Χρηματιστικοποίηση και διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο*

 

Σηφάκη – Καπετανάκη Κατερίνα

(CREG, Université de Grenoble, France)

Εισαγωγή

Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, η παγκοσμιοποίηση και η χρηματιστικοποίηση είναι οι σημαντικότερες αλλαγές που σημάδεψαν το καπιταλιστικό σύστημα, ιδιαίτερα το δυτικό καπιταλισμό, τις τελευταίες δεκαετίες. Τα τρία αυτά φαινόμενα βρίσκονται σε ουσιώδη σύζευξη αλληλεπιδρώντας μεταξύ πους. Ще, ενώ πολλά έχουν γραφτεί για το νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση [Dumenil G. (2000) ; Helleiner E. (1994) ; OCDE (2001)] η χρηματιστικοποίηση έχει προσελκύσει μέχρι σήμερα πολύ λιγότερο την προσοχή, αν και σταδιακά αναδεικνύεται ως το μείζον στοιχείο της τριάδας.

Η χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού [Stockhammer E., 2004 ; Palley T., 2007] відзначені посилення контролю фінансового капіталу над реальною економікою і відображає зростаючу роль фінансових інститутів, των χρηματιστηριακών αγορών, των χρηματιστικών κινήτρων, і фінансова еліта функціонування економіки та центрів влади на національному та міжнародному.

Η χρηματιστικοποίηση συμβαδίζει με την αποδυνάμωση της βιομηχανικής βάσης της Δύσης. Στηρίχτηκε στην απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων, στην ανάπτυξη των χρηματιστηριακών αγορών και, ιδιαίτερα, στην πλήρη απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίου που ολοκληρώθηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1990 [Sifakis – Kapetanakis C. 2007].

Η απελευθέρωση αυτή οδηγεί στην άνοδο μιας νέας μορφής χρηματιστικού κεφαλαίου, που σταδιακά αποκτά δεσπόζοντα ρόλο στην παγκόσμια οικονομία. Αποκαλούμε αυτή τη μορφή του κεφαλαίου Global Finance. H απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και της κίνησης κεφαλαίων ανταποκρίνεται στα νέα συμφέροντα του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου, ιδιαίτερα του αμερικάνικου. Він також відповідає геоекономічні інтереси США.

Η άνοδος της Global Finance έχει σημαντικές και ποικίλες επιδράσεις που σταδιακά οδηγούν σε ένα συστημικό μετασχηματισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. επηρεάζοντας ιδιαίτερα τους στόχους, τα κριτήρια επιδόσεων και τις στρατηγικές των επιχειρήσεων. Ο μοναδικός στόχος της μεγάλης καπιταλιστικής επιχείρησης γίνεται η «δημιουργία αξίας» για τους μετόχους [Jürgens U. et alii, 2000 ; Gehrke I., 2002 ; Huffschmid J., 2007]. Η άνοδος της Global Finance έχει επίσης σημαντικές μακροοικονομικές συνέπειες, ιδίως όσον αφορά τις επενδύσεις, την ανάπτυξη, το δημόσιο δανεισμό, την κατανάλωση, розподіл доходів, а також економічна політика .

Αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών είναι η ριζική αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας προς όφελος του κεφαλαίου.

Στο πρώτο μέρος (Ι) της μελέτης αυτής αναλύονται οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο της Global Finance. Το δεύτερο μέρος (ΙΙ) της μελέτης αναφέρεται στα διάφορα κανάλια και μηχανισμούς μέσω των οποίων η άνοδος της Global Finance οδηγεί στη χρηματιστικοποίηση των οικονομιών.

/ Αίτια της ανόδου και χαρακτηριστικά της Global Finance

Α/ Η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα

Το πρώτο βήμα προς την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι η δημιουργία στη δεκαετία του 1960, євроринку за активної підтримки США і британським урядами. Метою було американські транснаціональні компанії, щоб отримати вигоду з переваг лібералізації ринку грошей, με παράλληλη διατήρηση του συστήματος ελέγχων πού επέβαλαν οι συμφωνίες του Bretton Woods, το οποίο αποτελούσε στοιχείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας

Όμως η διαδικασία χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης ξεκινά ουσιαστικά τη δεκαετία του 1970 με την κατάρρευση του Συστήματος του Bretton Woods, και επιταχύνεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 [Morin F. 2006, 2000]. Η διαδικασία αυτή οδηγεί διαδοχικά

  • στην απελευθέρωση των αγορών συναλλάγματoς,
  • την προοδευτική απελευθέρωση των τραπεζικών συστημάτων,
  • την ανάπτυξη των αγορών χρηματοπιστωτικών παραγώγων,
  • την απελευθέρωση των αγορών ομολόγων και του καθορισμού των μακροπρόθεσμων επιτοκίων,
  • την τιτλοποίηση (« titrisation »),
  • τη δημιουργία των πιστωτικών παραγώγων και, τέλος και το σημαντικότερο,
  • την πλήρη απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων.

Κύριος στόχος της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης που ολοκληρώνεται στην Ευρώπη τη δεκαετία 1990 στα πλαίσια της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Ενιαίας Πράξης, є збільшення частки на фондових ринках - при цьому організації Global Finance відігравати домінуючу роль - як концентрацію заощаджень і фінансування економіки. Вирішальне значення для розвитку фондових ринків у Європі стало рішення європейських урядів в період 1984-1992, для задоволення потреб у фінансуванні громадського майже виключно шляхом видачі вільно обертаються цінні папери на міжнародних фондових ринках («τιτλοποίηση» του δημόσιου χρέους).

Β/ Κύρια χαρακτηριστικά της Global Finance

Η Global Finance αποτελείται κύρια από τρεις κατηγορίες ιδρυμάτων :

  • η πρώτη περιλαμβάνει τις «γενικές» και τις επενδυτικές τράπεζες οι δραστηριότητες των οποίων είναι πλέον πλήρως διεθνοποιημένες. Ανάμεσα τους και τα μεγαθήρια («too big to fail»), πραγματικά supermarket των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, Citygroup, Deutsche Bank, HSBC, J. P. Morgan, BNP, Banque of America, Société Générale, Credit Agricole, κλπ.
  • Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους «Θεσμικούς» Επενδυτές (ΘΕ) : συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, και οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες [Lorenzi J.- H. (2008) ; Plihon D., 2003]. Варто відзначити, що ці організації є великі бенефіціари інституційних реформ за останні тридцять років, що призвело до інституціоналізації заощаджень, την ανάπτυξη της τραπεζοασφάλισης (bancassurance) και τη σημαντική επέκταση των συνταξιοδοτικών συστημάτων κεφαλαιοποίησης.
  • Την περίοδο 1980 – 2000 αναπτύσσονται καινούργιες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ιδιαίτερα διάφορες κατηγορίες εταιρειών επενδυτικών κεφαλαίων [Lorenzi J.-H. (2008) ; Aglietta et alii, 2010]: Hedge Funds (αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου), private equity funds (PEF) (ιδιωτικά αμοιβαία κεφάλαια), “vautourfunds (ληστρικά αμοιβαία κεφάλαια) κλπ. Αυτά τα ιδρύματα προέρχονται από τη συγκέντρωση ιδιωτικών κεφαλαίων πλουσίων ιδιωτών, μεγάλων τραπεζών, θεσμικών επενδυτών κλπ. Η ανάπτυξή τους, ευνοήθηκε από την αυξανόμενη συγκέντρωση και ανισοκατανομή της διεθνούς αποταμίευσης, προς όφελος του κεφαλαίου και των πιο πλούσιων νοικοκυριών.

Στο σύνολο τους, τα παραπάνω ιδρύματα :

  • εφαρμόζουν μετοχικό «ακτιβισμό»,
  • επιδίνονται σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες και,
  • ορισμένα από αυτά, ιδιαίτερα τα Ηedge Funds και ταληστρικάαμοιβαία κεφάλαια, Вони засновані майже виключно на податкових гаваней.

Розвиток цих приватних фінансових інститутів в міжнародному контексті характеризується послабленням державного та громадського контролю призводить до безпрецедентного посиленню і глобалізації конкуренції капіталу.

Фінансові інститути, які складають Глобальну Фінанси серед особливо тісному Capital відносин. Αποτελούν την πιο προχωρημένης μορφής συγχώνευση του τραπεζικού και του παραγωγικού κεφαλαίου.

Οι μεγάλες «γενικές» τράπεζες ελέγχουν σημαντικό αριθμό Hedge Funds, і більшість партнерств взаємні фонди, маючи сильну присутність в страховому секторі (bancassurance). Ασφαλιστικές εταιρείες αποκτούν επίσης τον έλεγχο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ιδιαίτερα τραπεζών.

Οι τράπεζες και, ιδιαίτερα, οι θεσμικοί επενδυτές και τα ιδιωτικά αμοιβαία κεφάλαια (private equity funds) έχουν σημαντικές συμμετοχές αντίστοιχα σε εισηγμένες και μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών. Τα ιδρύματα αυτά («γενικές» τράπεζες, Hedge Funds ; “Vautourfunds) ελέγχουν επίσης το μεγαλύτερο μερίδιο των τίτλων δημοσίου χρέους των ευρωπαϊκών κρατών και τις εταιρείες εκμετάλλευσης των χρηματιστηριακών αγορών (Euronext, New York Stock Exchange….)

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι νέες μορφές συγχώνευσης του κεφαλαίου-χρήματος και του παραγωγικού κεφαλαίου πού αναπτύσσονται, ιδιαίτερα στα πλαίσια των private equity funds. Інвестиції у виробничому секторі в даний час здійснюється в основному за рахунок приватних фондів прямих інвестицій і приймати форму в лапки поглинань. Οι ιδιοκτήτες των private equity funds χρηματοδοτούν τις εξαγορές αυτές με ποσοστά μέχρι 90% μέσω τραπεζικών δανείων. Кредити не укладено від імені приватних інвестиційних фондів, які отримали, але в ім'я бізнесу набула. Οι εν λόγω επιχειρήσεις καλούνται και να τα ξεπληρώσουν αφού υποστούν μεγάλες αναδιαρθρώσεις, συχνά πολύ δαπανηρές από την άποψη των θέσεων εργασίας. Після реструктуризації, які спрямовані на збільшення короткостроковій перспективі ринкова вартість, ці підприємства або його частини продаються на складі, таким чином, забезпечуючи більший прибуток продавцям. Американський співробітник сім і французький службовець з десяти працюючих сьогодні в компанії контролюється ПСВ.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των private equity funds είναι η αυξημένη δυνατότητα ταχείας εμπλοκής και απεμπλοκής από τις επιχειρήσεις του παραγωγικού τομέα που παρέχουν στο κεφάλαιο. Έτσι, правова форма ПСВ ще більш підсилює більшу мобільність, що дозволяє Фонду поточний рамки повної свободи руху капіталу.

Підвищена мобільність капіталу і зростання короткострокових стратегій максимізації прибутку, які супроводжують його є одним з основних особливостей значна частина сучасної продуктивного капіталу, ιδιαίτερα των χωρών της Δύσης [Chesnais F.,1996]. Το φαινόμενο αυτό είναι ενδεικτικό της επέκτασης της λογικής της Global Finance στο παραγωγικό κεφάλαιο. Eχει ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα, γιατί εμποδίζει την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων στρατηγικών από τις βιομηχανικές επιχειρήσεις συμβάλλοντας έτσι στην παρακμή του δυτικού καπιταλισμού.

C/ Τα αίτια της ανόδου της Global Finance

Η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση είναι προϊόν μιας σειράς πρωτοβουλιών και αποφάσεων των αμερικάνικων κυβερνήσεων που σηματοδοτούν ρήξη με την κληρονομιά του συστήματος του Bretton Woods [Helleiner E., 1994].

Οι πρωτοβουλίες αυτές είναι κατά πρώτο λόγο αποτέλεσμα πιέσεων του αμερικάνικου κεφαλαίου, καταρχήν του τραπεζικού και στη συνέχεια των αμερικάνικων πολυεθνικών εταιρειών.

Ο τραπεζικός τομέας των ΗΠΑ χαρακτηρίζεται από τα τέλη του Πολέμου μέχρι τη δεκαετία του 1970 από μεγάλη γεωγραφική εξειδίκευση και σημαντικό δημόσιο έλεγχο. Ο στενός δημόσιος έλεγχος ήταν προϊόν της κρίσης του 1929 η οποία είχε ως συνέπεια η χρηματοπιστωτική σταθερότητα να αποκτήσει πρωταρχική σημασία για την αμερικάνικη κυβέρνηση. Зниження рентабельності банків США на початку 1960 зміцнили постійним тиск, який чиниться тими війни на користь пом'якшення громадського контролю та звільнення їх діяльності.

Η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση εξυπηρετούσε επίσης τα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των αμερικάνικων, які все частіше інтернаціоналізації. Інтернаціоналізація промислових підприємств є невід'ємним тенденція капіталу, щоб розширити поле селекції і розвивалися головним чином, оскільки 1960. Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που κορυφώνεται κατά τη διάρκεια της κρίσης της δεκαετίας 1970, ευνόησε την επιτάχυνση του φαινομένου.

Η διεθνοποίηση της παραγωγής επηρέασε τη στάση του βιομηχανικού κεφαλαίου όσον αφορά το δημόσιο έλεγχο των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα τον έλεγχο κινήσεων κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, ενώ το αμερικάνικο μονοπωλιακό κεφάλαιο είχε υποστηρίξει αρχικά το σύστημα του Bretton Woods, η στάση του αλλάζει σταδιακά, λόγω των αρνητικών επιπτώσεων των ελέγχων που αυτό επέβαλε πάνω στις όλο και πιο έντονα διεθνοποιημένες δραστηριότητές του.
Κατά δεύτερο λόγο, η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση, ιδιαίτερα η μεγάλη ανάπτυξη των χρηματιστηριακών αγορών και η πλήρης απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίου, εξυπηρετούν τα αμερικάνικα γεω-οικονομικά συμφέροντα.

Μέχρι τη δεκαετία 1980, значна частка світових заощаджень був направлений найбільших банків в країнах третього світу, щоб задовольнити зрослі фінансові потреби після «нафтової кризи» 1973.

Лібералізації руху капіталу й розвиток фондових ринків були спрямовані на зміну потоку і каналів напрями глобальних заощаджень : στροφή του διεθνούς κεφαλαίου στην αγορά τίτλων σε $ και στις αμερικάνικες χρηματιστηριακές αγορές που είναι οι πιο ανεπτυγμένες και οι πιο ανταγωνιστικές παγκόσμια. Це сильне тяжіння вони чинять на фондові ринки США міжнародні заощадження дозволяє США утримуватися в зусиль, необхідних для зниження його подвійний дефіцит, що підвищення податків і стиснення бюджетного дефіциту і військових витрат.

Вільний рух капіталу також дозволяє грошово-кредитної політики США впливати на грошово-кредитну і курсову політику іншого члена. Найбільш яскравим прикладом є досвід різкого збільшення процентних ставок у США по Пола Волкера 1980. Це збільшення викликано посилення грошово-кредитної політики глобальних і підвищив процентні ставки. Різке підвищення процентних ставок викликане, в свою чергу, не тільки боргова криза країн третього світу і оцінка деяких валют, ιδιαίτερα του γερμανικού μάρκου, με την οποία η Γερμανία ήταν μέχρι τότεσθεναρά αντίθετη, παρά τις αμερικάνικες πιέσεις. Με τον τρόπο αυτό, χάρη στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, здатність США впливати на економічну ситуацію і економічну політику в інших країнах істотно посилюється.

Η επικράτηση μιας φιλελεύθερης παγκόσμιας οικονομικής τάξης πραγμάτων ενισχύει επίσης τη θέση του $ ως διεθνούς νομίσματος.

Τέλος, випуск фінансових механізмів та торжество неоліберальних ідей сприяло низькою соціальної стійкості через відмову від кейнсіанських економічних стратегій для вирішення проблеми стагфляції.

Процес економічної лібералізації та лібералізації фінансових ринків, який почався в Сполучених Штатах поступово поширився на конкурсній основі дерегулювання у всьому світі, πρώτα στη Βρετανία (City of London) κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της M. Thatcher, και στη συνέχεια στην Ιαπωνία και την Ευρώπη. Η επιτάχυνση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την Ενιαία Πράξη (1986), και την πλήρη απελευθέρωση το 1992 των κινήσεων κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένου και του μη ευρωπαϊκού και χωρίς να απαιτείται αμοιβαιότητα) διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην επέκταση του φαινομένου συνέβαλαν επίσης :

  • η επιθυμία για οικονομικό άνοιγμα μεγάλων αναπτυσσόμενων οικονομιών,
  • τα χρηματοδοτικά πλεονάσματα ορισμένων χωρών (Ιαπωνία) και,
  • η πίεση του ευρωπαϊκού πολυεθνικού κεφαλαίου, ιδιαίτερα του χρηματιστικού.

Η διεθνοποίηση και στη συνέχεια η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, είχαν πολύ σοβαρές συνέπειες. Οδήγησαν σε μια διαδικασία μετεγκατάστασης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων σε περιφερειακές χώρες, ιδιαίτερα σε πρόσφατα βιομηχανοποιημένες χώρες. Αυτή η διαδικασία μετεγκατάστασης στην οποία συμμετείχε και το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, αρχικά βρισκόταν κάτω από το έλεγχο των πολυεθνικών εταιρειών. Η διαδικασία αυτή συνέβαλε στην ανάπτυξη εθνικής βιομηχανίας στις χώρεςαποδέκτες των επενδύσεων και ιδιαίτερα στην Κίνα, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα - з деякими винятками - США та європейської промисловості.

Загроза переселення також зміцнює переговорні силу багатонаціонального капіталу проти урядів розвинених капіталістичних країн і її здатності впливати на економічну політику у бік інтересів. Τέλος, η αποδυνάμωση της βιομηχανικής βάσης της Δύσης αυξάνει το βάρος του χρηματιστικού κεφαλαίου στο σύνολο του παγκόσμιου πολυεθνικού κεφαλαίου και των (σε μεγάλο βαθμό κερδοσκοπικών) χρηματιστικών δραστηριοτήτων στον κύκλο εργασιών των αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολυεθνικών εταιρειών. Ενδεικτικά, μια μελέτη της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών που έγινε το 1994 [Chesnais F.,1996], δείχνει ότι στις συναλλαγές swaps πού σημείωσαν τη χρονιά αυτή εκρηκτική ανάπτυξη, οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν σχεδόν το 50% των swaps συναλλάγματος και πάνω από 35% των swaps επιτοκίων. Також, σύμφωνα με τις απαντήσεις σε ερωτηματολόγιο που υπέβαλε το περιοδικόFortune”, η συντριπτική πλειοψηφία των διευθυντών των 200 μεγαλύτερων αμερικάνικων εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα δεν σκόπευαν να αποσυρθούν από τις (έντονα κερδοσκοπικές) αγορές παραγώγων, θεωρώντας ότι αυτά αποτελούν κομμάτι του στρατηγικού τους ορίζοντα. Αποκαλυπτική είναι τέλος μια μελέτη του ΔΝΤ (1993) заявивши, що, якщо Iedge Засоби діяв як авангард нападу спекулятивного фінансового капіталу проти Європейської валютної системи 1992, οι θεσμικοί επενδυτές και οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν την ουσιαστική δύναμη κρούσης .

 

ΙΙ / Ανοδος της Global Finance και χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού

Α/ Global Finance і фінансіалізації бізнес-стратегій

Капіталістичні країни Заходу випробували перші три десятиліття після Другої світової війни, період значного економічного процвітання характеризується як «золотий вік». Το πεδίο αξιοποίησης του κεφαλαίου την περίοδο αυτή ήταν κύρια οι εθνικές οικονομίες. Ο ρόλος του Κράτους μετρίαζε, ιδιαίτερα στις ευρωπαϊκές χώρες, τη δύναμη του κεφαλαίου ( ο γαλλικός καπιταλισμός χαρακτηρίζονταν για παράδειγμα σαν «καπιταλισμός χωρίς κεφάλαιο»). Στο επίπεδο των επιχειρήσεων σημαντική ήταν η δύναμη των μάνατζερ («technostructure»). Максимальне норму прибутку і повернень на капітал були основними, але не тільки безпосередня мета великих компаній. Ανάμεσα στους στόχους αυτούς συγκαταλέγονταν και η αύξηση του μεριδίου των επιχειρήσεων στην αγορά, η ενίσχυση της επιρροής τους απέναντι στο Κράτος, κλπ…

Η «πετρελαϊκή» κρίση του 1970 σηματοδοτεί πτώση της κερδοφορίας του Δυτικού κεφαλαίου η οποία ευνοεί τη διεθνοποίηση και στη συνέχεια, την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, και τέλος τη χρηματιστική παγκοσμιοποίηση.

Повстання Global Finance сприяє структурну трансформацію капіталізму [Plihon D., 2004]. Η άνοδος αυτή εκφράζεται στην πρωτοφανή ανάπτυξη και την παγκόσμια επέκταση των συμμετοχών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε επιχειρήσεις. Το φαινόμενο αυτό είναι ενδεικτικό μιας (ανατρέψιμης) τάσης για δημιουργία παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης.

Αν εξετασθούν καθεμία χωριστά, οι συμμετοχές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αντιπροσωπεύουν (με εξαίρεση τα private equities funds) невеликий відсоток капіталу компанії, і кожен з цих інститутів є міноритарним акціонером. Αλλά αν προστεθούν οι συμμετοχές του συνόλου των οργανισμών αυτών στο κεφάλαιο κάθε μίας από τις εταιρείες, οι αριθμοί που προκύπτουν είναι εντυπωσιακοί. Το γεγονός ότι το σύνολο των μετόχων έχουν ταυτόσημο στόχο, τη μεγιστοποίηση βραχυπρόθεσμα της απόδοσης των μετοχών (χωρίς να ενδιαφέρονται για τη στρατηγική των εταιρειών), τους επιτρέπει να κατευθύνουν αποτελεσματικά τη διοίκηση των επιχειρήσεων προς το στόχο αυτό.

Θεμελιώδης στόχος της επιχείρησης γίνεται η «δημιουργία αξίας» για τους μετόχους (Brissaud L., Menetrier R., 2000, Batsch L. 2002). Αυτός ο όρος δεν σημαίνει απλώς τη μεγιστοποίηση της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, η οποία υπήρξε πάντοτε βασικός στόχος των μετόχων. Це також означає, встановивши занадто високі цільові показники ефективності (15%).

Ο στόχος της «δημιουργίας αξίας» για τους μετόχους οδηγεί στη δημιουργία νέων κριτηρίων και δεικτών αξιολόγησης των επιχειρήσεων, όπως ο δείκτης EVA (Economic Value Added). Ο δείκτης αυτός εκφράζει τη ρευστότητα που μένει διαθέσιμη στην επιχείρηση -και η οποία μπορεί να διανεμηθεί στους μετόχους- αφού αφαιρεθούν όχι μόνο το σύνολο των δαπανών της επιχείρησης (μισθοί, εξόφληση προμηθευτών, λοιπά έξοδα, τόκοι, φόροι….) αλλά και αυτό που θεωρείται σαν «κανονική» αμοιβή του κεφαλαίου. Μια θετική EVA σημαίνει, επομένως, створення додаткової акціонерної доданої в "справедливої" або "нормально" значення прибутковості на вкладений капітал.

Компанії, які роблять ці групи вважаються акціонери, як одиночних активів, чия ринкова вартість повинна максимально коротким і хто поширює як максимальне дивіденди. Найбільш широко використовуваним засобом для максимізації прибутку є стиснення собівартості, особливо витрати на оплату праці.

Ключовою особливістю сучасного фінансового капіталу і підстави влади високою рухливістю, що характеризує. Ця рухливість в контексті повної лібералізації руху капіталу дозволяє його ставити у своїх конкуренції робітників усіх країн. Це сприяє радикальна зміна в балансі сил між працею і капіталом на користь капіталу. Дозволяє гравцям Global Finance і транснаціональні корпорації вимагають компаній, в яких вони холдингів на болі продажу контрольованих акцій- ставки прибутковості, принаймні рівні тим, що вони могли б досягти в будь-якому іншому ринку. Ця загроза центральний тиск акціонерів з управління Товариством в обсязі, що масові продажі призведе до падіння ринкової капіталізації з подальшим зниженням вартості акцій варіантів і менеджерів.

Зростаючий вплив фінансового капіталу призвело до "фінансіалізації" корпоративних стратегій, які глибоко впливає діяльність, τη χρηματοδοτική δομή και τις αρχές διοίκησης τους : οι χρηματιστηριακές δραστηριότητες αντιπροσωπεύουν αυξανόμενο μερίδιο του εισοδήματος των βιομηχανικών εταιριών, Різке зниження на фондових призводить до дуже високої ставки кредитування максимізувати віддачу на капітал, значне зростання практики аутсорсингу і переїзд діяльності в інших країнах. Транснаціональні компанії прагне зберегти контроль над концепції продуктів та інновацій, а також каналів розподілу продукції і проміжних діяльності, які вимагають значних капітальних активів переселення в країнах регіону.

Τα παραδείγματα της στρατηγικής αυτής αφθονούν. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες διατηρούν τον έλεγχο των δύο άκρων της αλυσίδας παραγωγής – σχεδιασμός των μοντέλων από τη μία, монтаж і продаж продуктів з іншого - і проміжні заходи є предметом міграції в основному в країнах, що розвиваються. Επιχειρήσεις όπως η Nike και η Benetton εφαρμόζουν την ίδια στρατηγική :διατήρηση του ελέγχου της «σύλληψης» και διάθεσης των προϊόντων τους τα οποία όμως δεν παράγουν πλέον οι ίδιες. Ο Serge Tchuruk πρόεδρος της Alcatel δήλωνε το 2001 «Επιδιώκομε να γίνομε σύντομα επιχείρηση χωρίς εργοστάσια» [Βatsch L., 2002].

К "монетизацією" корпоративних стратегій, безсумнівно, сприяє створенню вартості для акціонерів. Μακροπρόθεσμα όμως οδηγεί στην απώλεια της ανταγωνιστικότητας του Δυτικού πολυεθνικού κεφαλαίου.

Β/ Χρηματιστικοποίηση των οικονομιών

Розширення прав і можливостей фінансового капіталу і встановлення принципів управління бізнесом спрямована виключно на "створення цінності" для своїх акціонерів мати значні наслідки на макроекономічному рівні, який є термін "фінансіалізації" економіки [Palley T., 2007].

Η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας έχει κατά πρώτο λόγο αρνητικές επιπτώσεις στις παραγωγικές επενδύσεις [Sifakis – Kapetanakis C., 2008, Orhangazi Ö., 2008]:
• Політика висока дивідендна послаблює самофінансування потенціалу інвестицій.
• інвестиційні перспективи фінансування за значно збільшуючи зменшення акціонерного капіталу після випуску нових акцій, позують для старих акціонерів ризик падіння - у зв'язку зі збільшенням поставок -The ринковою ціною акцій, тим самим зменшуючи очікувану оцінку капіталу. Бажання зберегти ціни акцій максимуму також сприяє поширенню викупу угод від підприємств – που χρηματοδοτούνται μέσω αύξησης του δανεισμού. Το φαινόμενο παίρνει τόσο μεγάλες διαστάσεις στις χρηματιστηριακές αγορές (США, Γαλλία) що протягом багатьох років загальний розмір викупу власних акцій компаніями, ніж шляхом випуску нових акцій. Це означає, що фондові ринки поступово втрачають свою традиційну роль і істотну їх існування, ο οποίος είναι η χρηματοδότηση των επενδύσεων και της οικονομικής ανάπτυξης.
• Η χρηματιστικοποίηση των οικονομιών και το δίδυμο φαινόμενο της, η παγκοσμιοποίηση, також сприяти стратегічної зовнішнього зростання підприємства-великий розвиток злиттів і ефект поглинання ділових операцій- εις βάρος στρατηγικών εσωτερικής μεγέθυνσης που βασίζονται στην άνοδο των παραγωγικών επενδύσεων και ευνοούν τn οικονομική ανάπτυξη [Kechidi M., 2004]. Загроза переселення за кордон також призводить країни "центру" нав'язати політику і скорочень дерегулювання ринку праці у вартості робочої сили чинять негативний вплив на попит і таким чином інвестиції в бізнес.

Монетизацією також призводить до зміни способу фінансування потреб у запозиченні держави. Ο δανεισμός μέσω έκδοσης ελεύθερα διαπραγματευόμενων τίτλων στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές («titrisation») προοδευτικά γίνεται ο -σχεδόν- μοναδικός τρόπος δανεισμού του Δημοσίου.

Ця реформа завершена в Європі десятиліття 1980 και 1990 в процесі європейської валютної інтеграції робить європейським урядам полон фондовий ринок і глашатаїв - враховуючи значні недоліки в інституційних рамках єврозони – τις μελλοντικές κρίσεις δημοσίου χρέους στην Ευρώπη.
Χρηματιστικοποίηση και παγκοσμιοποίηση συντελούν επίσης στην αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών. Η αύξηση του δανεισμού αντισταθμίζει τη στασιμότητα της αγοραστικής δύναμης των μισθών τα τελευταία τριάντα χρόνια και, βραχυπρόθεσμα, ευνοεί την αύξηση της κατανάλωσης. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, Позитивні ефекти борг компенсовано збільшенням приватного запозичення може призвести до значного погіршення платоспроможності домогосподарств, що в свою чергу сприяє погіршенню фінансового становища банків.

Монетизацією капіталістичних економік також впливає на розподіл доходів: збільшення доходів від фінансової діяльності в мережі підприємницького доходу, доходу капіталу в національному доході і зростаючою нерівністю у розподілі доходів.

Τέλος, інтереси фінансового капіталу, підтримувані бізнес-спільноти в цілому вже привести, так як 1980 σε μια ριζική αλλαγή της κατεύθυνσης των οικονομικών πολιτικών με στόχο την αποκατάσταση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, που σημείωσε πτώση τη δεκαετία 1970. Напрямок економічної політики, проведеної в Європі з початку 1990 в грошовій плану союзу збільшує негативні наслідки фінансіалізації на європейських робітників [Palley T., 2007]. Новий кадр має ефект уловлювання їх у свого роду рамки, чотири сторони якого містять / глобалізації, β/ την εγκατάλειψη του στόχου πλήρους απασχόλησης, γ/ το αδύνατο Κράτος, και 4/ την ευέλικτη αγορά εργασίας. Οι πολιτικές που υπαγορεύουν οι τέσσερις πλευρές του κουτιού τους ασκούν πίεση, що пояснює розв'язку подій заробітної плати до зростання продуктивності праці і збільшення нерівності: Співробітники в приватному секторі, що підлягають виклик глобалізації. Співробітники держави існують для схуднення держава і всі робітники знаходяться під загрозою зростаючої дерегулювання ринку праці, και την εγκατάλειψη της πλήρους απασχόλησης ως βασικού στόχου της οικονομικής πολιτικής

* Είναι η εισήγηση που έγινε στο επιστημονικό συνέδριο του ΜΑΧΩΜΕ με θέμαΤαξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας” που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα 21,22 & 23 Листопад 2014.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Aglietta M., Khanniche S. et Rigot S. (2010) Les Hedge Funds, éditions Perrin

atsch L. (2002), Le capitalisme financier, Repères, La Découverte

Chesnais F. (1996), « Déséquilibres mondiaux et instabilité financière : la responsabilité des politiques libérales », La mondialisation financière, Genèse, coût, enjeux, Syros

Dumenil G. (2000), Crise et sortie de crise : ordre et désordres néolibéraux, PUF

Gehrke I. (2002), « Valeur actionnariale : le rattrapage de l’Allemagne », dans Plihon D., Ponssard J.P. (sous la direction de), La montée en puissance des fonds d’investissement, Париж, 147-162

elleiner E. [1994], States and the Re-emergence of Global Finance, Cornell University Press

Huffschmid J. (2007), « From Finance for Investment to Financial Investment. Background and Consequences of the New Role of Financial Markets and Investors in Developed Economies», communication à la conférence Finance-led capitalism? Macroeconomic effects of changes in the financial sector, Berlin, 26-28 octobre

Hürgens U., Naumann K., Rupp J. (2000), “Shareholder value in an adverse environment, the German case”, Economy and Society, Volume 29, 1, 54-79

Kechidi M. (2004), « Fusions et acquisitions : La financiarisation des logiques de concentration”, dans L’économie industrielle en mutation, Revue clés, automne

Lorenzi J.-H. et Trainard Ph. (2008), « Les nouveaux acteurs de la Finance », Regards Croisés sur l’Economie, La Découverte, 1, 3

Morin F. (2006), Le nouveau mur de l’argent : essai sur la finance globalisée, éditions du Seuil

Morin F. (2000) “A transformation in the French model of shareholding and management” Economy and Society, Volume 29, 1, 36-53

OCDE (2001), Le nouveau visage de la mondialisation industrielle. Fusions/acquisitions et alliances stratégiques transnationales, OCDE

Orhangazi Ö. (2008), « Financialisation and capital accumulation in the non-financial corporate sector », Cambridge Journal of Economics

Palley T. (2007) « Financialization : what it is and why it matters”, The Levy Economics Institute, WP 525

Plihon D. (2004) “Les grandes entreprises fragilisées par la finance » dans Chesnais F. La finance mondialisée, La Découverte, Париж, 125-145

Plihon D. (2003), Le nouveau capitalisme, La découverte, collection Repères, Париж

Sifakis- Kapetanakis C. (2007), « The European Monetary Integration process and Financial Globalization », International Journal of Political Economy, Весна, 75-90

Sifakis – Kapetanakis C .(2008) « Financiarisation et transformations de la structure financière des entreprises industrielles européennes », Colloque de l’Association des Etudes Keynésiennes, Sfax

Stockhammer E. (2004), « Financialisation and the slowdown of accumulation », Cambridge Journal of Economics, 28, 719-741

Την εισήγηση αυτή μπορείτε να τηνκατεβάσετεκαι απο τα παρακάτω link:

Σηφάκη – εισήγηση (3)

ή

Σηφάκη – εισήγηση (3)

Leave a Comment