Η ΟΝΕ ΕΜΠΟΔΙΟ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ*

 

Tου ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ

«Η ιστορία διδάσκει ….ότι ουδέποτε διδασκόμαστε από την ιστορία», Γ.Χέγκελ

Η συζήτηση για το «χαρακτήρα» των πολιτικών που εφαρμόζει η ΕΕ και ειδικότερα η ευρωζώνη στην αντιμετώπιση της κρίσης, φέρνει στην επιφάνεια ιστορικές εμπειρίες που αν υπήρχε πολιτική βούληση θα οδηγούσε στην αποφυγή καταστροφικών πολιτικών που βιώνουν σήμερα πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μ.Βρετανία, η οποία μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, προκειμένου να ανακτήσει το κύρος και την αξιοπιστία της δεσμεύθηκε να εξοφλήσει το δημόσιο χρέος εφαρμόζοντας σφιχτή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική (ετήσιο πλεόνασμα προϋπολογισμού 7% σ’ όλη την περίοδο 1918-1938), με αντίτιμο την υψηλή ανεργία και τους χαμηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ (μόλις 0,5% το χρόνο). Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης πολιτικής οδήγησαν τον Κέυνς να δηλώσει κυνικά το 1928 «….ότι δεν αποδίδει να είσαι συνεπής», ενώ το 1936 τάχτηκε υπέρ της διαγραφής του χρέους «….με ευθανασία των ραντιέ» (κατόχων χρηματιστικού κεφαλαίου). Η συγκεκριμένη εμπειρία αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τη σημερινή Ελλάδα, όταν η «τρόϊκα» και οι αστικές κυβερνήσεις στο όνομα της πληρωμής των τοκοχρεολυσίων, εφαρμόζουν ακραίες πολιτικές λιτότητας, με τη λεηλασία του εισοδήματος του ελληνικού λαού και της δημόσιας περιουσίας, οδηγώντας συνολικά την κοινωνία στα τάρταρα του Άδη.

Δημοσιονομικό Σύμφωνο και Ισοσκελισμένοι Προϋπολογισμοί

Βασική «φιλοσοφία» της πολιτικής της ευρωζώνης που απορρέει από το λεγόμενο «Δημοσιονομικό Σύμφωνο», είναι η επίτευξη ισοσκελισμένων κρατικών προϋπολογισμών (εσόδων και δαπανών) και η δημιουργία παραπέρα «πρωτογενών πλεονασμάτων» (στην ουσία πλεονασμάτων «μαϊμού» αφού οι δαπάνες για τόκους εξαιρούνται από το σύνολο των δαπανών). Η κυβέρνηση κουνάει σαν «τρόπαιο» τη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος, αποσιωπώντας το τεράστιο κόστος δημιουργίας του (ανεργία 30%, πτώση ΑΕΠ πάνω από 20%, 500.000 λουκέτα μικροεπιχειρήσεων, 5.000 αυτοκτονίες, φυγή νέων στο εξωτερικό και ένα βουνό χρέος που φθάνει 175% του ΑΕΠ). Το παράδοξο είναι ότι η ιδέα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού βρίσκει αποδέκτες και σε ορισμένους οικονομολόγους στο χώρο της αριστεράς που ταυτόχρονα εμφανίζονται «λάβροι» αντιμνημονιακοί προφανώς γιατί βαθύτατη πεπείθηση τους είναι η παραμονή «πάση θυσία» στην ευρωζώνη. Ωστόσο στη ζωή έχει αποδειχτεί ότι οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί στο βαθμό που οι επιπλέον δαπάνες έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα, μπορούν να συμβάλουν θετικά στην ανάπτυξη της οικονομίας, της απασχόλησης και αύξησης του ΑΕΠ, ενώ η πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας σε συνθήκες κρίσης επιδεινώνει τη ύφεση και ανεργία και δεν διευκολύνει την έξοδο της οικονομίας από την κρίση. Άρα οι δεσμεύσεις που επιβάλει το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο» είναι σε αντίθεση με την πολιτική της προοδευτικής εξόδου από την κρίση που έχει στόχο μια αριστερή κυβέρνηση (παραγωγική ανασυγκρότηση και μείωση ανεργίας), πολύ περισσότερο που στις χώρες που βρίσκονται σε καθεστώς Μνημονίου όπως η Ελλάδα, οι αποφάσεις για τα κονδύλια του προϋπολογισμού (έσοδα και δαπάνες) θα καθορίζονται στο εξής σχεδόν αποκλειστικά από την «τρόϊκα» και την ευρωζώνη (eurogroup).

Νέα ΟΝΕ, Τραπεζική Ενοποίηση και Πιστωτική πολιτική

Ανάλογες καταστάσεις έχουμε σε όλους τους τομείς οικονομικής πολιτικής. Η νέα ΟΝΕ που οικοδομήθηκε μετά το 2010, έχει οδηγήσει στην δημιουργία νέων πυλώνων στήριξης του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος της ΟΝΕ. Δηλαδή εκτός από την ΕΚΤ και το Σύμφωνο Σταθερότητας έχει δημιουργηθεί ο «Μηχανισμός Στήριξης» (ESM) με τα συνακόλουθα Μνημόνια, το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο» που αναφέραμε, τα «εξάμηνα συντονισμού» κά, ενώ προωθεί την τραπεζική ενοποίηση. Με την τελευταία η πιστωτική πολιτική και η λειτουργία των μεγάλων (συστημικών) τραπεζών θα βρίσκεται υπό την εποπτεία και αποκλειστικό έλεγχο της ΕΚΤ με αποτέλεσμα την απώλεια ενός ακόμα μοχλού (της πιστωτικής πολιτικής) ρύθμισης της οικονομίας. Επί πλέον η εξυγίανση των τραπεζών από τα «τοξικά ομόλογα» και η αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων», φέρνουν στο προσκήνιο σενάρια για κούρεμα καταθέσεων και εκκαθάριση χρεωμένων επιχειρήσεων (νέα γενιά προβληματικών) με σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην οικονομία, στην απασχόληση και στην ανεργία. Για μια αριστερή κυβέρνηση, ακόμα κι αν η ευρωζώνη δείξει ανοχή σε εθνικοποίηση τραπεζών, δεν μπορεί να δείξει ανοχή στην αλλαγή των κανόνων τραπεζικής εποπτείας και των κριτηρίων πιστωτικής πολιτικής (κοινωνικά-αναπτυξιακά) που προφανώς θα εφαρμόσει στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Άρα η παραμονή σε αυτήν, κάνει πρακτικά αδύνατη την εφαρμογή αριστερής πιστωτικής πολιτικής εξόδου από την κρίση.

Συναλλαγματική πολιτική και εσωτερική υποτίμηση

Αντίστοιχα στον τομέα της συναλλαγματικής πολιτικής, το κλείδωμα των νομισματικών ισοτιμιών και η ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου και άλλων νομισμάτων, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας στις αδύναμες οικονομίες. Το «σκληρό ευρώ», κάνει τις εξαγωγές προς τις χώρες εκτός ευρώ ακριβότερες και τις εισαγωγές φθηνότερες, ενώ προς τις χώρες εντός ευρώ ευνοημένες από τις ανταλλαγές είναι εκείνες με υψηλότερη ανταγωνιστικότητα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αρνητικό (ελλείμματα και χρέη) για τις αδύναμες χώρες, ενώ ευνοημένες είναι οι ισχυρές, ιδιαίτερα η Γερμανία. Από την άλλη η πολιτική «εσωτερικής υποτίμησης» με μείωση εργατικού κόστους, οδηγεί σε ιδιόμορφο «ντάμπινγ» μισθών (ανταγωνισμός για μείωση τους προς τα κάτω) ενισχύοντας αντίστοιχα την ύφεση, την ανεργία και τη φτωχοποίηση των εργαζόμενων. Για παράδειγμα ένα εμπόρευμα των 10€ με πολιτική «εσωτερικής υποτίμησης» μισθών κατά 50%, η τιμή του θα μειωθεί στο 9,25 € (το εργατικό κόστος είναι γύρω στο 15%), ενώ με «εξωτερική υποτίμηση» η μείωση θα είναι στα 5 € διότι αγκαλιάζει όλα τα στοιχεία του κόστους. Αυτό είναι και το πλεονέκτημα της ύπαρξης εθνικού νομίσματος που αποτελεί ένα σημαντικό αμυντικό όπλο στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Από την άλλη η υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης (μείωση μισθών) δεν οδηγεί σε αύξηση των επενδύσεων (κρίσιμος παράγοντας δεν είναι το εργατικό κόστος αλλά το γενικότερο επενδυτικό κλίμα), ενώ δεν υπάρχει ασφαλιστική δικλείδα όπου η μείωση των μισθών να οδηγεί σε αύξηση θέσεων εργασίας, αύξηση ανάπτυξης και εισοδήματος. Κατά συνέπεια για τις αδύναμες οικονομίες το «σκληρό νόμισμα» λειτουργεί σαν «θηλιά στο λαιμό» και κάτι σαν «αιχμαλωσία λαών», ενώ από την άλλη αποτρέπει την προσφυγή σε φθηνό δανεισμό από την κεντρική τράπεζα για την εξασφάλιση ρευστότητας στην οικονομία και την κάλυψη αναπτυξιακών δαπανών. Άρα η απώλεια ελέγχου ενός ακόμα μοχλού ρύθμισης της οικονομίας, αποδυναμώνει τη δυνατότητα μιας αριστερής κυβέρνησης για την εφαρμογή του προγράμματος της.

Το δόγμα «πάση θυσία στο ευρώ» και η ταξική του ουσία

Απέναντι στην ιδέα μετάβασης στο εθνικό νόμισμα αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια μια ακατάσχετη κινδυνολογία. Μεταξύ των άλλων προβάλλεται ο κίνδυνος των «ανταγωνιστικών υποτιμήσεων» μεταξύ νομισμάτων που θα εξουδετερώσει τάχα το πλεονέκτημα μιας πιθανής υποτίμησης για στήριξη της ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης της οικονομίας. Ωστόσο οι ισοτιμίες των νομισμάτων δεν είναι αυθαίρετες. Παρ’ ότι υπάρχουν πάντα διακυμάνσεις, άλλοτε μεγαλύτερες άλλοτε μικρότερες, ο μέσος όρος διακύμανσης δείχνει την πραγματική κατάσταση της οικονομίας σε σχέση με τις άλλες. Εκτός αυτού οι χώρες που δεν είναι στο ευρώ δεν έχουν μεταξύ τους «νομισματικό πόλεμο». Οι ισοτιμίες των νομισμάτων τους παρά τις διακυμάνσεις καθορίζονται τελικά από τη δυναμικότητα των οικονομιών. Προκύπτει ωστόσο ένα κρίσιμο ερώτημα. Ποιος είναι ο ιδιαίτερος λόγος που τρόϊκα και κυβέρνηση επιμένουν στην πολιτική της «πάση θυσία» παραμονής στην ευρωζώνη; Είναι ζήτημα λαθεμένης εκτίμησης ή υπάρχει «αποχρών λόγος» (συμφέρον); Κατ’ αρχήν η τρόϊκα, δηλ. ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ δεν επιθυμούν την αποχώρηση της Ελλάδας γιατί φοβούνται το πιθανό «ντόμινο», ενώ δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση το ελληνικό «παράδειγμα» να βρει μιμητές. Οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης θα είναι πολύ αρνητικές για τις κυρίαρχες ελίτ της ευρωζώνης.

Από την άλλη η οικονομική στήριξη που αναγκάζονται να παρέχουν, τη συνοδεύουν με μέτρα δήμευσης του ελληνικού λαού και έναν ωκεανό χρέους χρέους, ελπίζοντας ότι μακροχρόνια θα είναι κερδισμένοι όχι μόνο πολιτικά αλλά και οικονομικά. Από την άλλη για την κυρίαρχη ελίτ της Ελλάδας, βασικό στοιχείο στην επιλογή της είναι η παραμονή στο «ασφαλές» πολιτικό λιμάνι της ευρωζώνης ακόμα κι αν είναι υποχρεωμένη να δεχτεί επαχθείς όρους σε βάρος της χώρας (εξαφάνιση σχεδόν της εθνικής κυριαρχίας, ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, κά), ενώ παράλληλα έχει και σημαντικά οικονομικά οφέλη (παρ’ ότι ορισμένες μερίδες κεφαλαιούχων πλήττονται), από τη φούσκα της εικονικής ανατίμησης της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων (υλικών και άϋλων) από την ανατίμηση του ευρώ κατά 36% έναντι του δολαρίου. Προφανώς μια επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και η αποκατάσταση της πραγματικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων θα ξεφουσκώσουν την ψευδή ανατίμηση, κάτι που δεν επιθυμούν σε καμιά περίπτωση στέλνοντας στον «Καιάδα» λαϊκά εισοδήματα και θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα. Ωστόσο αν αφετηριακή πολιτική επιλογή μιας αριστερής κυβέρνησης είναι «η σωτηρία του λαού πάνω από όλα», τότε η απόρριψη της αντίληψης της «πάση θυσία» παραμονής στην ευρωζώνη και η αποδέσμευση απ’ αυτήν, αποτελεί ζήτημα αρχής για την επιβίωση του.

Κατάργηση Μνημονίου και διαγραφή χρέους αφετηριακό βήμα

Η βαθιά κρίση της ελληνικής οικονομίας και η αναζήτηση εναλλακτικού δρόμου προοδευτικής εξόδου από την κρίση, έχει φέρει στο προσκήνιο την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους. Στην ουσία δεν υπάρχει άλλη λύση από τη διαγραφή του πολύ μεγάλου μέρους (πάνω από 80%) προκειμένου να γίνει βιώσιμο (εξοφλήσιμο). Οι απόψεις οικονομολόγων στο χώρο της αριστεράς ότι το «απεχθές χρέος» είναι της τάξης του 5% είναι εκτός από αβάσιμες και αποπροσανατολιστικές. Από νομική άποψη σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, υπάρχει η «στενή» και «ευρεία» ερμηνεία του «απεχθούς χρέους». Με βάση την τελευταία όλες οι δανειακές συμβάσεις που υπέγραψε η Ελλάδα με την «τρόϊκα», λόγω αρνητικών συνεπειών στον ελληνικό λαό και η μη κύρωση τους από την ελληνική Βουλή, τις κατατάσσει στην κατηγορία του «απεχθούς χρέους». Άρα το 95% του σημερινού χρέους μπορεί να χαρακτηριστεί «απεχθές». Ωστόσο δεν είναι απλά νομικό ζήτημα, ούτε μόνο οικονομικό, αλλά βαθιά πολιτικό. Η επίκληση της «κατάστασης ανάγκης» που προβλέπει η νομική επιτροπή του ΟΗΕ, μπορεί να δώσει σαφή τη νομική κάλυψη αμφισβήτησης πληρωμής του. Χρειάζεται όμως πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα, με χρήση του όπλου της «αθέτησης πληρωμών» ως μοχλό πίεσης για διαγραφή του. Και εδώ δεν χωρούν ταλαντεύσεις και αναδιπλώσεις στο όνομα της «παραμονής στην ευρωζώνη». Αντίθετα μια σθεναρή στάση διεκδίκησης διαγραφής και ανάκτησης των βασικών μοχλών άσκησης της οικονομικής πολιτικής με αποδέσμευση από την ευρωζώνη, είναι η βασική προϋπόθεση εφαρμογής μιας αριστερής πολιτικής. Μια τέτοια στρατηγική προϋποθέτει επίσης ανάλογη προγραμματική, διπλωματική, πολιτική, οργανωτική, κινηματική προετοιμασία για να είναι αποτελεσματική. Χρειάζεται κατά συνέπεια ενημέρωση και συσπείρωση στου ελληνικού λαού για την αναγκαιότητα του συγκεκριμένου δρόμου, ως φερέγγυο στοιχείο προοδευτικής διέξοδου από την κρίση και ανάκτησης πάνω απ’ όλα της χαμένης «εν πολλοίς» εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.

Μεταβατικό Αριστερό Πρόγραμμα και κυβέρνηση Αριστεράς

Σημαντικό ρόλο προς σ’ αυτήν την προοπτική μπορεί να παίξει ένα «μεταβατικό αριστερό πρόγραμμα» και η ανάπτυξη ισχυρού κινήματος αντίστασης-αλληλεγγύης-ανατροπής που θα φέρει στην εξουσία μια αριστερή κυβέρνηση με πρόγραμμα προοδευτικής εξόδου από την κρίση και ανοικτή τη σοσιαλιστική προοπτική. Βασικοί άξονες ενός τέτοιου προγράμματος εκτός από την κατάργηση των Μνημονίων, είναι η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, η εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών, η παραγωγική ανασυγκρότηση, η πολιτιστική αναγέννηση, η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων, η αύξηση της απασχόλησης και μείωσης της ανεργίας, η επαναφορά στο δημόσιο έλεγχο βιώσιμων ΔΕΚΟ και επέκταση τους σε στρατηγικούς τομείς, η ριζοσπαστικές αλλαγές στο κράτος, η ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων με άλλες τις χώρες, κά. Πρόκειται στην ουσία για ένα πρόγραμμα ταξικών συμμαχιών των κοινωνικών δυνάμεων που έχουν ζωτικό συμφέρον από την εφαρμογή του, δηλαδή της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, των μεσαίων στρωμάτων, της ριζοσπαστικής διανόησης και της νεολαίας, για την ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών και το άνοιγμα του δρόμου σ’ ένα ελπιδοφόρο μέλλον, ιδιαίτερα για τη νέα γενιά.

 

 

(*) Το κείμενο αποτελεί βασικά σημεία της εισήγησης στο διήμερο που διοργάνωσαν οι ιστοσελίδες iskra και rproject με το ΜΑΧΩΜΕ, στις 6-7 Φλεβάρη ’14, στον «Κεραμικό».

 

Leave a Comment