κόστη που σχετίζονται με τη δημιουργία μιας «διευρυμένης» ΟΝΕ, αλλά θα δημιουργούσε νέα, τα οποία θα υπονόμευαν την βιωσιμότητα και του σχεδίου αυτού.

Το κείμενο αυτό αποτελείται από τέσσερα μέρη:

- Primul descrie motivele pentru care planul de UEM lipsit de credibilitate economică.

- Al doilea analizează condițiile în care proiectul va câștiga credibilitatea lipsă.

- Al treilea examinează motivele pentru care aceste condiții sunt extrem de dificil de realizat și,

- al patrulea analizează motivele pentru o UEM geografică limitată nu va avea o șansă mai bună de succes decât o "extins" UEM.

Ι/ Το σχέδιο της ΟΝΕ στερείται οικονομικής συνοχής

Όπως ήδη αναφέραμε, crearea UEM, în conformitate cu condițiile prevăzute de Tratatul de la Maastricht creează costuri semnificative și riscuri pentru parteneri:

- costuri legate de încetinirea ritmului de creștere. Τα κόστη αυτά συνδέονται με τη προσαρμογή των οικονομικών πολιτικών των ευρωπαϊκών χωρών στα πρότυπα που επιβάλλει η συνθήκη αυτή.

- Αυξημένοι κίνδυνοι « ασύμμετρων » κρίσεων, ιδίως για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Ένωσης.

- Το σχέδιο οδηγεί επίσης στην οριστική απώλεια της ικανότητας των κρατών-μελών να επηρεάζουν την εσωτερική αξία (ρυθμό πληθωρισμού) και την εξωτερική αξία (συναλλαγματική ισοτιμία) του νομίσματος και τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια, καθώς και στην παράλυση της λειτουργίας των αυτόματων σταθεροποιητών (1) (35).

- Τέλος, δεδομένων των όρων της συνθήκης και των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν, το σχέδιο της ΟΝΕ δημιουργεί κόστη που συνδέονται με το μείγμα οικονομικών πολιτικών (policy-mix), που θα πρέπει να εφαρμόζουν οι χώρες-μέλη.

A. Η οικονομική και νομισματική ενοποίησης της Ευρώπης οδηγεί στην επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης

H νομισματική και οικονομική ενοποίηση χωρών θέτει το πρόβλημα επιλογής του προτύπου της οικονομικής πολιτικής της νομισματικής ζώνης. Το πρότυπο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αυτό των χωρών με ισχυρό νόμισμα.

Η νομισματική ενοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου, σύμφωνα με τα πρότυπα της Συνθήκης του Μάαστριχτ, που ανανεώνονται με το Σύμφωνο Σταθερότητας, ενέχει αυξημένα κόστη που σχετίζονται με τη δομική ετερογένεια και τα άνισα επίπεδα ανάπτυξης των ευρωπαϊκών χωρών. Τα κόστη αυτά είναι δύο ειδών :

- costurile asociate cu efectele prociclice ale armonizarea politicilor monetare și fiscale din țările cel mai puțin dezvoltate, cu standardele de politică economică în țările cu monede puternice, σε ένα περιβάλλον χαμηλών ρυθμών μεγέθυνσης τού εθνικού προϊόντος και αύξησης της ανεργίας. Οι πολιτικές αυτές αυξάνουν τον κίνδυνο κοινωνικών κρίσεων. De asemenea, încetini rata de creștere a țărilor cel mai puțin dezvoltate, în timp ce succesul proiectului UEM este condiționată de o creștere mai inalt din aceste țări, care ar promova egalizare a nivelurilor de dezvoltare din Europa.

Τα κόστη που σχετίζονται με τις πολιτικές αυτές υλοποιούν τις επιπτώσεις της επίδρασης των δομών των κυρίαρχων χωρών οι οποίες υπάρχουν και χωρίς νομισματική ένωση. Έτσι, η εναρμόνιση της νομισματικής πολιτικής των ευρωπαϊκών χωρών με τη γερμανική, είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ). Το σύστημα αυτό αποτελεί ζώνη σταθερών αλλά αναπροσαρμοζόμενων ισοτιμιών (ατελή νομισματική ζώνη). Η σχεδιαζόμενη ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση θα οδηγήσει στη δημιουργία πλήρους νομισματικής ένωσης. Το ενιαίο νόμισμα θα έχει σαν συνέπεια, αν δεν δημιουργηθούν παράλληλα διορθωτικοί μηχανισμοί, să-și piardă definitiv țările cel mai puțin dezvoltate fiecare exercițiu opțiune de politică economică autonomă. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα τη σημαντική ενίσχυση της ισχύος των ανεπτυγμένων χωρών.

- Κόστη σχετικά με τις « ασύμμετρες» κρίσεις. Αυτές οι κρίσεις μπορεί να είναι κρίσεις χωρών, κλαδικές κρίσεις, της προσφοράς ή της ζήτησης (10). Ο κίνδυνος να συμβούν παρόμοιες κρίσεις, με ακόμα μεγαλύτερη διάρκεια, αυξάνει στην περίπτωση νομισματικής ενοποίησης. Motivul este faptul că integrarea monetară conduce la consolidarea caietul de sarcini de producție existente, γεγονός πού οξύνει την ετερογένεια και την ανισότητα των δομών της νομισματικής ζώνης. Αυτό είναι το δίδαγμα που μπορούμε να αντλήσουμε από την εμπειρία των ομοσπονδιακών Κρατών. Σε μια πρόσφατη μελέτη του ο Krugman (23) δείχνει ότι τόσο το παιχνίδι των συγκριτικών πλεονεκτημάτων, όσο και οι ευνοϊκές αλληλεπιδράσεις (positive externalities) concentrația de afaceri din zonă au dus fiecare stat al SUA de a se specializa în câteva produse care sunt schimbate cu țările vecine. Acest lucru creează condițiile pentru crizelor "asimetrice" ale Statelor Americane. Și aceste crize au efecte de lungă durată având în vedere că modelul de specializare de un sistem de producție se schimbă foarte încet. Έτσι, lățimea de creștere Statelor Americane este foarte deschis. Unele state au aproape nici o creștere ocupării forței de muncă în ultimele patru decenii, ενώ άλλες έχουν καταγράψει μέσους ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 5%. Και εάν οι διαφορές στα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των Πολιτειών δεν είναι υψηλές, αυτό οφείλεται στη μεγάλη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού (2).

B. Το σχέδιο περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα εφαρμογής σταθεροποιητικών πολιτικών για τις χώρες-μέλη

Unificarea monetară a Europei în condițiile Tratatului de la Maastricht creează costuri asociate cu incapacitatea de stabilizare politică cererii.

Aceste costuri generate de atât procesul de integrare monetară a unei regiuni care constă din mai multe state, όσο και από τούς συγκεκριμένους όρους της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης: δημιουργία ενός νέου ενιαίου νομίσματος με ταυτόχρονη συγκεντροποίηση μόνο της νομισματικής πολιτικής, της οποίας η άσκηση έχει ανατεθεί σε μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα. Ενώ η άσκηση των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών οροθετείται από τον κανόνα το σχετικό με το ποσοστό (3%) deficitelor publice în cadrul federalismului fiscal slab dezvoltate.

Integrarea monetară europeană duce la pierderea permanenta a statelor membre posibilitatea de a influența nivelul inflației și a cursului de schimb al monedei și ratele dobânzilor. Αυτή η απώλεια συνεπάγεται κόστη, ειδικά σε περίπτωση απόκλισης των μακροοικονομικών συνθηκών των χωρών-μελών, care ar necesita o diversificare a politicii monetare și a cursului de schimb în funcție de situația din diferite țări [1].

Teoria de "cele mai bune" zone monetare ne poate lămuri cu privire la consecințele pierderii instrumentul cursului de schimb pentru tarile membre (7).

Această teorie se concentrează pe consecințele unui sistem de rate de schimb fixe între țări, αν ληφθούν υπόψη ο βαθμός της ενδοπεριφερειακής κινητικότητας των συντελεστών παραγωγής, ιδιαίτερα της εργασίας και η φύση των πιθανών κρίσεων (Mundell), ο βαθμός εξειδίκευσης της παραγωγής των κρατών-μελών (Kenen) καί τέλος, η πυκνότητα των εμπορικών συναλλαγών εντός της ζώνης (Mc Kinnon).

Σύμφωνα με τον Mundell (1961), "Optimum" zonă monetară se caracterizează prin mobilitate ridicată a factorilor de producție, ιδιαίτερα της εργασίας και όταν οι χώρες που την αποτελούν επηρεάζονται συμμετρικά από τις κρίσεις. Αν οι χώρες ικανοποιούν ένα από τα κριτήρια αυτά ή και τα δύο, μπορούν να εφαρμόσουν σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών ή νομισματική ένωση («βέλτιστη» νομισματική ζώνη). Αντίθετα, αν η κρίσεις κτυπούν μία ή μερικές μόνο χώρες της ζώνης («ασύμμετρες » κρίσεις) ή εάν η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού είναι μικρή, θα έπρεπε, σε περίπτωση κρίσης, να προσαρμοστούν οι ονομαστικές τιμές και οι μισθοί. Εάν αυτοί είναι άκαμπτοι (όπως συμβαίνει στην Ευρώπη) η ανάγκη προσαρμογής θα οδηγούσε σε αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αν η τελευταία είναι αδύνατη, όπως στην περίπτωση εγκατάλειψης των εθνικών νομισμάτων από τις ευρωπαϊκές χώρες, η προσαρμογή θα γίνει μέσω μεταβολής των πραγματικών μεγεθών, δηλαδή της απασχόλησης και του πραγματικού εισοδήματος, με αποτέλεσμα την παράταση της κρίσεως.

Ο Kenen (1969) θεωρεί σαν βασικό στοιχείο βέλτιστης νομισματικής ζώνης ένα έντονα διαφοροποιημένο παραγωγικό μηχανισμό. Εάν σε περίπτωση κρίσης, η ζήτηση για ένα (ορισμένα) προϊόν (προϊόντα) μειώνεται, η επίπτωση αυτής της κρίσης στην απασχόληση, θα είναι πολύ σοβαρότερη αν η χώρα παράγει μόνο αυτά τα προϊόντα. Κατά συνέπεια, țările caracterizate prin specializarea considerabil de producție ar trebui să mențină sistemul cursului de schimb flexibil, în timp ce țările cu un grad ridicat de diversificare a producției poate aplica sistemul de curs de schimb fix.

Este clar că Europa nu îndeplinește criteriile stabilite de Mundell și Kenen. Gradul de specializare a producției în țările europene mai puțin dezvoltate sunt adesea destul de importante și crizelor ivite în Europa sunt de multe ori "asimetrice", ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών. Τέλος, η συσχέτιση των κρίσεων είναι ασθενέστερη από ότι στις ομοσπονδιακές χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς). Οι χώρες αυτές χαρακτηρίζονται, σε αντίθεση με την Ευρώπη, από μεγάλη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, η οποία επιτρέπει την απορρόφηση των κρίσεων. Έτσι, mici diferențe în rata șomajului în rândul statelor american a explicat mai mare de mobilitatea forței de muncă, în ciuda capacitatea statelor de a restabili competitivitatea prin flexibilitate și de compresie prețurile și salariile, που είναι βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα χαμηλή στις Ηνωμένες Πολιτείες και ακόμη χαμηλότερη στην Ευρώπη (Atkinson, Blanchard κ.ά.). Και είναι μάλλον απίθανο η δημιουργία της ΟΝΕ να αυξήσει σημαντικά την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, δεδομένων των γλωσσικών και πολιτιστικών εμποδίων. Αναφέρομε χαρακτηριστικά ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες (Eichengreen, 1990), παρόλο που η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού είναι σημαντική, οι αγορές εργασίας παρέμεναν κατακερματισμένες μεταξύ των Πολιτειών του Βορρά και του Νότου, μέχρι το ΒΠαγκόσμιο Πόλεμο (2) .

Η δημιουργία μιας διευρυμένης ΟΝΕ στο σύνολο ή στο μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών θα οδηγούσε επομένως, ιδιαίτερα για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, αλλά και για τις άλλες, στην απώλεια ενός ζωτικής σημασίας εργαλείου σταθεροποίησης της οικονομίας. Οι αρνητικές συνέπειες της απώλειας του εργαλείου αναπροσαρμογής συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι σαφείς, chiar în cadrul Sistemului Monetar European, του οποίου η λειτουργία βασίζεται στην εθελοντική αλλά ανακλητή εγκατάλειψη άσκησης αυτόνομης νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής εκ μέρους των χωρών-μελών. Έτσι, το καλοκαίρι του 1993, η μη αναπροσαρμογή της ισοτιμίας μεταξύ του γαλλικού φράγκου και του γερμανικού μάρκου στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής λιτότητας, που επέβαλε η Bundesbank, și în timp ce situația economică din Franța și Germania divergente (ανάγκη παγώματος της οικονομίας στη Γερμανία προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι πληθωρικές τάσεις που προκάλεσε η επανένωση, ανάγκη επιτάχυνσης των ρυθμών ανάπτυξης στη Γαλλία, για την απορρόφηση της ανεργίας), οδήγησε στην κρίση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και στην υποτίμηση του γαλλικού φράγκου.

Ο Mc Kinnon από την πλευρά του, θεωρεί ότι κριτήριο για τη δημιουργία νομισματικής ζώνης είναι λιγότερο η κινητικότητα των συντελεστών παραγωγής, από ότι ο βαθμός ανοίγματος των οικονομιών της μίας προς τις άλλες. Cea mai mare densitatea de comerț într-o regiune, mai mare interesul țărilor din regiune să adopte un sistem fix de curs de schimb. Πράγματι, dacă comerțul dintre țări sunt importante, η επιλογή συστήματος μεταβλητών συναλλαγματικών ισοτιμιών θα είχε σαν αποτέλεσμα συχνές μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Το γεγονός αυτό θα έχει στρεβλωτικές επιπτώσεις, atât în ​​ceea ce privește dimensiunea cererii și în ceea ce privește prețurile relative între bunuri comercializabile și necomercializabile încetinire a creșterii rezultate (6).

Pentru țările Uniunii Europene, care sunt economii deschise, η αναλογία των ενδο-ευρωπαϊκών εμπορικών ανταλλαγών στο σύνολο των εξωτερικών συναλλαγών τους υπερβαίνει γενικά το 51%. Επομένως, Conform acestei analize, aceste țări au un interes în introducerea între ele un sistem de curs de schimb fix.

Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ανάλυση του Mc Kinnon έχει σαν στόχο να αποδείξει γιατί οι χώρες πού χαρακτηρίζονται από ψηλό βαθμό εμπορικής ολοκλήρωσης, όπως οι ευρωπαϊκές χώρες, έχουν συμφέρον ceteris paribus να επιλέξουν ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Oμως η ανάλυση αυτή δεν μας διαφωτίζει για τις συνέπειες που θα είχε για τις χώρες-μέλη της ΕΕ η οριστική pierderea controlului asupra cursului de schimb ca urmare a unificării monetare, având în vedere semnificativ diversificarea structurilor economice și nivelurile de dezvoltare ale acestor țări. Τέλος, δεν είναι βέβαιο, ότι ένα ενιαίο νόμισμα είναι σύμφυτο στοιχείο της « πραγματικής » ολοκλήρωσης οικονομιών. Έτσι, αν και η « πραγματική » ολοκλήρωση μεταξύ του Καναδά και των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πολύ σημαντική, αυτή δεν συνοδεύεται από νομισματική ενοποίηση των κρατών αυτών. Εν τούτοις είναι γεγονός ότι συχνές μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών, θα μπορούσαν να απειλήσουν τη βιωσιμότητα της ενιαίας αγοράς στην Ευρώπη.

Condiții speciale de integrare monetară a zonei european creează, de asemenea, costurile asociate cu imposibilitatea de coordonare adecvate a diferitelor instrumente de politică economică. Η ενοποίηση της νομισματικής πολιτικής, αν ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερα χαμηλή κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και η ακαμψία ονομαστικής μεταβολής τιμών και μισθών στην Ευρώπη, transmite necesitatea de a ajusta nivelul politicilor fiscale naționale prin creșterea presiunii de deficitelor publice excesive. Πράγματι, η εισαγωγή κοινού νομίσματος στερεί από τα κράτη-μέλη τη δυνατότητα δημιουργίας εσόδων από τη έκδοση χρήματος (seigneuriage). Επίσης καθιστά πιο εύκολη την εφαρμογή επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών (με ψηλά δημόσια ελλείμματα) întrucât aceste politici nu mai poate provoca devalorizare a monedelor naționale, care ar expune aceste politici în ochii opiniei publice. Το ενδεχόμενο της αύξησης του δημόσιου ελλείμματος, ιδιαίτερα για τις χώρες με ασθενές νόμισμα, καθίσταται μεγαλύτερο στο πλαίσιο μιας πλήρους νομισματικής ένωσης για δύο επιπλέον λόγους : διότι τα επιτόκια του χρέους που θα εκδίδεται στο ενιαίο νόμισμα, θα είναι χαμηλότερα από τα επιτόκια των χρεών που εκδίδονται στα εθνικά νομίσματα (care este un stimulent pentru creșterea creditării) și pentru că aceste țări nu vor putea beneficia cel mai mult de plasarea cu condiții preferențiale de valori mobiliare ale datoriei publice pe piața internă (27).

Tendința de acumulare a deficitelor publice excesive cauzate de abandonarea de către statele membre a instrumentelor de politică monetară și de schimb rata duce în mod inevitabil la impunerea unor norme privind deficitele. Οι κανόνες αυτοί όταν είναι αυστηροί και άκαμπτοι όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ΟΝΕ, αφαιρούν κάθε ευελιξία από το μείγμα των οικονομικών πολιτικών (policy-mix) της μελλοντικής Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η θέσπιση κανόνων στον τομέα των δημόσιων οικονομικών, είναι αποτέλεσμα της έλλειψης βούλησης, ιδιαίτερα των χωρών με ισχυρό νόμισμα, να προχωρήσουν σε μεγαλύτερο συντονισμό η ακόμα και συγκεντροποίηση των εθνικών οικονομικών πολιτικών με παράλληλη ενίσχυση της δημοσιονομικής ομοσπονδοποίησης. Το όριο του 3% όσον αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα, αποτελεί εμπόδιο τόσο για την εφαρμογή ενεργών δημοσιονομικών πολιτικών όσο και σταθεροποιητικών.

Desigur rolul politicii fiscale ca un instrument de politică economică este controversată în analiză economică (19). Ωστόσο, presupunând că economia de piață are nevoie de stabilizare și că cererea ar trebui să joace un rol activ, η ανάγκη δημοσιονομικής πολιτικής φαίνεται προφανής ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ΕΕ, η νομισματική πολιτική της οποίας έχει σαν σχεδόν μοναδικό στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Επιπλέον, în contextul eficienței sistemelor de curs de schimb fix de creșteri de politică fiscală semnificativ, τόσο για την αντιμετώπιση εξωτερικών κρίσεων όσο και σαν εργαλείο οικονομικής πολιτικής, ιδαίτερα χάρη στη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών [2].

Η ανάλυση της εξέλιξης των δημόσιων ελλειμμάτων στις ευρωπαϊκές χώρες, κατά την περίοδο 1990-1993 (1), arată că, în circumstanțele actuale funcționarea stabilizatorilor automați va conduce politica fiscală neschimbată, σε σημαντικά υψηλότερα ελλείμματα από αυτά που επιτρέπει η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Κατά συνέπεια, η συνέχιση της προσπάθειας για την επίτευξη ποσοστού δημοσίου ελλείμματος μικρότερου από 3%, θα προκαλούσε την παράλυση της σταθεροποιητικής λειτουργίας και θα απαιτούσε το «δομικό » έλλειμμα να μην υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το 1% του ΑΕΠ, κάτι που δεν έχει ποτέ συμβεί σε καμία ευρωπαϊκή χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας από το 1974 (1).

Γ. Το σχέδιο προκαλεί κόστη που απορρέουν από τις σχεδιαζόμενες οικονομικές πολιτικές (policy-mix) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)

Οι όροι άσκησης του μείγματος οικονομικής πολιτικής (policy-mix) της ΕΕ δημιουργούν δύο είδη κόστους, που σχετίζονται από τη μια πλευρά με την έλλειψη συντονισμού των εργαλείων οικονομικής πολιτικής και, από την άλλη, με τα χαρακτηριστικά της νομισματικής πολιτικής πού θα ασκεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Lipsa de coordonare a politicilor bugetare și fiscale într-o uniune monetară poate crea două tipuri de costuri asociate cu posibilitatea de difuzie și diseminarea rezultatelor politicilor fiscale naționale:

  • ανεπαρκές ύψος δημοσιονομικών δαπανών και γενικότερα κατώτερο του αρίστου μέγεθος του δημοσίου τομέα, και
  • αδυναμία σταθεροποίησης της οικονομίας σε περίπτωση κρίσης. Αυτό το πρόβλημα μπορεί να προκύψει, τόσο στην περίπτωση « συμμετρικών » όσο και

« ασύμμετρων » κρίσεων, ειδικά εάν οι τελευταίες αφορούν μεγάλο αριθμό χωρών.

Analiza economică arată cel puțin trei motive, για τους οποίους η έλλειψη συντονισμού των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών πολιτικών θα οδηγούσε σε ανεπαρκές μέγεθος των δημοσίων δαπανών (28) (36) (37):

πρώτον, cu un independent veniturile guvernamentale BCE asociate cu emiterea de monedă crește numai prin dezvoltarea reală, πράγμα που θα ευνοούσε αύξηση των φόρων και μείωση των δημοσίων δαπανών.

Δεύτερον, σε μια νομισματική ένωση, καθένα από τα κράτη μέλη επωφελείται από την παραγωγή δημοσίων αγαθών των υπολοίπων κρατών-μελών. Επομένως, η έλλειψη συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών, ar putea conduce la dezvoltarea insuficientă a producției de bunuri acestor pentru întreaga compusul, στο μέτρο που κάθε εταίρος θα δίσταζε να χρηματοδοτήσει μόνος τη δαπάνη παραγωγής αγαθών από τα οποία επωφελούνται και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.

Τρίτον, η έλλειψη συντονισμού των φορολογικών πολιτικών, ενθαρρύνει συμπεριφορές «επαίτη γείτονα » (beggar-thy-neighbour), concurență și anume a crescut de la țările europene pentru a atrage factorii de producție cu mobilitate mai mare. Acest lucru ar duce la o reducere a ratelor de impozitare, în principal, de nivelurile de capital și cheltuieli publice mult mai mici decât cele care ar fi existat în cazul de coordonare a politicilor fiscale.

Multe studii economice s-au concentrat de asemenea asupra consecințelor negative, που θα μπορούσε να έχει για τη συλλογική κοινωνική ευημερία η απώλεια της σταθεροποιητικής ικανότητας του μείγματος οικονομικών πολιτικών (policy-mix) της μελλοντικής Ένωσης, λόγω της έλλειψης συντονισμού των πολιτικών αυτών. Θα περιοριστούμε σε μερικά παραδείγματα:

στην περίπτωση « ασύμμετρων » κρίσεων της ζήτησης, εάν λάβομε ως παράδειγμα μια (υποτιθέμενη) μετατόπιση της παγκόσμιας ζήτησης από τα βρετανικά στα γαλλικά προϊόντα, εφόσον σε μια νομισματική ένωση δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο της συναλλαγματικής πολιτικής, μόνο η άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής θα μπορούσε να τις αντιμετωπίσει (36).

Ομοίως, μπορεί να είναι χρήσιμη σε ορισμένες περιπτώσεις, η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην Ευρώπη μέσω της μείωσης των επιτοκίων, υπό την προϋπόθεση ότι ορισμένα κράτη-μέλη εφαρμόζουν περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Παρόμοιες στρατηγικές δεν μπορούν να εφαρμοστούν παρά μόνο σε βάση συνεργασίας, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική συγκυρία στις διάφορες χώρες.

Τέλος, είναι πιθανό η ενιαία νομισματική πολιτική να μην επαρκεί, προκειμένου να αντιμετωπιστεί με τον κατάλληλο τρόπο, ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Αν, για παράδειγμα, το εμπορικό ισοζύγιο είναι ελλειμματικό, ενώ το νόμισμα είναι υποτιμημένο, μόνο το εργαλείο αναπροσαρμογής της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, είτε σε ομοσπονδιακό επίπεδο είτε, ελλείψει αυτού, στη βάση συντονισμού των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών (28) .

Η νομισματική ενοποίηση με παράλληλη δημιουργία ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, δημιουργεί κόστη που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά της νομισματικής πολιτικής που θα ασκήσει αυτή η ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα. Integrarea monetară a unui set multinațional în jurul unei instituții cu caracter tehnocratică și supranațională se poate face numai pe baza unei politici monetare standard de predeterminată, που ως εκ τούτου, θα είναι αδιαφοροποίητο και άκαμπτο. Η επιβολή από τη συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, της πολιτικής σταθερότητας τιμών σαν σχεδόν μοναδικού στόχου της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής είναι σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα των μακροοικονομικών πολιτικών, που ασκούνταν τη δεκαετία του ‘90, και της επιθυμίας αποδοχής από τη Γερμανία του σχεδίου του ενιαίου νομίσματος. Όμως η συγκεντροποίηση της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης στα χέρια της ΕΚΤ ανάγει αυτό το στόχο σε πρότυπο με οικουμενική αξία στο χρόνο και στο χώρο. Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ, την οποία έχει κατοχυρώσει η Συνθήκη του Μάαστριχτ, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παρά μόνο μετά από αναθεώρηση της Συνθήκης, πράγμα το οποίο απαιτεί ομοφωνία των κρατών-μελών ( 15 ). Astfel, se elimină moneda viitorului flexibilitatea politicii Uniunii fiecare ocazie pentru a se adapta la situația economică.

Centralizarea politicii monetare a BCE în jurul creează, de asemenea, costurile, referitoare la impactul real al politicii monetare unice în țările cu diferite structuri și practici financiare (20). Participarea la UEM presupune omogenizarea structurilor și practicilor financiare, από την οποία εξαρτάται και η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής της μελλοντικής ΕΚΤ. Η ομογενοποίηση, αυτή, η οποία άλλωστε δεν είναι εφικτή παρά μόνο σε μακροχρόνια βάση, δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη. Μπορούμε να αναφέρομε για παράδειγμα τα χαρακτηριστικά των τραπεζικών πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Στη Μεγάλη Βρετανία, την Ιταλία, την Ισπανία και τη Σουηδία κυριαρχούν οι βραχυπρόθεσμες πιστώσεις, καθώς και οι μακροπρόθεσμες με κυμαινόμενο επιτόκιο. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, όπου τα δάνεια είναι ως επί το πλείστον μακράς διάρκειας και με σταθερό επιτόκιο.

Μια σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής μέσω της αύξησης των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, που ευνοεί την πτώση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων λόγω της μείωσης των πληθωριστικών προσδοκιών, θα έχει διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με τη χώρα. Încurajarea investițiilor în țările în care finanțarea pe termen lung domină rată fixă ​​și va descuraja alte țări, mai ales dacă le obțin în vedere faptul că ratelor dobânzilor pe termen scurt reflectă automat în creditele cu o rată a dobânzii flotantă.

Έτσι, η διαδικασία της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης της Ευρώπης δημιουργεί σημαντικά κόστη στο επίπεδο της ανάπτυξης. Ορισμένα από τα κόστη αυτά αφορούν το σύνολο των κρατών-μελών, ενώ άλλα, τα πιο πολλά, επιβαρύνουν τις λιγότερο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Concomitent UEM privează statele membre orice posibilitate de a se adresa crize "asimetrice" independente, μέσω των μεταβολών της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή μέσω ευέλικτης χρήσης των δημοσιονομικών μέσων. Τέλος, δημιουργεί κοινωνικά κόστη, που συνδέονται με τις επιπτώσεις του μείγματος οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζονται.

II / Οι προϋποθέσεις συνοχής του σχεδίου: coordonarea / centralizare a politicilor fiscale și fiscale, precum și consolidarea federația a sistemului financiar.

Primele două din consecințele negative de mai sus de UEM – περιοριστικές οικονομικές πολιτικές τις οποίες επιβάλλει η συμμόρφωση με τα κριτήρια του Μάαστριχτ και αυξημένοι κίνδυνοι « ασύμμετρων » κρίσεωναφορούν, ελλείψει διορθωτικών μηχανισμών, κυρίως τις χώρες που υφίστανται τις παραπάνω αρνητικές συνέπειες. Αυτές είναι, ως επί το πλείστον, οι χώρες με τις λιγότερο αποτελεσματικές και διαφοροποιημένες δομές.

Όμως η νομισματική ενοποίηση ενός πολυεθνικού χώρου δημιουργεί στο εσωτερικό του μια αλληλεγγύη, που έχει σαν συνέπεια τα προκύπτοντα « κόστη » να βαρύνουν τελικά το σύνολο του χώρου. Έτσι, οι κρίσεις, είτε κοινωνικές είτε οικονομικές, που επηρεάζουν τμήματα (χώρες) της ζώνης, δημιουργούν αρνητικές συνέπειες (« negative externalities ») για το σύνολο της ζώνης:

- Μπορούν να επηρεάσουν την αξιοπιστία της (ενιαίας) ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής και, συνεπώς, την εσωτερική και εξωτερική αξία του μελλοντικού ενιαίου νομίσματος, βασικές μεταβλητές της οικονομικής πολιτικής και δημόσια αγαθά για το σύνολο της Ένωσης (36).

- Ασκούν πιέσεις για αναθεώρηση των προτύπων της οικονομικής πολιτικής , πάνω στα οποία στηρίζεται η διαδικασία της νομισματικής ενοποίησης της Ευρώπης. Aceste standarde sunt cele ale țărilor cu o monedă puternică și se bazează pe propriile lor "opțiuni de construcție». Έτσι, Politica "tare" monedă este politica economică stabilă germană încă de la începutul anilor '70. Această politică are drept scop consolidarea supremației industrială și economică germană și poziția Germaniei în Sistemul Monetar European, deoarece "puternic" Marcu favorurile specializare a întreprinderilor germane în sectoarele de înaltă tehnologie (16).

Αυτές οι externalités negatives crea necesitatea de a aborda în mod colectiv "costurile", create de procesul de integrare monetară de către consolidarea federalismului și politici bugetare coordonare / centralizare a diferitelor instrumente de politică economică (28) (36) (40) (41). Αυτό αποδεικνύουν οι ιστορικές εμπειρίες νομισματικής ενοποίησης, κυρίως της Ιαπωνίας και ακόμα πιο πρόσφατα, της Γερμανίας.

Coordonarea / integrare a politicilor economice va permite UE să abordeze "costurile" analizate mai sus: cele legate de dimensiunea insuficientă a sectorului public și pierderea capacității de stabilitate economică împotriva "asimetrice" sau crize "simetrice" [3].

Είναι γενικά αποδεκτό, ότι η ύπαρξη ομοσπονδιακών κρατών/ζωνών δικαιολογείται από τα καθαρά πλεονεκτήματα που παρέχουν αυτά στις συνιστώσες πολιτείες /κράτη-μέλη. Τα οφέλη αυτά μπορεί να αναλυθούν από την άποψη των τριών λειτουργιών που αναγνωρίζονται στις οικονομικές πολιτικές: την κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών, την αναδιανομή του εισοδήματος και τις πολιτικές σταθεροποίησης.

Η παραδοσιακή θεωρία της ομοσπονδοποίησης υποστηρίζει -κάτι που η εμπειρία των ομοσπονδιακών κρατών επιβεβαιώνει γενικά- că funcțiile de redistribuire și stabilizare ar trebui să fie efectuate la nivel central. Αντίθετα, η παραγωγή των δημόσιων αγαθών μπορεί να οργανώνεται με τρόπο περισσότερο ή λιγότερο συγκεντρωτικό, ανάλογα με τη φύση αυτών των αγαθών.

Unele bunuri publice transnaționale nu pot fi produse la dimensiunea maximă numai la nivel federal în următoarele două cazuri:

- εάν η παραγωγή τους έχει θετικές συνέπειες (externalités positives) για τους εταίρους και,

- στην περίπτωση οικονομιών κλίμακας, που καθιστούν αναποτελεσματική την παραγωγή των εν λόγω δημόσιων αγαθών από καθένα από τα κράτη-μέλη χωριστά. Έτσι, οι δημόσιες δαπάνες για την άμυνα, την προστασία του περιβάλλοντος, την έρευνα και την ανάπτυξη όπως και οι δαπάνες υποδομής, έχουν χαρακτήρα « κοινών » δημόσιων αγαθών, obține cont dacă au efecte pozitive pentru toate statele membre ale federației. Κατά συνέπεια, producția acestor bunuri ar trebui să fie centralizate cu condiția ca preferințele statelor membre ale federației sau asociația nu diferă semnificativ. Altfel, riscul de a minimiza aceste costuri, în măsura în care fiecare stat membru în parte ar evita cheltuielile de finanțare numai util pentru toți partenerii. Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη θεωρία της « ενδογενούς » ανάπτυξης, την ανεπαρκή χρηματοδότηση ιδιαίτερα ορισμένων δημοσίων δαπανών, με αρνητικά αποτελέσματα για το επίπεδο ανάπτυξης του συνόλου. Σε περίπτωση απουσίας συγκεντροποίησης, είναι απαραίτητος ένας υψηλός βαθμός συντονισμού για την παραγωγή των εν λόγω δημόσιων αγαθών.

Η κλασική βιβλιογραφία σχετικά με το βέλτιστο -ομοσπονδιακό ή αποκεντρωμένο- επίπεδο φορολογίας στα πλαίσια ομοσπονδιακού κράτους, καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα, ότι είναι απαραίτητη η συγκεντροποίηση της είσπραξης ορισμένων φόρων:

- Taxele prin creșterea cotei de impozitare ar trebui stabilite la nivel central, din cauza riscului de migrare contribuabil în zone cu mai puțin ratele de impozitare ridicate (Musgrave, 1983).

- Αυτό αφορά επίσης τους φόρους με φορολογικές βάσεις που χαρακτηρίζονται από υψηλή κινητικότητα. (Ωστόσο, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, η συγκεντροποίηση αυτή θα ήταν πηγή πολλών μειονεκτημάτων (40)).

- Αντίθετα, οι φόροι οι βάσεις των οποίων δεν μπορούν να μετακινηθούν, όπως ο φόρος ακίνητης περιουσίας, θα πρέπει να είναι αποκεντρωμένοι.

Τέλος, όσον αφορά τις δημοσιονομικές πολιτικές σταθεροποίησης, τουλάχιστον τρεις είναι οι βασικότεροι λόγοι που επιβάλλουν σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία τη συγκεντροποίηση τους (18).

1 / Politicile de stabilizare financiară promovate la nivel central avea efecte semnificative de difuziune și de dispersie asupra economiilor federației sau asociația, având în vedere gradul ridicat de deschidere reciprocă a acestor economii. Κατά συνέπεια, centralizare a acestor politici va îmbunătăți în mod semnificativ eficiența lor la nivelul ciclului economic.

2 / Un finanțarea datoriilor hotărâre obținut de către guvernul federal, statele membre este de natură să conducă la o creștere mult mai mare a datoriei externe a statelor membre, decât dacă ar fi fost la nivel central, având în vedere integrarea mai mare a pieței fondurilor federale.

3 / Centralizarea politică monetară și fiscală permite un amestec mai eficientă a politicilor economice (policy-mix) permițând autorităților monetare și fiscale pentru a negocia utilizarea simultană a ambelor politicilor economice.

Σε περίπτωση απουσίας συγκεντροποίησης, δεδομένης της διάχυσης των αποτελεσμάτων των εθνικών οικονομικών πολιτικών, ιδιαίτερα της δημοσιονομικής πολιτικής, στο σύνολο των οικονομιών της ομοσπονδίας αλλά και την ανάγκη για σταθεροποίηση της ζήτησης σε περίπτωση κρίσης, ο συντονισμός των φορολογικών, όπως και άλλων μέσων οικονομικής πολιτικής, αποτελεί αναγκαιότητα.

Καμία σημαντική διάταξη προς την κατεύθυνση συγκεντροποίησης ή συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών (λαμβανομένης υπόψη και της οικονομικής συγκυρίας των κρατών-μελών), δεν προβλέπεται από τη συνθήκη του Μάαστριχτ ή το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Τόσο ο συντονισμός, αλλά, σε μικρότερο βαθμό, și centralizarea politicilor fiscale implică consolidarea federalismul sistemului fiscal și o creștere semnificativă a bugetului UE. Στις λιγότερο συγκεντρωτικές χώρες του OΟΣΑ, οι δαπάνες των κεντρικών κυβερνήσεων αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 30% του ΑΕΠ. Bugetul federal din SUA este mai mare decât suma bugetelor statelor americane și autoritățile locale. Οι δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες του ομοσπονδιακού κράτους ανέρχονται περίπου στο 40% του συνόλου των δαπανών της κατηγορίας αυτής του δημόσιου τομέα. Dacă obține cont de beneficiile și subvenții federale pentru bugetele statelor americane și autoritățile locale, ο ρόλος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης καθίσταται ακόμα πιο σημαντικός. Όσον αφορά ειδικότερα τις δαπάνες που σχετίζονται με τη σταθεροποιητική λειτουργία, οι Sachs και Sala-i-Martin παρατηρούν ότι, όταν στις ΗΠΑ μια Πολιτεία υφίσταται πραγματική μείωση του ΑΕΠ μετά από μια κρίση, τα ομοσπονδιακά κονδύλια αντισταθμίζουν το 40% αυτής της απώλειας, κυρίως λόγω του προοδευτικού χαρακτήρα του φόρου εισοδήματος (33). Αυτά τα κονδύλια αντιπροσωπεύουν περίπου το 2% του ΑΕΠ και κατά μέσο όρο το 20% του προϋπολογισμού των Πολιτειών της αμερικάνικης Ένωσης.

Αντίθετα, στην Ευρώπη ο κοινοτικός προϋπολογισμός έχει πολύ μικρό μέγεθος, αντιπροσωπεύει γύρω στο 1% του συνόλου των ΑΕΠ των χωρών-μελών. Σύμφωνα με τον Wyplosz (42) ο κοινοτικός προϋπολογισμός θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον διπλάσιος, για να μπορέσει η Ένωση να παρέχει ισοδύναμο επίπεδο σταθεροποίησης. Αυτό φαίνεται εντελώς εκτός πραγματικότητας, αν λάβομε υπόψη την απόφαση της Γερμανίας να ζητήσει σημαντική μείωση της συνεισφοράς της στον κοινοτικό προϋπολογισμό στο εγγύς μέλλον.

III / Τα εμπόδια για τη βελτίωση της συνοχής του σχεδίου της ΟΝΕ

Ο συντονισμός και η συγκεντροποίηση των οικονομικών πολιτικών στα πλαίσια της ΟΝΕ δεν είναι αποτελεσματικοί, ούτε και εφικτοί, παρά μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Θα συνεπάγονταν δε, αν εφαρμόζονταν, σημαντικά «κόστη» για τις χώρες με « ισχυρό » νόμισμα.
Capacitatea de a coordona politicile economice ale țărilor membre ale unei uniuni monetare depinde de procedurile de coordonare și numărul autorităților implicate în procesul de coordonare (autoritatea monetară și autoritățile fiscale ale acestor țări). De asemenea, depinde de riscul de asimetrie în percepția "adevărat" modelul economiei de diferitele autorități instituționale implicate în procesul de coordonare. Și risc asimetrie este mai mare, mai multe eterogenă sunt dezechilibrele care pot fi cu care se confruntă statele membre și mai divergente preferințele lor structurale (22) (35) (36).

Avantajele centralizare în ceea ce privește coordonarea este că centralizarea minimizează durata și costurile de negocieri, necesare pentru organizarea politicii economice din zona monetară. De asemenea, minimizeaza riscul de asimetrie în percepția "adevărat" modelul economiei. Costurile de centralizare asociate cu impunerea de uniformitate și dificultățile cetățenilor din diferite state membre de a "descoperi" preferințele lor. Η συγκεντροποίηση δεν είναι επομένως εφικτή, παρά μόνο εάν οι προτιμήσεις είναι αρκετά συγγενείς αν όχι ταυτόσημες.

Τα κύρια εμπόδια για το συντονισμό και, κατά μείζονα λόγο, pentru centralizarea politicii economice în UEM este eterogenitatea dezechilibrelor cu care se confruntă țările europene și "preferințele structurale" lor (1) (22).

Al doilea obstacol este implicarea necesară a parlamentelor statelor europene în procesul de luare a deciziilor, care limitează flexibilitatea în procesul de coordonare a politicilor fiscale și fiscale încetinirea semnificativ punerea lor în aplicare. Implicarea parlamentelor naționale face, de asemenea imposibilă centralizarea politicilor economice, στο βαθμό που η τελευταία θα είχε σαν συνέπεια την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Συνεπώς, centralizare nu a putut fi realizată fără un progres semnificativ în direcția integrării politice a Europei. Rezultatul summitului Amsterdam indică dificultățile acestei abordări.

Al treilea obstacol care stă în coordonarea politicilor economice este numărul mare de jurisdicții / autorităților implicate în acest proces: η νομισματική αρχή της ΕΚΤ και οι εθνικές δημοσιονομικές αρχές των 8, 10 ή ακόμα και 12 ή 15 χωρών-μελών της μελλοντικής ΟΝΕ. Acest lucru crește nu numai dificultățile tehnice de coordonare și riscul de asimetrie în percepția modelului "reală" a economiei de către diferitele autorități implicate în procesul de.

Coordonarea și centralizare în continuare a politicilor economice va reprezenta, de asemenea, un important monetare și non-monetare "costuri" pentru țările europene cu valută "puternic", γεγονός το οποίο εξηγεί και την άρνηση τους να προχωρήσουν προς αυτή την κατεύθυνση :

- χρηματικά κόστη, στο βαθμό που αυτοί οι δύο τρόποι οργάνωσης της οικονομικής πολιτικής οδηγούν αναπόφευκτα στην ενίσχυση της ομοσπονδοποίησης του δημοσιονομικού συστήματος (budgetary federalism), în special în ceea ce privește exercitarea de stabilizare politică în cererea și oferta de fonduri pentru țările afectate de crize "asimetrice". Οι παροχές αυτές θα επιβάρυναν τις χώρες με τις μεγαλύτερες καθαρές εισφορές στον κοινοτικό προϋπολογισμό, δηλαδή τις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες. Costurile asociate cu integrarea monetară a zonei european la risc de a nu fi chiar mai mare pentru țările suverane, deoarece nevoia de prestații creat nu numai ca urmare a crizelor "asimetrice", αλλά επίσης σαν αποτέλεσμα των πιέσεων για την εξισορρόπηση των επιπέδων ανάπτυξης λόγω της de facto αλληλεγγύης που δημιουργεί η οικονομική και νομισματική ενοποίηση ενός χώρου ανάμεσα στα κράτη-μέλη.

- Μη χρηματικά κόστη », dacă aceste modalități de organizare politică economică afectează negativ capacitatea țărilor cu valută "puternic" să pună în aplicare politici care sunt în concordanță cu "preferințele structurale" și organiza voluntari în principal în cadrele naționale. Πράγματι, το φαινόμενο διεθνοποίησης/παγκοσμιοποίησης των οικονομιών, δεν είχε σαν αποτέλεσμα να χάσουν εξίσου όλες οι ευρωπαϊκές χώρες τον έλεγχο της οικονομικής τους πολιτικής. Ορισμένες χώρες όχι μόνο διατηρούν την δυνατότητα αυτόνομης άσκησης της οικονομικής πολιτικής αλλά, επιπλέον, η οικονομική πολιτική τους έχει επιπτώσεις κυριαρχίας και ελέγχου, γεγονός που τους επιτρέπει να ενισχύσουν την εξουσία τους πάνω στις άλλες χώρες. Ο συντονισμός/συγκεντροποίηση των οικονομικών πολιτικών στα πλαίσια της ΟΝΕ, αν υποτεθεί ότι είναι εφικτοί, θα αποτελούσε σοβαρό moral hazard για τις εν λόγω χώρες, στο

βαθμό που θα τις ανάγκαζε να λάβουν υπόψη τις « δομικές προτιμήσεις » των χωρών με «ασθενές» νόμισμα για τον καθορισμό των οικονομικών πολιτικών της ΟΝΕ.

IV / Crearea de "mic" UEM este un plan mai credibil din punct de vedere geografic UEM mărită .

Crearea UE ar include un număr mic de țări europene dezvoltate este un proiect viabil mai mult de crearea de Uniunea Europeană extinsă (29) (32).

Είναι αλήθεια ότι η οικονομική και νομισματική ένωση ανάμεσα σε χώρες με συγκρίσιμα επίπεδα ανάπτυξης και μεγαλύτερη δομική ομοιογένεια, θα μείωνε τα κόστη που συζητήθηκαν παραπάνω : όχι μόνο τα κόστη τα σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και εκείνα που απορρέουν από την απώλεια της ικανότητας σταθεροποίησης της οικονομίας, în măsura în care riscul de crize "asimetrice" ar fi afectată.

Acest lucru va reduce, de asemenea, țările europene predominante riscul de beneficii sporite în beneficiul țărilor membre care ar avea de suferit de crize "asimetrice".

Ωστόσο, η νομισματική ενοποίηση στα πλαίσια μιας « μικρής » ΟΝΕ θα παρουσίαζε επίσης πολλά μειονεκτήματα για τις χώρες με « ισχυρό » νόμισμα, και κυρίως για τη Γερμανία. Πράγματι, η λειτουργία μιας « μικρής » ΟΝΕ θα διαιώνιζε για τη Γερμανία την εγκατάλειψη του μάρκου, της άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής, καθώς και ανεξάρτητης δημοσιονομικής πολιτικής. Acest sacrificiu apare și mai mare atunci când se consideră că, în contextul unei "mici" gravitate UEM Germania, moneda națională și "construirea de preferințe" ar fi chiar mai mare decât cea în UEM extinsă.

O UEM limitat geografic ar crea alte costuri și riscuri care ar amenința viabilitatea măsurii care ar favoriza o varietate puternic de interese și a politicilor economice între țările "în" și "în afara" UE. Este general acceptat că o UEM limitat la un nucleu dur țările dezvoltate nu ar fi viabilă dacă nu au fost marite la "off" într-un timp relativ scurt. Όπως ήδη αναφέραμε, unele costuri semnificative cauzate de integrarea monetară a zonei europene legate de eterogenitatea și structurile inegale ale țărilor care o compun, și moduri diferite de funcționare (30). Prin urmare, este evident că orice omogenizare a zonei ar lua mai mulți ani și ar dori condiție că țările mai slabe economic va realiza rate de creștere semnificativ mai mare decât celălalt. Μια παρατεταμένη αδυναμία ορισμένων χωρών να ανταποκριθούν στα κριτήρια του Μάαστριχτ, θα τις οδηγούσε πολύ πιθανά σε μια πορεία απόκλισης από την ένταξη, rezultând diversificarea politicilor economice lor monetare și, în general, în politica UEM. Θα ενθάρρυνε επίσης τον πολλαπλασιασμό ανταγωνιστικών οικονομικών πολιτικών (« non cooperαtive » economic policies) π.χ. πολιτικές υποτίμησης του εθνικού νομίσματος κλπ…), care ar reduce beneficiul integrării economice și monetare a partenerilor Uniunii favorizând astfel tendințele centrifuge. Η κατά συνέπεια αυτού αναγκαία διεύρυνση της « μικρής » ΟΝΕ θα μας οδηγούσε στις περιπτώσεις που συζητήθηκαν παραπάνω.

Συμπεράσματα

Η μελέτη αυτή προσπάθησε να αναλύσει γιατί το σχέδιο της ΟΝΕ στερείται οικονομικής αξιοπιστίας. Το μέλλον του σχεδίου, κατά τη γνώμη μας προβλέψιμο, σηματοδοτεί και τα όρια της «μεθόδου Monnet» (ή θεωρίας « δημιουργικής ανισορροπίας ») που εννοιοδότησε, αλλά και καθοδήγησε σε κάποιο βαθμό, την ευρωπαϊκή ενοποίηση μέχρι σήμερα : καθορίζονται στα κράτη-μέλη στόχοι, οι οποίοι όχι μόνο είναι επιθυμητοί αλλά παρουσιάζονται και εύκολα επιτεύξιμοι, όπως η Κοινή αγορά, η Ενιαία αγορά, το ενιαίο νόμισμα. Η επιτυχία καθενός από τους στόχους αυτούς οδηγεί με σχεδόν μηχανικό τρόπο στον επόμενο με αποτέλεσμα το βάθεμα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Έτσι τα ευρωπαϊκά κράτη οδηγούνται σιγάσιγά στην απώλεια των εξουσιών τους (« παγίδευση των Κρατών ») (« tendre des pièges aux Etats ») (10) (11).

Είναι προφανές ότι αυτές οι « θεωρίες » δεν μπορούν να ισχύουν, numai în timp ce aprofundarea integrării europene reflectă voința și în concordanță cu interesele celor două forțe motrice ale integrării europene (Franța și Germania). Odată ce "capcane" se opune voinței chiar unul dintre aceste forțe consens a dispărut și procesul de integrare europeană este blocată.

Lecțiile de învățat din această experiență sunt următoarele:

1 / un astfel de proiect ambițios poate avea succes numai dacă nu contravine intereselor statelor europene suverane (11).

2 / având în vedere atât impactul și costurile de integrare monetară a unei benzi de multinaționale, παρόμοιο σχέδιο δεν είναι βιώσιμο παρά μόνο αν εξασφαλίζει πολύ ευρεία συναίνεση στο εσωτερικό των χωρών που συμμετέχουν στη διαδικασία, ιδιαίτερα των κυρίαρχων χωρών.

3 / Dacă obține în considerare diferențele de statura geopolitică și economică a țărilor europene și costurile și consecințele importante ale procesului de integrare monetară europeană, este probabil ca o uniune monetară ar avea mai multe șanse de reușită dacă sunt incluse una sau mai multe țări mici, în jurul unui mare, un nivel similar de dezvoltare și consolidare în cazul în care a fost realizată în jurul moneda urmă.

4/ Integrarea monetară va fi mai ușor de realizat în cazul în care țările în cauză au, de asemenea afinitate etnică și lingvistică (π.χ. νομισματική ενοποίηση της Γερμανίας και της Αυστρίας γύρο από το γερμανικό μάρκο).

Αναφορές

[1] Έχουν διατυπωθεί πολλές επιφυλάξεις (M. Friedman) σχετικά με τη σταθεροποιητική ικανότητα των οικονομικών πολιτικών, δεδομένων των συχνά μακρών χρονικών περιθωρίων που απαιτεί η αναγνώριση και η αντιμετώπιση των « ασύμμετρων » κρίσεων (18). Είναι επίσης αναμφισβήτητο, ότι το φαινόμενο της διεθνοποίησης έχει περιορίσει την ικανότητα σταθεροποιητικών πολιτικών. Ωστόσο, problemă pentru țările europene în condițiile actuale nu este recomandat ca abilitatea de a pune în aplicare politici, cum ar fi devalorizări monetare "competitive", sau recuperare politici fiscale "active" prin creșterea deficitului public, ca să fie posibil atât ajustarea cursului de schimb în condiții economice și funcționarea "stabilizatorilor automați", într-o criză, ιδιαίτερα παροδικών κρίσεων.

[2] Ορισμένες αναλύσεις ωστόσο, αμφισβητούν την ανάγκη συντονισμού των οικονομικών πολιτικών στο πλαίσιο μιας νομισματικής Ένωσης. Έτσι, σύμφωνα με τον D. Cohen (12), η νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης δεν καθιστά αναγκαίο τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών, κάτι που ούτως ή άλλως είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί. Εάν η ΕΚΤ εμπνέει « εμπιστοσύνη » αυτό θα οδηγήσει αυτόματα στην υιοθέτηση βέλτιστων δημοσιονομικών πολιτικών, συμβατών με τη διατήρηση της αξιοπιστίας. Menționat ca un exemplu, cazul Statelor Unite, în cazul în care nici un mecanism specific impune statelor Uniunii de a coordona politica fiscală.

Concluziile acestui studiu nu sunt, în esență, respinge nevoia de coordonare a politicilor economice în UEM. În afară de faptul că credibilitatea politicii monetare poate fi contestată pe mai multe criterii, Trebuie remarcat faptul că o coordonare este de multe ori un substitut costisitoare pentru centralizare a politicilor economice. În cazul în care coordonarea politicilor bugetare ale statelor american nu este necesar, Acest lucru se datorează faptului că în SUA nu numai de politică monetară și politica de redistribuire a venitului național și a politicilor de stabilizare sunt centralizate. Πολύ υψηλός είναι επίσης ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός. Αντίθετα από τις ΗΠΑ, Europa numai cu condiția centralizare a politicii monetare și bugetul european este mult mai mic decât bugetul federal din SUA. Επιπλέον, η ύπαρξη αυστηρών φορολογικών κανόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστά λιγότερο αναγκαίο τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών των αμερικάνικων Πολιτειών.

[3] Εντούτοις, παρά τη θεωρητική αναγνώριση της αποτελεσματικότητας της δημοσιονομικής πολιτικής, υπάρχουν πολλοί περιορισμοί για την άσκηση της, δεδομένων τόσο των δυσκολιών που θα παρουσίαζε η χρηματοδότηση υψηλών δημόσιων ελλειμμάτων για πολλές ευρωπαϊκές χώρες σήμερα όσο και των όρων των Ευρωπαϊκών Συνθηκών (19) (38):

Καταρχάς, finanțarea monetară a deficitului public a fost interzis de Tratatul de la Maastricht.

Δεύτερον, μια πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης που θα χρηματοδοτείτο μέσω αύξησης φόρων θα αύξανε το ποσοστό φορολογίας, που είναι ήδη πολύ υψηλό, σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

Τρίτον, finanțarea expansiune fiscală prin emiterea de titluri de creanță publice ar întâmpina durabilitatea obstacol de date datoriei publice în nivelurile deja ridicate datoriei publice în multe țări europene.

Τέλος, aceste politici ar intra în conflict cu deciziile summit G7 care constituie punerea în aplicare a unor politici fiscale restrictive se aplică, de asemenea, tuturor țărilor suverane în ultimii ani,.

Οι περιορισμοί που δημιουργούν ως εκ τούτου στα σημερινά πλαίσια οι κανόνες οι σχετικοί με την άσκηση δημοσιονομικών πολιτικών ιδιαίτερα για τις λιγότερο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, se referă mai puțin capacitatea acestor țări să continue politica "activă" fiscal pentru a stimula cererea și mai mult pe capacitatea lor de a atenua efectele ciclului economic, χάρη στη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών.

Βιβλιογραφία

(1) AGLIETTA M., UCTUM M. (1996) “La consolidation budgétaire en Europe”, Economie Internationale, No. 65, 1er trimestre.

(2) ATKINSON A., B., BLANCHARD O.E. et alii (1992), La désinflation compétitive, le mark et les politiques budgétaires en Europe, Seuil.

(3) ARTUS P., (1996), “Les critères de convergence avant l’union monétaire : perspectives et problématique”, Revue d’économie financière, No. 36.

(4) BAYOUMI T., EICHENGREEN B. (1993) “Shocking aspects of european monetary integration”, in TORRES F, GIAVAZZI F., Adjustment and Growth in the European Monetary Union, Cambridge University Press.

(5) BENSAID J., GAVREL F. (1993) “UEM et coordination des politiques budgétaires”, Economie et Prévision, No. 109, p. 47.

(6) BOURGUINAT H. (1995) “Maastricht et la théorie des zones monétaires optimales”, Revue française d’économie.

(7) BROCINER A., (1994) “l’Union Monétaire Européenne, une revue de la littérature théorique”, Entre convergences et intérêts nationaux : l’Europe, Presses de la Fondation Nationale des Sciences Politiques.

(8) BUREAU D., CHAMPSAUR P. (1992) « la politique budgétaire dans le processus d’unification économique européenne : entre autonomie et fédéralisme ? », Problèmes économiques, No. 2290, 9 septembre.

(9) COHEN E. (1990) “Inquiétudes pour l’Europe des 12″, Esprit, Mars -Avril.

(10) COHEN E. (1994) “Contrainte économique et action politique”, Pouvoirs.

(11) COHEN B. (1977) Organizing the world’s money, Basic books.

(12) COHEN D. (1989) “Monetary and fiscal policy in an open economy with or without coordination”, European Economic Review, No. 33.

(13un) CURRIE D., LEVINE P. (1987), International cooperation and reputation in an empirical two-bloc model, CEPR No. 198, July.

(13b) CREEL J., STERDYNIAK H. (1995) “les déficits publics en Europe: causes, conséquences ou remèdes à la crise”, Observations et diagnostiques économiques, Revue de l’OFCE, No.54, Juillet.

(14) DELESSY H., LERAIS F. et alii (1994) “Après Maastricht : quelles politiques économiques pour l’Europe”, Entre convergences et intérêts nationaux: l’Europe, op.cit.

(15) EICHENGREEN B. (1994) “International monetary arrangements for the 21st century”.

(16) FITOUSSI J.-P. (1994) “Les enjeux de l’Europe”, Εntre convergences et intérêts nationaux : l’Europe, Presses de la Fondation Nationale des Sciences Politiques.

(17) FLOUET M. (1994) Les trois Europe”, Εntre convergences et intérêts nationaux: l’Europe, Presses de la Fondation Nationale des Sciences Politiques.

(18) GOODHEART Ch., SMITH S., 1995 “Stabilisation”, Europen Economy, No. 5.

(19) GREFFE X. (1991) Politique Economique, Economica.

(20) BERNANKE B. S. et GERTLER M. (1995) « Inside the Black Box : the Credit Channel of Monetary Policy », Journal of Economic Perspectives, IX-4, automne, pp. 27 – 48.

(21) HALEVI J. (1995) “The EMS and the Bundesbank in Europe”, Finance, development and structural change, (ed.) Ph. Arestis and V. Chic.

(22) KEBABJIAN G. (1994) L’économie mondiale, Seuil.

(23) KRUGMAN P. (1993) “Lessons of Massachusetts for EMU”, in TORRES, F, GIAVAZZI F., Adjustment and Growth in the European Monetary Union, Cambridge University Press.

(25) LOUFIR R., REICHLIN L. (1994) “Convergence nominale et réelle parmi les pays de la CE et de l’AELE”, Εntre convergences et intérêts nationaux : l’Europe, op. cit. p. 69.

(26) LAFAY G. (1995) “L’Europe à la recherche d’une stratégie monétaire”, Problèmes Economiques, No. 2430

(27) MASSON P.R., TAYLOR M.P. (1994) “La politique budgétaire dans les unions monétaires”, Problèmes Economiques, No 2357.

(28) MUET P-A. (1995) “Union monétaire et fédéralisme”, Observations et diagnostiques économiques, Revue de l’OFCE, No. 55, octobre.

(29) NAYMAN L., PISANI-FERRY J. (1995) «Comment organiser les relations entreélusetexclusde la monnaie unique?», Problèmes Economiques, No. 2475, 5 Juin.

(30) NGUYEN K. (1995) “La convergence réelle en Europe”, Problèmes Economiques, No. 2475, 5 Juin.

(31) OCDE (1994), “Finances publiques : le rôle des stabilisateurs automatiques”, Problèmes Economiques, No 2357, 5 Janvier.

(32) PISANI-FERRY J. (1996) “L’Europe à géométrie variable : une analyse économique”, Problèmes Economiques, No. 2454.

(33) PISANI-FERRY J. (1993) “Stabilization properties of budgetary systems: a simulation analysis”, Economia europeană, No. 5.

(34) STERDYNIAK H. (1992) “Maastricht, les enjeux de la monnaie unique”, Problèmes Economiques, No. 2274.

(35) STERDYNIAK H., VILLA P. (1994) “Régimes de change et coordination des politiques économiques en Europe”, Entre convergences et intérêts nationaux : l’Europe, op. cit.

(36) VAN DER PLOEG F. (1993) «Macroeconomic policy coordination issues during the various phases of economic and monetary integration in Europe”, Economia europeană, No. 5.

(37) VAN DER PLOEG F. (1991) Budgetary aspects of economic and monetary integration in Europe, CEPR, discussion paper No. 492.

(38) VAROUDAKIS A. (1994) La politique macro-économique, Dunod.

(39) VILLA P. (1996) “SME : les expériences particulières de la Grande Bretagne, de l’Italie et de l’Espagne”, Problèmes Economiques, No. 2454.

(40) WALSH C. (1993) “Fiscal federalism: an overview of issues and a discussion of their relevance to the European Community”, Economia europeană, No. 5.

(41) WALSH C. REICHENBACH H., et alii (1993) “Fiscal federalism and its implications for the European Community”, Economia europeană, No. 5.

(42) WYPLOSZ Ch. (1990) “Les implications budgétaires de l’union monétaire”, Observations et diagnostiques économiques, Revue de l’OFCE, No. 3, octobre.

 

 

Το κείμενο αυτό μπορείτε να τοκατεβάσετεκαι από τον παρακάτω σύνδεσμο:

το μέλλον του ενιαίου νομtexte def

 

 

Leave a Comment