ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ*

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΚΑΡΩΝΑΣ, διδάκτωρ νομικών επιστημών, γ.γ. ΜΑΧΩΜΕ 

Το ζήτημα των μορφών και των μηχανισμών διαμόρφωσης της συνείδησης του καθενός χωριστά αλλά και του συνόλου των μελών της κοινωνίας, οποιασδήποτε κοινωνίας, απασχολεί διαχρονικά τα γνωστικά πεδία περισσοτέρων του ενός επιστημονικών κλάδων.

Τα πεδία της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας, της κοινωνικής ψυχολογίας, της ψυχολογίας, της θεολογίας, της οικονομικής επιστήμης, του δικαίου, της φιλοσοφίας του δικαίου, της ιστορίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας είναι πεδία που ασχολούνται ακριβώς με τα ζητήματα της συλλογικής ή, καλύτερα, της κοινωνικής συνείδησης.

Είναι εύλογο το ότι απασχολεί, ως νευραλγικό ζήτημα, τους επιτελείς της εκάστοτε κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας και ότι απασχόλησε τους κλασικούς της Μαρξικής θεωρίας και τα κόμματα της εργατικής τάξης.

Προκύπτει από την ιστορία του ανθρώπινου είδους ότι οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή ουδέποτε έγινε ούτε και ήταν ούτε είναι δυνατή δίχως τη συνειδητή ανθρώπινη παρέμβαση.

Ενώ, στη φύση, όταν υπάρχουν οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες επέρχεται συγκεκριμένο αποτέλεσμα (αν ενωθούν δύο μέρη υδρογόνου με ένα οξυγόνου έχομε νερό), στην ιστορία και στην κοινωνία, ακόμη και οι ικανές και αναγκαίες αντικειμενικές συνθήκες δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε συγκεκριμένο ιστορικό αποτέλεσμα δίχως την ανθρώπινη παρέμβαση και συνειδητή πράξη.

Για να επέλθει συγκεκριμένο ιστορικό αποτέλεσμα είναι αναγκαία η συνειδητή συλλογική παρέμβαση του μείζονος τμήματος, της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας (παρά το ότι το ιστορικό αποτέλεσμα κατά κανόνα είναι η συνισταμένη πολλών ατομικών βουλήσεων όχι απαραίτητα ταυτόσημων).

Η θεωρία του Μαρξ για την αξία, ως βάση της κριτικής του καπιταλισμού:

  • Κατέδειξε την αναγκαιότητα να ανατραπούν οι παραγωγικές σχέσεις του καπιταλισμού προκειμένου να γίνει ο άνθρωπος χαρίεσσα ύπαρξη («ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος όταν άνθρωπος ή» κατά το απόφθεγμα του Μενάνδρου) απαλλαγμένος από την εκμετάλλευση και την εξαθλίωση.
  • Απέδειξε ότι η εργασία του ανθρώπου είναι η πηγή όλων των αξιών («πάντων χρημάτων μέτρον έστιν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν» κατά τη ρήση του Πρωταγόρα).
  • Ανέδειξε ταυτόχρονα και τον υποκειμενικό φορέα της ανατροπής που δεν είναι άλλος από τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, των ανθρώπων που παράγουν την αξία με την εργασία τους όντας ταυτόχρονα αποξενωμένοι απ’ αυτήν.

Την τάξη για την οποία γίνεται ακριβώς λόγος σ’ αυτό το τριήμερο του ΜΑ.ΧΩ.Μ.Ε..

Την εργατική τάξη.

Ακριβώς όμως επειδή απαιτείται η συνειδητή της παρέμβαση, προσαπαιτείται, προϋποτίθεται ότι, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που υφίστανται την εκμετάλλευση:

θα έχουν συνειδητοποιήσει, θα έχουν αντιληφθεί πού βρίσκονται (εννοώ σε ποιά θέση κοινωνική)

θα αποφασίσουν τι επιβάλλεται να κάνουν και, εν τέλει, το κρισιμότερο:

θα αποφασίσουν και θα πράξουν αυτό που θα τους δώσει ό,τι τους ανήκει.

Μ’ αυτήν την έννοια γίνεται λόγος για διαμόρφωση ταξικής συνείδησης ως αναγκαίας προϋπόθεσης για να επέλθει οποιοδήποτε ιστορικό – κοινωνικό αποτέλεσμα άρα

και για να υπηρετηθεί η κοινωνική και ιστορική αναγκαιότητα της μετάβασης από τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις ιδιοκτησίας στην αταξική κοινωνία που καταργεί τις αιτίες και τους θεσμούς της εκμετάλλευσης και του εξανδραποδισμού του ανθρώπου,

και, ασφαλώς,

για να επιτευχθεί η ανατροπή της κυριαρχίας της ολοένα και πιο ολιγάριθμης – και για τούτο πιο βάρβαρης – αντίπαλης τάξης.

Εκείνης που επιβάλλει τη διατήρηση της εξουσίας της και της οικονομικής της αυτοτέλειας και, ασφαλώς, κάνει ό,τι μπορεί για να μη τη χάσει και τα έχει καταφέρει ως τώρα μια χαρά για τον εαυτό της.

Εδώ τίθεται κρίσιμο ερώτημα: Πώς καταφέρνει και διατηρεί η αντίπαλη τάξη το επίπεδο της συνείδησης των αντιπάλων της σε σημείο αδράνειας.

Ποιές είναι οι μορφές και οι μηχανισμοί που έχουν κάνει το ερώτημα «μα γιατί δεν εκδηλώνεται λαϊκό κίνημα» πολυσυζητημένο επίκαιρο πολιτικό ερώτημα και στη χώρα μας και, ασφαλώς, στις κοινωνίες πολλών χωρών του κόσμου ολόκληρου;

Πώς εξηγείται η πολιτική απάθεια των υποτελών;

Παρ’ όλα όσα συμβαίνουν, και τη σχετική (αλλού) αλλά και την απόλυτη (σε ολοένα και περισσότερες χώρες και σε ολοένα και περισσότερες πληθυσμιακές ομάδες) εξαθλίωσή του, ο υποκειμενικός – πολιτικός εκφραστής της αναγκαιότητας, το μόνιμο θύμα της εκμετάλλευσης, δεν φαίνεται πράγματι να αφυπνίζεται, να αποκτά συνείδηση και δεν περνά από το στάδιο του «αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει» στο στάδιο του «θέλω να αλλάξει αυτό που συμβαίνει» και, από εκεί, στο στάδιο του «ενεργώ, δρω, πράττω για να αλλάξει αυτό που συμβαίνει».

Αυτός ο υποκειμενικός εκφραστής δείχνει και είναι πολιτικά απαθής, δεν θέλει – αρνείται συχνά με αποστροφή – να πειστεί ότι δεν βρίσκεται στη γη για να ζει μ’ αυτούς τους όρους δυστυχίας και ότι, προκειμένου να αποχωρισθεί πλήρως από την κοινωνία της αλλοτρίωσης και τον εξανδραποδισμό, είναι αναγκαία η απελευθέρωσή του από την κοινωνία της καταναγκαστικής εργασίας. Η απορία τούτη δεν περνά απαρατήρητη από την κυρίαρχη τάξη. Οι πολιτικοί εκπρόσωποί της και οι αφοσιωμένοι υπηρέτες της αναλυτές προβάλλουν το «αποστομωτικό» επιχείρημα: «Μα δεν βλέπετε, τις κατανοούν τις θυσίες οι λαοί, άρα συναινούν και, για τούτο, δεν αντιδρούν».

Κάνοντας λόγο για συνείδηση, πειθώ, αντίληψη της πραγματικότητας αναπόφευκτα γίνεται λόγος για πνευματική διεργασία, για πνευματική παραγωγή και, στο πολιτικό πεδίο, για ιδεολογία, για ιδέες συνολικά δομημένες, εργαλεία με τα οποία οι πολιτικοί οργανισμοί μετατρέπουν τη θεωρία που ασπάζονται σε πολιτικό αντικείμενο, σε ιδεολογικοπολιτικό λόγο κατανοητό στο σύνολο του πληθυσμού, ερμηνεύουν τα κοινωνικά φαινόμενα και ορίζουν τις θέσεις των εαυτών τους και των ανθρώπων στην κοινωνία, ορίζουν τους ρόλους που εκπληρώνουν οι κοινωνικές ομάδες στην κοινωνία και την εξέλιξή της.

Είναι πρόδηλο ότι οι θεωρίες, οι ουσιαστικές θεωρίες, αυτές που κατ’ αρχήν ερευνούν σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης και ανακαλύπτουν τη δομή, τις αιτίες και τις νομοτέλειες του αντικειμένου τους δηλαδή την ουσία του αντικειμένου τους (τέτοια είναι η Μαρξική κοινωνική θεωρία) είναι αναγκαίο να μετατραπούν σε φιλοσοφία της πράξης προκειμένου να γίνουν αντιληπτές και να υπηρετήσουν τις ανάγκες των ανθρώπων.

Είναι αναγκαίο να μετατρέπονται σε ιδεολογίες προκειμένου να εκπληρώσουν συγκεκριμένο σκοπό.

Τούτο ισχύει προεχόντως για την επιστήμη του Μαρξισμού «θεωρίας – εργαλείου» όχι μόνον κατανόησης αλλά και αλλαγής του κόσμου. Ισχύει, βεβαίως, και για τις θεωρίες και την ιδεολογία της υλικά κυρίαρχης σήμερα τάξης.

Και, μάλιστα, πολύ περισσότερο, διότι η υλικά κυρίαρχη τάξη είναι ταυτόχρονα και κυρίαρχη πνευματική δύναμη. Έχει στη διάθεσή της τα μέσα υλικής παραγωγής και, ταυτόχρονα, και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής. Έτσι, η ιδεολογία της επιβάλλεται στις ιδέες εκείνων που δεν έχουν τα μέσα υλικής παραγωγής άλλοτε εκλεπτυσμένα και άλλοτε, ολοένα και συχνότερα, χονδροειδώς και με χρήση ωμής βίας.

Όπως με εξαιρετική πυκνότητα διατυπώνεται στο έργο η «Γερμανική Ιδεολογία»: οι κυρίαρχες ιδέες είναι η ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, είναι δηλαδή οι κυρίαρχες υλικές σχέσεις που γίνονται αντιληπτές ως κυρίαρχες ιδέες.

Αυτές είναι οι ιδέες της υλικά κυρίαρχης τάξης. Είχε πει ο Σόλων για τους νόμους (την αντίληψη και τους κανόνες για το πώς ρυθμίζονται οι κοινωνικές σχέσεις) ότι η αντικειμενική πραγματικότητα καθορίζει το περιεχόμενο των νόμων και δεν καθορίζουν οι νόμοι την αντικειμενική πραγματικότητα. Έτσι συμβαίνει με οποιοδήποτε νομοθέτημα στην ιστορία.

Και λέει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο: Οι μορφές που προσδίδουν στο προϊόν της εργασίας την ιδιότητα του εμπορεύματος και ρυθμίζουν την κυκλοφορία του, συνιστούν ήδη και γίνονται αντιληπτές ως φυσικός νόμος της κοινωνικής ζωής, μορφή κοινωνικής ζωής που φαίνεται οιονεί αναλλοίωτη πολύ πριν μπούμε στον κόπο να αναζητήσουμε όχι μόνο το πώς ιστορικά διαμορφώθηκε αλλά ποιό είναι το εσωτερικό της νόημα.

Έτσι, η αστική ιδεολογία ενυπάρχει ήδη μέσα στην ίδια την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, είναι η ίδια η κεφαλαιοκρατική παραγωγή που καθορίζει ποιά θα είναι η αστική ιδεολογία πολύ πριν αυτή συγκροτηθεί ως ιδεολογία και λειτουργήσει ως αντιδραστική υλική δύναμη.

Ταυτόχρονα γίνεται κτήμα της κοινωνίας, των μαζών. Εκλαμβάνεται ως αναλλοίωτη πραγματικότητα και συνιστά τη γενεσιουργό αιτία της πολιτικής απάθειας και της ψευδούς συνείδησης των μαζών άρα και του υποκειμενικού πολιτικού εκφραστή της ανατροπής της, της εργατικής τάξης.

Η ουσία του εξελιγμένου ανθρώπου έχει τη βιολογική της διάσταση.

Εκτός από τις ειδολογικές ιδιαιτερότητές του (παραγωγή όχι μόνον κάτω από την πίεση της φυσικής ανάγκης) το ανθρώπινο είδος ως εξελιγμένη μορφή ζωής έχει αφετηριακή δυνατότητα να έχει συνείδηση.

Έχει τη δυνατότητα να εξελίσσεται, να παράγει εργαλεία για να παράγει αγαθά πέραν των απολύτως αναγκαίων, να σχεδιάζει τη δραστηριότητά του.

Είναι, τούτο, το βιολογικό προνόμιό του έναντι των ζώων, είναι το προϊόν της ιστορικής του εξέλιξης.

Αλλ’ αυτή η εξέλιξη είναι επίσης βασικό συστατικό της ουσίας του ανθρώπου με την έννοια ότι άνθρωπος δεν είναι η ξεκομμένη από την κοινωνία ύπαρξη που βρίσκεται κάπου στο Διάστημα μοναχή της αλλά διαμορφώνεται από τους όρους ζωής του μέσα σε κοινωνία.

Στο ανθρώπινο είδος δεν υπάρχει οτιδήποτε δεδομένο εκ φύσεως ή εκ γονιδιακής καταβολής πέραν των φυσικών βιολογικών ιδιοτήτων, κυρίως της ανάγκης επιβίωσης / αυτοσυντήρησης, και της αφετηριακής δυνατότητας του ανθρώπου να έχει συνείδηση.

Η συνείδηση, ή έλλογη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου, ως επίκτητο χαρακτηριστικό, αναπτύσσεται στον άνθρωπο υπό τον όρο ότι ζει σε κοινωνία ανθρώπων.

Έλεγε ο Άγγλος συγγραφέας του 19ου αιώνα John Ruskin ότι όταν ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του σχηματίζει ένα πολύ μικρό ασήμαντο πακέτο.

Τα αποτελέσματα που έχει ο υλικός τρόπος παραγωγής (η αποξένωση, η αλλοτρίωση, ο φετιχισμός του εμπορεύματος και του χρήματος, η πραγμοποίηση, η μετατροπή του ιδίου του ανθρώπου σε εμπόρευμα) πλήττουν τη συνείδηση και του υποκειμενικού – πολιτικού εκφραστή της ανατροπής που καταλήγει να πιστεύει – όπως και ο κεφαλαιοκράτης – ότι αυτή είναι η ζωή, δεν υπάρχει άλλος τρόπος ζωής. Συγκατατίθεται, ενσωματώνεται, παύει να αποτελεί υποκειμενικό φορέα της ανατροπής και σπαταλά τη ζωή του όχι για να ικανοποιεί την ανάγκη του για εργασία / δημιουργική απασχόληση αλλά από ανάγκη να διασφαλίσει υλικά αγαθά επιβίωσης αποξενωμένος από την ίδια του την ουσία.

Αυτό θεωρείται από τους κλασικούς του Μαρξισμού το θεμέλιο της συναινετικής αποδοχής του καπιταλισμού, της αρνητικής στάσης, της ενσωμάτωσης του υποκειμενικού φορέα της ανατροπής, της συγκατάθεσής του στον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής.

Μέσω του υλικού τρόπου παραγωγής (της αγοράς, του φετιχισμού του εμπορεύματος) αλλά και της ισχυρής δύναμης της συνήθειας, η ενσωμάτωση ενυπάρχει ΣΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ όπου διαμορφώνεται κοινωνική και, αρνητικά ταξική, συνείδηση και, εκ τούτου, αδράνεια και δυσχέρεια απόκτησης θετικής ταξικής συνείδησης.

Με την αντίληψη ότι για να «αποκτήσω εμπόρευμα δεν μπορεί να είναι αλλιώς τα πράγματα, επιβάλλεται να είμαι και ο ίδιος εμπόρευμα» και την αντίληψη του εργαζομένου ότι, στον καπιταλισμό, δεν κάνει χρήσιμη, κοινωνικά, εργασία.

Ο εργαζόμενος δεν έχει την αίσθηση ότι είναι ενεργό στοιχείο του κοινωνικού συνόλου ότι είναι ο φορέας των ανθρωπίνων δυνάμεων και των αφετηριακών τους δυνατοτήτων.

Ένα στόχο έχει: πώς να πουληθεί καλύτερα ως εμπόρευμα ή / και να γίνει εργοδότης μικρός ή μεγάλος

Ατροφεί το δημιουργικό πνεύμα, υπεραναπτύσσεται το καταναλωτικό. Ο εργαζόμενος δεν είναι απλώς έτοιμος να γίνει θύμα της αστικής προπαγάνδας, είναι ήδη πεισμένος εκ των προτέρων σ’ αυτήν.

Όπως έλεγε ένας όχι πολύ γνωστός Αμερικανός συγγραφέας του 19ου αιώνα: Οι άνθρωποι γίνονται εργαλεία των εργαλείων τους (Henry David Thoreau).

Άμεσα, μέσα στη σφαίρα των μέσων παραγωγής.

Η υπέρβαση αυτής της συνείδησης προϋποθέτει υπέρβαση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και η τελευταία προϋποθέτει απόκτηση ανάλογης συνείδησης που, όμως, δεν μπορεί να εμπεδωθεί αν δεν αλλάξει ο τρόπος υλικής παραγωγής.

Αν αυτά ισχύουν για το υλικό πεδίο, τη βάση, δεν είναι διόλου ασήμαντοι οι μηχανισμοί του λεγομένου εποικοδομήματος που συντηρούν και αναπαράγουν την ενσωμάτωση και αδράνεια.

Εξέχουσα θέση ανάμεσά τους έχουν:

  • Ο οικονομικός καταναγκασμός με την ανεργία και την εξαθλίωση.
  • Η βία της κυρίαρχης τάξης στο εσωτερικό μιάς χώρας και η επεκτατική – ιμπεριαλιστική χρήση της βίας και του οικονομικού καταναγκασμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
  • Η ιδεολογική και πολιτιστική επιρροή με θεσμούς και μέσα δημιουργίας ψευδαισθήσεων με ξεχωριστό ανάμεσά τους το ρόλο της παιδείας και της θρησκείας (και της πολιτικής οργανωτικής έκφρασής της, της Εκκλησίας).
  • Η διαφθορά όσων γίνεται περισσοτέρων τμημάτων του υποκειμενικού – πολιτικού εκφραστή της ανατροπής που έχουν αποκτήσει ή μπορούν να αποκτήσουν θετική ταξική συνείδηση (ο λόγος εδώ για τον συνδικαλισμό).
  • Ο (υπερ)καταναλωτισμός και η πρόσδοση χαρακτήρα εμπορεύματος – άρα και προϋποθέσεων δημιουργίας νέας μορφής αποξένωσης – σε αγαθά που δεν εθεωρούντο, ως πρόσφατα, εμπορεύματα όπως η υγεία, η παιδεία, η ψυχαγωγία, ο πολιτισμός, ο αθλητισμός.
  • Ο ευτελισμός των θεσμών δημοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας (ελευθερίες, δικαιώματα, διεθνείς οργανισμοί, δικαιοσύνη, κοινοβούλια) και η μετατροπή τους σε απατηλά προσχήματα.
  • Η ισοπέδωση των εθνικών χαρακτηριστικών των κοινωνιών και η πολιτιστική χειραγώγηση των εθνικών συνειδήσεων και του τρόπου ζωής.
  • Η επιρροή των μέσων πληροφόρησης (Μ.Μ.Ε. και άλλα).

Ειδικότερα:

Πράγματι, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η σύνθεση και οι όροι ζωής της εργατικής τάξης άλλαξαν προς το καλύτερο. Ανέβηκε το μορφωτικό της επίπεδο. Της δόθηκε η δυνατότητα να αποκτήσει υλικά αγαθά, να ικανοποιήσει πρόσθετες ανάγκες. Αληθινές και ψευδείς. Παράλληλα, με την καταλυτική επίδραση της έμπρακτης απόδειξης που έδινε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, οι εργαζόμενοι υποχρέωσαν την κυρίαρχη τάξη σε υποχωρήσεις. Το κοινωνικό κράτος, η κήρυξη ως δημόσιων μη εμπορευματικών αγαθών πολλών τομέων όπως η περίθαλψη και η εκπαίδευση, οι εργασιακές ευνοϊκές ρυθμίσεις κ.ά. είναι οι σημαντικότερες από αυτές.

Η κοινωνία οδηγήθηκε στην κατανάλωση. Αυτή επέτρεψε ταυτόχρονα στο κεφάλαιο την απρόσκοπτη διάθεση των προϊόντων μιάς διευρυμένης παραγωγής και, περίπου ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, την αποφυγή σημαντικών κρίσεων.

Παράλληλα, αυτές οι αλλαγές επηρέαζαν και επηρεάζουν δραστικά τη συνείδηση, κοινωνική και πολιτική, της εργατικής τάξης.

Η εξαθλίωση υπήρχε ακόμη και όταν δεν ήταν άμεσα ορατή.

Ακόμη και όταν οι εργαζόμενοι αμείβονται καλύτερα η διαφορά της υπεραξίας που καρπώνεται το κεφάλαιο μεγαλώνει (σχετική εξαθλίωση) όπως και το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς.

Η δημιουργία τεχνητών αναγκών εγκλωβίζει τους εργαζομένους, τους αποτρέπει από την ελεύθερη ανάπτυξη, τους οδηγεί μακριά από βασικές ανθρώπινες αξίες, καλλιεργεί συνείδηση υπερατομιστική.

Συστηματικά οι εργαζόμενοι παρωθούνταν και παρωθούνται να αποκτούν αυτά που προβάλλονται ως αναγκαία, αυτά που το κεφάλαιο παρήγαγε και παράγει καταστρέφοντας πληθυσμούς και χώρες, υποχρεώνοντας σε σύγχρονη σκλαβιά δισεκατομμύρια ανθρώπων ιδίως των χωρών του μη ανεπτυγμένου καπιταλισμού, λεηλατώντας φυσικούς πόρους, καταστρέφοντας τον πλανήτη.

Αν οι εργαζόμενοι χειραγωγήθηκαν και χειραγωγούνται ιδεολογικά και από αυτό το συνειδησιακό εμπόδιο, το πρότυπο του «καταναλωτικού ανθρώπου», σήμερα,

ήδη σε περίοδο παγκόσμιας κρίσης, πολλοί θα θεωρούσαν εαυτούς ευτυχείς αν οι ατομικές, πλέον, συμβάσεις εργασίας τους έδιναν τη δυνατότητα όχι να επιδοθούν σε μέρος του καταναλωτισμού που είχαν μάθει, ως «ευχαριστημένοι σκλάβοι» αλλά να έχουν τα στοιχειώδη.

Ακόμη χειρότερα, μεγαλώνει το ποσοστό εκείνων που το μόνο που ζητούν είναι «μια δουλειά, μιά οποιαδήποτε δουλειά» με οποιουσδήποτε όρους.

Έχουν πάψει να ενδιαφέρονται για τη νομιμοποίηση της εξουσίας των εργοδοτών  ή, ενδιαφέρονται μεν, πλην όσο ενδιαφέρονται και για τη χημική σύνθεση του διοξειδίου του θείου.

Η ανεργία μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης των ανεπτυγμένων χωρών έχει ασφαλώς τη ρίζα της και στην υπερεργασία άλλων τμημάτων της ιδίας σε χώρες του τρίτου λεγομένου κόσμου.

Η δεύτερη είναι προϋπόθεση της πρώτης.

Τούτο δεν είναι μακριά από την κατάσταση του 18ου και του 19ου αιώνα οπότε οι Βρεταννοί ιδιοκτήτες ορυχείων κήρυτταν ως πρότυπο τη φτηνή εργασία, τότε, των Γάλλων και των Βέλγων εργατών.

Η οδηγία Μπολκενστάιν για την προς τα κάτω εξίσωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων είναι επανάληψη των συνθηκών του 18ου αιώνα.

Τα «κινέζικα μεροκάματα» του Κεφαλαίου του Μαρξ που υποχρεώνουν τους εργαζομένους στην Ευρώπη να κατεβάζουν τις απαιτήσεις τους είναι εδώ: (θυμηθείτε τη γενιά των «700 €» που ήδη έγιναν «380 €»),

Όχι μόνο στην Κίνα, αλλά και στη Βουλγαρία, την Πολωνία κ.ά. ευτυχισμένες χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μέσω αυτού ακριβώς του οικονομικού καταναγκασμού, δημιουργείται ισχυρότατος μηχανισμός αναχαίτισης και απομάκρυνσης από τη δημιουργία ταξικής συνείδησης.

Αν αυτός ο μηχανισμός δεν φανεί αποτελεσματικός η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική παραγωγή, η ίδια η αστική ιδεολογία, εγκαταλείπει τα καρναβαλικά, θεσμικά δήθεν, προσωπεία της και προσφεύγει στην ωμή καταστολή και την ένοπλη επέμβαση, ανοιχτά ιμπεριαλιστική, όπως ακριβώς το προέβλεπε ως αναγκαίο ο Μπρζενζίσκι στη Μεγάλη Σκακιέρα 17 χρόνια πριν (λίγο μετά τη Γιουγκοσλαβία).

Ουκρανία, Συρία, Λιβύη, Λίβανος, Ιράκ, Αφρική, Νότια Βαλκάνια, Γιουγκοσλαβία, Αζερμπαϊτζάν, Νότια Οσετία είναι πρόσφατα δείγματα.

Η παγκόσμια «πάλη κατά της τρομοκρατίας» υπηρέτησε και τον αυταρχισμό εναντίον των λαϊκών ελευθεριών.

Η βίαιη καταστολή στο εσωτερικό χωρών όπως στη Θατσερική Μεγάλη Βρεταννία, στην πρόσφατη απεργία των Βέλγων, στη χρήση της κατάστασης πολιορκίας από τη Γαλλική αστική τάξη στα προάστεια του Παρισιού, η Ελληνική εμπειρία, η χρήση όλο και πιο τελειοποιημένων συστημάτων παρακολούθησης και καταστολής κ.ά. πολλά, καλλιεργούν συστηματικά τον φόβο, τον τρόμο απέναντι στην εξουσία.

Βέβαια, υπάρχουν, θα ‘λεγε κανείς, και ελευθερίες, δικαιώματα, δικαστήρια, διεθνείς οργανισμοί, θεσμοί τέλος πάντων που μπορεί ο πολίτης να τα χρησιμοποιήσει, να αγωνιστεί χρησιμοποιώντας τα έστω με προοπτική να τα καταργήσει.

Υπάρχει η δημοκρατία, το ιερό εκλογικό δικαίωμα, τα Κοινοβούλια.

Όλες αυτές οι αστειότητες αποτελούν ακόμη ένα μηχανισμό αποτροπής δημιουργίας συλλογικής ταξικής συνείδησης.

Ποιο εκλογικό δικαίωμα;

Πόσοι το ήσκησαν στις Ευρωεκλογές του 2014 σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης;

Πόσοι το ασκούν στις Η.Π.Α.;

Πώς νομοθετούν τα εθνικά κοινοβούλια;

Πόση εξουσία έχουν τα εθνικά κοινοβούλια και πόση οι υπερεθνικοί οργανισμοί (Δ.Ν.Τ., Ε.Ε., G8, Ν.Α.Τ.Ο., Ο.Η.Ε., Παγκόσμια και Ευρωπαϊκή Τράπεζα);

Πόσο σέβεται η αστική τάξη την ίδια της τη νομιμότητα, που υποτίθεται ότι την αντλεί από την άμεση εκλογή των πολιτικών εκπροσώπων της και, μάλιστα, με την (δήθεν) ελεύθερη βούληση των μελών της κοινωνίας, όταν νοιώθει ότι κινδυνεύει;

Σαρκασμός μόνον προκαλείται από τον ισχυρισμό αυτόν όταν έχομε στην πολιτική ζωή της χώρας μας τις Π.Ν.Π. και δικαιοσύνη πειθήνια στα κελεύσματα της εκτελεστικής εξουσίας.

Πόσο σέβεται η κυρίαρχη σήμερα ιμπεριαλιστική δύναμη και οι σύμμαχοί της την εθνική κυριαρχία των λαών;

Όσο της χρειάζεται για να τους μετατρέψει σε προτεκτοράτα νεοαποικιακά.

Η αστική τάξη, ως η πλέον συνειδητή τάξη, ενεργεί και πράττει κατά τα υλικά συμφέροντά της και σ’ αυτά προσαρμόζει τον ιδεολογικό της και πολιτικό λόγο.

Χρησιμοποιεί βεβαίως τα υλικά μέσα αναπαραγωγής της ιδεολογίας της, όπως είναι τα Μ.Μ.Ε. που, στο σύνολό τους, της ανήκουν.

Σ’ αυτό το σημείο αναπόφευκτος είναι ο πειρασμός να επαναληφθεί η πολιτική πρόταση να θεωρηθούν, θεσμικά, τα μεγάλα εθνικής εμβέλειας Μ.Μ.Ε. ως πάροχοι υπηρεσιών δημόσιας / κοινής ωφέλειας.

Στη δικαιολογημένη αντίρρηση ότι, σ’ αυτήν την περίπτωση, τα νομικά εμπόδια θα είναι ανυπέρβλητα η απάντηση μπορεί να είναι, για παράδειγμα, ότι μπορούν να γίνουν αληθινά δημόσιες οι συχνότητες από τις οποίες εκπέμπουν τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα εθνικής εμβελείας.

Βαρύ πυροβολικό για την αναπαραγωγή της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης είναι η οργάνωση της δημόσιας παιδείας, ακριβέστερα η αποδιοργάνωσή της και, στη συνέχεια, η παράδοση της παιδείας και της επιστημονικής έρευνας στα χέρια δικών της, κεφαλαιοκρατικών, συμφερόντων ιδιαίτερα στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Κι’ εκεί, δεν λυπάται τα χρήματα.

Τα παραδείγματα, άφθονα.

Στη χώρα μας, αλλά και στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού της παγκοσμιοποίησης, τα ερευνητικά κέντρα χρηματοδοτούνται από κεφάλαια (funds) διατιθέμενα από ισχυρότατους μονοπωλιακούς ή ολιγοπωλιακούς κολοσσούς.

Μία από τις πρώτες φροντίδες των μνημονιακών κυβερνήσεων και συνέπεια των σχετικών ρυθμίσεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνας ήταν να καταργήσουν ή εξουδετερώσουν τα δημόσια ερευνητικά κέντρα (Ι.Γ.Μ.Ε., ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., Πολυτεχνείο κ.ά.).

Στην κυρίαρχη δύναμη, τις Η.Π.Α., δεν υπάρχει δημόσιο ερευνητικό κέντρο ή, τουλάχιστον, δεν υπάρχει ερευνητικό κέντρο μη εξαρτημένο από, άρα αναγκασμένο να συμπορεύεται προς, τα συμφέροντα των ιδιωτικών κεφαλαίων.

Υπάρχει μήπως σοβαρό και καλά στελεχωμένο δημόσιο πανεπιστήμιο που, έστω, να μη νοιώθει ότι λίγα είναι τα ψωμιά του μπροστά στον ασφυκτικό ανταγωνισμό των πλούσιων και ελκυστικών για τους επιθυμούντες πανεπιστημιακών ιδιωτικών ιδρυμάτων;

Είναι άγνωστο μήπως ότι στα ιδιωτικά πανεπιστήμια των Η.Π.Α. οι σπουδαστές δανειοδοτούνται για τις σπουδές τους με την υποχρέωση να αποπληρώσουν το δάνειο εργαζόμενοι στους χρηματοδότες των ιδρυμάτων αυτών άρα εξαρτημένοι από εκείνους;

Ή, πάλι, είναι άγνωστη η συνεχής υποχρηματοδότηση όσης δημόσιας παιδείας έχει απομείνει, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να καλεί, στην Ελλάδα, υπουργός τους εκπαιδευτικούς να αμείβονται και να ικανοποιούν τις βιοτικές τους ανάγκες με «μόρια»;

Στο πεδίο του περιεχομένου της παρεχόμενης παιδείας είτε αφορά στην ιστορία ή την γλώσσα είτε αφορά στις λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου, είτε και στις θετικές λεγόμενες επιστήμες, ο προσανατολισμός είναι αποκλειστικά και μονομερώς στραμμένος προς τις ανάγκες της ιδιωτικής κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.

Τελικά, ακόμη και οι εκπαιδευτικοί που παράγονται από ένα τέτοιο σύστημα, είναι πολύ πιθανό να καταντούν ή θα καταντήσουν να είναι, και αυτοί, μεταδότες της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Ταυτόχρονα, και παρά τις μεγάλες δυνατότητες ανεξάρτητης ενημέρωσης και πληροφόρησης που δίνει η ευρυζωνικότητα, ο πλανήτης του διαδικτύου, η πληροφόρηση δεν είναι ούτε αντικειμενική, ούτε ελεύθερα προσβάσιμη από το σύνολο του πληθυσμού και, ό,που είναι, αντιμετωπίζεται με σκληρότητα και εκμηδένιση.

Τα παραδείγματα της Τουρκίας ή της Κίνας και η αντιμετώπιση ορισμένης μηχανής αναζήτησης του διαδικτύου είναι πρόσφατα.

Δεν πρέπει να αγνοείται εν προκειμένω, ούτε η δυνατότητα παρακολούθησης ούτε, αν χρειασθεί, η χρήση της καταστολής ακόμη και της διαδικτυακής αναζήτησης πληροφόρηση ή ψυχαγωγίας.

Η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας υπηρετείται από τη δραστηριότητα των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης.

Στις μέρες μας αυτά εργάζονται με συνέπεια για να κατασκευάζουν την λεγόμενη «κοινή γνώμη», για την οποία στη συνέχεια θα γίνει σχετική αναφορά.

Έντονου ιδεολογικού χαρακτήρα και, μάλιστα, με χαρακτηριστικά στυγνής επιβολής, είναι και η ισοπεδωτική πολιτιστική δραστηριότητα της κυρίαρχης υλικά τάξης σ’ ό,τι αφορά την καλλιέργεια των ευγενέστερων ανθρώπινων δραστηριοτήτων, των δραστηριοτήτων του πολιτισμού, της τέχνης, της πνευματικής δημιουργίας, του αθλητισμού.

Εκτός από την αντιμετώπισή τους ως εμπορευμάτων από τη βιομηχανία του θεάματος και ακροάματος, η κυρίαρχη τάξη φυλάγει για τον εαυτό της τις αισθητικά και πνευματικά εξυψωτικές σχετικές ενασχολήσεις, τις χρηματοδοτεί όποτε νομίζει εκείνη και προς όποια κατεύθυνση ορίζει εκείνη.

Έτσι, αιχμαλωτίζει τη συνείδηση του προτιθέμενου να ασχοληθεί με τον πολιτισμό και τον αθλητισμό, τον υποχρεώνει να κινηθεί στο πλαίσιο που εκείνη ορίζει και υποτάσσει στη χυδαιότητα της αποκομιδής του κέρδους της τις αισθητικές αναζητήσεις και ανάγκες των ανθρώπων.

Κλείνει Όπερες στην Ιταλία, αναδεικνύει προβεβλημένα σκουπίδια της τηλοψίας σε πρότυπα ζωής, εγκλωβίζει τις επιλογές μας σε ένα στενό κύκλο υποπροϊόντων πολιτισμού [Ιδιαίτερα στον κινηματογράφο και στη μουσική (λόγω της δημοφιλίας τους)].

Διαμορφώνει κοινή γνώμη κατά τα συμφέροντά της σε όλα τα πεδία.

Η «παγκοσμιοποίηση», στο πεδίο των εθνικών συνειδήσεων, επιχειρεί να ισοπεδώσει προαιώνια χαρακτηριστικά εθνικής ταυτότητας, να εξαφανίσει την ελεύθερη ανάπτυξη πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων και να κηρύξει σε πτώχευση τον πολιτιστικό πλούτο των λαών ασκώντας πολιτιστικό ιμπεριαλισμό.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η λεγόμενη «κοινή γνώμη» (που, ως ιδεολογική πολιτική μηχανή, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την ελίτ των διανοουμένων και αστούς δικαστές ώστε να νομιμοποιηθούν οι πολιτικές διεκδικήσεις τους και να αποδυναμωθεί η βασιλική κυριαρχία στα τέλη του 18ου αιώνα),

εννοιολογικά ορίζεται ως η κατάσταση της συνείδησης της μάζας του πληθυσμού.

Αυτή έχει και φυσικό όριο (τα γεγονότα που προκαλούν το ενδιαφέρον της) και λογικό όριο (την κριτική ικανότητα, το βαθμό επάρκειας του πληθυσμού).

Και τα δύο όρια χειραγωγούνται και περιορίζονται.

«Γεγονότα» αποτελούν μόνον όσα επιλέγεται να προβληθούν.

Η «κριτική ικανότητα» και η «επάρκεια» συγκροτούνται από την άμεση εμπειρία του κοινωνικού περίγυρου αλλά και από τις επιστημονικές γνώσεις, την επίσημη πληροφόρηση, τις γνώσεις που προσφέρουν οι εκπαιδευτικές και πολιτιστικές υπηρεσίες, τα μέσα πληροφόρησης ή, καλύτερα, τα μέσα μαζικής προπαγάνδας.

Αλλά, ενώ, όπως έλεγε ο Καντ, είναι άτοπο να διατυπώνουμε γνώμη για τα μαθηματικά (είτε τα γνωρίζουμε και άρα έχομε γνώμη είτε λέμε ότι δεν έχομε ιδέα, άρα ούτε γνώμη) οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης μετατρέπουν αυτά τα μέσα – που τους ανήκουν – σε εικονικό ειδήμονα επί παντός επιστητού που καθοδηγεί το μυαλό μας σε όποια κατεύθυνση τους συμφέρει.

Άλλο όμως είναι το «έδοξε τω λαώ και τω δήμω» και άλλο να μας παρουσιάζονται ως «γενική αντίληψη – πεποίθηση της (δήθεν) κοινής γνώμης» η προπαγάνδα καλοπληρωμένων «ειδικών» ή οι απλές απαντήσεις σε αμφίσημα ερωτήματα ή οι απλές δηλώσεις δειγμάτων πληθυσμού ως επικρατούσα γνώμη που πρέπει να τη λάβουμε υπόψη ως έγκυρη και καθολική άρα σχεδόν επιβάλλει να συμπορευθούμε μ’ αυτήν.

Τούτος ο μηχανισμός βρίσκει σύμμαχο και τις δημοσκοπήσεις όπου διαρκώς «ψηφίζουν» δείγματα πληθυσμού που θεωρείται αυθαίρετα ότι εκπροσωπούν το εκλογικό σώμα. Διαμορφώνουν, τελικώς, αυτό που μας ανακοινώνουν ως «κοινή γνώμη». Με σεβασμό προς τις τίμιες επαγγελματίες δεν μπορώ να μη επαναλάβω τον αφορισμό ότι αυτού του είδους η «κοινή γνώμη» εκδίδεται σαν όλες τις κοινές.

Εξέχον όπλο της κυρίαρχης τάξης για την ιδεολογική της επικράτηση είναι ασφαλώς οι θρησκείες και ο πολιτικός εκφραστής τους, η εκκλησία ή οι εκκλησίες.

Η αυτονομία των εκκλησιών ως θεσμός και ως ιδεολογία αλλά και η οικονομική αυτοτέλειά τους (στην Ελλάδα συνταγματικά κατοχυρωμένες) υπηρετεί την προάσπιση του υφισταμένου κοινωνικού συστήματος και αναπαράγει βασικά στοιχεία της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης.

Σε πολλές περιπτώσεις (όπως σε ορισμένες μουσουλμανικές χώρες) η εκκλησία διεκδικεί και κοσμικό ρόλο, ρόλο μοναδικότητας στη συγκρότηση και τη λειτουργία του κράτους.

Έχει, αναμφισβήτητα, μεγάλη οικονομική ισχύ.

Η καθολική εκκλησία έχει δικό της κράτος και, μάλιστα, όχι περιθωριακό λόγω της οικονομικής ισχύος και αυτοτελείας της. (Το ότι ο Ιησούς, το σύμβολό της, δεν είχε περιουσία είναι ζήτημα μιάς Χριστιανικής τάσης θεωρούμενης ως αιρετικής).

Κατά κανόνα, με εξαιρέσεις, αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία και πολεμά λυσσαλέα οποιονδήποτε αμφισβητεί τα δόγματά της (που τα αναγάγει σε θεσμούς βλπ. Οικουμενικές Συνόδους).

Το ότι διαδραματίζουν ενεργό πολιτικό ρόλο και δεν αδιαφορούν διόλου για την εγκόσμια κυριαρχία είναι πρόδηλο. Η κυρίαρχη τάξη αναγνωρίζει δημόσια τη συμβολή του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Μεταθέτοντας την ελπίδα βελτίωσης των συνθηκών στο άγνωστο, εξισώνοντας στον παρόντα υλικό κόσμο τους πάντες (: τις εστιν; πλούσιος ή πένης, βασιλεύς ή στρατιώτης κ.λ.π. της εξοδίου ακολουθίας) κηρύττει υποκριτικά και καλλιεργεί τη συνείδηση της ματαιότητας οποιασδήποτε κοινωνικής αλλαγής και την ανάγκη αγάπης προς πάντα άνθρωπο, ακόμη και τον άνθρωπο που στυγνά μας εκμεταλλεύεται, ως μέσο αντιμετώπισης των αντιξοοτήτων του επί γης βίου.

Διδάσκει την κοινωνική αδράνεια.

Παράλληλα με τις καλά οργανωμένες θρησκείες το ίδιο αποτέλεσμα επιδιώκουν – και, φαίνεται επιτυγχάνουν – και οι διάφορες αιρετικές ή ψευδοθρησκευτικές οργανώσεις και συλλογικότητες που κηρύττουν την εσωτερικότητα ή την ανάγκη αυτογνωσίας όχι ως εργαλείου πνευματικής εξύψωσης αλλ’ ως αυτοσκοπού της ανθρώπινης ζωής με αποτέλεσμα να οδηγούν τους ανθρώπους σε μοναχικές – άρα αδιέξοδες – αναζητήσεις.

Η απήχηση όλων τούτων είναι γερά ριζωμένη στις συνειδήσεις ανά τους αιώνες, βασίζεται στον έλλογο φόβο και τη δεισιδαιμονική αντιμετώπιση του θανάτου και αυτήν οι εκκλησίες και οι παραφυάδες τους εκμεταλλεύονται για να παρηγορήσουν και να υποσχεθούν ότι τα βιοτικά προβλήματα και το ζήτημα του θανάτου, ό,τι και αν κάνουν οι άνθρωποι, δεν λύνονται από τη δραστηριότητά τους αλλά από κάποιες υπερφυσικές, άυλες δυνάμεις αφού τελειώσει η έμβια ανθρώπινη κατάσταση.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι αποτελούν μηχανισμό διαμόρφωσης συνειδήσεων υπηρετικό της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης άρα και στόχο για ιδεολογική αντιμετώπιση που κατατείνει στην απαλλαγή από τέτοιου είδους ψευδείς προκαταλήψεις.

 

Το ότι, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει η ελπίδα αφύπνισης και ανατροπής, ασφαλώς δεν μπορεί να περιληφθεί, ούτε συνοπτικά, σ’ αυτό το

κείμενο.

Θα αποτελέσει άλλωστε, το αντικείμενο της αυριανής Κυριακάτικης (23.11.2014) συζήτησης.

Εδώ, όμως, ας παραθέσω, μόνον ως κατακλείδα, την ιστορική ανάλυση και τις παραδοχές ενός από τους επιφανέστερους και με μεγάλη επιρροή κυβερνητικούς παράγοντες των Η.Π.Α. το 2007 σχετικά με τη συνείδηση των υποτελών που, κατά την άποψή μου, αναδεικνύει το ότι οι φόβοι της κυρίαρχης τάξης είναι οι αντίστοιχες ελπιδοφόρες προοπτικές των υποτελών:

«Κατά τη διάρκεια της ιστορίας υπήρξαν αυτοκρατορίες και στη σύγχρονη εποχή η αμερικανική υπεροχή συχνά χαρακτηρίσθηκε μια νέα παγκόσμια αυτοκρατορία…

Ιστορικά η αυτοκρατορική σταθερότητα βασίσθηκε στην επιδέξια κυριαρχία, στην ανώτερη στρατιωτική οργάνωση και, τελικά το πιο σημαντικό, στην πολιτική απάθεια των υποτελών απέναντι στους λιγότερους μεν αλλά πιο δυναμικούς κυριάρχους τους.

(Σε κάποια στιγμή οι Βρεταννοί ήλεγχαν την Ινδία με μονάχα τέσσερις χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους και αξιωματικούς)…

Αυτό το φαινόμενο … κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα πέρασε σε φάση υποχώρησης … Άμεσες αιτίες αυτής της υποχώρησης ήταν βέβαια οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι αλλ’ η ουσιαστική της δυναμική προερχόταν από την αφύπνιση των υποτελών λαών: από την εθνικιστική αναταραχή, από μία ξεχωριστή αίσθηση πολιτικής ταυτότητας και από μία αυξανόμενη συνειδητοποίηση στέρησης κοινωνικών δικαιωμάτων η οποία κορυφωνόταν με τη θεώρηση της ξένης κυριαρχίας ως προσβολής της αξιοπρέπειας των ατόμων. Έτσι, τα αντιϊμπεριαλιστικά και αντιαποικιοκρατικά αισθήματα απέκτησαν τελικά γνήσιο πολιτικό πάθος …».

Αυτά παραδέχεται και επισημαίνει διδακτικά για την δική του τάξη ο Z. Brzezinski (Η δεύτερη ευκαιρία, 2008, εκδ. Λιβάνη, σ. 231 επόμ.).

Παραλείπει, βέβαια, την Οκτωβριανή Επανάσταση που σήκωσε με τα φτερά της δισεκατομμύρια ψυχές αλλά δείχνει ότι το ζήτημα παραμένει: Οι κυρίαρχοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η κυριαρχία τους μπορεί να απειληθεί με κατάρρευση από την αφύπνιση των υποτελών.

Για τους υποτελείς και τα συλλογικά τους πολιτικά υποκείμενα η αφύπνιση παραμένει ακόμη απαιτητικό ζητούμενο.

 

* ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΑ.ΧΩ.Μ.Ε. (21, 22, 23.11.2014)

 ΜΕ ΘΕΜΑ «ΤΑΞΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ»

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ε. ΜΑΚΑΡΩΝΑΣ

Γράψτε σχόλιο