ΤΟ BREXIT ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Ν. ΧΟΥΝΤΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΛΑ.Ε. BREXIT, ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ”, ΣΤΙΣ 8 Juli 2016

Η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας (ΜΒ) από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει αναζωπυρώσει τις συζητήσεις για το μέλλον και τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, αλλά και για τη νέα πολιτική πραγματικότητα που διαμορφώνεται, πλέον, και ορίζει ένα νέο πεδίο παρέμβασης και αναστοχασμού για την Αριστερά.

Εκ των πραγμάτων το αποτέλεσμα του Brexit είναι ένα ιστορικών διαστάσεων πολιτικό γεγονός, τόσο για τη Μεγάλη Βρετανία, όσο και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Για τη ΜΒ, το αποτέλεσμα του Brexit φαίνεται να γεννά μια πολλαπλή και περίπλοκη πολιτική κρίση που επηρεάζει, τόσο τα δύο μεγαλύτερα κόμματα εξουσίας, τους Συντηρητικούς και τους Εργατικούς, όσο και τις σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με τη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία.

 

Για την ΕΕ, το αποτέλεσμα της αποχώρησης της ΜΒ, αποτελεί ένα σοβαρό πλήγμα στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή, της όλο και εντονότερης οικονομικής, νομισματικής και εμπορικής συνεργασία των κρατών της Ευρώπης, πάντα στο πλαίσιο ενός ακραίου και αυταρχικού νεοφιλελεύθερου μοντέλου οικονομικής διαχείρισης.

Πριν αναφερθούμε περαιτέρω στο ζήτημα του Brexit σε σχέση με την ΜΒ και την ΕΕ, θεωρούμε ότι είναι χρήσιμες 3 εισαγωγικές παρατηρήσεις:

Παρατήρηση 1η

Η συμμετοχή της ΜΒ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ήταν από την αρχή προβληματική. Η ΜΒ εντάχθηκε στην ΕΕ το 1973 με στόχο την αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων μια μεγάλης εσωτερικής αγοράς, χωρίς δασμούς και χωρίς εμπόδια στην κίνηση εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας.

Ωστόσο, κράτησε μια «α λα καρτ» προσέγγιση όσον αφορά τα επόμενα ενοποιητικά βήματα της ΕΟΚ, στην αρχή, και της ΕΕ, στη συνέχεια. Αυτή την προσέγγιση τη βλέπουμε στην ειδική σχέση που διατηρούσε με τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό, στην αποχή της από την Νομισματική Ένωση και το Ευρώ, αλλά και από στις σημαντικές εξαιρέσεις που κατάφερε να κερδίσει στον τομέα της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών και της Τραπεζικής Ένωσης. Ειδικά όσον αφορά τη δημοσιονομική εποπτεία η ΜΒ είχε κατακτήσει εξαιρέσεις από πτυχές του Συμφώνου Σταθερότητας που ισχύει για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ και επίσης δεν υπέγραψε το Δημοσιονομικό Σύμφωνο1, μια πολιτική συμφωνία των κυβερνήσεων της ΕΕ που δεσμεύονται σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, όπως η συνταγματοποίηση του δημοσιονομικού κόφτη και η οποία προβλέπεται να ενταχθεί στο κοινοτικό δίκαιο μετά από 5 χρόνια.

Μπορεί η ΜΒ στα 43 χρόνια συμμετοχής της στην ΕΕ να διατήρησε μια «α λα καρτ» προσέγγιση για τον εαυτό της, δεν συνέβη, όμως, το ίδιο με την ίδια την ΕΕ, η οποία εμφανίζεται ως ο καλύτερος μαθητής της ΜΒ στην οικονομική και ρυθμιστική πολιτική. Οι πολιτικές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού της Θάτσερ και του Τρίτου Δρόμου του Μπλέρ, σφράγισαν τις διαδικασίες ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης, οι οποίες έγιναν συνώνυμα των βασικών οικονομικών επιλογών της ΜΒ, όπως η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, ο περιορισμός του κράτους με τη μείωση των ελλειμμάτων και τις ιδιωτικοποίησης, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η πλήρης απελευθέρωση των αγορών από ρυθμιστικούς και άλλους κανόνες.

Παρατήρηση 2η

Δεν θεωρούμε σωστό το επιχείρημα που λέει, και ακούγεται έντονα από κομμάτια της Αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ότι το Brexit ήταν μια νίκη της ακροδεξιάς και του ρατσισμού. Πιστεύω ότι αυτή η προσέγγιση του δημοψηφίσματος στη ΜΒ είναι όχι μόνο απλοϊκή, αλλά και επικίνδυνη, ιδιαίτερα για την Αριστερά.

Δεν μπορεί κανένας να αμφιβάλει ότι η βρετανική ακροδεξιά και οι ρατσιστές στη ΜΒ κυριάρχησαν στις πολιτικές καμπάνιες που υποστήριζαν την έξοδο από την ΕΕ, έναντι των οργανώσεων της Αριστεράς, αλλά και σημαντικής μερίδας των Εργατικών, που είχαν ταχθεί υπέρ της εξόδου.

Αυτό, όμως, δεν φτάνει για να χαρίσεις το 52% των βρετανών πολιτών στην ακροδεξιά. Τα ποιοτικά στοιχεία των αναλύσεων της βρετανικής ψήφου, δείχνουν ότι σημαντική μερίδα των Εργατικών ψηφοφόρων ψήφισε υπέρ της εξόδου, ενώ κοινωνικά, φαίνεται να κυριαρχεί το όχι στις εργατικές περιοχές. Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε σε μια ακόμα στατιστική. Τους λόγους που ώθησαν τους ψηφοφόρους στην επιλογή τους και η πρώτη που εμφανίζεται για τους ψηφοφόρους του Βrexit είναι η κυριαρχία της χώρας τους, με δεύτερη το μεταναστευτικό.

Επομένως, θα τολμούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο της ψήφου του 52% των βρετανών, δεν μπορεί να είναι μια απλοϊκή επικράτηση ενός ρατσιστικού λόγου.

Το άδικο και άναρχο μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, που εφαρμόζεται πιστά και με αγριότητα σε αυτή τη χώρα, 36 χρόνια τώρα, που έχει οδηγήσει σε τεράστιες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, που έχει δημιουργήσει μεγάλους πετυχημένους στο Σίτι του Λονδίνου και μεγάλους χαμένους στις φτωχογειτονιές των πρώην βιομηχανικών πόλεων, δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Παρατήρηση 3η

Η τρίτη παρατήρησή μας έχει σχέση με του θεσμούς της ΕΕ. Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος όλοι σχεδόν οι ηγέτες της ΕΕ και οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών, μίλησαν για «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», για μια «αλλαγή σελίδας» στην Ευρώπη. δημιουργώντας την προσδοκία για αλλαγές σε αντίστροφη κατεύθυνση από τη σημερινή κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη συντηρητική πορεία. Κατά τη γνώμη μας αυτές οι δηλώσεις έχουν τόση αξία όση και η ρήση «θα φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο» μετά από κάθε αποκάλυψη σκανδάλου.

Η ΕΕ και οι θεσμοί της, κατ’ αρχήν, έχουν αποδείξει πολλάκις ότι δεν σέβονται και δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη λαϊκή κυριαρχία και τα δημοψηφίσματα. Φάνηκε στο δημοψήφιμα στην Ιρλανδία για τη Συνθήκη της Νίκαιας. Ο ιρλανδικός λαός την καταψήφισε και μετά από μια καμπάνια εκφοβισμού και πολιτικών πιέσεων, αναγκάστηκε να την ψηφίσει. Ο γαλλικός και ολλανδικός λαός καταψήφισαν το Ευρωσύνταγμα, αλλά με νομικίστικα τερτίπια και με μια αλλαγή στο όνομα των Συνθηκών, κατάφεραν να περάσουν στη Συνθήκη της Λισαβόνας, όσα δεν μπόρεσαν να περάσουν με το λεγόμενο Ευρωσύνταγμα. Ο ελληνικός λαός καταψήφισε ένα πρόγραμμα Μνημονίου που τον εξαθλίωνε, αλλά και πάλι, θεσμοί της ΕΕ και υποταγμένες κυβερνήσεις, έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια τη βούληση του λαού, οδηγώντας πολλούς να μιλήσουν για ένα πολιτικό πραξικόπημα (this is a coup).

Και τώρα, όμως, υπάρχουν διεργασίες και συζητήσεις για τους τρόπους που θα βρουν ώστε να αλλοιώσουν τη θέληση του βρετανικού λαού και να μείνει με μια ειδική σχέση η ΜΒ στην ΕΕ.

Ευρωπαϊκή Ένωση σε κρίση;

Το βρετανικό δημοψήφισμα, όπως είπαμε και παραπάνω, ξαναφέρνει στο προσκήνιο τη συζήτηση για την Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα για την πορεία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

Η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης παγκοσμίως έχει φέρει μεγάλα τμήματα των κοινωνιών μας σε εξαθλίωση. Οι άνεργοι, οι μισθολογικά χαμένοι, οι άστεγοι, η νεολαία, διαπιστώνουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ότι η απελευθέρωση του εμπορίου και των υπηρεσιών, το άνοιγμα του τραπεζικού κλάδου και οι χρηματοπιστωτικές φούσκες, οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και αγαθών, όπως η εκπαίδευση, η στέγη κ.α., ευθύνονται για αυτή τους τη θέση.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ένας χώρος Ειρήνης και Συνεργασίας των λαών και των κρατών της Ευρώπης. Δεν είναι ούτε ένας υπερ-εθνικός θεσμός με προβλήματα, που επιτρέπει θεσμικές αλλαγές με δημοκρατικά μέσα. Η ΕΕ είναι ένας διεθνής καπιταλιστικός θεσμός που μόνο στόχο έχει την καπιταλιστική ολοκλήρωση και την επιβολή της νεοφιλελεύθερης ατζέντας στους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς.

Με άλλα λόγια η ΕΕ αποτελεί εργαλείο για τις εθνικές αστικές τάξεις και τις κυβερνήσεις, ώστε να εφαρμόζεται μόνο μια πολιτική, αυτή της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού. Λέει, πχ η Γαλλική, η Ισπανική, η Ιταλική Κυβέρνηση, εμείς δεν θέλουμε να μειώσουμε μισθούς και κρατικές δαπάνες, δεν θέλουμε να ιδιωτικοποιήσουμε την ενέργεια και το νερό, δεν θέλουμε να απελευθερώσουμε τις δημόσιες μεταφορές, δεν θέλουμε να πουλήσουμε τα ενυπόθηκα δάνεια στα γεράκια των αγορών και οδηγήσουμε χιλιάδες πολίτες στο δρόμο, αλλά η ΕΕ μας το επιβάλει, οι Κανονισμοί και οι Οδηγίες μας το επιβάλουν, οι Ευρωσυνθήκες δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε διαφορετικά.

Σε αντίθεση με μια σχετική ευφορία που επικρατεί στις ριζοσπαστικές τάξεις, της ελληνικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς, πιστεύουμε ότι η ΕΕ και οι θεσμοί της δεν οδηγούνται σε κατάρρευση από την έξοδο της ΜΒ. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης και οι ειδικοί καπιταλιστικοί θεσμοί που χρησιμοποιεί κάθε φορά, πότε υπερ-εθνικοί, πότε ευρωπαϊκοί και πότε εθνικοί, έχουν επιδείξει μεγάλη ανθεκτικότητα σε πολιτικές και κινηματικές πιέσεις και αρκετά ισχυροί και αυταρχικοί στις αντιδράσεις τους.

Το είδαμε σε μια σειρά περιπτώσεων στη διάρκεια της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, με πολιτικούς και οικονομικούς εκβιασμούς σε εκλεγμένες κυβερνήσεις, όπως στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Κύπρο και που εμφανίζονται, και πάλι, αυτή τη φορά ως εφαρμογή των νέων κανονισμών για τηνΟικονομική Διακυβέρνηση του Ευρώ, με τη μορφή προστίμων πολλών δις στην Ισπανία και την Πορτογαλία, από την Κομισιόν και το Συμβούλιο.

Ευρωπαϊκή Αριστερά:

Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος αποτελεί ένα πολύ καλό μάθημα για την ελληνική και ευρωπαϊκή Αριστερά, αναφορικά με το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των θεσμών της.

Από τη μια, διαλύει το αφήγημα του «αριστερού ευρωπαϊσμού» που υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη καπιταλιστική και αυταρχική ΕΕ έχει περιθώρια, διαθέτει τους απαραίτητους βαθμούς πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας, ώστε να εφαρμοστεί ένα εναλλακτικό, φιλολαϊκό πρόγραμμα.

Αυτή η δυνατότητα πολύ απλά δεν υπάρχει. Η ΕΕ είναι ένας υπερ-εθνικός καπιταλιστικός θεσμός που επιβάλει πολιτικές, που δεν αλλάζει και δεν μεταρρυθμίζεται, γιατί σχεδιάστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αλλάζει και να μην μεταρρυθμίζεται.

Από την άλλη, όμως, η έξοδος της ΜΒ από την ΕΕ αποδεικνύει ότι τέτοιες πολιτικές επιλογές δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Αντίθετα, ακόμα και η ΜΒ, μια χώρα με το δικό της νόμισμα, με σημαντικό εμπόριο και συναλλαγματικά αποθέματα, μια χώρα παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο, εισέρχεται σε άγνωστα νερά και εμφανίζει σημαντικές σχεδιαστικές αδυναμίες, που θα επιφέρουν, αν όχι καταστροφικές, σίγουρα σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις.

Επομένως, ανοίγεται πλέον για μας ένα νέο πεδίο πολιτικής, κινηματικής και επιστημονικής παρέμβασης, στο οποίο η ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να μπει με όλες της τις δυνάμεις, να αναλύσει όλα τα πιθανά προβλήματα που θα προκύπτουν από τη ρήξη μιας χώρας με την Ευρωζώνη και την ΕΕ, με σοβαρά και πειστικά επιχειρήματα. Το σημαντικότερο όμως είναι να συνδεθεί ο αγώνας και η επιστημονική ανάλυση της εξόδου από την ΟΝΕ και την ΕΕ, με την κοινωνία και τους εργαζόμενους, αλλά και να συναρθρωθεί με τις άλλες δυνάμεις της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς, που μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες και αναζητούμε το ίδιο όραμα για την Ευρώπη. Μια Ευρώπη της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, της ευημερίας και της ειρήνης.

*1. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο (Συνθήκη για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην ΟΝΕ) αποτελεί μια Διακυβερνητική Συμφωνία μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ που δεν εντάσσεται στο σώμα του κοινοτικού δικαίου. Στόχο έχει τη δέσμευση των κρατών-μελών στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, αλλά και σε συγκεκριμένης πολιτικής κατεύθυνσης μεταρρυθμίσεις, που δεν μπορούν να «επιβληθούν» μέσω των Συνθηκών της ΕΕ. Τέλος, στοχεύει στην υιοθέτηση, με συνταγματικό τρόπο εάν είναι δυνατόν, σε κάθε κράτος-μέλος, δημοσιονομικών κανόνων περιορισμού δαπανών και λιτότητας. (http://europa.eu/rapid/press-release_DOC-12-2_en.htm).

 

Leave a Comment