Συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εθνικό και διεθνές δίκαιο

kapsalis

Αποστόλης Καψάλης*

Σε ό,τι αφορά στο συλλογικό εργατικό δίκαιο ο κόσμος της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο σημείο μηδέν. Πρόκειται για τον κλάδο, όχι μόνο του εργατικού δικαίου, αλλά εν γένει του δικαίου, ο οποίος έχει υποστεί τόσο μεγάλη και ριζική απορρύθμιση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα κατά την διάρκεια της τελευταίας τριετίας από τις αρχές του 2010.

Από την άποψη αυτή, δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η σημερινή εποχή θυμίζει ολοένα και περισσότερο τα χρόνια πριν από την πρώτη θεσμική κατοχύρωση των κανόνων του συλλογικού εργατικού δικαίου, υπό την έννοια ότι οι εργαζόμενοι αγωνίζονται ώστε να (ξανα)περιβληθούν τον νόμιμο τύπο συγκεκριμένες κοινωνικές και κινηματικές διεκδικήσεις, όπως ιδίως η πολιτική συνάθροιση, η συλλογική εκπροσώπηση, οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και η απεργία.

Άρα, τα συνδικάτα των εργαζομένων καλούνται να προσπαθήσουν να επανα-θεσμοποιήσουν τον ρόλο τους και να υποχρεώσουν με νομικά και κινηματικά μέσα την αντίπαλη πλευρά, το κράτος και την εργοδοσία, να αναγνωρίσει και να σεβαστεί εκ νέου τις εργατικές δομές και τις διαδικασίες συλλογικής διαπραγμάτευσης. Πρόκειται για μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, αλλά συνάμα για μια απαραίτητη δουλειά που επιβάλλεται να γίνει κατεπειγόντως, με σημείο εκκίνησης την επανα-νοηματοδότηση της αξίας της αλληλεγγύης και ειδικότερα της εργατικής αλληλεγγύης.

Η αλληλεγγύη δεν είναι μια φωτογραφικά αποτυπωμένη έννοια, αλλά λαμβάνει κάθε φορά νέα και επικαιροποιημένα χαρακτηριστικά με βάση τις εκάστοτε οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις της συγκυρίας. Η εργατική αλληλεγγύη θεμελιώνεται, πλέον, σε μια νέα βάση δεδομένων, η οποία πρέπει να προσδιοριστεί με σαφήνεια. Σε αυτήν την προοπτική υπάρχουν πολλά αισιόδοξα σημάδια, εφόσον η σημερινή προσπάθεια συγκεντρώνει ορισμένα πλεονεκτήματα εν συγκρίσει με την αντίστοιχη εργατική διεκδίκηση στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.

Κατά πρώτον, το εργατικό κίνημα ξεκινά τους αγώνες της νέας εποχής έχοντας στην φαρέτρα του μια εξαιρετικά πλούσια παράδοση νικηφόρων -και μη- ταξικών διαχρονικών αγώνων που, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στον ευρωπαϊκό χώρο, οδήγησαν στις θεμελιώσεις εργατικές και κοινωνικοασφαλιστικές κατακτήσεις που σήμερα απορυθμίζονται με ταχύτατο ρυθμό.

Κατά δεύτερον, την μάχη για μια πιο δίκαιη κοινωνία με προτεραιότητα στον σεβασμό των εργατικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν θα την δώσει σήμερα μια μικρή μειοψηφία, όπως πριν από 100-150 χρόνια, αλλά η μεγάλη (ή ακόμη και η συντριπτική σε ορισμένες χώρες) πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού και της κοινωνίας, δηλαδή οι στρατιές των μισθωτών του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, πριν από την οικονομική κρίση, το έτος 2009 το ποσοστό μισθωτής εργασίας στο σύνολο της απασχόλησης ήταν της τάξης του 65%. Παράλληλα, το 2008 η αυτό-απασχόληση στην χώρα μας ανέρχονταν στο 21% (την στιγμή που ο κοινοτικός μέσος όρος ήταν μόλις 12,5%).

Μέσα σε αυτό το παράλογο ποσοστό αυτό-απασχόλησης συνυπολογίζεται και η ψευδο-αυτοαπασχόληση, δηλαδή οι εκατοντάδες χιλιάδες κατ’ ουσία μισθωτοί, οι οποίοι για λόγους αποφυγής εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας συμβάλλονται με τον εργοδότη τους με ένα πλήθος συμβάσεων έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών (εργαζόμενοι με μπλοκάκι). Τέλος, η οικονομική ύφεση της τελευταίας τριετίας έχει σαν αποτέλεσμα την προλεταριοποίηση πρώην αυθεντικά αυτοαπασχολούμενων και μικρών και μεσαίων επιχειρηματιών, οι οποίοι διαμέσου του καθεστώτος της ανεργίας αναζητούν στο εξής εργασία με όρους μισθωτής απασχόλησης.

Κατά συνέπεια, εφόσον η μισθωτή εργασία αποτελεί πλέον το 75%-80% με τάσεις μάλιστα περαιτέρω ενίσχυσης, το ελληνικό εργατικό κίνημα αναλαμβάνει, πλέον, νέα αναβαθμισμένα ιστορικά καθήκοντα, την στιγμή μάλιστα που η ριζοσπαστική αριστερά διεκδικεί με αυξημένες πιθανότητες την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Σε αυτήν την πορεία δύο κεντρικά σημεία πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τις οργανωμένες δυνάμεις του εργατικού κινήματος.

Πρώτον, θα ήταν λάθος τα συνδικάτα και οι εργατικές συλλογικότητες να περιορίσουν την διεκδικητική ατζέντα τους αναφορικά με τις (συλλογικές) εργασιακές σχέσεις στο αίτημα της επαναφοράς στην προτέρα, δηλαδή στην προ μνημονίων, κατάσταση. Μολονότι, επί παραδείγματι, το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπως ίσχυσε μέχρι το 2010, ήταν ως ένα βαθμό αποτελεσματικό και λειτουργικό, τώρα είναι η ώρα για την διατύπωση ενός νέου οράματος για την συλλογική προστασία της εργασίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Έτσι, η επεξεργασία ενός νέου μοντέλου αυξημένου εργατικού και δημοκρατικού ελέγχου στην οργάνωση των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων και στην αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου προϋποθέτει την έμπνευση και ταυτόχρονα την θέση σε λειτουργία νέων δομών και διαδικασιών εργατικής οργάνωσης. Ενδεικτικά, η συζήτηση για την επιβεβλημένη εργατική απάντηση απέναντι στα γενικευμένα φαινόμενα πτωχεύσεων ή απροειδοποίητων de facto εγκαταλείψεων επιχειρήσεων από τους εργοδότες φέρνει στο προσκήνιο ιδέες και εγχειρήματα που δεν πρέπει να περιοριστούν στην «αυτοδιαχείριση» εν τη στενή εννοία, αλλά χρειάζεται να επεκταθούν στην αντίληψη της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής σαν μέτρο ανάσχεσης της ύφεσης και της ανεργίας.

Οι προτάσεις των συνδικάτων και της αριστεράς απέναντι στο πλήρως απελευθερωμένο διευθυντικό δικαίωμα, το οποίο σήμερα έχει καταστεί ο απόλυτος και καθολικός ρυθμιστής των εργασιακών σχέσεων, δεν είναι δυνατόν να περιορίζονται σε βελτιωτικές και επανορθωτικές ρυθμίσεις στο εργατικό δίκαιο.

Με άλλα λόγια, οι φορείς συλλογικής εκπροσώπησης των εργαζόμενων μαζών δεν θα αρκεστούν στην εκπλήρωση του παραδοσιακού τους ρόλου, δηλαδή της προστασίας και της αναβάθμισης των όρων εργασίας του αδύναμου πόλου της εργασιακής σχέσης, αλλά θα προσαρμόσουν την λειτουργία και την παρέμβασή τους στις απαιτήσεις που απορρέουν από το γεγονός ότι καθίστανται πλέον εκ των πραγμάτων ένας θεμέλιος πυλώνας της παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης της κοινωνίας μετά το καταστροφικό πέρασμα του νεοφιλελεύθερου μνημονιακού τυφώνα.

Δεύτερον, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο καθηγητής Καζάκος, οι δυσμενείς ανατροπές στο συλλογικό εργατικό δίκαιο μεταφράζονται σε μια διάχυση μεγάλης «ποσότητας» βίας σε βάρος της εργατικής πλευράς. Απέναντι σε αυτή την αντεργατική και αντιδημοκρατική βία ο κόσμος του καθημερινού μόχθου δεν μπορεί να μείνει απαθής, στον βαθμό μάλιστα που τα περιθώρια έννομης και δικαστικής προστασίας του απέναντι στην κρατική και εργοδοτική αυθαιρεσία εξανεμίζονται με ραγδαίους ρυθμούς.

Η αμφισβήτηση του μονοπωλίου της βίας των οικονομικών και πολιτικών ελίτ φέρνει στο προσκήνιο ριζοσπαστικές μορφές οργάνωσης και αντίδρασης με τις οποίες, κατ’ αρχήν, επιχειρείται να αξιοποιηθεί στο έπακρο η εναπομείνασα προστατευτική νομοθεσία και η συνταγματική έννομη τάξη. Ταυτόχρονα, το εργατικό κίνημα είναι και αυτό υποχρεωμένο να κινηθεί στα όρια της νομιμότητας ή ακόμη και εκτός των ορίων αυτής προκειμένου να εξασφαλίσει τον σεβασμό ή ακόμη και την κατοχύρωση  θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Από τους δημοσίους υπαλλήλους στο Ουισκόνσιν των ΗΠΑ, μέχρι τις επιτυχημένες κοινωνικές συμπράξεις για την επανακρατικοποίηση και επαναδημοτικοποίηση υπηρεσιών και φορέων ενέργειας, υγείας ή ύδρευσης σε όλη την Ευρώπη, οι κοινωνίες και οι υποτελείς τάξεις παντρεύουν με φαντασία την νομική επιστήμη με την αυτό-οργάνωση και την θεσμική οδό με την (λειτουργική) κατάληψη. Όπως ακριβώς έπραξαν επί σειρά ετών (και ενδεχομένως πράττουν ακόμη σε κάποιες περιπτώσεις) επί ποινή πάσης φύσεως εκδικητικών διώξεων οι συνάδελφοί τους απεργοί πριν από πολλές δεκαετίες, όταν η απεργία ήταν ποινικά κολάσιμη.

Οι σύγχρονες μνημονιακές επιθέσεις δεν κατατάσσουν απλά την Ελλάδα στην κατηγορία των χωρών με συγκρουσιακό μοντέλο επίλυσης των κοινωνικών ανταγωνισμών, αλλά καθιστούν μονόδρομο για την εργατική τάξη να σηκώσει το γάντι της πολιτικής αντιπαράθεσης και να εγκαταλείψει τον αμυντικογενή τρόπο αντίδρασης και αντίστασης που υιοθετεί αναποτελεσματικά μέχρι σήμερα.

* Ο Αποστόλης Καψάλης είναι νομικός, επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

 

Γράψτε σχόλιο