Το απεργιακό φαινόμενο στην Ελλάδα διαχρονική εξέλιξη και καταγραφή των απεργιών κατά το 2011 *

 

Δημήτρης Κατσορίδας, Σοφία Λαμπουσάκη

Η συλλογική αποχή από την εργασία, ως έκφραση συλλογικής διεκδίκησης του αδύνατου πόλου της εργασιακής σχέσης αλλά και κύριου συντελεστή του παραγόμενου πλούτου, σημειωσεισ αρχεσ οικονομικησ θεωριασ συνιστά βασικό παράγοντα στην ιστορική εξέλιξη του περιεχομένου της μισθωτής εργασίας και της πορείας του κοινωνικού κράτους.

Η ιστορία του απεργιακού φαινομένου στην Ελλάδα περνά μέσα από πολλά στάδια και είναι στενά συνδεδεμένη με την εκάστοτε πολιτική και κοινωνική συγκυρία καθώς και με την πορεία του ελληνικού εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος.

Η μελέτη αυτή, αποσκοπεί στην κάλυψη ενός σοβαρού κενού αναφορικά με την καταγραφή και την εξέλιξη του απεργιακού φαινομένου στην Ελλάδα ενώ δίνει μια ιδιαίτερη έμφαση στα απεργιακά αιτήματα με στόχο την διαχρονική αξιολόγησή τους.

Το απεργιακό κίνημα της περιόδου 1975-1999

Η νομιμοποίηση και ενεργοποίηση των συνδικάτων, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, συνέβαλε στην έξαρση των απεργιακών αγώνων.

Από το 1975 μέχρι το 1980 ο αριθμός των απεργών και των χαμένων ωρών εργασίας αυξάνεται συνεχώς. Αυτό οφείλεται όχι μόνο σε οικονομικούς παράγοντες, αλλά και σε πολιτικούς, με την έννοια ότι μετά την πτώση της επτάχρονης δικτατορίας (1967-1974) οι εργαζόμενοι άρχισαν να διεκδικούν περισσότερες συνδικαλιστικές ελευθερίες. Επιπλέον, η συνεχή πτώση των ρυθμών ανάπτυξης και των πραγματικών μισθών, σε συνδυασμό με τα πολύ χαμηλά επίπεδα ανεργίας, είχαν ως αποτέλεσμα την ένταση των απεργιακών συγκρούσεων.

Από τα στοιχεία φαίνεται ότι ο δείκτης των χαμένων ωρών εργασίας λόγω απεργίας βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του κατά το 1980 (20.494.944 χαμένες ώρες εργασίας και 1.407.821 απεργοί), δηλαδή σε μια περίοδο προεκλογική με έντονα φορτισμένο το πολιτικό κλίμα, όπου το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται προ των πυλών της κυβερνητικής εξουσίας. Γενικά, η απεργιακή δράση της διετίας 1977-1980 συνιστούσε και μια μορφή διαμαρτυρίας προς την τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και αυτό φαίνεται από τη μείωση του ποσοστού των κατά κλάδο απεργών σε όφελος των γενικών απεργών.14 Ακολουθεί μια μεγάλη πτώση της απεργιακής δραστηριότητας κατά το 1981 (έτος εκλογών), ανεβαίνει το 1982 και πέφτει πάλι κατά τα έτη 1983-84.

Επίσης, έξαρση των απεργιακών κινητοποιήσεων υπάρχει μετά το 1985 και μέχρι το 1987 που είναι το υψηλότερο σημείο του απεργιακού κύματος. Ο βασικός λόγος αύξησης της απεργιακής δραστηριότητας είναι η εναντίωση στην περιοριστική εισοδηματική πολιτική και στην πράξη νομοθετικού περιεχομένου που εφάρμοσε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εκείνη την περίοδο, όπου απαγορεύονται μισθολογικές αυξήσεις παραπάνω από την εισοδηματική πολιτική που έχει καθορίσει η κυβέρνηση, με αποτέλεσμα μια σειρά από απεργίες που γίνονται κατά κλάδους να κηρύσσονται από τα δικαστήρια ως παράνομες και καταχρηστικές επειδή ζητούν περισσότερα από όσα επιτρέπει το Προεδρικό Διάταγμα. Η εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, έντονη δυσαρέσκεια, ξέσπασμα πολλών εργατικών αγώνων και σημαντικές μεταβολές στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού κινήματος.

Έτσι, κατά το 1985 και τους πρώτους έξι μήνες του 1986 έχουμε τέσσερις πανελλαδικές απεργίες. Συγκεκριμένα, den 1986 och 1987 οι απεργοί ανήλθαν σε 1.106.420 και 1.609.175 αντίστοιχα. Ένας αριθμός πολύ υψηλότερος από τον συνολικό αριθμό απεργών του 1985 (785.725 άτομα) και πρώτος στη σειρά μετά την μεταπολίτευση (από την άποψη, πάντα, του αριθμού συμμετοχής στις απεργίες). Παράλληλα, οι χαμένες ώρες εργασίας ήταν 8.839.369 den 1986 και 16.537.686 den 1987.

Ο εν λόγω απεργιακός δείκτης βρίσκεται και πάλι στο υψηλότερό του επίπεδο κατά το 1990, εξαιτίας των αντιδράσεων που υπήρξαν ενάντια στην οικονομική πολιτική που προωθούσε η νεοεκλεγείσα, στις 8 Απριλίου, κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Έτσι, den 1990 κατεγράφησαν 200 απεργίες, 1.405.497 απεργοί και 20.335.313 χαμένες ώρες εργασίας. Genom 234 απεργίες, οι 103 εκδηλώθηκαν στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας (βιομηχανία, βιοτεχνία) και οι 60 στις ΔΕΚΟ-Τράπεζες.

Οι κυριότερες αιτίες που προκάλεσαν αυτές τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις ήταν η κατάργηση της δεύτερης δόσης της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ), τον Μάιο του 1990, η κατάθεση του πρώτου ασφαλιστικού νομοσχεδίου στη Βουλή τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, το οποίο προωθούσε την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και των ασφαλιστικών εισφορών, ανατρέποντας ουσιαστικά τις μέχρι τότε ρυθμίσεις του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, καθώς επίσης η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και η εκκαθάριση των λεγόμενων «προβληματικών» επιχειρήσεων (Πειραϊκή Πατραϊκή, Ολύμπιγκ Κέτερινγκ, Μεταλλεία Εύβοιας, ΒΕΛΚΑ κ.ά.). Το 1991 μειώθηκαν κατακόρυφα τόσο ο αριθμός των απεργών, όσο και οι χαμένες ώρες εργασίας. Το 1992 υπήρξε μια μικρή αύξηση των απεργιών, με κορυφαία εκείνη των εργαζομένων στις αστικές συγκοινωνίες της Αθήνας (την τότε ΕΑΣ), επειδή η κυβέρνηση προέβη σε ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών, αλλά και από τον χώρο των τραπεζών και της ΔΕΗ, εξαιτίας της προώθησης του δεύτερου ασφαλιστικού νομοσχεδίου που κατέθεσε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Έκτοτε έχουμε μια συνεχή μείωση των απεργιών, καθ’ όλη τη δεκαετία του 1990, όπου, παρ’ ότι πάντα υπήρξαν εργατικές κινητοποιήσεις διαφόρων κλάδων, εντούτοις, δεν υπήρξε κάποιος μαζικός συνδικαλιστικός αγώνας, ο οποίος θα αγκάλιαζε το σύνολο της εργατικής τάξης.

Αυτό έγινε με τις μεγάλες απεργίες για το ασφαλιστικό, den 2001, οι οποίες συντάραξαν όλη την ελληνική κοινωνία, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Η πτώση της απεργιακών κινητοποιήσεων από τη δεκαετία του 1990 οφείλεται σε μια σειρά από λόγους. Οι βασικές αιτίες για την υποχώρηση του απεργιακού κινήματος είναι η υποχώρηση του συγκρουσιακού χαρακτήρα του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος με την εισαγωγή συναινετικών στοιχείων στην λειτουργία του που αλλοιώνουν, ως ένα βαθμό, τον πρότερο χαρακτήρα του. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με την επικράτηση των περιοριστικών οικονομικών μέτρων που εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις από το 1990 και μετά, και με την διόγκωση της ανεργίας, καθώς επίσης με την εργασιακή ειρήνη, η οποία εξασφαλίστηκε με την υπογραφή των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) από τη ΓΣΕΕ. Έτσι, παρά τη σχετική μαζικότητα που είχαν οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων ιδιαίτερα στους κλάδους της Κοινής Ωφέλειας και των τραπεζών, αντίθετα στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας (βιομηχανία-βιοτεχνία, εμπόριο, κατασκευές) η απεργιακή κινητικότητα ήταν πολύ χαμηλή. Η σχετική εργατική αδρανοποίηση ήταν αποτέλεσμα της πολύχρονης πολιτικής πρακτικής των κρατούντων οι οποίοι καλλιεργούσαν συστηματικά την ιδεολογία της «κοινωνική συναίνεσης», της «εργασιακής ειρήνης» του «ήπιου μονεταρισμού», της «εθνικής» αναγκαιότητας της οικονομικής λιτότητα και του «εκσυγχρονισμού» της οικονομίας ενισχύοντας ουσιαστικά την εργοδοτική εξουσία και την υπερκερδοφορία του κεφαλαίου.

Κατά συνέπεια, με δεδομένο τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης για τις δυνάμεις της εργασίας, λόγω της αυξημένης ανεργίας και της επισφαλούς απασχόλησης, ήταν επόμενο να αποδιαρθρωθούν τα σωματεία του ιδιωτικού τομέα και να επέλθει παθητικοποίηση στο χώρο του δημοσίου τομέα. Επιπλέον, οι ιδιωτικοποιήσεις και η αποδυνάμωση των συνδικάτων, που σ μεγάλο βαθμό οφείλεται και στις δικές τους αδυναμίες, συνέβαλαν στην περαιτέρω μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας.

Το αποτέλεσμα ήταν να αποδυναμωθούν οι συλλογικές αξίες της αλληλεγγύης και της αγωνιστικής διεκδίκησης για καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης και έτσι να εμπεδωθεί στη συνείδηση της εργατικής τάξης μια ατομοκεντρική αντίληψη και ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία οδήγησε στην εργατική αδρανοποίηση, στη κοινωνική καθήλωση και σε μια συμπεριφορά εργαζόμενου-ικέτη της κρατικής και εργοδοτικής εξουσίας.

Ο νέος κύκλος απεργιών 2000-2010

Από το 1999 το Υπουργείο Εργασίας σταματάει να καταγράφει τις απεργίες αφήνοντας ένα σοβαρό κενό στην παρακολούθηση του εν λόγω φαινομένου. Στα μέσα της επόμενης δεκαετίας επανέρχεται με τρόπο που είναι σοβαρά ελλειμματικός που απέχει σημαντικά από τη μέθοδο που ακολουθούσε και την εικόνα που παρουσίαζε για το πεδίο αυτό κατά το παρελθόν.

Συνεπώς από το 2000 και εντεύθεν υπάρχει σοβαρό έλλειμμα μεθόδου καταγραφής και των αποτελεσμάτων της. Με αυτά τα δεδομένα επιχειρείται μια αξιολόγηση της εικόνας των απεργιακών κινητοποιήσεων από το 2000 και εντεύθεν.

Στις 26 Απριλίου και στις 17 Μαΐου 2001 ξεσπούν οι μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις ενάντια στο προτεινόμενο σχέδιο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για το ασφαλιστικό σύστημα, η οποία επιχειρούσε να προβεί σε μέτρα, όπως η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και η μείωση των εργοδοτικών εισφορών, επιφέροντας ουσιαστικά την κατάργηση του δημόσιου κοινωνικού χαρακτήρα της ασφάλισης κλπ., τα οποία έθιγαν το σύνολο των εργαζομένων και δεν υλοποιούσαν τις προτάσεις των συνδικάτων για τριμερή χρηματοδότηση μεταξύ κράτους-εργαζομένων-εργοδοτών.

Μάλιστα, στην δεύτερη απεργία της 17 Μαΐου, ενώ ξεκίνησε ως πανεργατική απεργία, μετατράπηκε σε ένα ευρύτερο παλλαϊκό μέτωπο, ακολουθώντας την απεργία πολλοί κλάδοι επαγγελματιών, βιοτεχνών, εμπόρων που δεν ανήκουν στη δύναμη της ΓΣΕΕ. Τα ποσοστά της απεργίας στο δημόσιο τομέα άγγιξαν το 100%, ενώ στον ιδιωτικό τομέα ήταν αυξημένα μέχρι 75%.

Μέχρι και το Συνδικάτο των αστυνομικών συμμετείχε, με πανό και συνθήματα, ακριβώς δίπλα στο βήμα της ΓΣΕΕ. Η εργατική τάξη απαιτούσε για το Ασφαλιστικό την τριμερή χρηματοδότηση.

Πάντως, παρ’ ότι από το 1999 και έπειτα δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία ή ότι υπάρχει είναι αναξιόπιστο, εντούτοις φαίνεται ότι μετά από τις απεργίες για το ασφαλιστικό υπάρχει μια μεταστροφή της πτωτικής τάσης των απεργιών. Βέβαια, οι εν λόγω απεργίες έχουν πιο πολύ αμυντικό παρά επιθετικό χαρακτήρα, με εξαίρεση, ίσως, την απεργία των δασκάλων, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ως κορυφαίες απεργιακές κινητοποιήσεις έχουμε την απεργία στις τράπεζες, των ναυτεργατών, των δασκάλων, των λιμενεργατών, καθώς επίσης των καθηγητών στα πανεπιστήμια. Συγκεκριμένα, στις 31 Ιανουαρίου 2005 ξεκίνησαν εικοσιτετράωρες επαναλαμβανόμενες απεργίες οι εργαζόμενοι στην Εμπορική Τράπεζα, ενώ από τις 7 Ιουνίου έως τις 30 Ιουνίο 2005 έκαναν πενθήμερες επαναλαμβανόμενες απεργίες ενάντια στα μέτρα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, η οποία θέλει να καταστρατηγήσει τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα. Η απεργία κράτησε συνολικά 18 εργάσιμες ημέρες (από 7 έως 30/6/2005) και έληξε με ήττα του κλάδου.

Στις 14 Δεκεμβρίου 2005, προκηρύσσεται 24ωρη πανελλαδική πανεργατική απεργία ενάντια στα αντεργατικά μέτρα (ιδιωτικοποιήσεις, υπονόμευση του οκταώρου, ελαστικές σχέσεις εργασίας κλπ.) που προωθούσε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ και στα μέσα μαζικής μεταφοράς συνέχισαν την απεργία για δύο ακόμη ημέρες, όσο συζητούνταν στην Βουλή το νομοσχέδιο που ιδιωτικοποιεί τις δημόσιες επιχειρήσεις.

Στις 15 Μαρτίου 2006, προκηρύσσεται 24ωρη πανελλαδική πανεργατική απεργία ως απάντηση στην αντεργατική επίθεση της κυβέρνησης.

Στις 16 Μαρτίου 2006 ξεκίνησε η μεγάλη απεργία των ναυτεργατών, η οποία κράτησε 8 ημέρες. Η κυβέρνηση την 7η ημέρα κήρυξε πολιτική επιστράτευση που για δύο μέρες την κατάργησαν στην πράξη οι αγωνιζόμενοι ναυτεργάτες.

Στις 1 Augusti 2006 οι τραπεζοϋπάλληλοι της Εμπορικής Τράπεζας προχωρούν σε 48ωρη απεργία, αντιδρώντας στην πώληση της τράπεζας στη γαλλική πολυεθνική Credit Agricole. Συνέχισαν με νέα 48ωρη απεργία τις επόμενες ημέρες και νέα 24ωρη στις 7 Augusti.

Στις 18 Σεπτέμβρη 2006 οι δάσκαλοι ξεκινούν εβδομαδιαίες επαναλαμβανόμενες απεργίες με βασικά αιτήματα: αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 5% του ΑΕΠ ή στο 15% του προϋπολογισμού, ενιαία 12χρονη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, αναλυτικά προγράμματα που να εξυπηρετούν τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών και την κριτική τους σκέψη, παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στα σχολεία, και τέλος την πραγματική αύξηση των αποδοχών τους, ούτως ώστε να ζούνε αξιοπρεπώς. Κατά τη διάρκεια της απεργίας πραγματοποιήθηκαν τέσσερα μεγάλα συλλαλητήρια με πάνω από 40.000 διαδηλωτές. Η Απεργία διαρκεί έξι εβδομάδες, μέχρι τις 30 Οκτώβρη και παρ’ ότι δεν υλοποιήθηκαν τα αιτήματα τους, εντούτοις ο αγώνας των δασκάλων άνοιξε μια σειρά ζητήματα που απασχολούν όλο το χώρο της εκπαίδευσης, δίνοντας τη σκυτάλη στις πολύμηνες κινητοποιήσεις των πανεπιστημιακών δασκάλων και φοιτητών, οι οποίες άρχισαν από τον Μάη του 2006.

Στις 16 Νοέμβρη 2006 οι λιμενεργάτες ξεκίνησαν έναν αγώνα κατά της ιδιωτικοποίησης του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) σε κινέζικη εταιρεία. Πρόκειται για τον Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων, ο οποίος καλύπτει το 70% του κύκλου εργασιών του ΟΛΠ. Ο αγώνας ξεκίνησε με 24ωρη απεργία στις 16/11 και συνεχίστηκε επ’ αόριστο με αποχή από τις υπερωρίες και τα Σαββατοκύριακα. Ουσιαστικά ήταν κάτι σαν «λευκή απεργία». Μετά από κινητοποιήσεις εννέα εβδομάδων η κυβέρνηση έδειξε σημάδια κάμψης, μιλώντας για «προσωρινό πάγωμα».

Στις 13 Δεκεμβρίου 2006, προκηρύσσεται 24ωρη πανελλαδική πανεργατική απεργία από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ ενάντια στη συνεχιζόμενη λιτότητα και την αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης.

Τον Γενάρη του 2007 ξεκινούν οι κινητοποιήσεις ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Τα βασικά αιτήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας είναι η διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, η επαρκής χρηματοδότησή της από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και η μη κατάθεση από την κυβέρνηση για ψήφιση στη Βουλή του νόμου πλαισίου. Οι φοιτητές προχωρούν εκ νέου σε καταλήψεις των σχολών τους και πραγματοποιούν μαζικά συλλαλητήρια (περίπου δώδεκα), τα οποία παρά την προσπάθεια τρομοκράτησης από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και της μονομερούς, και συχνά, στρεβλής πληροφόρησης από τα περισσότερα ΜΜΕ, κατορθώνουν να είναι όλο και πιο μαζικά. Σε αυτή την κατεύθυνση, τους βοηθά και η απόφαση της Ομοσπονδίας των πανεπιστημιακών (ΠΟΣΔΕΠ) να προχωρήσει, από τις 5 Φεβρουαρίου έως στις 23 Μαρτίου, σε απεργία διαρκείας, μέσω πενθήμερων επαναλαμβανόμενων απεργιών, προκειμένου να υπερασπίσει το δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Το φοιτητικό κίνημα, με την συμμετοχή σε αυτό μεγάλων τμημάτων της φοιτητικής νεολαίας, που μέχρι αυτή τη περίοδο ήταν έξω από τις μαζικές και εκλογικές διαδικασίες των συλλόγων, ανέτρεψε τους υπάρχοντες πολιτικούς συσχετισμούς στις σχολές και επέβαλε το δικό του πλαίσιο δράσης. Το εκπαιδευτικό κίνημα κατορθώνει να δημιουργήσει ρήγματα μέσα στη κοινωνία και το κράτος. Το ΠΑΣΟΚ, ως αξιωματική αντιπολίτευση, αναγκάζεται να αναδιπλωθεί και να αποχωρήσει από τη Βουλή κατά τη διαδικασία της αναθεώρησης του άρθρου 16. Έτσι, το κίνημα, αποτρέπει το ενδεχόμενο οποιαδήποτε επόμενη κυβέρνηση να μπορεί να αναθεωρήσει το Σύνταγμα μόνο με 150 βουλευτές. Ταυτόχρονα, μετά την ψήφιση του νόμου πλαισίου το κίνημα συνεχίζει και διεκδικεί στην πράξη την ακύρωσή του.

Στις 22 Φεβρουαρίου 2007 πραγματοποιήθηκε πανεκπαιδευτική απεργία και συλλαλητήριο στην Αθήνα από εκπαιδευτικούς και των τριών βαθμίδων της εκπαίδευσης μαζί με χιλιάδες φοιτητές, στο πλαίσιο το αγώνα ενάντια στο Νόμο-πλαίσιο της κυβέρνησης για την ανώτατη εκπαίδευση.

Στις 9 September 2007 οι εργαζόμενοι στην Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ) ξεκινούν απεργία πείνας διαμαρτυρόμενοι ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης που μεθοδεύεται μέσω του κατακερματισμού της σε «θυγατρικές» εργολαβίες. Οι εργαζόμενοι ματαίωσαν, με την παρέμβασή τους, την συνεδρίαση του Δ.Σ. που θα αποφάσιζε τη δημιουργία «θυγατρικών» εργολαβιών.

Στις 12 Δεκεμβρίου 2007, προκηρύσσεται 24ωρη πανελλαδική πανεργατική απεργία από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας που επιχειρεί αλλαγές στο ασφαλιστικό, καθώς επίσης και για τις εξελίξεις στην Ολυμπιακή Αεροπορία που αφορά την ιδιωτικοποίηση ή το κλείσιμό της. Υπολογίζεται πως πάνω από 120.000 άτομα συμμετείχαν στις δύο πορείες που έγιναν στην Αθήνα (των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ η μία και του ΠΑΜΕ η άλλη), ενώ δυναμικό παρών έδωσαν χιλιάδες διαδηλωτές σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Στο μεταξύ θύελλα αντιδράσεων προκάλεσε η σύλληψη δύο εναεριτών της ΔΕΗ, οι οποίοι με μια συμβολική κίνηση σκέπασαν με σακούλες απορριμμάτων μια κάμερα στο Πεδίον του Άρεως και μία στην Πλατεία Συντάγματος.

Στις 3 Μαρτίου 2008, οι εργαζόμενοι στην Τράπεζα της Ελλάδος ξεκίνησαν απεργία διαρκείας, η οποία διήρκησε πάνω από πέντε εβδομάδες, με βασικό αίτημα την διατήρηση της αυτοτελούς λειτουργίας του ταμείου τους, το οποίο η κυβέρνηση θέλει να καταργήσει. Η απεργία έχει τόση μεγάλη δυναμική με αποτέλεσμα να αναγκάσουν το Χρηματιστήριο Αθηνών να μην λειτουργήσει για δύο ημέρες (στις 4 και 5 Μαρτίου). Ακόμη και ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κ. Τρισέ, δήλωσε ότι είναι παράνομη η κυβερνητική απόφαση ένταξης του ταμείου των εργαζομένων στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

Στις 19 Μαρτίου 2008, προκηρύσσεται 24ωρη πανελλαδική πανεργατική απεργία από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ ενάντια στο αντισφαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Υπολογίζεται πως πάνω από 150.000 άτομα συμμετείχαν στις πορείες της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και του ΠΑΜΕ που έγιναν στην Αθήνα, ενώ μεγάλες υπήρξαν οι κινητοποιήσεις και σε άλλες πόλεις της χώρας. Μάλιστα, τα συνδικάτα κάνουν λόγο για τη μεγαλύτερη απεργιακή κινητοποίηση, ακόμη και από αυτή που έγινε τον Απρίλιο του 2001 ενάντια στα μέτρα Γιαννίτση για το ασφαλιστικό σύστημα.

Στις 5 Σεπτέμβρη 2008 οι τελωνειακοί υπάλληλοι ξεκίνησαν κινητοποιήσεις ενάντια στο κόψιμο των επιδομάτων τους, κάνοντας 4ωρη απεργία. Συνέχισαν από τις 22-11-08, με 48ωρες επαναλαμβανόμενες απεργίες, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα στην αγορά και έληξαν με την καταστολή της κυβέρνησης, μέσω των δικαστηρίων που έβγαλαν τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές

Με τρεις 24ωρες απεργίες (στις 9-9-08, στις 11-9-08 και στις 25-9-08) οι εργαζόμενοι στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας ξεκίνησαν τον αγώνα ενάντια στην επιχειρούμενη από την κυβέρνηση διάλυση της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Den 8.000 εργαζόμενοι έκαναν πολλές πορείες και καταλήψεις γραφείων κατά τη διάρκεια των τριών απεργιών.

Στις 21 Oktober 2008, προκηρύσσεται 24ωρη πανελλαδική πανεργατική απεργία από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ ενάντια στη συνεχιζόμενη αντεργατική πολιτική.

Τον Δεκέμβριο του 2008, οι λιμενεργάτες Πειραιά-Θεσσαλονίκης συμπληρώνουν έντεκα μήνες αποχή από τις υπερωρίες και την εργασία τα Σαββατοκύριακα, ενάντια στην πώληση των δύο μεγάλων λιμανιών της χώρας που μεθοδεύει η κυβέρνηση. Μέσα στον μήνα σημειώθηκε η πρώτη νίκη στον αγώνα, καθώς η κινέζικη HUTCHINSON αποσύρθηκε από τη συμφωνία για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μέσα στο Μάρτη του 2009, φέρνει για ψήφιση στη Βουλή την σύμβαση παραχώρησης του λιμανιού του Πειραιά στην κινέζικη COSCO. Tiden, οι λιμενεργάτες Πειραιά-Θεσσαλονίκης, συνεχίζουν για δεκαπέντε μήνες, περίπου, τις κινητοποιήσεις τους ενάντια στην πώληση των λιμανιών. Τις τρεις ημέρες που γίνονταν οι συζητήσεις στη Βουλή οι λιμενεργάτες έκαναν απεργία με συγκεντρώσεις και πορείες, ενώ στο τέλος του μήνα έγιναν γενικές συνελεύσεις για να καθοριστεί η παραπέρα στάση των εργαζομένων.

Στις 23 Juni 2009 όλοι οι εργαζόμενοι στον τύπο πραγματοποιούν 24ωρη απεργία, μετά το αιφνιδιαστικό κλείσιμο της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος» και του ραδιοφωνικού σταθμού «CITY», ιδιοκτησίας της οικογένειας Αγγελόπουλου, και την απόλυση 3450 περίπου εργαζομένων.

Στις 27 Juni 2009 οι τραπεζοϋπάλληλοι της χώρας έκαναν 24ωρη απεργία με κεντρικό αίτημα την υπογραφή της συλλογικής σύμβασης εργασίας τους.

Στις 5 Μαΐου 2010 έγινε 24ωρη πανελλαδική-πανεργατική απεργία με συγκεντρώσεις σε πολλές πόλεις της χώρας και με μεγάλη συμμετοχή κόσμου.

Στις 20 Μαΐου 2010 γίνεται η δεύτερη 24ωρη πανελλαδική-πανεργατική απεργία, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, η οποία πραγματοποιήθηκε σε κλίμα αγανάκτησης για τη συνεχιζόμενη αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης, με μαζικές συγκεντρώσεις σε πολλές πόλεις της χώρας.

Οι απεργίες κατά το 2011

Η καταγραφή των απεργιών, για το έτος 2011,μας δίνει, καταρχήν, την εξής εικόνα: Με βάση την επεξεργασία των ποσοτικών στοιχείων καταγράφονται περίπου τετρακόσιες σαράντα πέντε (445) απεργίες και στάσεις εργασίας. Διακόσιες σαράντα (240) απεργίες στον ιδιωτικό τομέα και ενενήντα μία (91) απεργίες στον Δημόσιο τομέα. Εβδομήντα (70) απεργίες πραγματοποιήθηκαν στις Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας (ΔΕΚΟ) και διακόσιες είκοσι τέσσερις (224) απεργίες σε επιχειρησιακό επίπεδο. Οι τομεακές απεργίες ανήλθαν στις δεκαπέντε (15) ενώ εξαγγέλθηκαν επτά (7) διατομεακές.

Πραγματοποιήθηκαν, επίσης, εξήντα δύο (62) απεργίες σε επίπεδο κλάδου, τριάντα τέσσερις (34) ομοιοεπαγγελματικές, και δύο (2) απεργίες τοπικού–περιφερειακού χαρακτήρα. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν εκατόν πενήντα οκτώ (158) στάσεις εργασίας, διακόσιες (200) εικοσιτετράωρες απεργίες και ογδόντα τέσσερις (84) σαρανταοκτάωρες απεργίες. Επιπρόσθετα, εντός του 2011, με βάση πάντα τα καταγεγραμμένα στοιχεία, πραγματοποιήθηκαν και εννιά (9) απεργίες διαρκείας, στοιχεία, πραγματοποιήθηκαν και εννιά (9) απεργίες διαρκείας, των οποίων η διάρκεια δεν ξεπέρασε τις 10 ημέρες, εκτός από αυτήν στην «Ελληνική Χαλυβουργία» και στον τηλεοπτικό σταθμό «ALTER», όπως θα δούμε παρακάτω. Οι απεργίες αυτές έλαβαν χώρα σε μεγάλους ομίλους επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Η απεργιακή δράση, πολλές φορές, εκδηλώθηκε και με τη μορφή καταλήψεων χώρων εργασίας, στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα της οικονομίας. Οι καταλήψεις που καταγράφηκαν συνολικά ανέρχονται σε πενήντα τρεις (53). End, καταγράφηκαν και τέσσερις (4) γενικές πανελλαδικές-πανεργατικές απεργίες, ενώ σε δώδεκα (12) περιπτώσεις αναφέρονται περιφρουρήσεις των χώρων εργασίας, από τους απεργούς, προκειμένου να εμποδιστεί η λειτουργία της επιχείρησης ή η μεταφορά μηχανημάτων.

Κατά το 2011 συνηθέστερη αιτία απεργιακών κινητοποιήσεων αποτελεί το αίτημα για τη μη απόλυση ή για επαναπρόσληψη εργαζομένων. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο αίτημα καταγράφεται σε 122 περιπτώσεις.

Το αίτημα για μη απολύσεις ή για επαναπρόσληψη εργαζομένων προβάλλεται κυρίως στο πλαίσιο απεργιών που πραγματοποιούνται από εργαζομένους επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Καταγράφονται σχετικές απεργίες σε επιχειρήσεις μιας ευρείας σειράς κλάδων της οικονομίας, κυρίως όμως σε επιχειρήσεις του κλάδου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, σε βιομηχανίες, στις τηλεπικοινωνίες, σε καζίνο, σε εταιρείες κατασκευάστριες δημοσίων έργων κ.ά. Επιπλέον, πραγματοποιούνται απεργίες με το συγκεκριμένο αίτημα σε ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο (ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, γιατροί του ΙΚΑ) και σε κλαδικό επίπεδο (εργαζόμενοι στον κλάδο μετάλλου, εργαζόμενοι στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εργαζόμενοι σε καζίνο). End, το αίτημα για μη απόλυση ή επαναπρόσληψη εργαζομένων αφορά σε μια σειρά περιπτώσεων τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε φορείς του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (κυρίως ΟΤΑ, Υπουργεία), με αίτημα είτε την ανανέωση των συμβάσεων / μη απόλυση είτε τη μονιμοποίησή τους. Οι απεργίες αυτές, πέραν από τις απεργίες που πραγματοποιούνται από τα ίδια τα σωματεία των εκτάκτων, έχουν και τη μορφή απεργίας αλληλεγγύης και κηρύσσονται είτε από την ΑΔΕΔΥ ή τη ΓΣΕΕ, είτε από την αντίστοιχη δευτεροβάθμια οργάνωση είτε από το επιχειρησιακό σωματείο των μονίμων.

Η διεκδίκηση των δεδουλευμένων αποδοχών αποτελεί τη δεύτερη συνηθέστερη αιτία απεργιακών κινητοποιήσεων (καταγράφονται 112 σχετικές απεργίες). Οι απεργίες με αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων πραγματοποιούνται βεβαίως σε επιχειρησιακό επίπεδο. Σχεδόν όλες οι απεργίες που καταγράφονται στις επιχειρήσεις του κλάδου των μέσων μαζικής ενημέρωσης προβάλουν το αίτημα για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών. Περαιτέρω, απεργίες με αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών καταγράφονται σε βιομηχανίες και εργοστάσια, όπως ιδίως σε μεταλλοβιομηχανίες, σωληνουργίες, εργοστάσια και βιομηχανίες παρασκευής και επεξεργασίας χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων, αρτοβιομηχανίες, γαλακτοβιομηχανίες, κλωστήρια κ.ά., καθώς επίσης σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, σε κατασκευάστριες εταιρείες τεχνικών και δημοσίων έργων, καθώς και σε εμπορικά καταστήματα (σούπερ-μάρκετ). Το αίτημα για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών αφορά κυρίως τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Όσον αφορά τον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, το αίτημα για την καταβολή δεδουλευμένων προβάλλεται κυρίως από εργαζόμενους σε νοσοκομεία και από συμβασιούχους εργαζόμενους σε δομές του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

Το τρίτο σε συχνότητα αίτημα απεργιακών κινητοποιήσεων αφορά ζητήματα αναδιαρθρώσεων, ιδιωτικοποιήσεων, συγχώνευσης-εξαγοράς-μετεγκατάστασης ή και κλείσιμο επιχειρήσεων, τμημάτων επιχειρήσεων ή υπηρεσιών, καθώς και τις συνέπειές τους για τις εργασιακές σχέσεις. Στην κατηγορία αυτή καταγράφονται περίπου 105 απεργίες, που είναι κυρίως απεργίες των εργαζομένων το δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, οι οποίοι αντιδρούν στην αναδιάρθρωση βάσει νομοθετικής ρύθμισης των φορέων/επιχειρήσεων στους οποίους εργάζονται, όπως είναι οι απεργίες των εργαζομένων στα μέσα μαζικής μεταφοράς και ιδίως στις αστικές συγκοινωνίες, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στην πολιτική αεροπορία, στην υγεία και στην ΕΡΤ. Επιπλέον στην κατηγορία αυτή καταγράφονται απεργίες εργαζομένων που αντιδρούν στην πώληση μετοχών των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται σε ιδιώτες, όπως είναι η απεργία των εργαζομένων στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, στον ΟΤΕ, στον ΟΠΑΠ και στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. End, σε αυτή την κατηγορία υπάγονται και οι απεργίες των εργαζομένων σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες δεν αποτελούν πρώην ΔΕΚΟ και δεν κατέχει σημαντικό ποσοστό του μετοχικού τους κεφαλαίου το δημόσιο, με αίτημα κυρίως να μην μετεγκατασταθεί η βιομηχανία, να μην κλείσει ή να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο.

Σε 73 περιπτώσεις απεργιών διατυπώνεται το αίτημα για μη πραγματοποίηση μειώσεων μισθών (κυρίως στον ιδιωτικό τομέα) ή ενάντια στις ήδη πραγματοποιηθείσες μειώσεις μισθών (κυρίως στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα). Στον ιδιωτικό τομέα οι απεργίες με το συγκεκριμένο αίτημα πραγματοποιούνται κυρίως σε επιχειρησιακό επίπεδο (μέσα μαζικής ενημέρωσης, τηλεπικοινωνίες, ιδιωτικές κλινικές, βιομηχανίες κ.λπ.), αλλά και σε κλαδικό επίπεδο (μέσα μαζικής ενημέρωσης, ναυτιλία), ενώ στον δημόσιο τομέα πραγματοποιούνται κυρίως σε ομοιοεπαγγελματικό ή κλαδικό επίπεδο (εργαζόμενοι στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα λιμάνια, σε Υπουργεία).

Σε 51 περιπτώσεις καταγράφονται απεργίες που αφορούν ευρύτερα ζητήματα εργασιακών σχέσεων και συνήθως είναι πολιτικού χαρακτήρα, καθώς απευθύνονται στο κράτος. Εδώ υπάγονται κυρίως οι απεργίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ με αιτήματα που έχουν αντιμνημονιακό χαρακτήρα και αφορούν το σύνολο των συλλογικών και ατομικών εργασιακών σχέσεων των μισθωτών στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, καθώς και κοινωνικοασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα (όπως: σεβασμός της συλλογικής αυτονομίας, εναντίωση στην εκ περιτροπής εργασία και τις ελαστικές μορφές απασχόλησης, αντιμετώπιση της ανεργίας, αποτροπή των απολύσεων, εναντίωση στις μεταβολές του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στις ΔΕΚΟ, καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, εναντίωση στο σύστημα της εργασιακής εφεδρείας, εναντίωση στις μειώσεις μισθών, ενάντια στα «χαράτσια» κ.λπ.). Στην περίπτωση αυτή υπάγεται επιπλέον μια σειρά απεργιών που κηρύσσουν Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα προβάλλοντας ευρύτερα-πολιτικά αιτήματα.

Από τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2011 σημειώνονται απεργίες εργαζομένων στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα ενάντια στην εφαρμογή του μέτρου της εργασιακής εφεδρείας. Ειδικότερα, καταγράφονται 45 απεργίες που προβάλλουν το συγκεκριμένο αίτημα. Το αίτημα για μη εφαρμογή της εργασιακής εφεδρείας είναι στην ουσία αίτημα για μη πραγματοποίηση απολύσεων.

Το αίτημα για τήρηση των προβλεπόμενων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας καταγράφεται 35 φορές σε περιπτώσεις απεργιών που πραγματοποιούνται σε επιχειρησιακό επίπεδο (μέσα μαζικής ενημέρωσης, βιομηχανίες, τράπεζες).

Το αίτημα για υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας καταγράφεται 33 φορές και διατυπώνεται τόσο σε επιχειρησιακό (εταιρείες κλάδου τηλεπικοινωνιών, κλάδου τροφίμων, καζίνο, μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.ά.) όσο και σε κλαδικό επίπεδο (εργαζόμενοι στον κλάδο πετρελαίου, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε καζίνο).

Περαιτέρω, καταγράφονται 14 περιπτώσεις απεργιών με αίτημα τη μη εφαρμογή ή την ανάκληση της επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας. Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών συναντώνται κυρίως απεργίες σε επιχειρησιακό επίπεδο (όπως σε μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε εμπορικά καταστήματα, σε ιδιωτικές κλινικές, σε κλωστήρια), δυο κλαδικές (μια των εργαζομένων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και μια των εργαζομένων στα ναυπηγεία), ενώ το αίτημα για μη εφαρμογή εκ περιτροπής εργασίας διατυπώνεται και σε γενικές απεργίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ.

Καταγράφονται 12 απεργίες με αιτήματα συνταξιοδοτικά και κοινωνικοασφαλιστικά. End, καταγράφονται απεργίες με αιτήματα που αφορούν τον χρόνο εργασίας (8 περιπτώσεις), την αλληλεγγύη σε συνδικαλιστές που υφίστανται δυσμενή μεταχείριση (6 περιπτώσεις), την αντίθεση στην εν γένει βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας (4 περιπτώσεις) – εντούτοις, σημειώνεται ότι και η μείωση μισθών, που αναφέρεται παραπάνω, αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας–, καθώς και την βελτίωση και τον σεβασμό των προδιαγραφών υγείας και ασφάλειας (4 περιπτώσεις).

 

* Από το βιβλίο του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ :

Αναδιαρθρώσεις στην Ελλάδα, ΑΝΤΑ ΣΤΑΜΑΤΗ, ΕΛΕΝΑ ΚΟΥΣΤΑ

οι απεργίες το 2011, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΣΟΡΙΔΑΣ, ΣΟΦΙΑ ΛΑΜΠΑΣΑΚΗ

Συντονιστής: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΖΗΣ

 

Leave a Comment