Ασύμμετρη ανάπτυξη του κινήματος, αδύναμος κρίκος, σοσιαλιστική προοπτική

belandis_dimitris

Του Δημήτρη Μπελαντή

Εδώ και μεγάλο διάστημα αναπτύσσεται μια συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ευρύτερη Αριστερά για το ζήτημα της δυνατότητας πολιτικής ρήξης με το ευρώ και την ευρωζώνη. Τόσο το Αριστερό Ρεύμα όσο και το Κόκκινο Δίκτυο και γενικότερα η τάση της Αριστερής Πλατφόρμας στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν διατυπώσει την άποψη ότι σε συνθήκες έντονης πολιτικής πίεσης και εκβιασμών εκ μέρους του κεφαλαίου και των δυνάμεων της ευρωζώνης και της ΕΕ για την μη κατάργηση των Μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων και για την στρατηγική υποχώρηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα μπορεί και πρέπει να επιχειρηθεί υπό αριστερή πολιτική ηγεμονία μια συνολικότερη πολιτική σύγκρουση με την ευρωζώνη, η οποία είναι εξαιρετικά πιθανό να οδηγήσει σε έξοδο από την ευρωζώνη.

Αυτή η τοποθέτηση, η οποία απολύτως εσφαλμένα διαβάζεται ως απλώς μια «άποψη για το νομισματικό ζήτημα», επισημαίνει την πλήρη ανελαστικότητα του ελληνικού αστισμού και της ηγεσίας της Ε.Ε. σε σχέση με την δυνατότητα να επιτευχθεί μια εναλλακτική αντιμνημονιακή διακυβέρνηση εντός της ευρωζώνης και την απτή πραγματικότητα-και όχι προσχηματικότητα- μιας άμεσης διακοπής της χρηματοδότησης αλλά και ενός οικονομικού και πολιτικού πολέμου προς την κατεύθυνση μιας μνημονιακής συμμόρφωσης-όπως ακριβώς παίχτηκε αυτό το παιχνίδι και στη Κύπρο τον Μάρτιο. Εκεί ο λαός έχασε αλλά διδάγματα δεν βγήκαν για την πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ.

Στο επιχείρημα αυτό έχει αντιταχθεί η άποψη εκ μέρους άλλων τάσεων και ρευμάτων εντός της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ότι είτε αυτή η γραμμή μπορεί να ακολουθηθεί αλλά θα πρόκειται, πάντως, για μια απευκταία, αρνητική και σχεδόν καταστροφική εξέλιξη (βασική εκδοχή), είτε αυτή η γραμμή είναι απολύτως ανεφάρμοστη γιατί θα επιφέρει μια οικονομική και κοινωνική καταστροφή, είτε στο εργατικό εισόδημα, είτε και σε όλη την κοινωνία (λανθάνουσα εκδοχήβλ. και πρόσφατες τοποθετήσεις του Σ. Κουβελάκη στο www.iskra.gr σχετικά με τις συνέπειες μιας εξόδου από το ευρώ στο λαϊκό εισόδημα). Η απόσταση ανάμεσα στις δυο εκδοχές δεν είναι τεράστια: αν καλείς το κίνημα να παλέψει για μια απέλπιδα και απευκταία προοπτική, το πιθανότερο είναι να μην δημιουργήσεις καμία πολιτική συσπείρωση και, αντίθετα, να σπείρεις το φόβο και τη μοιρολατρία.

Σε κάθε περίπτωση δε, μια τέτοια εξέλιξη εξόδου από την ευρωζώνη, υποστηρίζεται από ορισμένες απόψεις εντός της ριζοσπαστικής Αριστεράς ότι θα αποκόψει το ελληνικό εργατικό και αριστερό κίνημα από τον κορμό της Αριστεράς και του κινήματος στην Ευρώπη και θα οδηγήσει νομοτελειακά στην «εθνική απομόνωση». Η θέση αυτή της αναγκαίας επιλογής μεταξύ της ευρωζώνης και της απομόνωσης υποστηρίζεται ότι είναι η μόνη διεθνιστική αλλά και η μόνη εφικτή.

Η παραπάνω τοποθέτηση ουσιαστικά αρνείται την θέση του Λένιν και του λενινιστικού ρεύματος ως προς την κατανόηση της ιμπεριαλιστικής αλυσσίδας με την έννοια της πλήρους υποβάθμισης α) των όρων ανισότητας και κυριαρχίας εντός της αλυσσίδας αλλά και β) της ανισόμετρης ανάπτυξης της ταξικής πάλης εντός αυτής. Επίσης, παραβλέπει το ζήτημα της συμπύκνωσης και της συγχώνευσης των αντιθέσεων (Αλτουσέρ: «Για τον Μαρξ», Αθήνα 1978, εκδόσεις Γράμματα, σελ. 210-215, Μάο: «Για τις αντιθέσεις», Αθήνα 1975, Ιστορικές Εκδόσεις σελ. 36-45 ) ως όρων της επαναστατικής ρήξης θεωρώντας ότι η καθοριστική αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας εκφράζεται «γυμνά» και άμεσα χωρίς να συνδεθεί με άλλες επιμέρους αντιθέσεις.

Α. Η ιμπεριαλιστική αλυσίδα στο λενινιστικό έργο δεν αποτελεί μια απλή παράθεση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών ως ισοδύναμων και ως δυνάμει ανταγωνιστικών σε ίση κλίμακα και δυνατότητα. Αυτή η εικόνα θα προκαλούσε τα γέλια των ιστορικών εκπροσώπων του λενινισμού. Οι επιμέρους κρίκοι της αλυσίδας, οι εθνικοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί, δεν εκφράζουν με τρόπο ισόμετρο και συμμετρικό την αντίθεση κεφαλαίουεργασίας, η οποία είναι πάντοτε η βασική, η σε τελική ανάλυση καθοριστική αντίθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η ίδια η ιστορικότητα της ταξικής πάλης και των ταξικών παραγωγικών σχέσεων σε κάθε σχηματισμό (εσωτερική πλευρά των αντιθέσεων) έχει μεν το προβάδισμα ως προς την διαμόρφωση της συγκεκριμένης κοινωνίας αλλά δεν ολοκληρώνεται παρά μέσα από τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις (εξωτερική πλευρά των αντιθέσεων) μέσα από τις οποίες κάθε χώρα παρουσιάζεται και εγγράφεται τελικά στην παγκόσμια αγορά και στην παγκόσμια καπιταλιστική οργάνωση. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, οι διεθνείς σχέσεις αποκτούν και την πρωτοκαθεδρία στην εξέλιξη του κοινωνικού σχηματισμού για κάποιο διάστημα (π.χ. αποικιακό φαινόμενο, καταστάσεις διάλυσης ή κατοχής σε έναν κοινωνικό σχηματισμό).

Σε κάθε περίπτωση, η ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν αποτελείται μόνο από ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς ( θα ήταν τότε μια αλυσίδα των «ισχυρότατων» καπιταλισμών και μόνο) αλλά και από καπιταλισμούς που εγγράφονται ως απολύτως αδύναμοι και κυριαρχούμενοι για εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους ή ως καπιταλισμοί που δεν είναι μεν «υποτελείς» κατά την πρώτη κλασσική περίπτωση αλλά και δεν ανήκουν στον σκληρό ιμπεριαλιστικό πυρήνα (όπως ιστορικά η περίπτωση της Ελλάδας).

Χωρίς αυτήν την κυμαινόμενα άνιση δομή δεν θα μπορούσε να υπάρξει και να λειτουργήσει η ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Είναι ενδιαφέρον ότι ορισμένες αντιλήψεις που δεν δέχονται την ανισόμετρη ανάπτυξη στην ιμπεριαλιστική εποχή εντός της Αριστεράς αλλά και εντός του αντιεξουσιαστικού χώρου ερμηνεύουν την τάση προς την εδαφική επέκταση, εγγενή σε όλους τους καπιταλιστικούς σχηματισμούς ως απόδειξη του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα τελικά όλων των καπιταλιστικών σχηματισμών, ενώ η ένταξη στον ιμπεριαλιστικό πυρήνα προϋποθέτει, αντιθέτως, μια οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ποιότητα απολύτως ιδιαίτερη (π.χ. η άποψη ότι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ή η μικρασιατική περιπέτεια αποτέλεσαν καθαρά ιμπεριαλιστικά φαινόμενα από την πλευρά της Ελλάδας).

Σε κάθε περίπτωση, η μη ισοδυναμία των καπιταλιστικών σχηματισμών δημιουργεί όχι απολύτως σταθερούς αλλά κυμαινόμενους όρους ανταγωνισμού αλλά και οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας και μεταξύ των σχηματισμών και όχι μόνο μεταξύ των τάξεων κάθε σχηματισμού. Η παραπάνω ανάλυσή μας δεν καταλήγει σε μια παλαιότερη στρατηγική στεγανών σταδίων (πρώτα η απεξάρτηση και η ανάπτυξη, μετά η σοσιαλιστική φάση κλπ) αλλά στην ανάγκη συμπερίληψης περισσότερων αντιθέσεων στη σοσιαλιστική στρατηγική.

Β. Ακόμη και στην περίπτωση των ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, όπου γίνεται ένα ανολοκλήρωτο πρώτο βήμα από την πλευρά των ηγεμονικών ιμπεριαλισμών για την υπέρβαση του έθνους-κράτους, δεν υπάρχει καμία ισομετρία και συμμετρία στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης στις συμμετέχουσες χώρες. Πρώτα απ’ όλα, η μεγάλη διαφορά οικονομικής ανταγωνιστικότητας και πολιτικής ισχύος μεταξύ των κρατών μελών (δεδομένη τόσο μεταξύ ιμπεριαλιστικών και μη ιμπεριαλιστικών χωρών αλλά και μεταξύ των ίδιων των ιμπεριαλιστικών, λ.χ. Γερμανία-Ιταλία, Γερμανία-Γαλλία κλπ) αλλά και η ιστορικότητα της ταξικής πάλης σε κάθε σχηματισμό (εμπειρίες ελληνικού εργατικού κινήματοςεμπειρίες γερμανικού εργατικού κινήματος κλπ) όπως και η διαμόρφωση κάθε εθνικού πολιτισμού δημιουργούν απόλυτα άνισους και διαφορετικούς όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης. Ορισμένοι παράγοντες όπως η εθνικιστική καλλιέργεια της ιδεολογίας μιας δήθεν εργατικής αριστοκρατίας στην χειμαζόμενη γερμανική εργατική τάξη έναντι των εργατικών τάξεων του Νότου πρέπει και αυτοί να ληφθούν υπ’ όψιν.

Τελικά, αξίζει να κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι δεν μπορεί –παρά τα κοινά προβλήματα- να υπάρξει καμία συγχρονία στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης στην ολοκλήρωση της ΕΕ και της ευρωζώνης και, άρα, η αναγκαία οικοδόμηση του ταξικού διεθνισμού είναι στρατηγικό και όχι συγκυριακό ζήτημα με την έννοια ενός δήθεν «ταυτόχρονου κοινού χτυπήματος».

Εκτός από την ασυμμετρία της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα, η ίδια η συμπύκνωση της αστικής ταξικής εξουσίας σε ένα έθνος-κράτος επιτάσσει την αντικαπιταλιστική ρήξη αλλά και την πραγματοποίηση όλων των αναγκαίων μεταβατικών ρήξεων σε εθνική κλίμακα. Σε όλα τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα μέχρι σήμερα –και παρά το γεγονός ότι πολλά από αυτά συνέβησαν σε μια κοινή και διεθνή επαναστατική περίοδο (π.χ. περίοδος μετά τον Α’ Π.Π, περίοδος μετά τον Β’Π.Π, 1848 κλπ) - ποτέ δεν καταλήφθηκε η κρατική εξουσία κατά τρόπο διεθνικό ή υπερεθνικό, παρά το ότι κάθε «εθνική» κατάληψη της εξουσίας υπέθετε αναγκαστικά την ύπαρξη ενός ισχυρού δικτύου διεθνούς συμπαράστασης. Μια ορισμένη λογική των Μπολσεβίκων στα 1920-21 περί στρατιωτικής επέκτασης της επανάστασης στην Πολωνία εγκαταλείφθηκε για λόγους στρατιωτικούς και πολιτικούς.

Η περίφημη σύγκρουση Τρότσκυ και Στάλιν στα 1923-1925 με αντικείμενο τον «σοσιαλισμό σε μια μόνη χώρα» ή την «διεθνή επανάσταση» δεν αφορούσε την κατάληψη της εξουσίας σε μια μόνη χώρα – σε αυτό συμφωνούσε το σύνολο των Μπολσεβίκωναλλά το διακριτό ζήτημα της δυνατότητας οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, το αν δηλαδή η ρώσικη εργατική τάξη μπορούσε αυτοδύναμα να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό χωρίς να εκδηλωθούν και επιτύχουν και άλλες «εθνικές» σοσιαλιστικές επαναστάσεις (η θετική άποψη από τον Στάλιν, η αρνητική άποψη από τον Τρότσκυ-σχετικά και σε Φ. Κλαουντίν: «Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος», τ. Α’, Αθήνα 1980, εκδόσεις Γράμματα).

Όμως, και αναγκαία μεταβατικά μέτρα προς την κατάληψη της εξουσίας και τον σοσιαλισμό που σηματοδοτούν το πέρασμα από τον πόλεμο θέσεων στον πόλεμο κινήσεων, όπως η ρήξη με ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και ολοκληρώσεις, δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουν παρά σε εθνική κλίμακα. Έτσι, η ευρωζώνη δεν μπορεί ούτε να μεταρρυθμιστεί ούτε να ανατραπεί από την ταυτόχρονη συντονισμένη δράση των εργατικών κινημάτων σε όλη την Ευρώπη παρά μόνο με την ρήξη των «αδύνατων κρίκων» και την διεθνιστική συνεργασία των λαών/εργαζομένων που έρχονται σε ρήξη με την ευρωζώνη.

Αυτό δεν αφορά μόνο τις πιο αδυναμες οικονομικά χώρες αλλά και τις πιο ισχυρές. Επιπλέον δε, η λογική της αναμονής της «Μεγάλης Νύχτας» στην Ευρωζώνη ενέχει και μια οικονομίστικη-παραγωγίστικη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο οικονομικά ισχυρότερος κρίκος θα τραβήξει αναγκαστικά τον πιο αδύναμο. Πρόκειται για την επανάληψη της κριτικής του Κάουτσκυ στον Λένιν (1918) στο έργο του «Τρομοκρατία και Κομμουνισμός» ότι η επανάσταση ή η μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ξεκινήσει από την Ρωσία αλλά αναγκαστικά από την Γερμανία.

Επίσης, η λογική που αρνείται την ρήξη στον αδύνατο κρίκο ουσιαστικά αρνείται, στο όνομα μιας πολιτιστικής και οικουμενικής διεθνοποίησης, της οποίας τους όρους δεν ελέγχει, την «χωροχρονική μήτρα» της ταξικής πάλης σε κάθε εθνικό κοινωνικό σχηματισμό (Ν. Πουλαντζάς: «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός», Αθήνα 1984, Θεμέλιο). Αρνείται ακόμη και το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση και αυτοκαθορισμό καθ’εαυτό για τις πιο έντονα πληττόμενες από την κρίση και την νεοφιλελεύθερη διαχείριση κοιννίες. Αγνοεί ότι ιστορικά και πολιτισμικά το ζήτημα της σύγκρουσης με τον καπιταλισμό δεν έχει συμπτυχθεί (ακόμη;;)σε ένα αδιαφοροποίητο οικουμενικό «πλήθος» , παρά τις σχετικές θεωρήσεις των Νέγκρι και Χαρντ, και συνδέεται ακόμη με διακριτούς εθνικούς πολιτισμούς και τοπικότητες. Κινήματα, όπως οι Ζαπατίστας ή η μπολιβαριανή επανάσταση ή ακόμη και το argentinazo ενίσχυσαν την διαπίστωση ότι η ταξική πάλη δεν μπορεί να αγνοεί τις πολιτιστικές διαφορές και τις τοπικότητες.

Γ. Η θεωρία του «αδύναμου κρίκου» στην αντικαπιταλιστική ρήξη προϋποθέτει, όπως υποστήριξε στην εποχή του ο Λένιν αλλά και εξειδίκευσαν και άλλοι μαρξιστές στοχαστές όπως ιδίως ο Μάο και ο Αλτουσέρ, την συγχώνευση και συμπύκνωση σε κάθε εθνικό σχηματισμό περισσότερων αντιθέσεων ή αντιφάσεων τόσο εθνικών όσο και διεθνικών. Η συγχώνευση είναι αυτή που ενεργοποιεί την ρήξη. Η βασική και καθοριστική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας σε κάθε καπιταλιστικό σχηματισμό διαπλέκεται και διαρθρώνεται πάνω στην προεπαναστατική ή επαναστατική κρίση με άλλες δευτερεύουσες ή «εξωτερικές» αντιθέσεις ( όπως τώρα στην Ελλάδα α) η αντίθεση ιμπεριαλισμού — εθνικής κυριαρχίαςσυναισθήματος «εθνικής ταπείνωσης» β) η αντίθεση πλούτου-εξαθλίωσης των κυριαρχούμενων τάξεων γ) η αντίθεση φασισμού-δημοκρατίας και δ) η αντίθεση κοινοβουλευτισμούκράτους έκτακτης ανάγκης ε) η αντίθεση Βορρά-Νότου στην ευρωζώνη κ.α.). Μάλιστα, η πρώτη από τις παραπάνω δευτερεύουσες αντιθέσεις αποκτά σημαντικό ειδικό βάρος στην Ελλάδα του 2013 και μπορεί να «ενισχύσει» προς την νίκη την εκδίπλωση της καθοριστικής αντίθεσης.

Η μη απάντηση στο πεδίο των δευτερευουσών αντιθέσεων οδηγεί στην αδυναμία επιτυχούς ηγεμονικής συγκρότησης του λαϊκού στρατοπέδου (Ε. Λακλάου : «Πολιτική και ιδεολογία στην μαρξιστική θεωρία», Αθήνα 1983, Θεμέλιο) και στην ήττα του (όπως αν ο Λένιν δεν απαντούσε στο ζήτημα «ψωμί και ειρήνη» αλλά πρότεινε άμεσα και αποκλειστικά τον κομμουνισμό ή ο Μάο δεν απαντούσε στο αίτημα για εθνική ανεξαρτησία της Κίνας κλπ). Ο φορμαλιστικός μαρξισμός είτε του ΚΚΕ είτε της «αριστερής ανάγνωσης» του «αριστερού ευρωπαϊσμού» ( αφηρημένος διεθνισμός, αφηρημένη προβολή μόνο της καθοριστικής ταξικής αντίθεσης ) οδηγεί εμπρόθετα ή απρόθετα στην «επαναστατική αναμονή» ή στην ήττα.

Μάλιστα, συμβαίνει το εξής απίθανο: αυτός ο ίδιος ο φορμαλιστικός μαρξισμός, στα χέρια της σημερινής πλειοψηφικής τάσης στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είναι αδιάλλακτος προς κάθε αντιμπεριαλιστική ρήξη και την ερμηνεύει ως κόλπο κάποιας μερίδας της αστικής τάξης στη Ελλάδα (ποιάς άραγε;), όταν χρειάζεται να εξειδικευθεί, απαντά είτε με το ύφος της μεσαίας τάξης των νοικοκυραίων είτε με την διάχυση της ταξικότητας στο πλήθος των μη συντιθέμενων ταυτοτήτων του μετανεοτερικού καπιταλισμού. Πρέπει, εδώ, να διευκρινίσουμε, επίσης, ότι η ρήξη στον αδύνατο κρίκο δεν αναφέρεται πάντοτε στην χώρα με τα μεγαλύτερα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα (αν και εδώ η πιο κοντινή συγχώνευση των αντιθέσεων φαίνεται πιθανότερη) αλλά και στην δυνατότητα σε μια άλλη συγκυρία να συγχωνευθούν οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις και σε ισχυρούς κρίκους της αλυσίδας και ειδικότερα και της ευρωζώνης. Η έντονη συζήτηση στην γερμανική και την γαλλική Αριστερά για το ευρώ δείχνει κάποια εμβρυακά στοιχεία αυτής της κατεύθυνσης.

Δ. Είναι απορίας άξιο το γιατί οι « υπέρ του ευρώ» τοποθετήσεις εντός της ελληνικής Αριστεράς κατανοούν τον ευρωπαϊκό εργατικό διεθνισμό ως κάτι που μπορεί να εκφραστεί και να νικήσει αποκλειστικά στα αυταρχικά, νεοφιλελεύθερα και σκληρυμένα το τελευταίο διάστημα δομικά όρια της ευρωζώνης και της ΕΕ. Εδώ, υπάρχουν δυο ειδών προβλήματα. Το πρώτο αφορά μια λογική, ελκόμενη από τον ευρωκομμουνισμό, σύμφωνα με την οποία τα δομικά όρια του αστικού κράτους δεν τίθενται σε διαδικασία ρήξης αλλά μόνο μετασχηματισμού. Όμως, και σε αυτήν ακόμη την περίπτωση, δεν είναι αυτονόητο ότι η ίδια λογική που αφορά την πάλη εντός του αστικού κράτους μπορεί και πρέπει να μεταφερθεί στο σκληρυμένο μοντέλο μιας ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης. Το δεύτερο πρόβλημα αφορά μια λογική, πάλι ελκόμενη από τον κλασσικό ευρωκομμουνισμό, σύμφωνα με την οποία η παλαιά ΕΟΚ και η σημερινή ΕΕ και ευρωζώνη αποτέλεσαν και αποτελούν αντικειμενικά θετική/προοδευτική εξέλιξη που μας φέρνει πιο κοντά στον σοσιαλισμό και όχι μονοσήμαντα μορφή καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης.

Πέρα από το γεγονός ότι και η παλαιά ΕΟΚ προχώρησε με πρωτοβουλία των αστικών τάξεων στη Ευρώπη και του ιμπεριαλιστικού τους πυρήνα και ήταν ένα οχυρό τους και τότε ενάντια σε αντισυστημικές λογικές (Βλ. δράση κατά της Επανάστασης των Γαρυφάλων διαμέσου της συνεργασίας Μπραντ-Σοάρες, της ιταλικής επαναστατικοποίησης του 1969-1977 κ.α.), η σημερινή ΕΕ και ευρωζώνη δεν αποτελούν απλώς μια συνέχεια της ΕΟΚ (οπότε θα ίσχυε το παλιό επιχείρημα της ΕΟΚ ως πεδίου πάλης των λαών) αλλά έχουν αποβάλει τα όποια κοινωνικά, δημοκρατικά και ανθρωπιστικά τους περιεχόμενα.

Άρα, ακόμη και αν η ΕΟΚ είχε υπάρξει πεδίο ταξικής πάλης (υποθετική σκέψη), δεν θα μπορούσαν τα ίδια να ισχύουν και τώρα μετά το Μάαστριχτ, την οργάνωση της ΟΝΕ και ιδίως τις ηγετικές πολιτικές στην ευρωζώνη μετά το 2008. Όπως η σοσιαλδημοκρατία του Κέυνς δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως η σοσιαλδημοκρατία του σύγχρονου SPD και του Βενιζέλου, άλλο τόσο η ΕΟΚ του 1970 δεν μπορεί να έχει ακριβώς την ίδια αντιμετώπιση από μια ριζοσπαστική Αριστερα όπως η ΕΕ-Ευρωζώνη του 2013. Το γιατί η εξέλιξη αυτή δεν γίνεται κατανοητή σχετίζεται άμεσα με το γεγονός ότι οι φιλοευρώ απόψεις μέσα στην Αριστερά αντανακλούν στρεβλά και έμμεσα και μεσοστρωματικούς κοινωνικούς τομείς, οι οποίοι έχουν ευνοηθεί ιστορικά από τις πολιτικές της ΕΟΚ, της ΕΕ και της ευρωζώνης.

Ε. Η εθνική ρήξη με το ευρώ υπό εργατικούς και λαϊκούς όρους μπορεί να μην αντιστοιχεί ακριβώς ή άμεσα στην κατάληψη της αστικής κρατικής εξουσίας και στην εγκαινίαση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού αλλά να είναι ένα κρίσιμο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Θα αποτελούσε λάθος, όμως, η στεγανοποίησή της από την σοσιαλιστική ρήξη και επανάσταση. Κάθε λογική στεγανού και αυτοτελούς αντιϊμπεριαλιστικού σταδίου, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι σ. στο ΚΚΕ με κατά τα άλλα ορθές αντιλήψεις στα θέματα συμμαχιών ή άλλοι σ. στον ΣΥΡΙΖΑ που μιλάνε για το περίφημο «μετατροϊκανό ξέφωτο», δεν αντιστοιχεί ούτε στην ιστορική φάση που διανύουμε ούτε στην πραγματική εξέλιξη της ταξικής πάλης.

Δεν μπορεί να νοηθεί επί μακρόν ένας σχηματισμός που θα έρθει σε ρήξη με το ευρώ και το διεθνές πιστωτικό σύστημα, θα κοινωνικοποιήσει τις τράπεζες και τις δημόσιες επιχειρήσεις αλλά και άλλες βασικές επιχειρηματικές μονάδες, θα φορολογήσει τον πλούτο, θα ενισχύσει τον εργατικό έλεγχο αλλά δεν θα θέσει μέσω αυτών των μεταβατικών αιτημάτων και μέτρων βραχυπρόθεσμα το ζήτημα της κρατικής εξουσίας και του φορέα της. Αυτό είναι τόσο παράλογο όσο και η λογική ότι μπορεί να οικοδομήσουμε την αριστερή εναλλακτική λύση εντός της ευρωζώνης.

Ιστορικά μια μεταβατική ταλάντευση τέτοιας κλίμακας – μεταξύ της αριστερής ρήξης με το ευρώ και του σοσιαλισμούοδηγεί αργά ή γρήγορα, είτε στην εκδίπλωση της σοσιαλιστικής ρήξης και στην νίκη των ριζοσπαστικών και επαναστατικών δυνάμεων και του μπλοκ του σοσιαλισμού, είτε στην συντριπτική νίκη της αντεπανάστασης (ας θυμηθούμε την Χιλή του 1970-1973). Ιδίως μάλιστα στην σημερινή εποχή της διεθνοποιημένης προληπτικής αντεπανάστασης, η αντίδραση του αντιπάλου αναμένεται να είναι γρήγορη και ισχυρή και να ωθήσει είτε στην υποχώρηση είτε σε βαθύτερες ρήξεις. Συνεπώς, δεν μπορούμε να ελπίσουμε στην παράταση επί μακρόν ενός τέτοιου μεταβατικού κοινωνικού συσχετισμού και σχηματισμού ακόμη και αν έχει ισχυρές διεθνείς συμμαχίες. Θα χρειαστεί αρκετά γρήγορακαι εδώ το ζήτημα της διεθνιστικής αλληλεγγύης παραμένει κρίσιμονα τα πάρουμε όλα ή να μην μας μείνει τίποτε.

 

Leave a Comment