Η νομική έξοδος από την κρίση
Γιώργου Κατρούγκαλου, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου
Α- Η αντίθεση των μνημονίων στη συνταγματική τάξη
Ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός έχει εγκαταλείψει προ πολλού κάθε σκέψη πολιτικού ελέγχου του χρηματιστηριακού Φρανκεστάιν. Αν το κοινωνικό κράτος υπήρξε η σημαντικότερη κατάκτηση του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού μετά τον πόλεμο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Βερολίνο αποτελούν σήμερα τις πιο αντιευρωπαϊκές δυνάμεις του πλανήτη. Μέχρι και ο Ομπάμα φαντάζει προοδευτικός υπερ-κεϋνσιανός μπροστά στους νάνους Ευρωπαίους πολιτικούς που τα έχουν δώσει όλα στις αγορές. Και όμως, δίνοντας γη και ύδωρ στην ασυδοσία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου επιδεινώνουν την κρίση της ευρωζώνης, παρά τις προσπάθειες απομόνωσης του ελληνικού ιού. Οι επιλογές αυτές τρία χρόνια τώρα δοκιμάστηκαν, μετρήθηκαν και βρεθήκαν λιποβαρείς.
Το πλέγμα των νομοθετικών μέτρων, με τα οποία επιχειρείται στη χώρα μας η επιβολή αυτών των πολιτικών, ουσιαστικά αποτελεί ένα νέο «παρασύνταγμα» [1], στο βαθμό που η εφαρμογή τους προϋποθέτει αναγκαστικά τον παραμερισμό πολλών θεμελιωδών ρυθμίσεων του οικονομικού -και όχι μόνον- Συντάγματος. Οι αντισυνταγματικότητες των σχετικών ρυθμίσεων δεν είναι «σημειακές», δεν υπονομεύουν δηλαδή ορισμένες μόνον πλευρές της προστασίας των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά θέτουν πλέον σε αμφισβήτηση συνολικά τον χαρακτήρα της ελληνικής πολιτείας ως κοινωνικού κράτους και την παραδοσιακή προστατευτική λειτουργία του εργατικού δικαίου, ιδίως του συλλογικού.
Ειδικότερα, οι αντισυνταγματικότητες που συνδέονται με την υπονόμευση του κοινωνικού κράτους πλήττουν την θεσμική οργάνωση του κευνσιανού κράτους πρόνοιας. Το τελευταίο είναι προφανώς αστικό, καπιταλιστικό κράτος, στο οποίο όμως η αγορά ρυθμίζεται μέσω των κοινωνικών δικαιωμάτων με διαφορετικό τρόπο από ότι ο laissez faire φιλελεύθερος καπιταλισμός του 19ου αιώνα ή η σύγχρονη αγγλοσαξονική εκδοχή του.
Συνεπώς, η υπεράσπιση του «κοινωνικού κράτους», όπως κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθρο 25 του ισχύοντος Συντάγματος δεν συνιστά απολογητική του αστικού κράτους. Η υπεράσπιση από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση των κατακτήσεων του προηγούμενου αιώνα (δηλαδή του οκτάωρου, του ελάχιστου μισθού, της δωρεάν παιδείας, των εθνικών συστημάτων υγείας) προφανώς και δεν αποτελεί επαναστατική πράξη. Έχει, όμως τον ίδιο χαρακτήρα με την υπεράσπιση, για παράδειγμα, των ατομικών (αστικών) και πολιτικών δικαιωμάτων απέναντι στην φασιστική αμφισβήτηση τους την δεκαετία του ‘30.
Με άλλα λόγια, είναι μεν μια μάχη οπισθοφυλακής, όχι όμως από συντηρητικές θέσεις. Αυτή τη στιγμή είμαστε αντιμέτωποι με μια αντεπανάσταση, που εξ ορισμού έχει αντιδραστικό χαρακτήρα, θέλει να φέρει τον ιστορικό χρόνο πίσω από τον τωρινό. Επομένως, όποιος υπερασπίζεται σήμερα τα κοινωνικά δικαιώματα όπως είχαν κατοχυρωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, τα υπερασπίζεται από προοδευτική θέση, δεδομένου ότι ο σημερινός συσχετισμός δύναμης δεν είναι ο ίδιος με αυτόν της δεκαετίας του ’60 όταν αυτά κατοχυρώθηκαν, αλλά πολύ δυσμενέστερος. Οι θεσμοί έχουν πάντοτε μια αδράνεια, δεν αλλάζουν με την ίδια ταχύτητα με την οποία αλλάζουν οι σχέσεις παραγωγής και οι κοινωνικές σχέσεις. Αυτή τη στιγμή επομένως, είναι προς το συμφέρον μας να υπερασπιζόμαστε τις θεσμικές κατακτήσεις του παρελθόντος μέχρις ότου γίνουμε αρκετά ισχυροί ώστε να μπορέσουμε να δώσουμε νέες επιθετικές μάχες. Άλλωστε, η επαναστατική προοπτική δεν συνεπάγεται αδιαφορία για την καθημερινή δυστυχία των ανθρώπων.
Από την άλλη μεριά, τα αδιέξοδα των πολιτικών αυτών είναι προφανή. Κάθε μέρα που περνά γίνεται φανερό πια σε όλους ότι το φάρμακο του μνημονίου είναι πιο θανατηφόρο από την ασθένεια της κρίσης. Για αυτό το λόγο και οι αυτουργοί των πολιτικών αυτών προσπαθούν, πάση θυσία, αφενός να θωρακίσουν νομικά τις επιλογές τους και αφετέρου να εξασφαλίσουν αμνηστία για τον εαυτό τους.
Δεν στερούνται, μάλιστα, εφευρετικότητας ως προς την προσπάθεια να εξασφαλίσουν εκ των προτέρων ατιμωρησία για την εκτέλεσή των μέτρων αυτών. Για παράδειγμα, με το άρθρο 3 του νόμου 4046/2012 επεδίωξαν να απαλλάξουν εκ προοιμίου τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος που εμπλέκονται στην εφαρμογή του δεύτερου μνημονίου και του διαβόητου PSI, επί λέξει, από «κάθε ευθύνη, ποινική, αστική, διοικητική ή άλλη» (λες και υπάρχει και άλλη ευθύνη, πέραν της ποινικής, αστικής και διοικητικής!) Η διάταξη αυτή είναι πρωτοφανής από πολλές απόψεις. Πρώτα-πρώτα δεν είναι συμβατή με την αρχή του κράτους δικαίου η εκ των προτέρων απαλλαγή από κάθε ευθύνη για μελλοντικές πράξεις. Δεύτερον, συνιστά ουσιαστικά ομολογία ότι ήταν σε γνώση του νομοθέτη ότι επίκειται η διενέργεια εγκλήματος, και αντί για την πρόληψη ή την τιμωρία, επιδιώκεται η ατιμωρησία!
Β- Η νομική έξοδος από τα μνημόνια
Παρ’όλα αυτά, οι μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας μπορεί να καταργηθούν.
Η επιχειρηματολογία που ακολουθεί συνοψίζεται στις εξής δύο κεντρικές θέσεις:
α) Τα μνημόνια καθ’ εαυτά δεν αποτελούν διεθνείς συμβάσεις, συνεπώς από αυτά δεν απορρέουν διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, ούτε οι σχετικοί νόμοι που τα εφαρμόζουν έχουν τυπική ισχύ ανώτερη από το νόμο.
β) Δεδομένου ότι οι δανειακές συμβάσεις, που αποτελούν διεθνή συνθήκη, δεν έχουν κυρωθεί σύμφωνα με τη συνταγματική διαδικασία, οι σχετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές δεν έχουν υπερνομοθετική ισχύ, ως κανόνες διεθνούς δικαίου.
Συνεπώς, όλοι οι μνημονιακοί νόμοι μπορεί να καταργηθούν με μεταγενέστερο νόμο, με απλή πλειοψηφία, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταγγελία των δανειακών συμβάσεων. (Προφανώς, και οι εν λόγω συμβάσεις θα μπορούσαν να καταγγελθούν, και μάλιστα με απλή πλειοψηφία. Αυτό όμως θα συνεπαγόταν την άμεση διακοπή της σχετικής χρηματοδότησης, κάτι που ενδεχομένως να μην αποτελεί άμεση τακτική επιλογή μιας προοδευτικής κυβέρνησης.)
-Β1- Τα μνημόνια αποτελούν πολιτικό πρόγραμμα και όχι διεθνείς κανόνες δικαίου
Στο ερώτημα για τη νομική φύση του μνημονίου η απάντηση που δόθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας στην απόφαση της Ολομέλειας 668/2012 είναι ορθή και συνοψίζεται στο ότι τα μνημόνια αποτελούν πολιτικό πρόγραμμα και όχι διεθνή σύμβαση. (Αντιθέτως, κατά τη γνώμη μου, είναι προφανώς εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου περί συνταγματικότητας των ρυθμίσεων του μνημονίου που παραβιάζουν βασικά θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα).
Και τούτο γιατί τα ελάχιστα αναγκαία εννοιολογικά στοιχεία της διεθνούς συνθήκης, κατά το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο είναι α) να περιέχει αυτή κανόνες δικαίου και όχι απλώς προγραμματικές διατάξεις και β) τα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου τα οποία συμβάλλονται να στοχεύουν να προσδώσουν διεθνή νομική δεσμευτικότητα στους εν λόγω κανόνες. Και τα δύο αυτά στοιχεία ελλείπουν από τα μνημόνια. Αυτά χαρακτηρίζονται από τον ίδιο το νόμο ως «σχέδιο προγράμματος», ενώ τα ίδια προσδιορίζουν τις προβλέψεις τους ως «σχέδιο δράσης».
Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, μένει να απαντηθεί το ερώτημα εάν τα μνημόνια αποτελούν απλώς πολιτικό πρόγραμμα ή συνιστούν παράλληλα διεθνή υποχρέωση της χώρας, που απορρέει από άλλο κανόνα δικαίου. Δεδομένου ότι οι πολιτικές υποχρεώσεις ανελήφθησαν έναντι του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ερώτημα θα πρέπει να απαντηθεί ξεχωριστά ως προς τον καθένα από τους διεθνείς αυτούς οργανισμούς.
-Β2- Μνημόνια και ΔΝΤ
Για τη χρηματοδότηση από το ΔΝΤ δεν συνάφθηκε σύμβαση, ούτε απαιτείται, σύμφωνα με τις σχετικές συνθήκες ένταξης της χώρας μας σε αυτό. Το ΔΝΤ διαμορφώνει τα «Προγράμματα Διαρθρωτικής Προσαρμογής» κατόπιν σχετικής «επιστολής πρόσκλησης» του ενδιαφερόμενου κράτους (letter of intent) που εγκρίνεται στη συνέχεια με απόφαση του Εκτελεστικού του Συμβουλίου. Με αυτόν τον τρόπο το ΔΝΤ εμφανίζεται να μην αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών, δεδομένου ότι απλώς ανταποκρίνεται στην πρόσκληση της «επιστολής προθέσεων». (Η οποία, βεβαίως, είναι σχεδόν πανομοιότυπη σε όλες τις περιπτώσεις, εφόσον ουσιαστικά υπαγορεύεται από το ίδιο, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης συνταγής της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον»). Συνεπώς, τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο «letter of intent» συνιστούν απλώς προτεινόμενες πολιτικές ενός κυβερνητικού προγράμματος, η εγκατάλειψη των οποίων δεν συνιστά αθέτηση διεθνούς συμβατικής υποχρέωσης, αν και έχει –προφανώς- ως συνέπεια την διακοπή της περαιτέρω χρηματοδότησης από το ΔΝΤ.
-Β3- Μνημόνιο και Δανειακές συμβάσεις
Και οι τρεις Δανειακές Συμβάσεις (του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου μνημονίου) έπρεπε να κυρωθούν από τη Βουλή, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος, δεδομένου ότι δεν αποτελούν απλή σύμβαση κρατικού δανείου από αυτές που, κατά πάγια πρακτική, δεν κυρώνονται με τυπικό νόμο. Και τούτο διότι αφορούν «σε φορολογία, οικονομική συνεργασία και επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες», εφόσον ρητά παραπέμπουν στους όρους του μνημονίου, ως προϋπόθεση εκτέλεσής τους. Επομένως, εάν είχαν κυρωθεί σύμφωνα με το Σύνταγμα, θα θέσπιζαν διεθνείς υποχρεώσεις σε βάρος της χώρας, με τυπική ισχύ ανώτερη από το νόμο, σε αντίθεση με τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα των μνημονίων.
Καμιά όμως δεν κυρώθηκε, διότι προβλέφθηκε νομοθετικά, με το ν. 3847/2010, ότι οι θα ισχύουν από την υπογραφή τους, χωρίς κύρωση από την Βουλή. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση είναι προφανώς αντισυνταγματικής, ως αντίθετη στα άρθρα 28 παρ. 2 και 36 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και το διεθνές δίκαιο.
Έτσι, η πρώτη σύμβαση κατατέθηκε το Μάιο του 2010 προς κύρωση αλλά μετά το σχετικό νομοσχέδιο αποσύρθηκε. Η δεύτερη, είχε κατατεθεί στη Βουλή το Φεβρουάριο του 2012 ως σχέδιο όχι μία, αλλά τρεις φορές, την πρώτη ως παράρτημα 13 στο νόμο 4046/2012 σε νόμο, την δεύτερη ως Πράξη Νομοθετικού Περιεχόμενου (ΠΝΠ) και την τρίτη στον νόμο που κύρωσε την ΠΝΠ. Και η τρίτη, η οποία ενσωματώνει τις ρυθμίσεις του τρίτου μνημονίου, συμπεριλήφθηκε επίσης σε ΠΝΠ και κυρώθηκε με το νόμο 4111/2013.
Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, η γελοιοποίηση του ελληνικού κοινοβουλίου να εγκρίνει συνεχώς χωρίς ποτέ να συζητά παραλλαγές του ίδιου κειμένου συνδυάζεται με τη συνέχιση της αντισυνταγματικής πρακτικής της μη κύρωσης. Και τούτο γιατί το Σύνταγμα μας δεν προβλέπει την έγκριση σχεδίων, αλλά την κύρωση ήδη ολοκληρωμένων και υπογραμμένων διεθνών συμβάσεων.
Όπως είναι, επίσης, γνωστό και οι τρεις συμβάσεις περιλαμβάνουν προδήλως αντισυνταγματική ρήτρα παραίτησης από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας. Η πρόβλεψη αυτή, που δεν έχει προηγούμενο στη συνταγματική μας ιστορία, συνιστά de facto εκχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας κατά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Δεν είναι, αντιθέτως, ιδιαίτερα γνωστό ότι οι συμβάσεις αυτές έχουν και διαφορές, πάντα προς το χειρότερο. Για παράδειγμα, η δεύτερη σύμβαση περιλαμβάνει ακόμη πιο δρακόντειες διατάξεις και από την πρώτη ως προς τις δυνατότητες ευθείας επέμβασης των δανειστών στα εσωτερικά της χώρας μας. Εντελώς ενδεικτικά, αυτή δεν επαναλαμβάνει απλώς, όπως και η πρώτη και η παρούσα, τη ρήτρα παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας και την απαγόρευση κάθε μελλοντικής αναδιάρθρωσης του χρέους με όρους που να συμφέρουν τη χώρα μας, αλλά προβλέπει και ρητές «υποχρεώσεις για επιθεωρήσεις, πρόληψη απάτης και ελέγχους».
Με την προκλητική αυτή διατύπωση, για να προφυλαχθούν οι εταίροι μας από «απάτη» σε βάρος τους από το ελληνικό δημόσιο, θα πρέπει να ανεχόμαστε την άμεση παρέμβαση γκαουλάιτερ που θα έχουν πρόσβαση (στην πραγματικότητα έλεγχο, καθοδήγηση και εντολή) σε κάθε πτυχή άσκησης δημόσιας εξουσίας στον τόπο μας. (Το πιο ωραίο είναι ότι, επειδή έχουν αντιληφθεί την πλήρη νομική αβασιμότητα και επισφάλεια των γνωμοδοτήσεων του Νομικού Συμβουλίου που ζητούν και λαμβάνουν υπέρ της συνταγματικότητας των τερατωδιών αυτών, ως αναπόσπαστο τμήμα των συμβάσεων, έχουν περιλάβει όρο κατά τον οποίο εάν αυτές αποδειχθούν ανακριβείς και η σύμβαση αντισυνταγματική, αυτό θα συνιστά απάτη σε βάρος τους εκ μέρους της Ελλάδας!)
-Β4- Μνημόνια και Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Υποστηρίζεται ότι η υποχρέωση του Ελληνικού Κράτους να υλοποιήσει τα μνημονικά μέτρα απορρέει από την Απόφαση 2010/320/ΕΕ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία προσδιορίσθηκαν τα δημοσιονομικά και οικονομικά μέτρα, που υποχρεούται να λάβει το ελληνικό κράτος για να περιορίσει το υπερβολικό έλλειμμα. Ούτε όμως από την Απόφαση αυτή απορρέουν διεθνείς δεσμεύσεις για τη χώρα μας, διότι περιέχει ρυθμίσεις σε τομείς που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ούτε καν συντρέχουσα αρμοδιότητα, όπως η φορολογία, οι συντάξεις και οι μισθοί. Ως γνωστό, η Ένωση ασκεί μόνον δοτές και περιορισμένες αρμοδιότητες, εκείνες δηλαδή που της έχουν παραχωρήσει τα κράτη με τις Συνθήκες.
Συνεπώς, δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα νομικά προβλήματα για μία νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα ήθελε να τερματίσει την καταστροφική εξάρτηση της χώρας από τις άδικες και αντιαναπτυξιακές δεσμεύσεις που της επιβλήθηκαν. Όλοι οι νόμοι του μνημονίου μπορεί να καταργηθούν με απλή πλειοψηφία. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι σε μία τέτοια περίπτωση οι δανειστές μας μπορεί είτε να μην καταβάλλουν την επόμενη δόση είτε να καταγγείλουν από την δική τους μεριά τις δανειακές συμβάσεις, επικαλούμενοι ως λόγο καταγγελίας την κατάργηση των μνημονιακών νόμων. Τούτο δεν θα σημαίνει την έξοδο της χώρας από το Ευρώ, που είναι νομικά αδύνατη, δεδομένου ότι δεν υπάρχει παρόμοια πρόβλεψη στις Συνθήκες. Θα συνεπάγεται, όμως, την διακοπή της χρηματοδότησης, πράγμα που δεν θα είναι χωρίς συνέπειες για τη χώρα, ειδικά εάν εξακολουθεί να έχει πρωτογενές έλλειμμα.
Καθόλου δεν είναι βέβαιο, όμως, ότι οι δανειστές μας θα επιλέξουν τη ρήξη. Και αυτό γιατί τότε θα είναι ελεύθερος ο δρόμος για την ενεργοποίηση του βασικού όπλου που έχει η χώρα μας βάσει του διεθνούς δικαίου: Να επικαλεστεί «κατάσταση ανάγκης» για να διακόψει κάθε πληρωμή του χρέους. Σύμφωνα με το σχέδιο σύμβασης για την Ευθύνη των Κρατών από Παράνομες Πράξεις, που έγινε δεκτό από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 12 Δεκεμβρίου του 2001, τα κράτη μπορούν να επικαλεστούν κατάσταση ανάγκης ως λόγο μη συμμόρφωσης σε διεθνή τους υποχρέωση, εφόσον αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλισθεί ζωτικό τους συμφέρον έναντι άμεσου και επικείμενου κινδύνου. Με άλλα λόγια, εάν ένα κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει ταυτόχρονα τις βασικές κοινωνικές του λειτουργίες και τις υποχρεώσεις του έναντι των δανειστών του, οφείλει να δώσει προτεραιότητα στις πρώτες.
Μάλιστα, ακόμη και το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο για την Διευθέτηση Επενδυτικών Διαφορών (International Centre for Settlement of Investment Disputes –ICSID-) το οποίο αποτελεί διαιτητικό/δικαιοδοτικό όργανο της Παγκόσμιας Τράπεζας, του δίδυμου δηλαδή οργανισμού του ΔΝΤ, σε αποφάσεις του σχετικές με τη στάση πληρωμής της Αργεντινής δέχθηκε την ύπαρξη παρόμοιου εθιμικού κανόνα του διεθνούς δικαίου. Την αρχή αυτή επιβεβαίωσε πρόσφατα σε σχέση με το χρέος της Ρωσίας και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κρίνοντας ότι αποτελεί προστατευόμενο από τη σύμβαση σκοπό δημοσίου συμφέροντος η ικανοποίηση των βασικών κοινωνικών αναγκών έναντι των οικονομικών απαιτήσεων των δανειστών.
Καταλήγοντας: Αντίθετα με το κλίμα φόβου που προσπαθούν να καλλιεργήσουν τα φερέφωνα του κόμματος του μνημονίου, η υποταγή σε αυτό δεν αποτελεί μονόδρομο. Η χώρα δεν είναι νομικά άοπλη. Αντιθέτως, υπάρχουν πάντα διέξοδοι ελπίδας για μία άλλη πολιτική, εξόδου από την κρίση και την εξάρτηση.
Γ- Μετά την ακύρωση των μνημονίων, τι;
Θα πρέπει να είναι φανερό ότι για τη νέα πορεία της χώρας δεν αρκεί η απεμπλοκή από τα δεσμά του μνημονίου. Απαιτείται ένα συνολικό πρόγραμμα οικονομικής και πολιτικής ανασυγκρότησης[2]. Δεν θα μας ωφελήσει να μην πληρώνουμε τα δανεικά, εάν παράγουμε λιγότερα από όσα καταναλώνουμε. Και για να παράγουμε, χρειάζεται να μεταρρυθμίσουμε όχι μόνον την οικονομία, αλλά και τις διοικητικές δομές. Για παράδειγμα, αυτονόητο είναι ότι η πρώτη ενέργεια μιας μελλοντικής προοδευτικής κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η κατάργηση της αντιμεταρρύθμισης του εργατικού δικαίου και η επαναβεβαίωση της συλλογικής αυτονομίας και των εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτό όμως απλώς θα επιστρέφει το κοντέρ στην προμνημονιακή εποχή. Οι καιροί απαιτούν πολύ περισσότερα στο επίπεδο του πολιτικού εποικοδομήματος.
Ο μετασχηματισμός του τελευταίου δεν μπορεί να γίνει από τα πάνω μόνο, ως προϊόν κοινωνικής μηχανικής φωτισμένων ελίτ, έστω αριστερόστροφης έμπνευσης. Χρειάζεται άμεση λαϊκή συμμετοχή. Θα πρέπει από την πρώτη μέρα να προωθηθούν μορφές άμεσης δημοκρατίας, όπως τα τοπικά δημοψηφίσματα και προοπτικά, στο πλαίσιο συνταγματικής τομής, θεσμοί ανακλητότητας και λογοδοσίας όλων των εκλεγμένων οργάνων του κράτους.
Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένα εντελώς νέο ξεκίνημα. Και για το λόγο αυτό, οι προοδευτικές δυνάμεις θα πρέπει να θέσουν ως άμεσο θεσμικό στόχο όχι απλώς την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά ότι η επόμενη βουλή θα είναι Συντακτική. Θυμίζω ότι με ανάλογο τρόπο έγινε το πέρασμα από την Τέταρτη στη Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, στο αποκορύφωμα της κρίσης της Αλγερίας, πολύ λιγότερο δραματικής από αυτή που δοκιμάζει η δική μας χώρα. Με το δημοψήφισμα του 1958, ο στρατηγός Ντε Γκωλ υπέβαλε στη λαϊκή ετυμηγορία ένα εντελώς νέο Σύνταγμα, εντελώς διαφορετικό από αυτό του 1946 .
Η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους, στην παρούσα συγκυρία του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού, συνεπάγεται βαθιές ρήξεις με το σύστημα εξουσίας των αγορών. Για το λόγο αυτό η Ελλάδα είναι, αυτή τη στιγμή, ο αδύναμος κρίκος της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης. Αυτά που απαιτούνται για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τη μετάβαση στη νέου τύπου κοινωνία είναι τόσο αιματηρά και αβάστακτα για το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού λαού, ώστε να είναι αδύνατο να εφαρμοστούν στην πράξη. Γι’ αυτό και απέτυχε το κοινωνικό πείραμα των μνημονίων.
Οι αγώνες για την απόκρουση των πολιτικών αυτών, αναγκαστικά αμυντικοί στην αρχή και με στόχο την διαφύλαξη των κοινωνικών κατακτήσεων των προηγούμενων δεκαετιών, μπορεί να αποτελέσουν έναυσμα για βαθύτερες αλλαγές και ποιοτικά διαφορετικές αμφισβητήσεις του συστήματος και των αξιών του. Από εμάς (και τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς) εξαρτάται.
[1] Βλ., ενδεικτικά, Γ. Κατρούγκαλου, Το ‘παρασύνταγμα’ του μνημονίου και ο άλλος δρόμος, ΝοΒ 59 2011, σ. 231 κ.ε, και του ίδιου, Το Συμβούλιο της Επικρατείας και το δεύτερο παρασύνταγμα, ΤοΣ, 2012 και τις εκεί παραπομπές. Για λόγους οικονομίας χώρου έχω παραλείψει τον αναλυτικό υπομνηματισμό στο άρθρο αυτό.
[2] Τις σχετικές σκέψεις μου αναπτύσσω στο πρόσφατο βιβλίο μου, Η κρίση και η Διέξοδος, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2012.